Shedia

EN GR

29/01/2014

«Θα ήθελα ν’ αλλάξω το χρονικό αίσθηµα του άλλου»

«Ο “Φάουστ” υπάρχει πάντα ως επιχείρημα της ανθρώπινης αγωνίας», επισημαίνει ο Μ. Μαρμαρινός, λίγο πριν ανεβάσει στη Στέγη το κλασικό έργο του Γκαίτε.
 
Συνεννοήσεις, συνάντηση, φωτογράφιση, συνέντευξη, όλα έγιναν υπό το βαθύ σκότος των πρώτων μεταμεσονύκτιων ωρών. Όταν ο Μιχαήλ Μαρμαρινός έβγαινε από την ολοήμερη καταβύθιση στο αρχετυπικό κείμενο του «Φάουστ» –που παρουσιάζει στη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών–  και καθόταν με τους συνεργάτες του στο  «Green Room», ένα απλό καφενείο για το προσωπικό στον 3ο ,  που έχει μετατρέψει σε «προέκταση»  της σκηνής:  Η  πρόβα συνεχιζόταν με άλλα μέσα. 
 
Νιώθετε  μεγαλύτερη  πίεση ή ευθύνη όταν ανεβάζετε κλασικούς; 
Όχι . Το ενδιαφέρον προκύπτει γιατί  μπορούμε να μιλάμε για ένα κείμενο που δεν είναι γνωστό. Συνήθως, για τους κλασικούς γνωρίζουμε χοντρικά την υπόθεση της ιστορίας. Δηλαδή, από τον «Φάουστ» του Γκαίτε, όλη η λεπτομέρεια της ποίησης, οι πάρα πολύ λεπτές αποχρώσεις γύρω από το μύθο και το νόημά του  είναι άγνωστες. Όλο αυτό το ταξίδι… νομίζω ότι αν δεν εχει κάποιος έξι μήνες ή και περισσότερο,  η παράσταση θα κουβαλάει μαζί της μια ωμότητα του μη τέλειου, του χειροποίητου. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, τίποτα δεν είναι τέλειο, το λέει κι ο Φάουστ μέσα. Αυτό δεν απαραίτητα κακό. Θα σας πω αργότερα, όμως, σε ποιο βαθμό είναι ή δεν είναι κακό.
 
Όταν προχωρήσουν οι πρόβες;
Όχι, όταν κατέβει η παράσταση! Τότε θα ξέρω.
 
Ο «Φάουστ»  είναι ένας μύθος για τον δυτικό άνθρωπο.  Δεν είναι ένας μύθος δικός μας,  με τη στενή, βεβαίως, έννοια του όρου.
 
Μα και ο μύθος του Ηρακλέους δεν είναι δικός τους. Κανένας από τους μεγάλους μύθους δεν είναι τοπικός. Ο «Φάουστ» είναι, μ’ έναν τρόπο, η τραγωδία της γνώσης και του ορθολογισμού: Με το καλησπέρα σας λέει: «Αχ, σπούδασα φιλοσοφία, ιατρική, νομική, θεολογία, και είμαι ένα τέλειο μηδενικό», που σημαίνει ότι δεν μπορούσε να βρει το δρόμο του μέσα από τη λεγόμενη θετική σκέψη. Ο Φάουστ είναι μια μεταγραφή του Ιώβ στο δυτικό μύθο, ενός  ανθρώπου που ήταν θεοσοφιστής και προσπαθούσε να επικοινωνήσει με την άλλη πλευρά των πραγμάτων. Αλλά αυτή η προσπάθεια του ανθρώπου να επικοινωνήσει με την άλλη πλευρά των πραγμάτων είναι η κλασική του αγωνία. Όσο υπάρχει θρησκεία, είναι η άλλη πλευρά των πραγμάτων. Όσο υπάρχουν τα ψυχότροπα, είναι η άλλη πλευρά των πραγμάτων. Οτιδήποτε υπάρχει που ερεθίζει τη συγκίνηση ή ανοίγει το πνεύμα του ανθρώπου, όπως είναι οι ανατολικές τεχνικές, για να συναντήσει ο άνθρωπος την ουσία των πραγμάτων,  θα υπάρχει ο «Φάουστ» σαν επιχείρημα της ανθρώπινης αγωνίας. Ο «Φάουστ» δεν θα μπορούσε να γεννηθεί στην Ανατολή, γιατί εμείς δεν είχαμε αστική κοινωνία, δεν περάσαμε Αναγέννηση, δεν κάναμε δηλαδή τη μετάβαση,  γιατί εκεί είναι ο «Φάουστ», στη μετάβαση από το Μεσαίωνα στην Αναγέννηση. Αλλά μόνο για τεχνικούς λόγους δεν έχει να κάνει και με εμάς αυτός ο μύθος. Επί της ουσίας, είναι δικός μας. Να το πω έτσι, είναι ευρωπαϊκός μύθος.
 
 
 
Ο «Φάουστ» όπως τον πραγματεύεστε εσείς είναι άχρονος; Ρωτώ αν έχετε επικαιροποιήσει το μύθο σε σχέση με την εξαιρετικά δύσκολη για μας περίοδο.
Όπως κάθε μύθος, λειτουργεί, τουλάχιστον,  σε δύο επίπεδα, εκ των οποίων το ένα είναι το παρόν. Μόνο που αυτό το παρόν δεν είναι απαραίτητα το ρεπορταζιακό παρόν. Θα σας έλεγα ότι δεν μιλάει για το παρόν με έναν τρόπο ευθέως αναγνωρίσιμο ή ορατό. Γενικά,  δεν μου αρέσει ποτέ η εξαναγκασμένη επικαιροποίηση των κλασικών. Αν κανείς προσπαθήσει να κάνει μια βουτιά στον κλασικό, θα συναντήσει τον παρόντα χρόνο, ούτως ή άλλως. Και προσπαθώ να έχω αυτή την ψυχραιμία, να κινούμαι σε αυτή την κατεύθυνση. Επειδή είμαστε, ελπίζω, όντα ζωντανά και ζούμε σε μια κοινωνία όπου συγκροτούμαστε από τις συγκρούσεις της, τις πολιτικές, τις κοινωνικές, τις φιλοσοφικές, αυτό εμφανίζεται  μέσα στα πράγματα.  Αλλά όχι με τον τρόπο «Αχ! Τι να δείξουμε για να αποδείξουμε ότι είμαστε στο τώρα». Νομίζω ότι δεν χρειάζεται, υπάρχει άλλος τρόπος και ελπίζω να φανεί ότι ο «Φάουστ» δεν είναι ένα έργο που ανήκει σε ένα απώτερο παρελθόν.  
 
Θα ήθελα επί τη ευκαιρία να μου λύσετε την απορία σχετικά με όλα αυτά που λέγονται ότι ο «Φάουστ» θα παιχτεί σε απροσδόκητα σημεία της Στέγης.
Δεν ισχύει αυτό. Δεν θα είναι η παράσταση ένα sightseeing  της Στέγης. 
 
Το κάνετε συχνά…
Δεν μετακινούμεθα από την Κεντρική Σκηνή καθόλου. Κι αυτό είναι μια εξαίρεση,  θα έλεγα ότι είναι μια εκκεντρικότητα!!!
 
 
Όλοι θα περιμέναμε από σας να τρέχουμε από πίσω!  Μένω σ’ αυτό,  επειδή σας αποκαλούν  εικονοκλάστη. Σας ορίζει αυτό;  
Τι εννοείτε εικονοκλάστης; 
 
Να αναζητάς νέες φόρμες, να σπας την παράδοση, να κάνεις ανατροπές… νέες αναγνώσεις!
Αναρωτιέμαι αν υπάρχει τέχνη έξω από αυτό χωρίς να είναι προϊόν. Η τέχνη αφ’ εαυτής, σε οποιαδήποτε εκδήλωση της, μοιραία αναρωτιέται για τον εαυτό της – αναρωτιέται ποια είναι. Αλλιώς ανέβαινε ο «Φάουστ» πριν  από πενήντα χρόνια. Άλλη ανάγνωση θα γινόταν. Ήταν άλλη η γλώσσα της ίδιας της θεατρικής γραφής, της υποκριτικής – θέλω να πω ότι κάθε τέχνη, όταν σέβεται τον εαυτό της, προσπαθεί ν απαντήσει στο ερώτημα ποια είναι σήμερα. Αυτές οι αναζητήσεις δεν μπορούν να λείπουν από κείμενα όπως ο «Φάουστ».  Οι διάφορες γραφές και φόρμες προκύπτουν από την αναγκαιότητα να αρθρώσει κάποιος με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια το νόημα που αντιλαμβάνεται σήμερα, στη συγκεκριμένη χρονική συντεταγμένη της ιστορίας. 
 
Γιατί «Φάουστ» τώρα; 
Ο «Φάουστ» ήταν πάντα ένα ζητούμενο, αλλά τώρα προέκυψε και μια συγκυρία στη Στέγη. Επίσης, συνέπεσε με τη δυνατότητα να έχω μαζί μου τον Ακύλλα (Καραζήση), που είναι τόσο κοντινός μου και που δεν θα μπορούσα να κάνω τον «Φάουστ» χωρίς αυτόν – γιατί χρειάζεται μια συγγένεια σοβαρή, σκέψης, για να αποπειραθεί ένα τέτοιο ταξίδι. Είμαστε εν πλω τώρα! Η παράσταση είναι μεγάλη, είναι τουλάχιστον τέσσερις ώρες – και, φυσικά, μιλάμε για τον πρώτο «Φάουστ» όχι τον δεύτερο.  Να τον διαβάσεις μόνο, είναι ένα εξάωρο. Κι έχει γενναίες παρεμβάσεις δραματουργικά. 
 
 
Τι θα θέλατε να προσθέσετε που πιθανόν δεν ρώτησα; 
Αν με ρωτήσετε  τι θα ήθελα να καταφέρω –κι ισχύει σε κάθε παράσταση αυτό– θα ήθελα ν’ αλλάξω το χρονικό αίσθημα του άλλου, να μετατοπίσω τον εσωτερικό του ρυθμό, κάτι που μπορεί να κάνει η μουσική, το ζεν.  Αμέσως διευρύνεται λίγο η αντίληψη μας για τα πράγματα. Θα ήθελα,  επίσης, να πω ότι, αν και  το αποτέλεσμα θα  το δείξει, οι άνθρωποι που δουλεύουμε στον «Φάουστ» είμαστε ένα σύνολο αρκετά σφιχτό και αρκετά κοντά. Υπάρχει μια  ισχυρή συνδημιουργικότητα,  που κάνει το ταξίδι πιο ευχάριστο, πιο ενδιαφέρον,  με περισσότερες εκπλήξεις για μένα. 
 
Έχει να κάνει με τον τρόπο που δουλεύετε;
Ναι.  Υπάρχει μια αρκετά ισχυρή ομάδα. Από κει και πέρα, το τι θα καταφέρουμε εξαρτάται από τη δική μου ικανότητα ή ανικανότητα. Δηλαδή, από τη δική τους πλευρά, έχω τα περισσότερα που χρειάζομαι. Ελπίζω να τα καταφέρω κι εγώ.  
 
ΥΓ.: Ο Στράτος τράβηξε τις τελευταίες φωτογραφίες και η συνέντευξη τελείωσε. Άρχισε η προσδοκία. Ήταν περασμένες τρεις…
 
Η μυθολογία της Θεσσαλονίκης
 
«Ξεκίνησα τις σπουδές μου στη Βιολογία, στη Θεσσαλονίκη. Αλλά μετά από ένα χρόνο, αναγκάστηκα να επιστρέψω στην Αθήνα. Κι  έχω ένα τραύμα μέσα μου από αυτό. Κάπως έτσι,  ξεκίνησα τις σπουδές στο θέατρο. Στη Θεσσαλονίκη είχε μια άλλη αίγλη και μια άλλη μυθολογία το να σπουδάζεις. Εδώ, ήταν κάπως σαν να συνεχίζεις το Γυμνάσιο.  Όταν επέστρεψα, έπαθα σοκ.  Οπότε έπρεπε να κάνω κάτι για να αντέξω την ιστορία της Αθήνας. Υπήρχαν κι άλλοι λόγοι, βέβαια, για το θέατρο. Πάντα με ενδιέφερε η τέχνη. Σου επέτρεπε να είσαι δικαιωματικά, εμπεριστατωμένα,  κομπογιαννίτης και παιδί.  Κουβαλούσα, λοιπόν, αυτό το τραύμα και απέφευγα να πάω στη Θεσσαλονίκη. Κι ανέβηκα κάποια στιγμή στο ΚΘΒΕ να κάνω μια παράσταση το “Μηχανή Άμλετ”,, και πήρα πίσω το αίμα μου. Η τρίτη και φαρμακερή είναι η άνοδος μου πριν από 5-6 χρόνια. Είμαι στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης όπου διδάσκω θέατρο ως επίκουρος καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Οπότε επισκέπτομαι την πόλη ένα διήμερο τη βδομάδα – και είμαι ιδιαίτερα συγκινημένος γι αυτό». 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ