Shedia

EN GR

29/01/2014

«Το µέλλον είναι οι ιδέες». Συνέντευξη του Βασίλη Αλεξάκη στην Ελεωνόρα Ορφανίδου

«Είμαστε αναγκασμένοι να είμαστε αισιόδοξοι», ο αγαπημένος συγγραφέας  μάς δείχνει τον τρόπο που θα μας οδηγήσει πιο γρήγορα στο ξέφωτο. 
 
Σε μια συνάντηση μας  πριν από μερικούς μήνες,  ο Βασίλης Αλεξάκης  αφηγήθηκε μια ωραία ιστορία: πώς έφτασε ρωτώντας και ψάχνοντας, με αφορμή το τελευταίο του Βιβλίο («ο Μικρός Έλληνας»),   σε ένα  παρισινό καφενείο αστέγων.  Και πώς έφυγε, καιρό μετά,  αφού πρώτα δίδαξε δημιουργική γραφή.  Του ζητήσαμε και άλλες αφηγήσεις,  γύρω από  τη νέα  μας περιπέτεια και τους παλιούς μας μύθους. Είπε σε όλα ναι. Και μας γέμισε αισιοδοξία, γιατί ακούσαμε ότι «το μέλλον της Ελλάδας είναι  θέμα ιδεών» – κι όχι άγνωστων οικονομικών όρων και μοντέλων.   
 
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα χρονιά και  θα ΄θελα  να μοιραστείτε μαζί μας μερικές ελπιδοφόρες σας σκέψεις.
 
Είναι γεγονός ότι από την κρίση μπορεί να βγουν μερικά ελπιδοφόρα πράγματα. Κι ελπίζω να βγουν, αν και για  την ώρα δεν το βλέπω. Ποια είναι αυτά: είναι οι σκέψεις γύρω από τη ζωή, το πώς θέλουμε να ζήσουμε, διότι η κρίση σε αναγκάζει να αναθεωρήσεις ένα μοντέλο ζωής που είναι το μοντέλο με το οποίο ζει η Ευρώπη και η Αμερική εδώ και κάποιες δεκαετίες. Ε, αυτό το μοντέλο χρειάζεται αναθεώρηση, κι όχι μόνο λόγω της κρίσης. Για χίλιους λόγους. Για παράδειγμα, λόγω της καταστροφής του πλανήτη. Άρα  χρειάζεται σκέψη, από τους φιλοσόφους, εδώ και στην Ευρώπη. Χρειάζεται, επίσης, και σκέψη γύρω από το σχολείο. Διότι αυτή η αλλαγή πολιτισμού, κουλτούρας, σχεδίου ζωής πρέπει να ξεκινήσει από εκεί.  Βεβαίως, πριν γίνει διαχωρισμός εκκλησίας -κράτους κι αναλάβει το Υπουργείο Παιδείας ένας τολμηρός ευφάνταστος άνθρωπος, δεν μπορούμε να περιμένουμε  τίποτα.
 
 
«Οι λέξεις είναι τα πάντα»!
 
Έχετε πει «η απαισιοδοξία αναιρεί την πρωτοβουλία».
 
Το άκρον άωτον της απαισιοδοξίας είναι να πηδήξεις απ’ το μπαλκόνι ή να κρεμαστείς από ένα δέντρο, το κάνουν πολλοί  Έλληνες τα τελευταία χρόνια. Οπότε, αυτό σε αναγκάζει να αντιδράσεις. Θέλω να πω ότι η ίδια η απελπισία φέρνει την αντίδραση στην απελπισία. Δεν είναι συζητήσιμη λύση το να πηδήξεις απ’ το μπαλκόνι. Είμαστε αναγκασμένοι να είμαστε αισιόδοξοι και να κατεβάζουμε ιδέες. Γιατί το μέλλον της Ελλάδας είναι θέμα ιδεών. Εμένα αυτό που μου προκαλεί κατάπληξη  στις κυβερνήσεις που διαχειρίζονται την κρίση είναι ότι δεν ακούς μια καινούρια ιδέα από κανέναν. Μα τίποτε το καινούριο. Μια ιδέα που να εμπνεύσει τον κόσμο, να πούμε ότι επιτέλους κάτι νέο γίνεται στην Ελλάδα. 
 
Θέλω να μου πείτε για το ρόλο της γλώσσας την περίοδο αυτή. Βλέπουμε να μπαίνει πολύ δυναμικά στην καθημερινότητά μας ένα «οικονομικό  ιδίωμα».
 
Δεν το έχω βιώσει στην Ελλάδα, γιατί δεν είμαι αρκετό καιρό εδώ. Αλλά το παρατηρώ και στη Γαλλία. Κοιτάξτε, η γλώσσα καταγράφει τα γεγονότα, τις καταστάσεις, τα πάντα. Είναι σεισμογράφος της κοινωνικής ζωής. Είναι ένα είδος ιστορικού – του τι συμβαίνει σ’ έναν τόπο. Το πότε εμφανίζεται μια λέξη και το πότε χάνεται είναι πάντοτε σε σχέση με τη ζωή. Και παρατηρούνται τεράστιες γλωσσικές διαφορές, τι να σας πω, ανάμεσα στην άκρα Αριστερά και τη Χρυσή Αυγή. Μιλάνε άλλη γλώσσα.  Και η χούντα των κολονέλων μιλούσε άλλη γλώσσα, που δεν διαφέρει πολύ από αυτήν της Χ.Α. 
 
Μας ορίζουν οι λέξεις;
 
Βεβαίως! Οι λέξεις είναι τα πάντα. Μέσω της γλώσσας σκεφτόμαστε, φιλοσοφούμε, ονειρευόμαστε, δηλαδή, η γλώσσα είμαστε εμείς.  Όλες ανεξαιρέτως οι γλώσσες βοηθάνε στην ανάπτυξη του εγκεφάλου και είναι προϊόν της ανάπτυξής του.  Δεν υπάρχει κανένα πλεονέκτημα στο να μάθεις όταν γεννηθείς ελληνικά ή κινέζικα.  Η κάθε γλώσσα έχει κάποια δεδομένα τα οποία όταν δεν ανακαλύπτεις καμία άλλη  δεν τα αμφισβητείς. Εγώ έμαθα μια γλώσσα αφρικάνικη που αγνοεί το ρήμα έχω.  Δεν θα πεις έχω ένα σπίτι  αλλά είμαι με ένα σπίτι. Και είσαι με ένα σπίτι όσο είσαι. Η ιδιοκτησία δεν έχει καμία διάσταση μεταφυσική, το ότι είσαι ιδιοκτήτης κι αυτό διαρκεί μια αιωνιότητα. Είσαι με ένα σπίτι, όπως στα ελληνικά είσαι με μια γυναίκα...
 
Έχετε πει ότι οι γλώσσες μάς μαθαίνουν να είμαστε μετριόφρονες και να αποβάλλουμε οποιοδήποτε εθνικιστικό αίσθημα. Ωστόσο, προβάλλεται συχνά από τους εθνικισμούς μια δήθεν γλωσσική ανωτερότητα.
 
Πρόκειται περί μιας ανοησίας ότι η ελληνική γλώσσα έχει ένα είδος ανωτερότητας.  Και η αρχαία ελληνική είναι μια γλώσσα αρκετά φτωχή. Κάπου έχουν βγάλει ότι έχει ένα εκατομμύριο λέξεις. Ξέρεις πώς το βγάζουν αυτό οι διάφοροι προπαγανδιστές και εθνικιστές; Μετρώντας τις διάφορες κλίσεις και καταλήξεις. Η αρχαία ελληνική είναι απείρως φτωχότερη από τα σημερινά ελληνικά ή αγγλικά, διότι οι άνθρωποι δεν χρειάζονταν τόσες λέξεις. Επίσης, να πούμε ότι όλες οι γλώσσες είναι προϊόν διαλόγου.  Τα ελληνικά δεν είναι μια εφεύρεση εκ του μηδενός κάποιων που ξεμπάρκαραν εδώ .  Η σωστή μελέτη της γλώσσας σου μαθαίνει ότι πρέπει να είσαι σε ανοικτό διάλογο με τους άλλους. Άρα, οδηγεί σε μετριοφροσύνη. Ο εθνικισμός που χρησιμοποιεί ως αποδεικτικό στοιχείο μιας δήθεν ανωτερότητας τη γλώσσα αποτελεί, βεβαίως, μια απάτη.
 
Τον ελληνικό εθνικισμό πώς τον αντιλαμβάνεστε; Θέλω να πω είναι διαφορετικός από τον γαλλικό;
 
Όλοι οι εθνικισμοί είναι ίδιοι. Απλώς, εδώ  δεν επέτρεψε η νομοθεσία να περιοριστεί εγκαίρως η δράση του. Η δράση της Χ.Α. έπρεπε να είχε αποφευχθεί. Να ψηφιστεί εδώ και δεκαετίες ένας αντιρατσιστικός νόμος και να είναι όλοι αυτοί στη φυλακή με πολύ αυστηρές ποινές για τη διάδοση ρατσιστικών ιδεών.
 
 
Η τραγωδία της πρώτης νύχτας
 
Η κρίση δεν γιγάντωσε μόνο τον ρατσισμό – πολλαπλασίασε και τους άστεγους. Στο τελευταίο σας βιβλίο –«Ο Μικρός Έλληνας» – οι άστεγοι πρωταγωνιστούν. 
 
Οι άστεγοι είναι θύματα μιας πολιτικής, αλλά, βεβαίως, μας αφορά όλους το θέμα. Εγώ είδα πολλούς άστεγους και μίλησα μαζί τους στο Παρίσι: τίποτα δεν μας χωρίζει από τους άστεγους. Δεν υπάρχουν δύο κατηγορίες πληθυσμών στη χώρα. Οι άστεγοι κι αυτοί που έχουν ένα σπίτι, κι ανάμεσα τους υπάρχει μια άβυσσος. Τίποτα δεν υπάρχει ανάμεσα τους. Οι άστεγοι του Παρισιού έχουν πάει σχολείο, διαβάζουν, είχαν μια κανονική δουλειά, μια γυναίκα, παιδιά. Απλώς, το πρόβλημα ξεκίνησε γιατί μια μέρα έχασαν τη δουλειά τους. Κι αυτό μπορεί να συμβεί στον καθένα, ειδικά τώρα που ανεβαίνει τόσο γρήγορα η ανεργία στη χώρα μας. Οι άστεγοι είμαστε εμείς, δεν είναι άλλοι.
 
Θα μείνω λίγο ακόμα στο βιβλίο σας, γιατί γράφετε κάτι που με συγκλονίζει και ήθελα να μάθω αν το ακούσατε από κάποιον ή αν είναι φανταστικό. Λέτε «οι άστεγοι θυμούνται πάντα την πρώτη τους νύχτα στο δρόμο. Αυτό διαρκεί μια ζωή».
 
Ναι, είναι αληθινό. Μπορείτε να φανταστείτε πόσο τραγικό είναι! Ξαφνικά, σε μια πόλη που έχεις ζήσει ομαλά, που είχες ένα σπίτι, δεν έχεις που να πας. Φαίνεται ότι αυτό τους σημαδεύει για όλη τους τη ζωή.  Όλοι μου το είπαν για την πρώτη νύχτα. Πώς είναι για άλλους η πρώτη νύχτα του γάμου; Εδώ, είναι η πρώτη νύχτα διαζυγίου με τη ζωή. 
 
Με τους άστεγους  στο Παρίσι συζητούσατε για λογοτεχνία. Ήταν ένα θέμα που το ήξεραν;
 
Η κουβέντα που έκανα με τους άστεγους δεν διαφέρει σε τίποτα με τις συζητήσεις που έκανα πρόσφατα στον Ιανό ή σε οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.  Είχαμε διαφωνίες, κάποιοι μου έλεγαν «αδικείτε τον Βίκτωρα Ουγκώ όταν λέτε ότι δεν είναι καλός μυθιστοριογράφος»  κ.λπ. Ξεχνάς ότι είναι άστεγοι. Τι θα πει αυτό; Δεν σημαίνει τίποτα.  Δεν δίνει μια ταυτότητα η λέξη άστεγος. Είναι μια κατάσταση, ελπίζω παροδική, για κάποιον που έχει οικονομικό πρόβλημα. 
 
Συζητούσατε και για μπάλα; 
 
 Δεν είπαμε για μπάλα, δεν ξέρω αν υπάρχει στο Παρίσι κάτι αντίστοιχο με την Ομάδα Αστέγων της Αθήνας. Για μένα το ποδόσφαιρο ως γενική θεώρηση, για άστεγους και μη, έχει μια μοναδικότητα, ότι παίζεται με τα πόδια. Μοναδικό και παράδοξο από μόνο του. Διότι ο άνθρωπος έχει τα χέρια του με τα οποία κάνει τα πάντα. Και ξαφνικά προκύπτει αυτή η ανωμαλία, όπου τη δεξιοτεχνία πρέπει να την κάνεις με τα πόδια.  Η απαγόρευση των χεριών είναι ένα εύρημα συναρπαστικό. Η γοητεία για μένα του ποδοσφαίρου οφείλεται στη μοναδικότητά του. Ποτέ κανένα άθλημα δεν θα πάρει τη θέση του. Όσον αφορά τους άστεγους, πιστεύω ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να φέρει κέφι και αισιοδοξία στους ανθρώπους, να παίξει έναν πάρα πολύ θετικό ρόλο. 
 
Στο Παρίσι, είχατε μια εμπειρία ξένη προς το παρόν για την ελληνική πραγματικότητα, το «Καφενείο των αστέγων».
 
Ένα είναι στο Παρίσι και το ανακάλυψα στην προσπάθειά μου να μάθω πώς μιλάνε, αν χρησιμοποιούν κάποιο ιδίωμα, κάποιες λέξεις… Και, τελικά, έμαθα ότι, μετά από κάποιους μήνες στους δρόμους μοναξιάς και βουβαμάρας, ξεχνάνε και την ίδια τους τη γλώσσα. Και, ψάχνοντας να βρω πώς θα μπορούσα να κάνω μια επαφή, έμαθα πως υπάρχει αυτό το καφενείο στο Παρίσι, ένα υπόγειο στο οποίο συγκεντρώνονται τα βράδια, 9.30 με 1.30 το πρωί. Είναι μόνο για να μιλήσουν ή να διαβάσουν εφημερίδα, να γράψουν κάτι!  Εκεί δεν συχνάζουν μόνο άστεγοι, έρχονται κυρίες από τη γειτονιά που ενδιαφέρονται  ή… που βαριούνται! Κατεβαίνεις, και στη μια τα ξημερώματα βγάζουν έναν καφέ. Τίποτα  άλλο.  Είναι χώρος μόνο για κουβέντα, γιατί οι νεαροί που το φροντίζουν –χρηματοδοτείται από το Δήμο–  έκαναν την πολύ σωστή διαπίστωση ότι οι άστεγοι έχουν ανάγκη να μιλήσουν. Σε αυτό το χώρο, μου ζητήθηκε κι έκανα σεμινάριο δημιουργικής γραφής. Κι όλοι έκατσαν κι έγραψαν.
 
Ήταν τα κείμενα ανάλογα με αυτά που λάβατε σε άλλες περιπτώσεις; 
 
Το ίδιο πράγμα με το ίδιο αποτέλεσμα. Άλλα κείμενα ήταν μέτρια, άλλα  ατελείωτα,  άλλα σύντομα. Μερικές φορές άκουγες πολύ ωραία πράγματα. Πέρασα μαζί τους εξαιρετικές στιγμές, πάρα πολύ ανθρώπινες, συγκινητικές. Θεώρησα τον εαυτό μου τυχερό που ανακάλυψα το καφενείο. Ελάχιστοι γνωρίζουν την ύπαρξή του. Είναι σαν αυτό που διηγούμαι στο βιβλίο μου. Και αφού βγήκε το βιβλίο και τους έστειλα  αντίτυπα  για να το διαβάσουν , ξαναπήγα, μου έκαναν σχόλια για αυτά που έγραφα για εκείνους, γελάσαμε …
 
Βεβαίως, το πολύ οδυνηρό είναι όταν φεύγεις από εκεί. Μιάμιση ώρα το πρωί, κάνει κρύο, και λες εντάξει εγώ πάω σπίτι… Και στην αντίθετη κατεύθυνση βλέπεις να τραβάει ο κακόμοιρος με τις σακούλες. Και λες: Πού πάει τώρα;…
ΥΓ. Κλείσαμε εδώ. Δίνοντας αμοιβαία υπόσχεση ότι θα αναζητήσουμε αυτόν το χειμώνα τις διαδρομές που είναι στην αντίθετη πορεία από το σπίτι μας.
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ