Shedia

EN GR

01/11/2014

Όταν η Wikileaks συνάντησε τη Google*

Συνέντευξη του Τζούλιαν Ασάνζ
στον Kevin Gopal
 
Ο ιδρυτής της Wikileaks έχει πειστεί ότι η δηµοφιλής µηχανή αναζήτησης αποτελεί προέκταση των αµερικανικών µυστικών υπηρεσιών.
 
O Τζούλιαν Ασάνζ (Julian Assange), ο ιδρυτής της ιστοσελίδας Wikileaks, έγινε παγκοσµίως γνωστός όταν το 2010 έδωσε στη δηµοσιότητα απόρρητα στρατιωτικά έγγραφα των αµερικανικών υπηρεσιών. Το υλικό είχε διαρρεύσει προς το Wikileaks η αµερικανίδα στρατιώτης Τσέλσι Μάνινγκ (Chelsea Man-ning). Η Μάνινγκ συνελήφθη –αντιµετωπίζοντας συνολικά 22 κατηγορίες, µεταξύ αυτών και εκείνη της κατασκοπείας– και στη συνέχεια καταδικάστηκε (τον Αύγουστο του 2013) σε 35ετή φυλάκιση. Ένα χρόνο και δύο µέρες νωρίτερα (στις 18 Αυγούστου του 2012), ο Ασάνζ περνούσε το κατώφλι της πρεσβείας του Εκουαδόρ στο Λονδίνο, έχοντας ήδη ζητήσει πολιτικό άσυλο από τη χώ-ρα της Λατινικής Αµερικής. Ο αυστραλός στην καταγωγή Ασάνζ είχε ήδη ξεκινήσει τον µεγάλο αγώνα ενάντια στην έκδοσή του στη Σουηδία, όπου καταζητείτο, ύστερα από καταγγελίες για αδικήµατα σεξουαλικής φύσης. Ο Ασάνζ δεν έχει πάψει στιγµή να αρνείται κατηγορηµατικά αυτές τις κατηγορίες. Ο µεγάλος του φόβος είναι η έκδοσή του στις ΗΠΑ, όπου αντιµετωπίζει κατηγορίες για κατασκοπεία, αδίκηµα το οποίο επισείει ακόµα και την ποινή του θανάτου. Μιλά στον Κέβιν Γκόπαλ από το βρετανικό περιοδικό δρόµου «The Big Issue in the North» για το καινούριο του βιβλίο «Όταν η Google συνάντησε τη Wikileaks», που κυκλοφόρησε στα τέλη Σεπτεµβρίου στη Μεγάλη Βρετανία. 
 
Αν µπει κάποιος στη διαδικασία να σκεφτεί έναν αφάνταστα ισχυρό κολοσσό που έχει στενές σχέσεις µε την κυβέρνηση και τις µυστικές υπηρεσίες πληροφοριών –µετά από όσα έγιναν µε το σκάνδαλο των υποκλοπών– ο πρώτος που θα του έρθει στο µυαλό είναι η αυτοκρατορία του Ρούπερτ Μέρντοχ. Ο Τζούλιαν Ασάνζ, όµως, θέλει να σκεφτούµε τη Google.
 
Η αυτοκρατορία του Μέρντοχ χρησιµοποίησε την τεχνολογία για να κατασκοπεύσει ανθρώπους και ανέπτυξε ιδιαίτερα επωφελείς σχέσεις µε τα υψηλά κλιµάκια της κυβέρνησης, ενώ ο αποπεµφθείς πρώην εκδότης της εφηµερίδας «News of the World» κατέληξε και να γίνεται σύµβουλος του Ντέιβιντ Κάµερον.
 
Σύµφωνα µε τον ιδρυτή της Wikleaks, η Google είναι πολύ χειρότερη.
 
«Υπάρχουν ορισµένες οµοιότητες µε την υπόθεση των υποκλοπών, αλλά η περίπτωση της Google είναι πολύ πιο σοβαρή», λέει ο Ασάνζ µέσα από µια κακή τηλεφωνική σύνδεση µε την πρεσβεία του Εκουαδόρ, που τα τελευταία δύο χρόνια έχει γίνει ο τόπος διαµονής του.
«Η Google συλλέγει τα στοιχεία από όλο τον κόσµο, χρησιµοποιώντας τις υπηρεσίες της ως δόλωµα, αποθηκεύοντας, ταξινοµώντας και πουλώντας τα, όπως κάνει και η αµερικανική Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας (NSA). Η αυτοκρατορία Μέρντοχ υπέκλεψε τις συνοµιλίες µόνο 5.000 ανθρώπων πριν από µερικά χρόνια».
 
«Η αυτοκρατορία Μέρντοχ διατηρούσε στενές σχέσεις µε ανθρώπους σε υψηλές θέσεις της κυβέρνησης και µε χαµηλόβαθµους αστυνοµικούς, αλλά ποτέ δεν υπήρξε ολοκληρωτική διασύνδεση, αντίθετα µε τη Google και την Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας, όπου η εταιρεία θεωρείται κανονικά µέρος της βάσης της αµυντικής βιοµηχανίας – µια µεγάλη εταιρεία µε απόρρητες υπηρεσίες ζωτικής σηµασίας, όπως δείχνουν συµβόλαια από το 2002».
 
 
Η συνάντηση στο Νόρφολκ
 
Ο Ασάνζ έβαλε στο στόχαστρό του τη Google µετά από µια συνάντηση, το 2011, µε το διευθύνοντα σύµβουλό της Έρικ Σµιτ (Eric Schmidt) και το διευθυντή του τµήµατος της Google Ideas Τζάρεντ Κοέν (Jared Cohen), ο οποίος είχε ενταχθεί στην εταιρεία προερχόµενος από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ.
 
Οι δυο τους ήθελαν να πάρουν συνέντευξη από τον Ασάνζ, µε αφορµή ένα βιβλίο που έγραφαν εκείνη την εποχή σχετικά µε την παγκόσµια τεχνολογία και την πολιτική δύναµη και στο οποίο είχαν δώσει προσωρινό τίτλο «Η αυτοκρατορία του µυαλού». Συναντήθηκαν στο Νόρφολκ της Αγγλίας, όπου ο Ασάνζ ζούσε σε κατ' οίκον περιορισµό, καθώς έδινε τη νοµική µάχη ενάντια στο ένταλµα έκδοσής του στη Σουηδία για υποτιθέµενα σεξουαλικά αδικήµατα.
 
Το βιβλίο της Google εκδόθηκε δύο χρόνια αργότερα µε τον τίτλο «The New Digital Age: Reshaping the Future of People, Na-tions and Business» (Η νέα ψηφιακή εποχή: Επανασχεδιάζοντας το µέλλον ανθρώπων, εθνών και εταιρειών) και έτυχε ευρείας αποδοχής από άτοµα όπως ο Τόνι Μπλερ και ο Χένρι Κίσινγκερ. Ο Ασάνζ, πάντως, είχε διαφορετική γνώµη.
 
Εκείνη την εποχή, ο Ασάνζ είχε ήδη συµπληρώσει ένα χρόνο ζωής εντός των τειχών της πρεσβείας του Εκουαδόρ στο Λονδίνο, έχοντας χάσει την έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωµένου Βασιλείου κατά της έκδοσής του – µια απόφαση που προκάλεσε την οργή των υποστηρικτών του, οι οποίοι είχαν καταθέσει την υπέρ του αίτηση.
 
Διανύοντας πλέον τον τρίτο χρόνο της διαµονής του στην πρεσβεία, ο ιδρυτής της Wikileaks υποστηρίζει ότι το βιβλίο της Google ήταν ένα µέσο για την εδραίωση της επιρροής που έχει ο εν λόγω τεχνολογικός κολοσσός εντός της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
«Η Google είδε τον εαυτό της ως τον γεωπολιτικό οραµατιστή της Ουάσινγκτον, ακολουθώντας τα ίχνη του πλανήτη, µέσα από τη συλλογή στοιχείων δισεκατοµµυρίων ατόµων που χρησιµοποιούν το Gmail, των διαφηµίσεων και την πλοήγηση των χρηστών στις µηχανές αναζήτησης. Θα µπορούσε να
πει κανείς ότι η Google απαντούσε στηνερώτηση ποια θα είναι η επόµενη κίνηση των ΗΠΑ. 
 
 
Θέση στον Λευκό Οίκο
 
Η Google επιδιώκει να βρίσκεται κοντά στην ηγεσία και στις παραδοσιακές δυνάµεις που κατοικοεδρεύουν εντός του Υπουργείου Εξωτερικών και των µυστικών υπηρεσιών. 
 
Η Google θέλει να έχει τη δική της θέση στην Αίθουσα Διαχείρισης του Λευκού Οίκου (White House Situation Room, µια αίθουσα συσκέψεων και διαχείρισης πληρο-φοριών στη δυτική πτέρυγα του Λευκού Οίκου. Την ευθύνη για την αίθουσα έχει η Υπηρεσία Ασφαλείας για λογαριασµό του προέδρου και των συµβούλων του για την παρακολούθηση και αντιµετώπιση κρίσεων εντός και εκτός συνόρων) γιατί πιστεύει –και δικαίως– ότι κυβερνά τις ΗΠΑ».
 
Και όχι µόνο αυτό. Όπως ισχυρίζεται ο Ασάνζ, στο βιβλίο της Google τα λόγια του έχουν παραποιηθεί. Οι Σµιτ και Κοέν καταλήγουν στο συµπέρασµα ότι θα ήταν «ατυχές» εάν εταιρείες όπως η Wikileaks έκαναν κατάχρηση των ανοιχτών και ελεύθερων δυνατοτήτων που παρέχει το διαδίκτυο. 
Οι αµερικανικές αρχές λέγεται ότι σκοπεύουν να απαγγείλουν κατηγορίες για κατασκοπεία εναντίον του Ασάνζ, εξαιτίας των αποκαλύψεων της Wikileaks για τη δράση των αµερικανικών δυνάµεων στο Ιράκ και το Αφγανιστάν και τη δηµοσίευση περισσότερων από 250.000 αµερικανικών διπλωµατικών εγγράφων.
 
 
Ένα και τρία µέρη…
 
Εµφανώς θορυβηµένος από τις κατηγορίες, ο Ασάνζ έγραψε, µε τη σειρά του, δικό του βιβλίο. Το «Όταν η Google συνάντησε τη Wikileaks («When Google Met Wikileaks») αποτελεί, στην ουσία, τα πρακτικά από τη συνάντηση του Ασάνζ το 2011 µε τον Σµιτ, τον Κοέν και ένα συνέταιρο του Κοέν –από ένα think tank που διατηρεί στενές σχέσεις µε το αµερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών–και ένα ακόµη άτοµο που στη συνέχεια έγινε ο εκδότης του βιβλίου της Google, και ο οποίος επίσης έγινε σύµβουλος του αµερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών. Τα έξτρα σκληρά, δηκτικά σχόλια του Ασάνζ προσδίδουν στο βιβλίο ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον.
 
Η οµάδα που συνάντησε ήταν «ένα µέρος Google και τρία µέρη αµερικανική εξωτε-ρική πολιτική». Ο Κοέν, που είχε συνδέσµους στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης, περιγράφεται από τον Ασάνζ ως «διευθυντής της αλλαγής καθεστώτων» και «κυριευµένος από την ακατάπαυστη ευθυµία που χαρακτηρίζει τους επαγγελµατίες πολύξερους και τους υπότροφους της Οξφόρδης». 
 
O Σµιτ βρίσκεται ήδη σταθερά στο σταυροδρόµι εκείνο όπου «συναντώνται οι κεντρώες, φιλελεύθερες και ιµπεριαλιστικές τάσεις».
 
Ο Ασάνζ τούς βρήκε αρκετά συµπαθητικούς σαν άτοµα και υπήρξαν ανάλαφρες, χιουµοριστικές στιγµές, όπως όταν διόρθωσε τον Κοέν σχετικά µε το όνοµα του λογισµικού κρυπτογράφησης Τορ («Tor»), το οποίο ο Κοέν ονόµαζε Θορ («Thor»). «Όπως και τον Odin», προσθέτει ο Ασάνζ. Επισηµαίνει, ωστόσο, ότι «κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί ότι η Google έχει µεγαλώσει σε δύναµη και ασυδοσία. Είναι όµως γεγονός».
 
Όπως επισηµαίνει στο «The Big Issue in the North», «δεν είναι ότι ο Σµιτ και τα υπόλοιπα στελέχη της Google είναι σατανικοί άνθρωποι – θα ήταν πολύ πιο απλά τα πράγµατα αν ήταν σαν τον Ντικ Τσέινι. Αποτελούν, όµως, µέρος ενός ξεχωριστά αµερικανικού κεντρώου νεοφιλελεύθερου επαρχιωτισµού, που δεν λαµβάνει καθόλου υπόψη του τον υπόλοιπο κόσµο αν εκείνος δεν συµµερίζεται τη θεωρία τους περί του αµερικανικού εξαιρετισµού».
 
Βέβαια, ο ίδιος έχει έρθει σε ρήξη και µε άλλους, και κυρίως µε τους αλλοτινούς συνεργάτες του στα ΜΜΕ, οι οποίοι εξοργίστηκαν όταν ο Ασάνζ αποφάσισε να δηµοσιοποιήσει αυτούσια την κρυφή µνήµη (cache) µε τα απόρρητα διπλωµατικά τηλεγραφήµατα, και τα οποία προσπαθούσαν να επεξεργαστούν οι ίδιοι, έτσι ώστε να προστατευτούν οι άνθρωποι τα ονόµατα των οποίων αναφέρονται σε αυτά. 
 
Το 2011, πέντε εταιρείες ΜΜΕ που συνεργάζονταν µε τη Wikileaks στη δηµοσίευση των επεξεργασµένων εγγράφων – η «Guardian», η «New York Times», η «El  Pais», η «Der Spiegel» και η «Le Monde»– έκαναν κοινή δήλωση λέγοντας: «Αποδοκιµάζουµε την απόφαση της Wikileaks να δηµοσιεύσει τα ανεπεξέργαστα διπλωµατικά σηµειώµατα του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, καθώς θέτουν σε κίνδυνο τις πηγές».
 
 
Προσαρµογή φιλοσοφίας
 
Σε κείµενό του εκείνη την εποχή, ο Τζέιµς Μπολ (James Ball), πρώην στέλεχος της Wikileaks που στη συνέχεια πήγε στη «Guardian», σηµείωσε πως τα ανεπεξέργαστα διπλωµατικά απόρρητα έγγραφα περιείχαν λεπτοµέρειες για ακτιβιστές, στελέχη της αντιπολίτευσης και µπλόγκερς αυταρχικών καθεστώτων και «άλλα άτοµα τα οποία, ορµούµενα από τη συνείδησή τους, προσπαθούν να συνοµιλήσουν µε την αµερικανική κυβέρνηση. 
 
Δεν θα έπρεπε ποτέ να έχουν βρεθεί σε θέση να φοβούνται ότι θα εκτεθούν από έναν αυτοαποκαλούµενο οργανισµό ανθρωπίνων δικαιωµάτων».
 
Πάντως, σε σχέση µε εκείνη την εποχή, ο Ασάνζ σηµειώνει ότι έχει αλλάξει τις σκληροπυρηνικές του απόψεις σε σχέση µε τη µη επεξεργασία απόρρητων εγγράφων.
 
«Η άποψή µου έχει αλλάξει µε τον καιρό και έχει µπει ελπίζω σε ένα νέο πλαίσιο αρχών», χωρίς να παραλείψει να προσθέσει ότι «η επεξεργασία απόρρητων εγγράφων πρέπει να γίνεται µόνο σε περίπτωση που υπάρχει αξιόπιστη πιθανότητα παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωµάτων (του πληροφοριοδότη) – και αυτό δεν συµβαίνει σχεδόν ποτέ. Συµβαίνει σε ορισµένες περιπτώσεις, και τότε η επεξεργασία πρέπει να γίνεται για µικρό χρονικό διάστηµα και πρέπει να εξηγείται».
 
Παραµένει, ωστόσο, ενάντιος στη λογοκρισία, κατηγορώντας τους αλλοτινούς συµµάχους του ότι αλλοίωσαν απόρρητα έγγραφα για «πολιτικούς λόγους» και ισχυρίζεται για τη Wikileaks ότι «οι υποστηρικτές µας µάς εµπιστεύονται ως προς το ότι δεν θα κρύβαµε τίποτα άλλο εκτός από εκείνα (τα στοιχεία) που είναι απολύτως απαραίτητο να κρύψουµε – και αυτό για περιορισµένο χρονικό διάστηµα, και αφού έχουµε εξηγήσει επαρκώς γιατί το κάνουµε». 
 
Πιο πρόσφατα, ο πρώην δεύτερος τη τάξει επικεφαλής της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφαλείας Κρις Ίνγκλις (Chris Inglis) κατηγόρησε τον Έντουαρντ Σνόουντεν (Edward Snowden) ότι µε τις αποκαλύψεις του περί του εκτενούς δικτύου κατασκοπείας βοήθησε οµάδες εξτρεµιστών. Ο Ίνγκλις δήλωσε στην αµερικανική εφηµερίδα «Washington Times» πως είναι ξεκάθαρο ότι η τροµοκρατική οργάνωση Ισλαµικό Κράτος εκµεταλλεύτηκε τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν για να µην εντοπιστεί από τις αµερικανικές µυστικές υπηρεσίες.
 
«Η κατηγορία είναι παράλογη», λέει ο Ασάνζ, που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι το Ισλαµικό Κράτος επωφελήθηκε από τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν. 
 
Μπορεί να έχει πλέον τις αµφιβολίες του σε σχέση µε τη στάση που κράτησε στο ζήτηµα της (µη) επεξεργασίας απόρρητων εγγράφων, παραµένει, όµως, δριµύς στην κριτική του απέναντι στην αµερικανική εξωτερική πολιτική. 
 
Η οργάνωση Ισλαµικό Κράτος γεννήθηκε από την Αλ Κάιντα στο Ιράκ, κάτι που έγινε εξαιτίας της «αµερικανικής εισβολής στο Ιράκ κάτω από ψεύτικες αιτιάσεις», δίνοντάς της καταφύγιο και όπλα, µερικά από τα οποία παραδόθηκαν έµµεσα από τις ΗΠΑ. Ως αποτέλεσµα µιας σειράς «αξιοθρήνητων αποφάσεων για γεωπολιτικές παρεµβάσεις» των ΗΠΑ, όχι µόνο ισχυροποιήθηκε το Ισλαµικό Κράτος αλλά και η Λιβύη είναι ένα αποτυχηµένο κράτος, ενώ το Ιράκ ένα ηµιαποτυχηµένο κράτος».
 
 
«Θα είµαι νικητής»
 
Στον Ασάνζ δεν έχουν απαγγελθεί κατηγορίες στη Σουηδία για το γνωστό θέµα των καταγγελιών περί σεξουαλικών αδικηµάτων. Σύµφωνα µε το σουηδικό νοµικό σύστηµα, το ένταλµα σύλληψης αφορά τις προκαταρκτικές έρευνες. Οι Σουηδοί –και πολλοί άλλοι– επιµένουν ότι πρέπει να ταξιδέψει στη Στοκχόλµη, ώστε να διευκολύνει την πορεία των ερευνών. Ο Ασάνζ και το νοµικό του επιτελείο έχουν δηλώσει ότι είναι πρόθυµοι να συναντηθούν µε τους εκπροσώπους των σουηδικών αρχών εντός της πρεσβείας, αλλά δεν πρόκειται να βγει έξω από αυτή, επειδή η βρετανική αστυνοµία –η οποία φρουρεί όλο το συγκρότηµα της πρεσβείας– θα προβεί αµέσως στη σύλληψή του. 
 
Αυτό, σύµφωνα µε τον Ασάνζ, θα µπορούσε να θέσει σε λειτουργία µια σειρά από εξελίξεις, µε τις ΗΠΑ να προχωρούν στην απαγγελία κατηγοριών για κατασκοπεία εναντίον του και να ζητούν από τη Σουηδία την έκδοσή του για να τον δικάσουν. Σε περίπτωση που κριθεί ένοχος, θα βρισκόταν αντιµέτωπος µε την ποινή του θανάτου. 
 
Ο Ασάνζ παραµένει αισιόδοξος. Έχει ασκήσει έφεση κατά του σουηδικού εντάλµατος σύλληψης και, όπως ισχυρίζεται, «ο νόµος είναι σαφής: αν το δικαστήριο ακολουθήσει το γράµµα του νόµου, το ένταλµα θα ακυρωθεί». Ο σχηµατισµός της νέας κεντροαριστερής κυβέρνησης στη Στοκχόλµη ίσως δηµιουργήσει νέα δεδοµένα στην υπόθεση. Είναι αµφίβολο αν θα εξέδιδαν ποτέ έναν άνθρωπο σε µια χώρα όπου η ποινή του θανάτου ισχύει ακόµα.
Ο Ασάνζ βρίσκει ελπίδα και µέσα από τις προτεινόµενες αλλαγές στον βρετανικό νόµο περί έκδοσης (ατόµων που καταζητούνται ως ύποπτοι για την τέλεση αδικηµάτων σε άλλη χώρα), αλλά και από «τη σηµαντική παραδοχή των Συντηρητικών του βρετανικού κοινοβουλίου ότι η έκδοση καταζητούµενου χωρίς να έχει προηγηθεί σύλληψη θα ήταν θεµελιωδώς άδικη».
 
Εκπρόσωπος του βρετανικού Υπουργείου Εσωτερικών έχει δηλώσει ότι οι οποιεσδήποτε αλλαγές στο νόµο δεν θα έχουν ανα-δροµική ισχύ και, κατά συνέπεια, δεν πρόκειται να επηρεάσουν την υπόθεση του Ασάνζ. Ο ίδιος δεν έχει καµία αµφιβολία σχετικά µε την παραµονή του στην πρεσβεία.
«Είναι ξεκάθαρο ότι θα είµαι νικητής σε αυτό το διπλωµατικό αδιέξοδο. Είναι αναπόφευκτο, απλά είναι θέµα χρόνου».            
 
*Το βιβλίο «Όταν η Google συνάντησε τη Wikileaks» του Τζούλιαν Ασάνζ έχει εκδοθεί
από τον εκδοτικό οίκο «OR Books» (www.or books.com).
** Προσαρµογή στην ελληνική γλώσσα: Μάριος Φρατζέσκος.