Shedia

EN GR

02/04/2015

Στις εσχατιές της ύπαρξης. Συνέντευξη της Αγγελικής Αριστομενοπούλου στη Μαρία Μανωλέλη

Η σκηνοθέτης εξιστορεί µια οικογενειακή υπόθεση η οποία, εντέλει, είναι υπόθεση όλων, µας αφορά και µας αγγίζει.
 
«Οι Ξυλούρηδες ήταν µια εκπληκτική ιδέα για ταινία!» Η Αγγελική Αριστοµενοπούλου, δηµιουργός του ντοκιµαντέρ «Μια οικογενειακή υπόθεση», µιλάει στη «σχεδία». 
 
Φωτογραφίες: Χρήστος Διαµάντης
 
«Oι Ξυλούρηδες κινούνται µεταξύ γης και ουρανού. Σου λογίζουν το νου σαν αγγελιοφόροι θείων λογισµών και στο κύτταρό σου αποτυπώνονται σαν θεµατοφύλακες αλλά και κοινωνοί µιας παράδοσης µε προαιώνιες ρίζες. Ταξιδεύουν στις εσχατιές της ύπαρξης µε όχηµα τη µουσική, τη γλώσσα, τον ήχο, τις δονήσεις, το βίωµα, τη µνήµη. Ακόµα και η εσωτερική λειτουργία της καθηµερινής οικογενειακής ζωής είναι άρρηκτα συνυφασµένη µε αυτό, αναβιβάζοντάς την διαρκώς σ' έναν ζωντανό οργανισµό-φορέα τέχνης που αποτελεί θησαύρισµα πολιτισµού».
 
 
Πάνος Κατσικιώτης (Τσίκο), µιλώντας για την οικογένεια Ξυλούρη:
 
Η Αγγελική Αριστοµενοπούλου µε την εκποµπή «Οι µουσικοί του κόσµου» στη ΝΕΤ µας πήγε σε γειτονιές κρυφές, γλέντια αυτοσχέδια και χορούς ξεσηκωτικούς. Τη γνωρί-σαµε καλύτερα µε το µουσικό ντοκιµαντέρ της για τον Γιάννη Αγγελάκα «Ταξιδιάρα ψυχή». Το χειµώνα που µας πέρασε, το ντοκιµαντέρ για την πιο γνωστή µουσική οικογένεια της Κρήτης, την οικογένεια Ξυλούρη, βγήκε στις κινηµατογραφικές αίθουσες µε µεγάλη επιτυχία. Το ταξίδι της ιστορίας που αφηγείται ξεκίνησε, βραβεύτηκε και, πλέον, προβάλλεται στην Αυστραλία. Όσοι δεν προλάβατε να το δείτε θα έχετε την ευκαιρία το καλοκαίρι, που θα προβάλλεται σε θερινά σινεµά σε όλη τη χώρα.
 
Λίγους µήνες µετά τις χειµερινές προβολές και το Χρυσό Βραβείο για το ντοκιµαντέρ «A Family Affair»/ «Μια οικογενειακή ιστορία» στο Διεθνές Φεστιβάλ FIPA (Festival International des Programmes Audio-visu-els) στη Γαλλία, µιλήσαµε µε την Αγγελική Αριστοµενοπούλου για τις δυσκολίες ενός τέτοιου εγχειρήµατος, για την οικογένεια Ξυλούρη και για την απλότητα σπουδαίων µουσικών που δέχτηκαν να την πάρουν µαζί τους, καταγράφοντας µικρές ή µεγάλες, µα πάντα µαγικές, στιγµές από τις ζωές τους. Οι δουλειές της είναι διαµάντια που µε το πέρας του καιρού θα µεγαλώνει η αξία τους. Ιστορικά ντοκουµέντα από αγαπηµένους µουσικούς, καταγεγραµµένα µε απλό, συγκινητικό, αλλά και χιουµοριστικό τρόπο. Με την οµορφιά και την απλότητα που χαρακτηρίζει και τη δουλειά της, η Αγγελική Αριστοµενοπούλου ήρθε στο ραντεβού µας σ’ ένα διάλειµµα από αυτά τα σπάνια που µπορεί να έχει ένας άνθρωπος µε τόσες ιδιότητες.
 
Ο Γιώργος Ξυλούρης µε το γιο του Αντώνη.
 
Πες µου πώς σου µπήκε η ιδέα να γυρίσεις ντοκιµαντέρ για την οικογένεια Ξυλούρη;
 
Η ιδέα µού µπήκε στα γυρίσµατα της προηγούµενης ταινίας µου «Ταξιδιάρα ψυχή» που ο Γιάννης Αγγελάκας ηχογραφούσε µε τον Ψαρογιώργη. Έτσι, γνώρισα τον Γιώργη και τα παιδιά του και σκέφτηκα πως οι Ξυλούρηδες είναι µια εκπληκτική ιδέα για ταινία. Τρεις γενιές µουσικών, µια ευρύτερη µουσική οικογένεια µε µεγάλη συµβολή στη διατήρηση της παράδοσης, καθώς και στη συνέχειά της. Αρχικά, µίλησα µε τον Γιώργη, τότε ακόµα νόµιζα πως η ταινία θα είναι για όλη την οικογένεια των Ξυλούρηδων. Όσο περνούσε ο καιρός, αυτό σχηµατοποιήθηκε, και αποφάσισα ότι πρέπει να υπάρχει ένα θέµα. Έβαλα, λοιπόν, τον Γιώργη σαν κεντρικό χαρακτήρα, ο οποίος λειτουργεί ως γέφυρα µε την προηγούµενη γενιά, τον Ψαραντώνη και τους θείους του Νίκο και Γιάννη Ξυλούρη, καθώς, επίσης, και µε τη νεότερη γενιά Ξυλούρηδων, τα παιδιά του.
 
Παίρνεις, λοιπόν, την κάµερα και πας στην Κρήτη. Ωραίο ακούγεται!
 
Αρχικά ήταν πολύ δύσκολο. Μπαίνω κυριολεκτικά µε µια κάµερα στο σπίτι τους, ζούσα µαζί τους. Χρειάστηκε καιρός για να χτιστεί αυτή η σχέση εµπιστοσύνης. Όλος ο πρώτος χρόνος των γυρισµάτων ήταν ο πιο δύσκολος.
Στην αρχή, προσπάθησα να κερδίσω την εµπιστοσύνη τους και να χαλαρώσουν µε την ύπαρξη της κάµερας. Μαζεύοντας αρκετό υλικό, είδα ότι υπάρχει story. Έπεσα στην εποχή που τα δύο µεγαλύτερα αγόρια του, ο Νίκος και ο Αντώνης, µετανάστευσαν στην Αυστραλία για σπουδές και η µικρή του κόρη, η Απολλωνία, ετοιµάζεται να φύγει κι εκείνη. Η οικογένεια του Γιώργη, λοιπόν, µισή στην Κρήτη και µισή στην Αυστραλία, ζει οικογενειακές στιγµές εδώ κι εκεί. Αποχωρισµοί, οικογενειακές συναντήσεις, και η κορύφωση της ταινίας πια όταν και οι τρεις γενιές µαζί επί σκηνής παίζουν στο φεστιβάλ Golden Plains στην Αυστραλία.
 
Στο συγκεκριµένο φεστιβάλ η απήχηση της κρητικής µουσικής ήταν µεγάλη;
 
Με το που βγήκαν στη σκηνή, δεν πίστευα αυτό που έβλεπα στα µάτια µου.Tο φεστιβάλ Golden Plains φιλοξενεί πολύ γνωστά διεθνή συγκροτήµατα, τους Public Enemy για παράδειγµα, και ξαφνικά ανεβαίνει µια οικογένεια από την Κρήτη, παίζουν και το κοινό τρελαίνεται! Διεθνές κοινό να χορεύει και να χειροκροτεί µαγεµένο. Είδα πόσο παγκόσµια µπορεί να είναι η παραδοσιακή κρητική µουσική. Πρόκειται για αυτοδίδακτους µουσικούς που γεννιούνται µέσα σ’ ένα µουσικό περιβάλλον, µαθαίνουν µουσική ο ένας από τον άλλον και παίζουν αληθινά. Αν είσαι απελευθερωµένος και δέχεσαι νέους ήχους, µπορεί να σε συνεπάρει και να χορεύεις στο ρυθµό χωρίς να ξέρεις βήµατα, ονοµασίες και τοποθεσίες.
 
Η αφίσα της ταινίας. 
 
Στην ταινία εστιάζεις σε µια Κρήτη καθόλου τουριστική, αλλά πολύ αληθινή και οικεία σε όποιον έχει βιώµατα, καταγωγή ή γνωρίζει καλά το µέρος. Αυτό είναι τυχαίο;
 
Καταρχάς, η σχέση µου µε την Κρήτη δεν αρχίζει µε την ταινία αυτή. Έχει ξεκινήσει καιρό πριν, από τότε που έκανα τις «Μουσικές του κόσµου» που είχα ασχοληθεί µε τα Ανώγεια, έµαθα την κοινωνία τους, τις παραδόσεις, τα έθιµα. Την έχω βιώσει καλά. Η ταινία έχει και αρχειακό υλικό που βοηθάει σε αυτό, αλλά παίζει πολύ µεγάλο ρόλο και µε ποιους είσαι στον τόπο που πας. Αν συναναστραφείς µε ντόπιους, βλέπεις τον τόπο µέσα από τη δική τους µατιά. Το ίδιο µού συνέβη και στη Βραζιλία και σε άλλα µέρη που έχω δουλέψει. Έµπαινα αµέσως στην κοινωνία, παρακάµπτοντας το τουριστικό κοµµάτι µε τη βοήθεια των ντόπιων.
 
Όλο αυτό το πηγαινέλα µεταξύ Ελλάδας και Αυστραλίας για τρία χρόνια ακούγεται δύσκολο. Πόσω µάλλον για µια µητέρα µικρών παιδιών. Ήταν όντως;
 
Όταν ξεκίνησα τα γυρίσµατα, η µεγάλη µου κόρη ήταν 15 µηνών. Ναι, ήταν πολύ δύσκολο, αλλά και η ταινία ένα παιδί είναι που θέλει τη φροντίδα του και το χρόνο του. Ούτως ή άλλως, το να γυρίσεις µια ταινία, και ειδικά στην Ελλάδα, είναι ένα εγχείρηµα από µόνο του δύσκολο. Φαντάσου ότι κατά τη διάρκεια των γυρισµάτων δεν υπήρχε Ελληνικό Κέντρο Κινηµατογράφου. Τότε, επίσης, έκλεινε η ΕΡΤ, ή µάλλον την έκλειναν, οπότε χρειάστηκε πολύ προσωπική προσπάθεια και από τους συνεργάτες µου και από εµένα για να προχωρήσουµε. Τώρα, ναι, για κάποιον που έχει και µικρά παιδιά θα χρειαστούν κάποιες θυσίες παραπάνω, όµως δεν γίνεται αλλιώς. Θυµάµαι τώρα που στα τελευταία γυρίσµατα ήµουν στον ένατο µήνα της εγκυµοσύνης µου, στη δεύτερή µου κόρη. Βέβαια, ήµουν µέσα στο σπίτι µιας οικογένειας µε τρία παιδιά, οπότε καταλαβαίνεις πως πια ένιωθα άνετα, µου έδιναν και συµβουλές µάλιστα. Το περιβάλλον εργασίας δεν ήταν απρόσωπο, ήµουν σε µια οικογένεια.
 
Οι σκηνοθέτες, όταν καταπιάνονται µε µια ιδέα, ξέρουν ότι πρόκειται για κάτι που θα ασχοληθούν τα επόµενα χρόνια. Είναι χρονοβόρα διαδικασία µια ταινία, άρα πρέπει κάποιος να είναι σίγουρος ότι θέλει να ασχοληθεί µε το θέµα που επέλεξε. Υπάρχει κάποια µαγική στιγµή που λες «πάµε!» και αρχίζεις;
 
Αν δεν είσαι πολύ παθιασµένος εξαρχής µε την ιδέα, τότε πάει κατευθείαν στα σκουπίδια. Οι ιδέες είναι πολλές, αλλά επικρατεί αυτή που σε παθιάζει. Όταν πια φτάσεις στα γυρίσµατα, δεν µπορείς να κάνεις πίσω. Είναι πολύ δύσκολο, όπως είπαµε, να γίνει µια ταινία, οπότε είναι αναγκαίο να έχεις αγαπήσει πολύ την ιδέα. Να αξίζει τον κόπο. Εγώ είχα και τους παραγωγούς µου, τη Ρέα και τον Γιούρι από την «Άνεµον», που στηρίξανε την ταινία από την αρχή. Χωρίς καλή παραγωγή δυσκολεύει πολύ το πράγµα.
 
Στις δουλειές σου αποδοµείται η εικόνα του απρόσιτου, θεοποιηµένου καλλιτέχνη και βλέπουµε τις πραγµατικές διαστάσεις των πρωταγωνιστών, που είναι, ούτως ή άλλως, σπουδαίοι. Είναι έτσι;
 
Ναι, δεν µου αρέσει καθόλου η µυθοποίηση των καλλιτεχνών. Να µιλάνε άλλοι καλλιτέχνες ή φίλοι από τον περίγυρό τους και να λένε πόσο θεοί είναι! Από µόνοι τους οι άνθρωποι έχουν τη δύναµη του χαρακτήρα τους και κερδίζουν το θεατή. Μέσα από τις αδυναµίες του ανθρώπου βλέπεις και τη δύναµή του.                                                      
 
Τα εγγόνια του Ψαραντώνη είναι «Κρητικοαυστραλάκια». Βλέπουµε το µπόλιασµα από τις δύο κουλτούρες της καταγωγής τους. Προσπάθησες να αποτυπωθεί έτσι έντονα;
 
Αυτό µε γοήτευσε πολύ από την αρχή. Είναι ένας βασικός λόγος που µε τράβηξε αυτή η οικογένεια. Η διπλή καταγωγή δίνει στα παιδιά µια εξαιρετική δύναµη και κάνει την ιστορία µου σύγχρονη, αντί για φολκλόρ. Βλέπουµε τρία νέα παιδιά που µιλάνε κρητικά, παίζουν παραδοσιακά µουσικά όργανα της Κρήτης και παράλληλα ακούν και φτιάχνουν ηλεκτρονικές µουσικές, µιλάνε άπταιστα αγγλικά και ζουν φέροντας και τις δύο κουλτούρες. Τα παιδιά είναι πολύ ώριµα και αντιµετωπίζουν τη µουσική τους παράδοση µε σοβαρότητα, αλλά χωρίς βάρος. Η παράδοση δεν είναι κάτι στατικό, αλλά κάτι που εξελίσσεται, και έτσι αποτυπώνεται µέσα από τα παιδιά του Γιώργη. Η σχέση τους µε τον Ψαραντώνη ήταν συγκινητική. Είναι ένας άνθρωπος λιγοµίλητος και απόµακρος, όµως µε ένα νεύµα ή ένα χαµόγελο τούς έδινε την έγκρισή του, και ξέρουµε όλοι τη βαρύτητα της έγκρισης αυτής.
 
Με τι θα καταπιάνεσαι στην επόµενή σου δουλειά ή ακόµα είναι νωρίς να µας πεις;
 
Ενόψει της αναστήλωσης της Νίκης της Σαµοθράκης στο Λούβρο και σε συνεργασία µε τον Κώστα Γαβρά, θα φτιαχτεί µια ταινία που θα δίνει περισσότερες πληροφορίες για το άγαλµα. Να µπορεί κάποιος να το συνδέει µε τον τόπο προέλευσής του, κάτι που θεωρώ πολύ σηµαντικό. 
Στην καλύτερη περίπτωση, η ταινία θα προβάλλεται στο Λούβρο και οι επισκέπτες θα έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν τον τόπο από τον οποίο προέρχεται. Πρόκειται για ένα ντοκιµαντέρ µεσαίου µήκους το οποίο θα είναι έτοιµο το καλοκαίρι.              

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ