Shedia

EN GR

26/02/2014

«Να τα ξαναπιάσουμε όλα από την αρχή»! Συνέντευξη του Νίκου Καραθάνου στην Ελεωνόρα Ορφανίδου

«Τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους», λέει με σιγουριά ο ηθοποιός και σκηνοθέτης, που στο «Δεκαήμερο του Βοκάκιου» βρήκε το πρωινό που αναζητούσε. 
 
Μπήκαμε με τον Στράτο, τον καλό φωτογράφο, ένα κρύο χειμωνιάτικο απόγευμα, στο  κτίριο Τσίλερ του Εθνικού, στην Αγίου Κωνσταντίνου , από την πίσω πόρτα του γκαράζ. Εκεί, μας περίμενε ο Νίκος Καραθάνος,  ο άνθρωπος που ένα χρόνο πριν είχε κάνει μπλοκμπάστερ τη «Γκόλφω». Στο δωμάτιο για τις πρόβες, κάπου μέσα στο δαιδαλώδες,  χαοτικό κτίριο,  μας μίλησε  για τη νέα του δουλειά, το «Δεκαήμερο του Βοκάκιου», μια ιστορία για την αυγή του δυτικού ανθρώπου. Δεν μείναμε μόνο εκεί. Είπαμε και για εμάς, κυρίως για τους σκελετούς που κρύβονταν στην ντουλάπα και βγήκαν μέσα από τη σκοτεινιά των καιρών. Χωρίς φόβο, γιατί κόντρα στη σκοτεινιά έθεσε την  προσδοκία. 
 
Γιατί διαλέξατε μετά τη «Γκόλφω»  το «Δεκαήμερο»;   
 
Δυσκολεύομαι να περιγράψω γιατί το διάλεξα.  Ήταν τόση η χαρά της «Γκόλφως», που δεν ήθελα να πέσω σ ένα έργο και στην ερμηνεία του, αλλά σ ένα κείμενο, σ’ ένα δρόμο, σε μια περιοχή. Ήθελα να πάω κάπου αλλού, κάπου ίσως που δεν κατέχω ούτε τον τρόπο του,  ούτε το λόγο του, ούτε το πώς γίνεται. Δεν ήθελα να πάρω ένα έργο για να δω πώς θα το κάνω εγώ, ήθελα να δω τί θα μου κάνει αυτό.
 
Τι έχει ο «Βοκάκιος»; Έχει την αθωότητα των προσώπων, έχει κάτι από μια αρχή. Πριν τα νοθεύσει κανένα μεσημέρι κανένα σχολείο. 
 
Πώς γίνεται ένα τέτοιο έργο θέατρο;
 
Θέατρο είναι τα πάντα. Θέατρο γίνεται κάθε τι όταν υπάρχει λόγος να υπάρχει σε αυτή τη ζωή, όταν λέει κάτι. Δεν χρησιμοποιώ καμία τεχνική, απλώς έναν πόθο μου και μια ορμή για αυτό. Μου αρέσουν μερικά πράγματα που δεν τα ξέρω, το τι κάνεις σε αυτές τις άγνωστες περιοχές,  κι είχα κι έναν απόλυτο φόβο απέναντί τους. Ένα έργο στο οποίο δεν έχεις ένα σημείο να σταθείς, δεν έχει αρχή,  μέση, τέλος, δεν έχει χαρακτήρες κανονικούς που εξελίσσονται. Ίσα- ίσα, αυτά που συμβαίνουν μέσα του μπορείς να τα πεις και αντιθεατρικά. Παρ’ όλ’ αυτά, τι πιο ωραίος τόπος δημιουργίας από κάτι τέτοιο! 
 
 
 
Από την αρχή
 
Βρίσκω εξαιρετικούς τους συσχετισμούς που μπορεί να κάνει κανείς με ένα έργο στα όρια του Μεσαίωνα και το σήμερα: Για παράδειγμα, οι ήρωες του «Βοκάκιου» εγκαταλείπουν την πόλη τους για να γλιτώσουν από την πανούκλα. Ήταν αυτό για σας  ένα ερέθισμα;
 
Φυσικά και ήταν. Η ιστορία είναι η εξής: Έχει ξεσπάσει η μεγάλη πανούκλα στη Φλωρεντία και μετά... μετά μια παρέα ανθρώπων πάνε στην εξοχή για να περάσουν καλά. Και διηγούνται δέκα ιστορίες επί δέκα μέρες. «Decameron».  Ο Βοκάκιος το έγραψε το 1353. Σε μια σκοτεινή εποχή μεσαιωνική, πριν ακόμη χαράξει η Aναγέννηση, αυτός ο άνθρωπος πήρε τη γλώσσα της περιοχής του κι έγραψε ένα λογοτεχνικό αριστούργημα λέγοντας ανέκδοτα. 
 
Αυτό που κατάλαβα είναι ότι πρόκειται για ένα κείμενο που εξερευνά τον άνθρωπο πριν από την Αναγέννηση. Μου  θύμισε μια αχτίδα φωτός που μπαίνει το πρωί και διαλύει το σκοτάδι. Κι αυτό με ενθουσίασε για το σήμερα, αναζητούσα ένα πρωινό, μια αρχή. Θεωρώ ότι είναι μια εποχή και μια περίοδος να τα ξαναπιάσεις όλα από την αρχή. Τις σκέψεις σου, τις ιδέες σου  το σώμα σου, το πώς ζεις, πώς συμπεριφέρεσαι, πού ζεις, τι διάλεξες, τα πάντα. Όλα έχουν  παλιώσει, έχουν πεθάνει, έχουν περάσει στη νύχτα τους και πρέπει να ταφούν.
 
Δεν έχει αυτό μια οδύνη;
 
Καμιά οδύνη δεν έχει, είναι πάρα πολύ  ωραίο. Το πρόβλημα μας σε αυτή τη χώρα είναι ότι δεν αφήνουμε τίποτα να πεθάνει. Ακόμη και η εκπαίδευσή μας είναι στοιχειωμένη, όχι από γνώση και σοφία αλλά από πληροφορία και από φαντάσματα. Ότι κάτι υπάρχει,  ότι κάτι έγινε εδώ και εμείς είμαστε υπόλογοι σε αυτό. Όλα αυτά που έχουν συμβεί είναι μια αποκαθήλωση της νύχτας που μας κάλυπτε τα τελευταία χρόνια. Και τι φανερώθηκε; Δεν έπεσε μια νύχτα αλλουνού πάνω μας, η νύχτα  ήμασταν εμείς όπως συμπεριφερόμασταν στα πράγματα. Θυμόσαστε που  στα χωριά μας υπήρχε μνημείο για τους πεσόντες υπέρ της πατρίδας; Ε, στα νεότερα χρόνια, θα το αντικαταστήσουν με αυτό για αυτούς που έπεσαν πάνω στην πατρίδα.
 
Το «Δεκαήμερο» θέτει τέτοια ζητήματα στο θεατή; 
 
Κανένα κείμενο δεν ξέρω αν θέτει ζητήματα ή πράγματα. Το χέρι του συγγραφέα και του καλλιτέχνη που το πρωτοδημιούργησε κάτι πήγε να πει για τη στιγμή που το γέννησε. Ο Βοκάκιος μαζί με το φίλο του Πετράρχη είναι τα πρώτα αστέρια της Αναγέννησης, αυτοί οι άνθρωποι ψυχανεμίζονταν αυτό που θα γίνει, αυτό που  θα έρθει. Ο Βοκάκιος γράφει για μια εποχή όπου κανένας δεν ασχολούνταν με τα πολιτικά πράγματα, αλλά με τις αρρώστιες, τους μύθους… Είναι φοβερή η γραφή του ως προς τα ζητήματα της θρησκείας και της εκκλησίας, εξαιρετικά πιο  σύγχρονη από το σήμερα… Και επίσης σ’ ένα σημείο που τον βρίζουν για το τι έγραψε, γράφει: «δεν ήθελα να εμπνευστώ από καμία μούσα, ήθελα να εμπνευστώ από την τάδε γυναίκα». Είναι εξαιρετικά τολμηρός και στην περιγραφή του, στο ήθος του, στα πάντα του. Παλιά στην Ελλάδα  εκδίδαμε το «Δεκαήμερο» ως ερωτικό, πορνογραφικό, γιατί έχει  και μια τέτοια διάσταση. Διάβασα, τελευταία, ότι ο Καζαντζάκης είχε γράψει σενάριο το «Δεκαήμερο» για το σινεμά.
 
 
Συντηρητική Τέχνη
 
Πιστεύετε  ότι η τέχνη σήμερα ακολουθεί αυτή την ανάγκη  αναγέννησης των πραγμάτων; 
 
Όχι. Πιστεύω ότι η τέχνη συχνά είναι εξόχως συντηρητική κι η συμπεριφορά των ανθρώπων της πολλές φορές –εννοώ όχι οι ίδιοι μέσα τους– είναι συντηρητική. Η τέχνη ακολουθεί μόνο κατά περίπτωση, με ανθρώπους που χαράζουν μια καινούρια πορεία μόνοι τους . Όταν μια ολόκληρη χώρα αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να χαράξει νέο μονοπάτι και δεν το αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι της τέχνης, τότε μένουν τελευταίοι. Αν μας έπρεπε σαν άνθρωποι κανονικοί να έχουμε λόγο, θα έπρεπε να δώσουμε μια κλοτσιά και να τα αλλάξουμε όλα. Και δεν δίνουμε τίποτα. Λεγόμαστε και πρωτοπόροι; Το αντίθετο είμαστε. Η τέχνη σαν σύνολο, σαν διάθεση, σαν θεσμοί, πολλές φορές παραμένει πολύ πίσω σε μια εποχή που όλα πρέπει να πάνε ταχύτατα μπροστά. 
 
Πού το αποδίδετε αυτό; Στον σφιχτό εναγκαλισμό της με το κράτος; 
 
Στη  συνήθεια και στο ότι ποτέ οι άνθρωποι της δεν έβαλαν στο λεξιλόγιό τους την εξέλιξη και την αλλαγή. Θεωρούν τα πράγματα λίγο-πολύ σαν τη θεατρική εκπαίδευση παλαιότερα, δεδομένα. Σου μαθαίνανε τι έκαναν κάποιοι άλλοι, όχι τι μπορείς να κάνεις εσύ. Πώς ήταν ο κόσμος και όχι πώς είσαι εσύ ή πώς είναι τώρα ο κόσμος. Πάντοτε είχαμε ένα δεκανίκι «να κάνω σαν τον άλλο». Κι απ’ την άλλη, ο Τσαρούχης πάντα έλεγε: «να ψάξεις αυτό το άμοιαστο που έχεις μέσα σου». Το θέατρο και όλα αυτά έπασχαν από τη θεωρία της μη εξέλιξης. Για πολλές δεκαετίες, γινόταν ένα χειροκροτημένο λείψανο. Τίποτα ζωντανό δεν συνέβαινε εκεί. Και δεν συμβαίνει. Κι αν ακούσεις θεατές πολλές φορές, άσχετα αν χειροκροτούν ή άν γεμίζουν το θέατρο, αισθάνονται αφάνταστα λυπημένοι και μόνοι, γιατί δεν βρίσκουν κάποιον να τους μιλάει, δεν ταράσσεται η ψυχή τους. 
Αρεσκόμαστε στην Ελλαδα να βλέπουμε μουσειακά κάτι, και ειδικά τον πολιτισμό μας. Όχι σαν κάτι ζωντανό. Ξέρουμε όλοι την προτομή του Σωκράτη, αλλά τίποτα απ’ ό,τι είπε. 
 
Θέλω να μου πείτε εάν –κι εννοώ έξω από το θέατρο– βρίσκετε λόγους να αισιοδοξείτε.
 
 Ο μόνος λόγος που βρίσκω να αισιοδοξώ είναι όταν λυπάμαι πάρα πολύ μέσα μου και το παίρνω απόφαση. 
 
Τι,  ότι «το τέλος μου είναι η αρχή μου;» 
 
Ότι υπάρχει ζωή μετά θάνατον, ότι κάτι, ναι, πρέπει ν αλλάξει! Αυτός ο φυσικός νόμος είναι σαν τον καιρό τριγύρω μας, συμβαίνει ανεξαρτήτως από μας. Ήδη αλλάζουμε. Απλώς, δεν το καταλαβαίνουμε. Ήδη είναι τελειωμένα τα πράγματα. Υπάρχει ένα τέλος. Όπως στο «Δεκαήμερο». Φεύγουν οι άνθρωποι για να επιβιώσουν και μετά δεν μένουν καθόλου στην πανούκλα. Μετά κάνουν σαν να χουν πάει στο χωριό τους και λένε ανέκδοτα. Το κείμενο είναι πάνω στη χαρά της ζωής. Από εκεί ξεκινάνε όλα τα πράγματα. 
 
ΥΓ. Την ώρα που ο Στράτος φωτογράφιζε τον Νίκο Καραθάνο στην ταράτσα,  η Ομόνοια έλαμπε αντανακλώντας τις τελευταίες αχτίδες του ήλιου.  Εκεί έξω ανέμεναν η Νύχτα και η Πόλη. 
 
 
 
 
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ