Shedia

EN GR

25/12/2013

Μάχη µε τις λέξεις. Συνέντευξη του Ριχάρδου Σωµερίτη στον Σπύρο Ζωνάκη

Ένας μαχητικός δημοσιογράφος μας ξεναγεί σε σημαντικές προσωπικές του στιγμές που, συχνά, συμπίπτουν με σημαντικές στιγμές της ιστορίας του τόπου.
 
«Μάχες για τις δημοκρατικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, για την Ευρώπη, το όραμα ειρηνικής και κοινωνικής προόδου που τόσοι, τα τελευταία χρόνια, προσπαθούν να μετατρέψουν σε εφιάλτη». Με αυτή τη φράση συνοψίζει  ο Ριχάρδος Σωμερίτης τα 60 και πλέον χρόνια της δημοσιογραφικής του σταδιοδρομίας στο καινούριο του αυτοβιογραφικό βιβλίο με τίτλο «Οι λέξεις και οι μάχες» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις  Πατάκη.
 
Όπως περιγράφει ο ίδιος μιλώντας  στη «σχεδία», «η επαγγελματική μου διαδρομή, που αναπτύχθηκε παράλληλα σε Ελλάδα και Γαλλία, κινήθηκε στα όρια της πολιτικής ένταξης, αλλά με πεισματική προσήλωση στην ανεξαρτησία μου, στην άρνηση κάθε ιδεολογικής ή πολιτικής πειθαρχίας».
 
Το 1948, θα κάνει τα πρώτα του βήματα στη δημοσιογραφία στη βδομαδιάτικη σοσιαλιστική εφημερίδα «Μάχη». «Το πρώτο μου ρεπορτάζ ήταν για το Δρομοκαΐτειο. Βλέποντας τους ασθενείς που περιφέρονταν σαν χαμένοι από τα ηλεκτροσόκ, ακούγοντας τους “επικίνδυνους” να ουρλιάζουν και  να σέρνονται στα κλουβιά τους, έκανα πολλούς μήνες να συνέλθω».
 
Το 1950, θα φύγει στο Παρίσι για σπουδές στη Νομική, πατρική αξίωση για να ασχοληθεί με τον Τύπο, «και με τον αρχηγό της Ασφάλειας Ρακιντζή να  μου δίνει, τελικά, το διαβατήριο υποσχόμενος πως το μάτι του θα με παρακολουθεί παντού».
 
Ευρωπαϊκή ιδέα και αντίσταση
 
«Ήδη από φοιτητής, θα ξεκινήσω να συνεργάζομαι ως ανταποκριτής με την “Ελευθερία”, ενώ το 1954 θα  γίνω αρχισυντακτικό στέλεχος της “Gauche Européenne”, επιθεώρηση που εξέδιδε η “Σοσιαλιστική Κίνηση για τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης”. Ασπάστηκα την ευρωπαϊκή ιδέα, πιστεύοντας ότι είναι η μόνη, ουσιαστικά, επαναστατική προοπτική, εφόσον οδηγεί σε ένα καθεστώς ομοσπονδίας ευρωπαϊκών εθνών, ειρηνικά και δημοκρατικά». Μια τετράχρονη θητεία που θα τον φέρει σε επαφή με τους «πατέρες» της ευρωπαϊκής ενοποίησης, τον Σουμάν, τον Μονέ, τον Σπάακ.   
 
Από το 1956, εργάζεται και στην ελληνική εκπομπή της Γαλλικής Ραδιοφωνίας, αναλαμβάνοντας, στη συνέχεια, και την ευθύνη της.  «Καλούσα τον Σβορώνο, τον Αξελό, από τους οποίους είχε αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια. Οι ελληνικές αρχές θα με κατηγορήσουν για κομμουνιστική προπαγάνδα και θα διακόψουν την αναμετάδοση της εκπομπής, ενώ ο ίδιος ο Αβέρωφ, με διάβημά του στο γάλλο υπουργό Τύπου, θα ζητήσει την απόλυσή μου. Τελικά, ύστερα από 6 μήνες, τοποθετήθηκα στην Κεντρική Σύνταξή των διεθνών εκπομπών».
 
 
Το μεγάλο δημοσιογραφικό του καύχημα, ωστόσο, είναι το αντιστασιακό έντυπο «Athènes-Presse Libre», που εκδίδει σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας. «Το έντυπό μας ήταν ανοιχτό σε όλες τις αντιχουντικές οργανώσεις. Στόχος μας ήταν η ενημέρωση των ξένων συνδικαλιστών, διανοουμένων, δημοσιογράφων και πολιτικών για την πραγματική κατάσταση στη χώρα μας. Θελήσαμε να είμαστε το πρακτορείο ειδήσεων και δημοσιογραφικών αναλύσεων ολόκληρης της δημοκρατικής Ελλάδας».  Είναι, όμως, περήφανος και για τη συνδικαλιστική του δράση.  «Το  Μάη του ’68, συμμετέχω στην κεντρική απεργιακή επιτροπή των εργαζομένων της γαλλικής ραδιοτηλεόρασης, με  κύριο αίτημα την αυτονόμησή της από την ασφυκτική κυβερνητική κηδεμονία. Θα τιμωρηθώ με παρακράτηση του μισθού μου για αυτό».
 
Αμέσως μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, θα του γίνει πρόταση να επιστρέψει στην Ελλάδα.  «Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, μέσω του Τάκη Λαμπρία, μου ζήτησε να αναλάβω υπεύθυνη θέση στη ραδιοτηλεόραση. Έβαλα έναν όρο: το κλείσιμο της ΕΙΡΤ και της ΥΕΝΕΔ, την εκκαθάρισή τους από το χουντικό τους παρελθόν και να γίνει ύστερα από μερικούς μήνες ένα νέο ξεκίνημα. Το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε, καθώς θα προκαλούσε τεράστιες αντιδράσεις, κι έτσι έμεινα στη Γαλλία». Εκεί, από το 1975 ώς το 1987, θα εργαστεί στο δεύτερο κανάλι της γαλλικής τηλεόρασης, ενώ από τη μεταπολίτευση κι ώς το 1990 θα είναι ανταποκριτής της «Καθημερινής».
 
 «Το 1989, θα μου προταθεί από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη  η προεδρία της ΕΡΤ. Έμαθα, ωστόσο, ότι είχε υποσχεθεί δύο άδειες σε ιδιωτικά κανάλια. Πίστευα ότι αυτές έπρεπε να δοθούν από ένα υπερκομματικό ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο και με αυστηρούς όρους ποιότητας, προχωρώντας, ταυτόχρονα, στη ριζική αναδιοργάνωση της ΕΡΤ, ώστε να παίξει το ρόλο της. Δεν τον έπεισα». 
 
Έτσι, θα βρεθεί στη διεύθυνση Ειδήσεων και Ενημέρωσης της ΕΡΤ, «από όπου θα τα βροντήξω λίγους μήνες αργότερα, λόγω κομματικών παρεμβάσεων».  Θα επαναπατριστεί οριστικά στην Ελλάδα το 1990, για να ενταχθεί ως σύμβουλος έκδοσης στην «Καθημερινή» των Αλαφούζων. Δεν μακροημέρευσε.
«Με εξαίρεση την περίπτωση της “Ελευθερίας” την περίοδο της Αποστασίας, κάθε φορά που υπήρχε πραγματικό πρόβλημα, έπαιρνα το καπέλο μου, χαιρετούσα και έφευγα», σημειώνει.  Το 1991, πήρε μεταγραφή για το «Βήμα», όπου έμελλε να κλείσει την καριέρα του, είκοσι χρόνια μετά.  «Οι θέσεις μου για τον σερβικό εθνικισμό, το Μακεδονικό, τα φαινόμενα ξενοφοβίας, την ελληνοτουρκική προσέγγιση, το χωρισμό εκκλησίας και κράτους θα έχουν ως αποτέλεσμα να εγγραφώ στον κατάλογο των “ανθελλήνων”».
 
Κοινωνική τρομοκρατία
 
Βαθιά πολιτικοποιημένος αλλά και ευρωπαϊστής, δεν θα μπορούσε να μην πάει η κουβέντα και στη σημερινή Ευρώπη. «Αυτή τη στιγμή, κυβερνά σε όλη την Ευρώπη μια νεοφιλελεύθερη Δεξιά που προωθεί τις αξιώσεις της αγοράς, μια οικονομική ανάπτυξη για λίγους. Η λύση δεν είναι η κατάργηση της ευρωπαϊκής προοπτικής, αλλά αν το θελήσουν οι ευρωπαϊκοί λαοί, η άνοδος στην εξουσία ενός ανανεωμένου προοδευτικού, δημοκρατικού σοσιαλιστικού κινήματος». Σε ό,τι αφορά την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση, θεωρεί πως «προϋποθέτει μια ευρωπαϊκή οικονομική ανάκαμψη στην οποία θα προσκολληθούμε». Πιστεύει πως εκείνο που χρειάζεται είναι «ένα ελληνικό σχέδιο ανασυγκρότησης που να παίρνει υπόψη του την Ευρώπη, το ΔΝΤ, τη σημερινή οικονομία και να δίνει προοπτική. Δεν υπάρχει  τίποτα τέτοιο σήμερα. Τα νέα οικονομικά μέτρα συνιστούν πραγματική κοινωνική τρομοκρατία, όχι μόνο αυτά καθαυτά αλλά και με τον τρόπο που αποφασίζονται και επιβάλλονται».
 
Για το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής και της Ακροδεξιάς είναι κάθετος, «ήταν θαμμένο κάτω από τον δημοκρατικό μανδύα των περισσότερων κομμάτων. Η κρίση βοήθησε τα ανείπωτα να εκφραστούν δημοσίως», διαπιστώνοντας «έλλειψη σοβαρού  αντίλογου στον ρατσισμό. Χρειάζεται συστηματική ενημέρωση από τον Τύπο, τους εκπαιδευτικούς, τους πολιτικούς». Σχετικά με το κείμενο των 58 για την Κεντροαριστερά, επισημαίνει πως «δεν απαντάει σε κανένα  μεγάλο ερώτημα της προοδευτικής κοινωνίας. Ποιες είναι οι φιλελεύθερες δυνάμεις της Δεξιάς για τις οποίες μιλάει; Επιπλέον, είναι δυνατόν να θεωρείται εχθρός το 27% του εκλογικού σώματος που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ;». Τέλος, στην ερώτησή μας  για το κλείσιμο της ΕΡΤ είναι ξεκάθαρος, «συνιστά πλήρη κατάλυση της νομιμότητας σε αυτή τη χώρα, μια αντιδημοκρατική και αντισυνταγματική πράξη, χωρίς, επίσης, να υπάρχει κανένα σχέδιο για τη Δημόσια Τηλεόραση».
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ