Shedia

EN GR

26/06/2013

Ένα µαύρο φάντασµα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, του Σπύρου Ζωνάκη

Δεν είναι μόνο η Ελλάδα που «δυσκολεύεται» γενικώς να περάσει ένα σαφές και ξεκάθαρο νομοθετικό πλαίσιο για την οριστική και ουσιαστική αντιμετώπιση του ρατσισμού. 
 
του Σπύρου Ζωνάκη
 
Το τελευταίο διάστημα, στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου βρέθηκε το κατά πόσον η Ελλάδα χρειάζεται ή όχι ένα σύγχρονο αντιρατσιστικό νομοθετικό πλαίσιο. Η σχετική, όμως, συζήτηση περιχαρακώθηκε στα καθ’ ημάς και πολύ λίγο έθιξε την ευρωπαϊκή διάσταση του ζητήματος. 
 
Αλήθεια, πώς διαμορφώνεται η εικόνα της νομοθετικής αντιμετώπισης του ρατσισμού στην Ευρώπη;
 
Το ευρωπαϊκό νομικό κεκτημένο στο θέμα της καταπολέμησης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας αποτυπώνεται στην απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕ του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υιοθετήθηκε το 2008 με σκοπό το συντονισμό των αντιρατσιστικών νομοθεσιών των κρατών-μελών. 
 
Σχεδόν όλα τα κράτη-μέλη έχουν λάβει μέτρα στην κατεύθυνση εναρμόνισης της έννομης τάξης τους με το περίγραμμα που θέτει η απόφαση-πλαίσιο ή έχουν δεσμευθεί να το πράξουν. Μοναδικές εξαιρέσεις: Η Εσθονία και η Ελλάδα! 
 
Τι λέει όμως το κοινοτικό κείμενο που από τον προσεχή Νοέμβριο αποκτά πλήρη ισχύ Οδηγίας; Το βασικό είναι ότι διατυπώνεται σαφώς μιας σειρά πράξεων που πρέπει να συνιστούν αδίκημα σε όλα τα κράτη-μέλη και να τιμωρούνται με αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές ποινικές κυρώσεις που να κυμαίνονται από ένα ως τρία έτη φυλάκισης. Πρόκειται για πράξεις όπως:
 Η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους που στρέφεται εναντίον ομάδας ατόμων ή μέλους ομάδας που προσδιορίζονται βάσει της φυλής, του χρώματος, των γενεαλογικών καταβολών, της θρησκείας ή της εθνικής καταγωγής.
 Η δημόσια διάδοση ή διανομή γραπτού υλικού, εικόνων ή άλλων στοιχείων που να εκφράζουν ρατσιστικές ή ξενοφοβικές απόψεις.
 Η δημόσια υπεράσπιση, η άρνηση ή η χονδροειδής υποτίμηση της σοβαρότητας εγκλημάτων γενοκτονίας, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας ή εγκλημάτων πολέμου, όπως αυτά ορίζονται από τον Οργανισμό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και εγκλημάτων τα οποία ορίζονται στο καταστατικό του Διεθνούς Στρατοδικείου, όταν η συμπεριφορά εκδηλώνεται κατά τρόπο που είναι πιθανόν να υποκινήσει βία ή μίσος στρεφόμενο κατά μιας τέτοιας ομάδας ή μέλους τέτοιας ομάδας.
 
Επιπλέον, ο ρατσισμός ή η ξενοφοβία ως κίνητρα αδικήματος θα θεωρούνται επιβαρυντικές περιστάσεις και θα λαμβάνονται υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής, ενώ προβλέπεται τιμωρία και των νομικών προσώπων που προβαίνουν σε ρατσιστικές διακρίσεις.
 
Η αλήθεια είναι πάντως, ότι το νομικό οπλοστάσιο κατά του ρατσισμού από χώρα σε χώρα εξακολουθεί να παρουσιάζει ουσιώδεις διαφορές. 
 
Μόνο μια μικρή ομάδα χωρών, όπως η Ιταλία και το Βέλγιο, διαθέτουν ενιαίους αντιρατσιστικούς νόμους. Μάλιστα, με βάση τον σχετικό βελγικό του 1981 (γνωστό ως νόμο Moureaux) αναγκάστηκε το 2004 να αυτοδιαλυθεί το ακροδεξιό κόμμα Vlaams Blok (το οποίο επανεμφανίστηκε ως Vlaams Belang). Στα περισσότερα κράτη το ζήτημα καλύπτεται από ξεχωριστές διατάξεις νόμων και του Ποινικού Κώδικα. Αρκετές χώρες (Αυστρία, Βέλγιο, Φινλανδία, Λετονία, Λιθουανία, Μάλτα, Ρουμανία, Ισπανία, Ολλανδία) έχουν διευρύνει τις κατηγορίες που χρήζουν προστασίας από το ρατσιστικό μίσος συμπεριλαμβάνοντας τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την πολιτική πεποίθηση, την ηλικία ή την αναπηρία. 
 
Μια μειοψηφία κρατών (Βέλγιο, Λιθουανία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Ηνωμένο Βασίλειο) έχουν επιλέξει τη θέσπιση αυτοτελών αυστηρών ποινών για τα ρατσιστικά εγκλήματα. Στις περισσότερες, το ρατσιστικό κίνητρο υπολογίζεται ως επιβαρυντικός παράγοντας κατά την επιμέτρηση της ποινής. Παράλληλα, κάποιες χώρες (π.χ. Αυστρία, Γαλλία, Ιρλανδία, Ρουμανία, Σλοβενία, Ισπανία) έχουν θεσπίσει ειδικές ενισχυμένες ποινές για τους δημόσιους λειτουργούς που διαπράττουν εγκλήματα ρατσιστικού μίσους. 
 
 
Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας
 
Η ποινική τιμωρία της άρνησης του Ολοκαυτώματος (και ευρύτερα των γενοκτονιών και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας) είναι ένα διαφορετικό ζήτημα, που διχάζει τις ευρωπαϊκές χώρες.
 
Η Γαλλία ήταν το πρώτο κράτος της ΕΕ που ποινικοποίησε με τον περίφημο νόμο Γκεϊσό το 1990 την άρνηση ή υποτίμηση του Ολοκαυτώματος, ακολουθούμενη από την Αυστρία το 1992, τη Γερμανία το 1994, το Βέλγιο το 1995, το Λουξεμβούργο το 1997, τη Ρουμανία το 2002, και την Πορτογαλία το 2007. Αρκετές χώρες (π.χ. Βουλγαρία, Σλοβακία, Μάλτα) υιοθέτησαν σχετικές νομοθεσίες στο πλαίσιο της ενσωμάτωσης της οδηγίας-πλαίσιο στο εθνικό τους δίκαιο. 
 
Από την πλευρά τους μια σειρά από ανατολικοευρωπαϊκές χώρες (Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία, Λετονία, Λιθουανία) θεωρούν ποινικά αδικήματα τόσο την άρνηση των εγκλημάτων του ναζισμού όσο και του κομμουνισμού. Ταυτόχρονα, πολλά κράτη, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Σουηδία, η Ιρλανδία, η Δανία και η Ολλανδία, θεωρούν ότι ενδεχόμενη ποινικοποίηση της άρνησης του Ολοκαυτώματος έρχεται σε αντίθεση με την ελευθερία της έκφρασης.
 
Σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή του αντιρατσιστικού θεσμικού πλαισίου στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες κρίνεται αρκετά αναποτελεσματική. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τις εθνικές αναφορές του Ευρωπαϊκού Δικτύου κατά του Ρατσισμού:
 
 Στη Ρουμανία, οι Ρομά πέφτουν συστηματικά θύματα καταναγκαστικών εξαφανίσεων, ο δήμαρχος της πόλης Μπάια Μάρε προχώρησε το 2011 στην οικοδόμηση ενός τείχους που τους διαχωρίζει από τον υπόλοιπο πληθυσμό, ενώ τα μίντια και η πολιτική ελίτ, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού, προωθούν ατιμώρητα έναν ανοιχτά ρατσιστικό λόγο. Αποτέλεσμα: Οι 20 καταδικαστικές αποφάσεις του ρουμανικού κράτους το 2011 από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για ρατσιστικές διακρίσεις.
Στην Ουγγαρία, μετά την άνοδο στην εξουσία το 2010 του δεξιού κόμματος Fidesz, οι ρατσιστικές επιθέσεις κατά των Ρομά και των μεταναστών, που υποκινούνται κατά κύριο λόγο από ακροδεξιούς σχηματισμούς όπως το Jobbik και την παραστρατιωτκή του πτέρυγα Magyar Garda, έχουν αυξηθεί κατακόρυφα, με την πολιτική ηγεσία να εμφανίζεται απρόθυμη ν’ αποδοκιμάσει τον λόγο μίσους.
Στη Σλοβακία, ο όρος «ρατσιστικό μίσος» δεν αναφέρεται στον ποινικό κώδικα, που χρησιμοποιεί τον πιο ασαφή «εξτρεμισμός», καθιστώντας έτσι δυσεφάρμοστη την ποινικοποίηση των ρατσιστικών εγκλημάτων, που έχουν ενταθεί το τελευταίο διάστημα από νεοναζιστικές ομάδες.
 Στη Βουλγαρία, την ώρα που ακτιβιστές του ακροδεξιού κόμματος ΑΤΑΚΑ επιδίδονται σε συστηματικές επιθέσεις ενάντια σε μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας και τα αντισημιτικά επεισόδια έχουν πολλαπλασιαστεί, οι ποινές που προβλέπονται για την άσκηση ρατσιστικής βίας και την εκφορά λόγου μίσους είναι πιο ελαφριές από τα εγκλήματα χωρίς ρατσιστικά χαρακτηριστικά.
Στην Τσεχία, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματική τον προηγούμενο χρόνο την ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου, θεωρώντας την παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης, τη στιγμή που οι βίαιες διαδηλώσεις εξτρεμιστικών κομμάτων κατά των Ρομά κλιμακώνονται.
Παράλληλα, στην Εσθονία και την Ισπανία, ο ρατσιστικός λόγος τιμωρείται μόνο αν συνδέεται με διαπιστωμένο πραγματικό κίνδυνο, κάτι που τις περισσότερες φορές είναι σχεδόν αδύνατον να αποδειχθεί.
Στη Γερμανία και την Αυστρία, η ποινικοποίηση της υποδαύλισης ρατσιστικού μίσους αφορά μόνο τις περιπτώσεις όπου προκύπτει «διατάραξη της δημόσιας ειρήνης». Η δικαστική απόφαση για την αθώωση το 2011 του προέδρου του ακροδεξιού κόμματος FPÖ στο κρατίδιο της Στυρίας από την κατηγορία του λόγου μίσους (είχε ανεβάσει στην τοπική ιστοσελίδα του κόμματος ένα παιχνίδι που περιλάμβανε την καταστροφή τζαμιών), δείχνει τη δυσκολία εφαρμογής της αντιρατσιστικής νομοθεσίας στη χώρα.
Στην Ιταλία, η τροποποίηση του αντιρατσιστικού νόμου (γνωστού ως νόμου Mancino) το 2006, με την οποία τη θέση του αδικήματος της «διάδοσης ρατσιστικών ιδεών» πήρε το μάλλον νεφελώδες της «ρατσιστικής προπαγανδιστικής δράσης», δημιουργεί δυσκολίες κατά την εφαρμογή του. Μάλιστα, την ώρα που σημειώνεται ανησυχητική αύξηση των κρουσμάτων ρατσιστικής βίας στη χώρα, ο γενικός γραμματέας της Λέγκας του Βορρά και πρώην υπουργός Εσωτερικών Μαρόνι δεν δίστασε να παραδεχθεί ότι το κόμμα του είχε εργαλειοποιήσει τον ρατσιστικό λόγο για να διευρύνει το πολιτικό του ακροατήριο.
Στην Ιρλανδία, δεν υπάρχει ξεκάθαρη αναγνώριση του ρατσιστικού εγκλήματος στη νομοθεσία, ενώ, όπως και στο Λουξεμβούργο, δεν προβλέπεται ο συνυπολογισμός του ρατσιστικού χαρακτήρα ενός εγκλήματος κατά τη δικαστική ετυμηγορία.
 
 
Εγκλήματα στο σκοτάδι
 
Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι ότι τα περισσότερα εγκλήματα μίσους παραμένουν στο σκοτάδι, καθώς είτε δεν καταγγέλλονται από τα θύματα και τους μάρτυρες, είτε δεν καταγράφονται από τις αρχές επιβολής του νόμου, είτε δεν διώκονται από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Παράλληλα, σε αρκετές χώρες, ακόμα και όταν φθάνουν στις δικαστικές αίθουσες αντιμετωπίζονται συνήθως ως κοινά εγκλήματα. 
 
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Ισπανία, όπου, λόγω της εκτεταμένης αστυνομικής βίας, τα θύματα εγκλημάτων μίσους φοβούνται να τα καταγγείλουν. Συγκεκριμένα, μονάχα το 4,3% όσων έχουν υποστεί ρατσιστικές επιθέσεις το έχουν αναφέρει και μόλις το 21% εξ αυτών θα το επαναλάμβανε. Από το 2005, έχουν αναγνωριστεί στη χώρα μόνο 10 εγκλήματα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά, τη στιγμή που, σύμφωνα με τη Μη Κυβερνητική Οργάνωση Movimienta contra la Intolerancia, το 2010 αυτά ξεπέρασαν τις 4.000. 
 
Στην Ιρλανδία, μόνο 1 από τα 6 θύματα ρατσιστικών εγκλημάτων (που επισήμως ανήλθαν σε 114 το 2011) το αναφέρουν στην αστυνομία. Στην Ιταλία, από τα μόλις 112 εγκλήματα μίσους που κατέγραψαν οι αστυνομικές αρχές το 2008, μόνο για τα 9 ασκήθηκε ποινική δίωξη. Στην Ουγγαρία, το 2011 τα καταγεγραμμένα από την αστυνομία ρατσιστικά εγκλήματα δεν ξεπέρασαν τα 20, με μονάχα 4 άτομα να καταδικάζονται. Στο Λουξεμβούργο, οι αστυνομικές αρχές δεν δίνουν συνέχεια στις μηνύσεις που ασκούνται για ρατσιστικές επιθέσεις. Στη Γερμανία, πολλοί από όσους έχουν πέσει θύματα εγκλημάτων μίσους από αστυνομικά όργανα φθάνουν στο σημείο να συλλαμβάνονται και να καταδικάζονται για περιύβριση αρχής. 
 
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, η αφάνεια των εγκλημάτων μίσους επιτείνεται από το γεγονός ότι οι μηχανισμοί συλλογής και ταξινόμησής τους στην πλειοψηφία των κρατών-μελών παρουσιάζουν σημαντικά κενά, κάτι που σημαίνει ότι τα επίσημα στοιχεία που δημοσιεύονται δεν αποτυπώνουν την πραγματική κατάσταση. 
 
 Η Ιταλία μόλις το Σεπτέμβριο του 2010 απέκτησε υπηρεσία ελέγχου των ρατσιστικών επεισοδίων, το Παρατηρητήριο για την ασφάλεια ενάντια σε ρατσιστικές πράξεις, το οποίο σημειώνει μόνο όσες γίνονται για εθνικούς ή φυλετικούς λόγους, ενώ στην Ισπανία, ο αντίστοιχος μηχανισμός, που λειτουργεί από το 2011, περιορίζεται στις αυτόνομες περιοχές της Καταλονίας, της Χώρας των Βάσκων και της Ναβάρρας. Η Εσθονία και η Ρουμανία, από την πλευρά τους, συνεχίζουν να μην καταγράφουν τα εγκλήματα με ρατσιστικά χαρακτηριστικά.
 
 
Καταγραφή των κινήτρων
 
Τέσσερις μόνο χώρες (Φινλανδία, Σουηδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία) διαθέτουν πλήρεις και αξιόπιστους μηχανισμούς καταγραφής των ρατσιστικών εγκλημάτων ανά κίνητρο (π.χ. ξενοφοβία, αντισημιτισμό, σεξουαλικό προσανατολισμό, θρησκευτικές πεποιθήσεις, ταυτότητα φύλου). 
 
Χαρακτηριστικά:
Στην Ολλανδία, όπου τα εγκλήματα μίσους το 2011 έφθασαν τα 2.802, η καταγραφή τους γίνεται από το Εθνικό Κέντρο Πραγματογνωμοσύνης για τη Διαφορετικότητα της ολλανδικής αστυνομίας, σε συνεργασία με τις δημοτικές υπηρεσίες κατά των διακρίσεων, που λειτουργούν σε όλους τους δήμους της χώρας από το 2009 παρέχοντας συμβουλές και υποστήριξη στα θύματα ρατσιστικών επεισοδίων.
Στη Σουηδία, αρμόδιο για την καταγραφή των ρατσιστικών εγκλημάτων (που το 2010 άγγιξαν τα 5.800) είναι το Εθνικό Συμβούλιο για την Πρόληψη του Εγκλήματος, ενώ η σουηδική αστυνομία προχώρησε στη συγκρότηση ειδικής μονάδας εγκλημάτων μίσους στη Στοκχόλμη, με στόχο την ταχεία διερεύνησή τους.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, που παρουσιάζει τον υψηλότερο αριθμό ρατσιστικών επεισοδίων στην Ευρώπη (καταγράφηκαν 39.311 το 2010), η συλλογή των σχετικών δεδομένων γίνεται από την αστυνομία και τη Γενική Εισαγγελία του Στέμματος.
Ουσιαστικά, στις περισσότερες χώρες την ανεπάρκεια των αρχών αναφορικά με την καταγραφή των εγκλημάτων μίσους και τη συνδρομή των θυμάτων τους (αν και κάτι τέτοιο προβλέπεται, έστω και ελλειπτικά, στην απόφαση-πλαίσιο) έρχονται να καλύψουν μη κυβερνητικές οργανώσεις και κινήσεις πολιτών. Ενδεικτικά:
Στη Ρουμανία, η κίνηση Romani Criss καταγράφει συστηματικά τα κρούσματα ρατσιστικής βίας με θύματα Ρομά, οδηγώντας τις σχετικές υποθέσεις στις δικαστικές αίθουσες.
Στη Σλοβακία, η κίνηση πολιτών People against Racism είναι η μοναδική εγχώρια οργάνωση που από το 2001 παρέχει δωρεάν νομική συνδρομή στα θύματα ρατσιστικής βίας, καταγράφοντας συστηματικά όλα τα σχετικά περιστατικά.
Στη Γερμανία, στην οποία το 2011 καταγράφηκαν 16.873 ρατσιστικές επιθέσεις (ο δεύτερος μεγαλύτερος αριθμός στην ΕΕ), η οργάνωση KOP αναλαμβάνει από το 2002 τη δωρεάν νομική βοήθεια των θυμάτων εγκλημάτων μίσους που έχουν διαπραχθεί από αστυνομικούς. 
Στην Αυστρία, η ΜΚΟ ZARA συλλέγει στοιχεία για όλα τα είδη ρατσιστικών διακρίσεων, παρέχοντας νομικές συμβουλές και πληροφορίες στα θύματά τους, ενώ διεξάγει εκστρατεία ενάντια στον ρατσισμό σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, δημόσιες αρχές και επιχειρήσεις. 
 
Όπως και αν έχει, είναι φανερό ότι η μάχη του νόμου ενάντια στον ρατσισμό στην Ευρώπη έχει πολύ δρόμο ακόμα ώστε να θεωρηθεί κερδισμένη. Και είναι μια μάχη όχι μόνο νομική αλλά και κοινωνική και πολιτική.
 
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ