Shedia

EN GR

24/04/2013

Επείγοντα Περιστατικά, του Γιώργου Μπαζίνα

Ο στοργικός κ. διευθυντής 

Ακόμα και στα πιο γλυκά μας όνειρα, μια καλοσυνάτη τράπεζα θα βρει τον τρόπο να μας πάρει το εικοσαρικάκι από την τσέπη!

Μάζεψα όλο μου το θάρρος, πήρα λίγη δανεική ενθάρρυνση από φίλους, και με την παρότρυνση του αδιέξοδού μου μπήκα στην Τράπεζα. Ο διευθυντής ήταν εξαιρετικά φιλικός και ενθαρρυντικός. Περιέργως, δεν έμοιαζε σε τίποτα με την εικόνα που είχα στο μυαλό μου από προηγούμενες δοσοληψίες. 
 
Ήταν εντελώς εκτός πραγματικότητας, σαν καλογυρισμένη διαφήμιση. Κοίταξα γύρω: όντως έμοιαζε με διαφήμιση. Κομψές υπάλληλοι με φαρδιά χαμόγελα, πρόθυμη εξυπηρέτηση, έλλειψη ουράς, έλλειψη αναμονής, ευχαριστημένοι πελάτες με χαμόγελα ικανοποίησης, φίλοι που χαίρονταν τη φιλία τους με τη μεγάλη τους φίλη.
 
Δεν πρόλαβα να απευθύνω τον προσεκτικά ετοιμασμένο λόγο μου στον διευθυντή. Με πρόλαβε εκείνος:
 
«Πρέπει να σας πω ότι το αίτημα σας είναι απολύτως δίκαιο, και έχετε την προσωπική μου συμπάθεια και την αμέριστη συμπαράστασή μου!»
«Ξέρετε…» ξεκίνησα να λέω.
«Ασφαλώς και ξέρω! Αλίμονο, αν δεν ήξερα! Είστε ένας άνθρωπος με μεγάλη αξιοπρέπεια, ένας εργατικός τύπος που δεν έλειψε μια μέρα από τη δουλειά του, ενδεχομένως ένας στοργικός πατέρας που προσπαθεί το καλύτερο για τα παιδιά του, ένας νομοταγής πολίτης που δεν θέλησε ποτέ να δώσει αφορμή για την παραμικρή σκιά της εντιμότητάς του, και ένας πελάτης της Τράπεζάς μας, η οποία έχει ορκιστεί διαφημιστικώς να στέκεται δίπλα σας κάθε στιγμή, να σας ενισχύει και να σας υποστηρίζει στις δύσκολες στιγμές!»
«Μάλιστα! Αλλά…»
«Αλλά βρίσκεστε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση αυτήν τη στιγμή, είστε άνεργος, η επιχείρησή σας βρέθηκε προ αδιεξόδου, μπροστά σ’ αυτή την τρομακτική κρίση που βιώνουμε όλοι μας με τον πιο δυσάρεστο τρόπο! Η εφορία σας έχει κάνει αφαίμαξη, το ΙΚΑ κατάσχεση, ο ΟΑΕΕ σας απειλεί… Και αδυνατείτε να ανταποκριθείτε στις δόσεις του δανείου σας!»
«Μάλιστα!»
«Μην στενοχωριέστε! Δεν είστε ο μόνος! Σας καταλαβαίνω απολύτως. Από τη δική μου μεριά μπορώ να σα βεβαιώσω ότι θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να σας βοηθήσω! Αρκεί για μένα και μόνο ο λόγος σας ότι όταν θα έρθει η ανάκαμψη και θα ορθοποδήσετε, θα έλθετε και θα εκπληρώσετε τις υποχρεώσεις σας στο ακέραιο! Έχω το λόγο σας;»
«Μάλιστα!» είπε νιώθοντας μια τεράστια ανακούφιση. Δεν ήταν τελικά τόσο τρομακτική η προοπτική να έρθω στην τράπεζα και να μιλήσω για το πρόβλημά μου.
«Αλλά, δεν περνάει από το χέρι μου!» πρόσθεσε λυπημένα ο διευθυντής. «Ξέρετε πως είναι αυτά τα πράγματα. Εγώ είμαι απλώς υπάλληλος, ένα πιόνι στη σκακιέρα με επουσιώδη ρόλο. Βλέπετε εκείνη την κάμερα; Μας παρακολουθεί. Με παρακολουθεί. Δεν είναι απλώς ο ανώτερός μου…» χαμήλωσε τη φωνή του, «Είναι οι Γερμανοί…».
Μια βαριά σκιά έπεσε στο πρόσωπό του.
 
«Δεν μας επιτρέπουν καμιά απολύτως διευκόλυνση στους πελάτες μας. Ζητούν παραδειγματική τιμωρία της ασυνέπειας. Και τα λεφτά, ξέρετε, είναι δικά τους. Τώρα, αν σας πω ότι κι εγώ ο ίδιος είμαι καταχρεωμένος, θα με πιστέψετε; Πίστεψα κι εγώ ο ίδιος τις διαφημίσεις μας. Πάρτε δάνειο για τις διακοπές σας. Ψωνίστε περισσότερο, κερδίστε περισσότερο. Η γυναίκα μου δεν ξέρει τι πάει να πει αυτοέλεγχος. Ο παππούς δεν είχε ξαναδεί κάρτα στη ζωή του, ψώνιζε σαν Αηβασίλης για τα εγγόνια του. Και τρέμω…» χαμήλωσε τη φωνή του, «Τρέμω στην προοπτική της απόλυσης. Αν η τράπεζα βουλιάξει από τα χρέη των πελατών της, τι θα γίνω εγώ, μου λες; Τι δουλειά θα βρω στην ηλικία που είμαι;».
 
Σκούπισε ένα δάκρυ που αχνοφάνηκε στην άκρη του ματιού του.
 
«Τι να πω, δεν ξέρω!» είπα με στενοχώρια. Για μια στιγμή ξέχασα το δικό μου πρόβλημα και μπήκα στη θέση του.
«Θα σας παρακαλούσα» είπε, «με όλο το θάρρος της γνωριμίας μας, ξέρετε, όλοι οι υπάλληλοι αποφασίσαμε να δώσουμε το καλό παράδειγμα, να βοηθήσουμε στη διάσωση της τράπεζας, κάνουμε κάτι σαν έρανο, έχω εδώ ένα κουπόνι, είναι μόλις είκοσι ευρώ, αλλά η αξία της συμπαράστασής σας θα είναι τεράστια ηθική υποστήριξη. Αν έχετε την καλοσύνη…».
 
Είχα συγκινηθεί τόσο που έβαλα ασυναίσθητα το χέρι στο πορτοφόλι μου. Φύλαγα πάντα σ’ ένα τσεπάκι ένα εικοσάρικο για ώρα ανάγκης γιατί συνήθως ξέμενα από λεφτά. Αλλά πριν προλάβω να το βγάλω, ξύπνησα.
 
Έβγαλα έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Στο τσακ το γλίτωσα το εικοσάρικο!
 
Σηκώνομαι, βλέπω κάτω από την πόρτα, ένα γράμμα. Η πρόθυμη γειτόνισσα μάζεψε το ταχυδρομείο και μου το ’φερε. Να θυμηθώ να την ευχαριστήσω.
 
Ε, μα φυσικά. Επιστολή της Τράπεζας. Ανοίγω με χέρια όχι πολύ σταθερά. Τα μάτια μου θολώνουν, δεν έχω πρόχειρα και τα γυαλιά. Διαβάζω:
 
«Βρε παλιοτόμαρο, βρε αχρείε πελάτη…»
Δεν ήταν ακριβώς έτσι διατυπωμένο, αλλά, μιας και δεν έβλεπα καλά συμπέραινα το νόημα της διατύπωσής του.
 
«Βρε παλιοτενεκέ ξεγάνωτε, τι θα γίνει με τα λεφτά που μας χρωστάς; Ήταν ωραία όταν τα έπαιρνες, τώρα γιατί κάνεις τον δύσκολο; Θέλεις να μας καταστρέψεις, αυτό θέλεις; Θέλεις να βουλιάξεις την οικονομία μας; Να διαλύσεις το κράτος μας. Την αναρχία, αυτό θέλεις;
Αλλά θα την πληρώσεις ακριβά την ασυνέπειά σου. Θα σε βομβαρδίσουμε με τηλεφωνήματα, με απειλές κατάσχεσης, θα σε σύρουμε στα δικαστήρια, έχουμε δεκάδες φραγκοφονιάδες δικηγόρους να σε κυνηγήσουμε, θα σου αλλάξουμε τον αδόξαστο, θα σου φορτώσουμε τόκους υπερημερίας, δικαστικά έξοδα, έξοδα κατασχέσεων, προειδοποιήσεων, έξοδα για διατάραξη της ψυχικής ηρεμίας της τράπεζας, και θα κυνηγήσουμε τη γυναίκα σου (αν έχεις), τα παιδιά σου (αν έχεις), τα εγγόνια σου (αν έχεις), τα ανίψια σου (αν έχεις), θα ανακαλύψουμε πρόσωπα που αγαπάς (αν έχεις) και θα τους κάνουμε πολύ κακό.
 
Αλλά, παρακαλούμε, αν τυχόν έχετε εξοφλήσει τις υποχρεώσεις σας, μη λάβετε υπόψη αυτή την επιστολή και σας ευχαριστούμε θερμά για τη συνεργασία.»
 
Νιώθω την απόγνωση να ορμά πάνω μου, να με αρπάζει και να με σέρνει προς το μπαλκόνι. Αρπάζομαι από τα κάγκελα, αντιστέκομαι απεγνωσμένα, εκείνη λαχανιάζει από την προσπάθεια, παλεύουμε… 
 
«Α!» λέω, «Κοίτα η πιπεριά μου στη γλάστρα! Πώς γέμισε έτσι με πιπερίτσες κόκκινες, τόσες πολλές! Και ο βασιλικός μου! Πώς φούντωσε τόσο πολύ!...».
 
Η απόγνωση με παρατάει και φεύγει βρίζοντας. Φαίνεται βιαστική, πολυάσχολη και δεν θέλει να σπαταλήσει το χρόνο της. Περνάω το χέρι μου πάνω στο βασιλικό και μοσχοβολάει ο τόπος. Παίρνω βαθιά ανάσα. Ένα κοριτσάκι με κοιτάζει από το απέναντι μπαλκόνι. Στέκεται αγέλαστο με πρόσωπο ανέκφραστο. Έχω την εντύπωση ότι με κατηγορεί.
 
«Συγγνώμη» λέω, «συγγνώμη για τον κόσμο που σας παραδώσαμε».
 
Λίγο μελοδραματικό, αλλά δεν ξέρω τι άλλο να πω. Δεν με ακούει και δεν με καταλαβαίνει εξάλλου.
 
Νιώθω έντονη ανάγκη για έναν καφέ. Βάζω το μπρίκι στη φωτιά. Ανοίγω καινούριο φακελάκι και μυρίζω βαθιά τον καλοκαβουρδισμένο καφέ. Caffe Najjar από τη Βηρυτό αγορασμένος από το μαγαζάκι των Σύριων. Δυο χαμογελαστοί άνθρωποι που επιβίωσαν από έναν εμφύλιο πόλεμο. 
Αλλά αν μπορούν να χαμογελούν εκείνοι, δικαιούμαι να τα καταφέρω κι εγώ. 
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ