Shedia

EN GR

02/05/2015

Επείγοντα περιστατικά του Γιώργου Μπαζίνα

Οι ζωές των άλλων
 
Σκίτσο του Altan
 
 
Όσο στενόχωρη και αν είναι η πραγµατικότητα, η χαρά πάντα θα βρίσκει τον τρόπο να φωτίζει τα πρόσωπα και τις ψυχές µας. 
 
Tεντώνω τ’ αυτιά µου, αντένες συλλογής ψιθύρων ζωής, τριµµάτων ανείπωτων ιστοριών, υποδοχείς ανεκπλήρωτων επιθυµιών, ατέλειωτων διαδροµών. Ακούω φωνές απελπισµένων, ναυάγια ψυχών, όπου η χαρά είναι εκκωφαντικά απούσα, η ελπίδα παραπαίει σαν αλκοολικός γέρος, το µέλλον δυσοίωνα γκρίζο. Ορθώνω έναν τοίχο προστασίας, αντιστέκοµαι στην ταύτιση µε τις οδυνηρές καταστάσεις, προσπαθώ να διασώσω τη δική µου προσωπική ισορροπία, αποστασιοποιούµαι ενστικτωδώς για να επιβιώσω άλλη µια µέ-ρα, ο χρόνος µας κυνηγάει ανηλεής θηρευτής της ζωής µας, προσπαθώ να ξεφύγω απ’ τις φωνές, αλλά οι πιο κοντινές επιµένουν, ακούω τις ανάσες τους στα διπλανά διαµερίσµατα, µας χωρίζει µόνο ένας τοίχος…
 
Η Βαγγελιώ µένει ξαπλωµένη, παραλυµένη από την κυριακάτικη πρωινή νωθρότητα στο κρεβάτι της. Εκδικείται το χρόνο, τον σπαταλά ασύστολα, δεν τη νοιάζει, πολεµά τη συνήθεια της νευρικής καθηµερινής εγρήγορσης, της προσπάθειας να τα προλάβει όλα, να µην αργήσει, να µη δώσει δικαίωµα. Είναι η µόνη ελεύθερη µέρα της, αλλά οι ενοχές της την τσιγκλίζουν οδυνηρά να µη σπαταλάει χρόνο, να κάνει τις δουλειές που πρέπει να κάνει, να πλύνει, να καθαρίσει το σπίτι, να µαγειρέψει. «Στα τσακίδια!» γιγαντώνει η θέλησή της. «Θ’ απεργήσω ενάντια σε µένα!» Χαίρεται για την ευρηµατικότητα της φράσης της, αποφασίζει παύση εργασιών, χουζούρεµα µέχρι εξαντλήσεως, άγνοια κινδύνου ανεκπλήρωτων υποχρεώσεων. Δεν θα µαγειρέψει! 
 
Τη διασκεδάζει η σκέψη της σπατάλης. «Θα παραγγείλω πίτσα!» Εκδικείται τον τσιφούτικο προϋπολογισµό του µήνα, τα µετρηµένα ψιλά, τα µη επιτρεπόµενα έ-ξοδα, το µέτρο και τον υπολογισµό. «Ζήσε επικίνδυνα!» λέει στον εαυτό της µε το σαρκασµό των φτωχών.
 
 
Γέρος µε εµφάνιση νέου
 
Σκίτσο του Altan
 
Ο Διοµήδης πατάει νευρικά το τηλεκοντρόλ. «Άι γαµηθείτε πια!» Δεν θέλει ν’ ακούσει τις φλύαρες καληµέρες του Αυτιά, να µπει στο Σπίτι της Μπάρµπι, σκοντάφτει σε πρωινές οµιλούσες κεφαλές, τις προσπερνά αηδιασµένος, σίγουρος πως επαναλαµβάνουν αενάως τα ίδια σε µικρές παραλλαγές, κοντοστέκεται απορηµένος µε την Αρχιερατική Θεία Λειτουργία, πέφτει απ’ το χιλιοπαιγµένο «Ρετιρέ» και προσγειώνεται σε µια άδεια ψυχική διάθεση. Νιώθει πως είναι χωµένος ώς το λαιµό µέσα στα σκατά και προσπαθεί να σταθεί όρθιος, µε την ελπίδα ότι η ποσότητα δεν θα αυξηθεί και θα τον πνίξει διαπαντός. Σκέφτεται πως σπαταλά άδικα το χρόνο του σε βλακείες, αλλά του λείπει η διάθεση να διαβάσει, να σκεφτεί, ν’ ακούσει µουσική. Εξασκείται στην παραίτηση από κάθε ελπίδα ανάνηψης του ηθικού του, νιώθει γέρος και κουρασµένος µέσα του, έχει απαυδήσει από την επαγγελµατική προοπτική του, ένα άχρηστο πτυχίο, µια περιστασιακή δουλειά κούριερ µε το µηχανάκι του, που όταν πρωτάρχισε πίστευε ακράδαντα ότι θα ‘ταν για λίγες βδοµάδες, να κερδίσει χρόνο ωσότου βρει µια δουλειά στα επαγγελµατικά µέτρα του. Η κοπέλα του τον άφησε πρόσφατα, είχε ανάγκη να ανασάνει είπε, χρειαζόταν µια παύση να σκεφτεί το µέλλον και τις προοπτικές τους, ήξερε πως εµµέσως πλην σαφώς του πέταγε στα µούτρα τη µιζέρια της ύπαρξής του, τη µετριότητά του, τη βαρεµάρα που της προκαλούσε η κλάψα του. Ανακάλυψε πως της έδινε δίκιο. Ούτε στον ίδιο δεν άρεσε ο εαυτός του. Είχε γίνει ένας γέρος µε εµφάνιση νέου, ένας loser που λένε κι οι Αγγλοσάξονες, και το χειρότερο είναι ότι ο χωρισµός πολύ λίγο τον ένοιαξε, η οικειότητα µιας σχέσης, η αναγκαστική συνύπαρξη και η έλλειψη επικοινωνίας τού είχαν γίνει ένας κόµπος στο στοµάχι. Και είχε κληρονοµήσει, κατ’ ανάγκη, τον Στάλιν. Και ο Στάλιν τώρα χουζούρευε σε µια πολυθρόνα, µισανοίγοντας κάθε τόσο το ένα µάτι, παρακολουθώντας τον να βουρλίζεται, αναµένοντας κάποιο σηµάδι ότι θα πάει στην κουζίνα να του σερβίρει το γεύµα του.
 
Ο Διοµήδης µακάριζε τον Στάλιν. Η ζωή του ήταν µια ραχατλίδικη αναµονή ανάµεσα στα γεύµατα. Ήταν στον παράδεισο των προνοµιούχων γάτων όπου για όλα φρόντιζε ένας µαλάκας, που κάπου κάπου τον χάι-δευε, και όταν ο Στάλιν θεωρούσε πως υ-πήρχε υπέρβαση χρήσης χαδιών, τον νύχιαζε και ξεµπέρδευε διαφεύγοντας σε άλλο δωµάτιο, όσο εκείνος έβριζε τον παναθεµατισµένο γάτο. Ο Στάλιν είχε διαµορφώσει µε τον καιρό την ακλόνητη πεποίθηση ότι οι άνθρωποι ήταν γεννηµένα θύµατα και είχε τη χαρά να το απολαµβάνει. 
 
«Έλα ρε κλασαρχίδη!» Α, η βωµολοχία του φίλου ευπρόσδεκτη διακοπή στη βαρεµάρα του. Ο Διοµήδης βιάστηκε να ντυθεί και να το σκάσει απ’ το σπίτι του, τον περίµενε η παρέα στην παλιά του γειτονιά, βρισκόντουσαν µια στο τόσο και τώρα ήταν µια τέτοια στιγµή για γκοµενολόγηµα, εµβριθή ποδοσφαιρολογία, µεζέδες και αλκοόλ – ένας αντρικός παράδεισος!
Όταν έκλεισε πίσω την πόρτα του, ο γάτος ένιωσε µια µικρή ανησυχία να τον διαπερνά, αλλά θυµοσόφησε εγκαίρως: «Θα γυρίσει, δεν υπάρχει περίπτωση». Γιατί τον δικό του παράδεισο τον σκίαζε µια µόνο ανησυχία: Μήπως τον εγκαταλείψουν µόνο του. Σιχαινόταν τη µοναξιά σαν αδέσποτο σκύλο.
 
 
Η Νάντια που ονειρεύεται
 
Σκίτσο του Altan
 
Η Βαγγελιώ στέκεται µπροστά στην πίτσα της. Μια ακόµη απογοήτευση. Ήταν εξπέρ σ’ αυτό, µέγας συλλέκτης βιωµάτων απογοήτευσης. Όσο λαχταρούσε τη γεύση της, καρυκευµένη µε τη νοστιµάδα της περιττής δαπάνης, η πραγµατικότητα την επανέφερε στην πεζή αλήθεια. Δεν ήταν δα και το απαγορευµένο φρούτο. Μια απλή πίτσα ήταν, που στα σχεδόν µισά της ένιωσε ήδη απώθηση να φάει περισσότερο. Τη στενοχωρούσε το πεταµένο φαγητό.
 
«Να την πάω στη Νάντια!» σκέφτηκε. «Όσο είναι ζεστή!»
 
Η Νάντια ήταν η κοπελιά από τη Συρία που έµενε στο στενόχωρο υπόγειο της πολυκατοικίας. Είχανε ένα πρόσχαρο καληµέρισµα κάθε φορά που βλεπόντουσαν, µια φορά της πήγε πορτοκάλια που είχε παραπανίσια, εκείνη της έφερε ένα πιάτο κάτι σε τηγανητό ρύζι µε σταφίδες, είχανε βρεθεί, µιλούσαν κάπου κάπου.
 
Η Νάντια τραγουδάει. Ένα αργό λυπητερό τραγούδι που µιλάει για χαµένες αγάπες, για χαµένες πατρίδες. Ελλείψει χώρου, στέκεται µπροστά στο νεροχύτη και κάνει µπουγάδα. Η Κυριακή είναι µέρα λάτρας, απεχθάνεται τη βρωµιά, της αρέσει η µυρωδιά από τα φρεσκοπλυµένα ρούχα, της αρέσει το καλοστρωµένο κρεβάτι, τα τακτοποιηµένα ρούχα. Στο τραπέζι, στριµωγµένο στη γωνία, ο αδελφός της κι ο ξάδελφος παίζουν χαρτιά. Η Νάντια χαµογελάει. Δεν έχει λόγους γι’ αυτό, αλλά το πρόσωπό της έχει τη χαρά ακόµη του κοριτσιού που ονειρεύεται. Κι είναι ο δικός της τρόπος να ξεφύγει από τις µνήµες που έχουν σηµαδέψει οδυνηρά τη ζωή της. Η φυγή από την πατρίδα, οι ατέλειωτες πεζοπορίες µέσα από δύσβατα µονοπάτια, η θάλασσα, η βάρκα, τα κύµατα, κι ύστερα κάποιοι άντρες µε στολές να τους σπρώχνουν τη βάρκα, να την τρυπάνε, το νερό, η θάλασσα, ω Χριστέ µου, πόσες ώρες µέσα στη θάλασσα, ο Γιασέρ να χάνεται µέσα στα κύµατα, οι φωνές των απελπισµένων, η σιωπή των νεκρών…
 
 
Ζεστοί λουκουµάδες
 
Η Βαγγελιώ βγαίνει ορµητικά από το διαµέρισµά της, βιαστικά και απρόσεκτα. «Γαµώτο!» λέει καθώς της πέφτει το πιάτο µε την πίτσα και διαµοιράζεται στο διάδροµο της πολυκατοικίας.
 
«Με συγχωρείτε!» λέει η Ναυσικά σαστισµένη, καθώς αισθάνεται ενοχή που έπεσε πάνω της, όπως έβγαινε κι εκείνη βιαστικά από το ασανσέρ. Τα µάτια της είναι κλαµένα, τα δάκρυα ακόµη νωπά.
 
«Μπα, κλαίνε κι οι όµορφες;» λέει πικρόχολα η Βαγγελιώ, αλλά το µετανιώνει καθώς βλέπει στο πρόσωπο του κοριτσιού µια αντανάκλαση πόνου κι απελπισίας, πράγµατα που της είναι γνώριµα.
 
«Δεν πειράζει!» βιάζεται να προσθέσει, κοιτάζοντας λυπηµένα το θρυµµατισµένο πιάτο και τα σκορπισµένα κοµµάτια της πίτσας.
 
Αλλά η Ναυσικά δεν κλαίει για το σπασµένο πιάτο. Ο κόσµος της φαίνεται να γέρνει µε τάσεις ανατροπής, η ανεµελιά της ηλικίας της βυθίζεται στην άβυσσο των νοσοκοµείων, η διάγνωση την κάνει ήδη θύµα της απελπισίας. Χώνεται στο διαµέρισµά της, η αδελφή της και η µάνα της είναι ήδη στο κατώφλι, σφραγίζουν την πόρτα πίσω τους, µοιράζονται τον πόνο σε δίκαιες αναλογίες.
 
Η Βαγγελιώ ετοιµάζει τον καφέ. Η Νάντια έρχεται µε ένα πιάτο ζεστούς λουκουµάδες. Κάθονται στο µπαλκονάκι, στριµωγµένες ανάµεσα στις γλάστρες, ο ανοιξιάτικος ήλιος είναι απόλαυση, ένα ανάλαφρο αεράκι δροσίζει τα µάγουλά τους, η Βαγγελιώ ξεχνάει για λίγο τη µίζερη ζωή της, την αγωνία της µη µείνει χωρίς δουλειά, την εχθρότητά της για το µισερό ισχνό κορµάκι της, που ‘χει παγιδέψει έναν όµορφο εαυτό σε ένα σώµα που δεν προκαλεί καµιά έλξη, και την πικραίνει που είναι µόνη και θα παραµείνει κατά πάσα πιθανότητα µόνη.
 
Ξαφνικά, προβάλλει από το διπλανό µπαλκόνι το κεφάλι του Στάλιν. Τις κοιτάζει εξεταστικά, διερευνά την πιθανότητα να του δώσουν κάποιον µεζέ, βλέπει τους λουκουµάδες, ελπίζει να είναι νόστιµοι, πηδάει το διαχωριστικό της βεράντας µε πρόθεση να προσγειωθεί στο τραπέζι, απαιτητικός κι άρπαγας, κι οι κοπέλες ξαφνικά ξεφωνίζουν, αυτός τροµάζει και σαλτάρει στο κάγκελο, παραπαίει, γαντζώνεται απελπισµένα και ρίχνεται στο κενό. Οι κοπέλες σαστίζουν, σηκώνονται έντροµες, κοιτάζουν κάτω στο δρόµο, ο Διοµήδης τρέχει στο µπαλκόνι, ξεφωνίζει τροµαγµένος «Στάλιν!» και ορµά στην πόρτα να κατέβει κάτω.
 
Ο Διοµήδης επιστρέφει µε τον Στάλιν αγκαλιά. Είναι σώος και αβλαβής, αλλά έχει στραπατσαριστεί προσωρινά το αγέρωχο ύφος του και το έχει αντικαταστήσει ένας φόβος για τη µυστηριακή πραγµατικότητα εκεί έξω, αυτή την κόλαση από άπειρες ρόδες που στριγκλίζουν, και πλήθος πολυάσχολων ανθρώπων.
 
Τα κορίτσια έχουν βγει στην είσοδο, ανασαίνουν ανακουφισµένες µε την επιστροφή του Διοµήδη και του Στάλιν. Η Βαγγελιώ, µε κάποιο δισταγµό, τους προσκαλεί στο µπαλκονάκι της. Υπάρχουν ακόµη λουκουµάδες, υπάρχει ακόµη ήλιος, και, καθώς πάει να δύσει, τους βρίσκει και τους τέσσερις απλωµένους στις καρέκλες τους να απολαµβάνουν αυτή τη στιγµιαία χαρά, την ευτυχία της απουσίας οποιασδήποτε στενόχωρης σκέψης, την αδιαφορία για το τι θα ξηµερώσει αύριο.
 
«Γιατί Στάλιν;» ρωτάει η Βαγγελιώ τον Διοµήδη.
 
«Δεν ξέρω!» λέει εκείνος, και ξεσπούν όλοι τους σ’ ένα αναπάντεχο γέλιο.             

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ