Shedia

EN GR

24/04/2013

Καταλανική πρωτοπορία, του Μάκη Διόγου

Το ποδοσφαιρικό µεγαλείο της Μπαρτσελόνα είναι το απόσταγµα της κοινωνικής και πολιτισµικής κουλτούρας που διέπει όλο το κλαµπ.
του Μάκη Διόγου
 
O, τι συµβαίνει µε την ίδια την οµάδα, συµβαίνει και µε το βιβλίο του Σάντρο Μοντέο «BARCA: Όλα τα µυστικά της ισχυρότερης οµάδας του πλανήτη». Η Μπαρτσελόνα, όπως διαλαλεί και το επίσηµο µότο της, «είναι κάτι περισσότερο από µια “απλή” ποδοσφαιρική οµάδα» (Més que un club). Έτσι και µε το βιβλίο του Μοντέο. Εδώ δεν έχουµε να κάνουµε µε ένα ακόµα «βιβλίο για ποδόσφαιρο». Ο Σάντρο Μοντέο προσεγγίζει το φαινόµενο Μπαρτσελόνα µε διαφορετικά εργαλεία και πληρέστερο τρόπο. Βλέπει την Μπάρτσα µέσα από µια δέσµη φακών, από τη λογοτεχνία, τη µουσική, τη φυσική, την ιστορία, την κοινωνιολογία, τη φιλοσοφία, την ποδοσφαιρική τακτική. Θυµίζει πολύ περισσότερο τον ερευνητή που µε το µικροσκόπιο προσπαθεί να βρει όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τον οργανισµό Μπαρτσελόνα, παρά τον ζωγράφο που φτιάχνει έναν πίνακα για να θαυµάσει κάποιος. 
 
Εστιάζοντας στο ισχυρό γενετικό υλικό της οµάδας –στους πρωταθλητές που δηµιούργησε µέσα στο «σπήλαιο»– οφείλεις να συµπεριλάβεις την υπερηφάνεια και την αδιαπραγµάτευτη αυτονοµία που παρατηρείται στο σύνολο του καταλανικού στοιχείου. Ένα είδος υπερηφάνειας και αυτοδιαχείρισης, ωστόσο, που δεν ταυτίζεται µε τον αυταρχισµό και την αποµόνωση. Κάθε άλλο. Από τη µια δεν χωρά αµφιβολία ότι αυτό το «άγριο και αδάµαστο πλήθος» αντιστεκόταν ανέκαθεν σε κάθε απόπειρα προσάρτησης και αποικιοκρατίας: συγκεκριµένα, αντιστάθηκε στην Ισπανία των ρωµαϊκών και των µετέπειτα χριστιανικών χρόνων, στον ισλαµικό επεκτατισµό, και κυρίως στην αφοµοίωση από το µισητό κεντρικό βασίλειο της Καστίλλης. Από την άλλη, βέβαια –διαφέροντας από τους πάστορες του πριγκιπάτου των Αστουριών ή των Βάσκων– οι Καταλανοί παρέµειναν δεκτικοί σε επιλεκτικές πολιτισµικές προσµείξεις, όπως συµβαίνει µε την ηµιπερατή κυτταρική µεµβράνη που παρουσιάζει µια τάση για βιοχηµικούς µετασχηµατισµούς ζωτικής σηµασίας. Μ’ αυτό τον τρόπο οι Καταλανοί προσάρµοσαν τις εξωτερικές επιδράσεις σε δικό τους συλλογικό αγαθό, µεταστοιχειώνοντας επί παραδείγµατι το ρωµαϊκό δίκαιο σε ιδιόµορφο τοπικό «κώδικα» και απορροφώντας το λατινικό στοιχείο στη σύνταξη και το λεξιλόγιο των Καταλανών. Από τους Φράγκους του Καρλοµάγνου εισήγαγαν επίσης τη γεωργία, το φεουδαρχικό σύστηµα, και τη µοναστική γνώση, ενώ ταυτόχρονα επέτρεψαν να εισρεύσει από τον πολιτισµό της Λιγκουαντόκα και της Προβέντσα –µέχρι τα όρια του ιδιωµατισµού– η ποιητική αύρα και η µουσική των τροβαδούρων.
 
Ολλανδικό µπόλιασµα
Από τα παραπάνω προκύπτει συνοπτικά ότι η πολιτισµική και ποδοσφαιρική πρωτοπορία της Μπαρτσελόνα αποτελεί την ιδιαίτερη πραγµάτωση της αντίστοιχης καταλανικής πρωτοπορίας. Ο σύλλογος των µπλαουγκράνα είναι υπερήφανος για την επίσηµη καταγωγή από τους αυτόχθονες (το σπήλαιο), ενώ ταυτόχρονα διαθέτει επίγνωση για όλα όσα οφείλει σε αυτή τη δεκτικότητα, και δη στο µπόλιασµα που δέχτηκε από το ολλανδικό ποδόσφαιρο, που πραγµατοποιήθηκε στις αρχές του ’70 µε τον «Στρατηγό» Ρίνους Μίχελς και τον «ολοκληρωτικό» ποδοσφαιριστή Γιόχαν Κρόιφ. Το ποδοσφαιρικό αποτέλεσµα –ένα από τα πλέον ευτυχή όλων των εποχών– έχει να κάνει µε το ότι η Μπαρτσελόνα µετατράπηκε σε µια οµάδα που είναι «κάτι περισσότερο από έναν απλό σύλλογο», όχι µόνο στην Καταλωνία ή την Ισπανία αλλά σε ολόκληρο τον κόσµο, σε σηµείο που καταφέρνει να ενσαρκώνει ένα υπερεθνικό προϊόν, και µάλιστα µεταξύ των πλέον θελκτικών µε τους περισσότερους και φανατικότερους οπαδούς (50 εκατοµµύρια, έναντι 46 της Ρεάλ και 33 της Μάντσεστερ). Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο, όµως, εστιάζεται στην παρουσία σε κάθε παιχνίδι µε έδρα την Μπάρτσα 9.000 τουριστών, Γερµανών, Ρώσων, Γιαπωνέζων, που καταφτάνουν από κάθε πιθανό σηµείο και ολοκληρώνουν τα «µεγάλα τους Σαββατοκύριακα» στην Καταλωνία, µε την επίσκεψή τους στο Καµπ Νου, επιλογή ισοδύναµη µε την επίσκεψη στο Μουσείο Πικάσο ή την επίσκεψη στη Σαγράδα Φαµίλια.
 
Η ελκυστικότητα, όµως, της Μπαρτσελόνα οφείλεται και στο γεγονός ότι –βλέποντας αυτά τα παιδιά εν δράσει– µια ολόκληρη γενιά αντλεί τον ίδιο µεταδοτικό και αβαρή ενθουσιασµό που της προκαλούσε τη δεκαετία του ’60 και του ’70 ο Κρολ και ο Σουρµπίρ, ο Ρεπ και ο Χουλσόφ, ο Νέεσκενς και ο Κρόιφ, οι πρωταγωνιστές του Άγιαξ και της µεγάλης Ολλανδίας. Με µία όµως ουσιαστική διαφορά. Ο Άγιαξ και η Ολλανδία δηµιούργησαν την ποδοσφαιρική ονειροχώρα τους σε πλήρη συνοδοιπορία µε την Ιστορία. Εκείνο το ποδόσφαιρο ταυτιζόταν αναλογικά µε το όραµα του ’68 (στη βέλτιστη εκδοχή του) και τα αντίστοιχα σοσιαλιστικά ιδεώδη, όταν ακόµα υπήρχε η πεποίθηση ότι τα πιθανά κοινωνικά πρότυπα θα µπορούσαν να είναι περισσότερα του ενός. 
 
Η Μπάρτσα του Γκουαρντιόλα εξέλιξε και τελειοποίησε αυτό το µοντέλο σε µια εποχή έντονης απογοήτευσης, όταν για κάθε σωτήρια διάψευση –αρχής γενοµένης από τις αναµφισβήτητες χίµαιρες του ’68– αντιστοιχούσε η τυφλή αποδόµηση καθετί θετικού. Χαρακτηριστικά, µαζί µε τη διάψευση των ιδεολογιών ακυρώθηκαν κάθε είδους ιδανικά, ενώ µαζί µε τη φούσκα της ιδανικής πολιτείας εξαϋλώθηκε κάθε απαίτηση για δικαιοσύνη.
 
Στη Λα Μασία (τις ακαδηµίες των πιτσιρικάδων της Μπάρτσα) λέξεις όπως «αυτοθυσία» και «σεβασµός» δεν ακούγονται σαν να είναι κενά κηρύγµατα που αποσκοπούν στη νουθεσία των µαθητών και, εν τέλει, στο να τους δηµιουργήσουν έναν διττό τρόπο συµπεριφοράς, αλλά, όπως αναφέρει ο διευθυντής της Λα Μασία Φολγκιέρα, ως «αξίες αδιαπραγµάτευτες». Για να γίνουµε πιο σαφείς: η Λα Μασία δεν αποτελεί παράρτηµα του Πανεπιστηµίου του Ήτον (αν και η αντιπαραβολή δεν θα πρέπει να ξενίζει ιδιαίτερα, µε δεδοµένο ότι οι ελβετοί ιδρυτές της οµάδας προφανώς δανείστηκαν τα χρώµατα της Μπαρτσελόνα από το εν λόγω κολέγιο). Η σηµασία, ωστόσο, που δίνεται σε «ζητήµατα ηθικής» είναι της ίδιας βαρύτητας, αν όχι µεγαλύτερης, µε το αµιγώς ποδοσφαιρικό ταλέντο. Παρόµοια αξία έχει και η δεκτικότητα των µαθητών κατά τη διαδικασία της εκµάθησης. Ο Σέρχιο Μπουσκέτς θυµάται «πραγµατικά ταλέντα» να φεύγουν από το σύλλογο εξαιτίας της «ανικανότητάς τους να ακούνε».
 
 
Ο Λιονέλ Μέσι
Ο Μοντέο δεν θα µπορούσε να µην «φωτίσει» και την περίπτωση του Λιονέλ Μέσι που κρίνεται από κάθε άποψη ιδιαίτερη, καθώς και ο ίδιος είναι ένα αίνιγµα από µόνος του. 
 
Η εµφάνισή του δεν έχει τίποτα το γοητευτικό, ενώ αν θελήσουµε να τον περιγράψουµε µε τα αστικά πρότυπα αποτελεί έναν παραδοσιακό λατινοαµερικανό (γκάουτσο) µε απολύτως συνηθισµένα χαρακτηριστικά και µε ένα ήρεµο βλέµµα στα όρια της κενότητας. Εκείνο που εντυπωσιάζει σ’ αυτόν είναι η παράξενη συνύπαρξη δύο διαφορετικών ιδιοσυστασιών: η µεν πρώτη, που βρίθει παιδικότητας, έχει να κάνει µε την αγάπη του για το ποδόσφαιρο και το playstation, την οποία και εκφράζει σαν να βρίσκεται σε µόνιµες διακοπές, σαν κάποιον που αποτινάζει από επάνω του επ’ αόριστον κάθε µορφή ευθύνης. Η δε άλλη φαίνεται αρκετά ώριµη και άρχεται από µια συµπεριφορά υπερβολικά σοβαρή και εγκρατή για την ηλικία του. Η αυτοκυριαρχία του µπορεί να παρερµηνευθεί και ως απάθεια, υποψία που εγκαταλείπεται ωστόσο από ένα αυθόρµητο χαµόγελό του, το οποίο µπορεί να οφείλεται σε ένα γκολ δικό του ή συµπαίκτη του. Στην πραγµατικότητα, αποτελεί το άλλο άκρο –όχι µόνο από τεχνικής άποψης– του έτερου κορυφαίου παίχτη, του πληθωρικού, υπερκινητικού και γοητευτικού Κριστιάνο Ρονάλντο, που είθισται, φυσικά, να προέρχεται από το αντίπαλο στρατόπεδο. 
 
Συγκριτικά µε την έκδηλη σεξοµανία του Πορτογάλου, ο Μέσι µοιάζει µε ξωτικό των παραµυθιών, τυλιγµένος σε µια διάσταση µετέωρη και άφυλη. Τελευταία, ωστόσο, και απ’ ό,τι κυκλοφόρησε από τον κουτσοµπολίστικο Τύπο δεν φάνηκε να ισχύει απόλυτα για τον Ρονάλντο η φήµη του ακόρεστου σάτυρου που περιτριγυρίζεται από πορνοστάρς και σταρλετίτσες.
 
Το βιβλίο του Σάντρο Μοντέο αποκαλύπτει µε µοναδικό τρόπο τα µυστικά του θρυλικού κλαµπ που ακούει στο όνοµα Μπαρτσελόνα.                                             
 
*Το βιβλίο του Σάντρο Μοντέο «BARCA: Όλα τα µυστικά της ισχυρότερης οµάδας του πλανήτη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Τόπος» (Αθήνα 2012 σελ.: 256). Μετάφραση: Στάµος Γιάννης.

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ