Shedia

EN GR

01/12/2014

Επείγοντα περιστατικά

Το πέταγµα του γλάρου
 
Η αγάπη και οι προσδοκίες των άλλων δεν θα µας δώσουν πάντα φτερά. Πολλές φορές, µπορεί και να µας τα τσακίσουν.
 
του Γιώργου Μπαζίνα
 
Τον Βλαδίµηρο τον γνώρισα ως µελαγχολικό πιτσιρικά που στεκόταν στο απέναντι µπαλκόνι, κολληµένος στο τζάµι της πόρτας να κοιτάζει ανέκφραστα το δρόµο. Εγώ ήµουν ο αστείος γείτονας που του ‘κανε γκριµάτσες και αστείες χειρονοµίες για να τον κάνει να σκάσει ένα χαµόγελο. Πιθανότατα να ήµουν ο γελοίος γείτονας που φερόταν παράταιρα για την ηλικία του, και άνευ λόγου.
 
Ο Βλαδίµηρος ένιωσε να επωµίζεται το αβάσταχτο βάρος των προσδοκιών της οικογένειάς του όταν έφτασε στα δεκαπέντε του. Ήταν η ατυχής συνέπεια του να είναι καλός µαθητής, ένα παιδί που αγαπούσε το διάβασµα κι έβλεπε τηλεόραση περιστασιακά και λίγο. Κατά περίεργο και ασυνήθη τρόπο, δεν είχε καν προφίλ στο facebook και δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να σαχλαµαρίσει ηλεκτρονικά. 
 
Η προοπτική ότι «τα ‘παιρνε τα γράµµατα» τον κατέστησε στόχο όλων των απωθηµένων των γονιών του. Δεν τον αγαπούσαν απλώς, ζούσαν γι’ αυτόν. Η στέρησή τους γινόταν χαρά όταν επρόκειτο να προσφέρουν στο γιο τους. Παρόλο που ο Βλαδίµηρος ήταν εξαιρετικά ολιγαρκής.
 
Το αετόπουλο
 
«Πουλάκι µου!» έλεγε η µαµά του. «Το ξέρω, το νιώθω, θα γίνεις σπουδαίος! Είσαι το αετόπουλό µου που θα πετάξει ψηλά, κι εγώ θα το καµαρώνω και θα φωνάζω: “Αυτός είναι ο γιος µου! Αυτός είναι ο γιος µου!”».
Συνήθως, την έπαιρναν τα ζουµιά µετά από µια τέτοια φράση, και τότε, χωρίς λόγια, µπορούσες ν’ ακούσεις να εξιστορεί την πίκρα της για µια ζωή που δεν της άφησε παρά ελάχιστες ικανοποιήσεις, για το καθηµερινό άγχος των µετρηµένων χρηµάτων, το κυνήγι των εκπτωτικών προσφορών, το χαύνωµα του µυαλού της µπροστά στη µικρή οθόνη, την έλλειψη ελπίδας και προοπτικής για µια καλύτερη ζωή, τη µίζερη σχέση µε τον άντρα της.
 
Ο µπαµπάς τον κοίταζε µε µάτια γεµάτα καµάρι.
 
«Γιε µου!» έλεγε. «Βάλ’ το καλά στο µυαλό σου. Είσαι ο αετός που εγώ δεν µπόρεσα να γίνω! Εσύ θα τα καταφέρεις! Είσαι αγωνιστής. Είσαι παλικάρι. Μην αφήσεις ποτέ κανέναν να σε πατήσει. Πάτησέ τον εσύ. Μη σου πάρει ποτέ κανείς το κουτάλι και φάει τη σούπα σου. Κοπάνισέ τον µέχρι να µατώσει!»
 
Ο µπαµπάς ήταν λιγάκι σκληρός, είχε άσχηµα βιώµατα και είχε ασπαστεί τη δηµοφιλή άποψη «φα ’τους για να µη σε φάνε».
 
Αυτές οι προσδοκίες επηρέασαν πολύ τον Βλαδίµηρο. Τον προσανατόλισαν σ’ ένα στόχο. Έπρεπε να γίνει ένας περήφανος αετός, καµάρι των γονιών του. Και τον έπιανε ένας κόµπος όταν άκουγε τον πατέρα του, σαν έπινε κάνα ποτήρι κρασί παραπάνω, να θρηνεί τραγουδιστά: «Σαν τον αετό είχα φτερά ωωω και πέταγα και πέταγα πολύ ψηλά…».
 
Και ειδικά στο σηµείο που σπάραζε ο πατέρας του: «Είµ’ αετός χωρίς φτερά…».
 
Βέβαια, το πρόβληµα του µπαµπά ήταν περισσότερο η κήλη που είχε και του είχε κάνει τη ζωή ακόµη πιο δύσκολη απ’ όσο δικαιούταν, καθώς υπέφερε κάθε φορά που έπρεπε να κουβαλήσει βάρος. Το κακό ήταν ότι αυτή ήταν η δουλειά του. Ήταν οδηγός σε εταιρεία που έκανε διανοµή προϊόντων.
 
Φτερά και πούπουλα
 
Το άγχος αυτό, ωστόσο, το φορτώθηκε αθέλητα και ο Βλαδίµηρος. Καταλάβαινε ότι το µεροκάµατο του πατέρα του κινδύνευε να εκλείψει. Η προοπτική της ανεργίας απέλπιζε τον ίδιο όσο και τους γονείς του. Δεν υπήρχε εναλλακτική λύση, κι η απόφασή του ατσαλώθηκε: Θα γινόταν αετός, θα αρίστευε, θα ‘µπαινε στο Πολυτεχνείο, θα γινόταν ο γιος που θα καµάρωναν όλοι.
 
Στο πέρασµα του χρόνου, αυτή η ιστορία µε την αετοσύνη φάνηκε σαν να ξέφευγε λιγουλάκι. Ξαφνικά, ο Βλαδίµηρος απέκτησε µια περίεργη φαγούρα στο δέρµα του. Νόµιζε ότι έβγαζε πούπουλα. Φυσικά, το ‘ξερε πως ήταν γελοίο. Δεν µπορούσε να βγάλει φτερά. Αλλά, ωστόσο, του ‘γινε µια παράξενη συνήθεια να ελέγχει πού και πού το δέρµα του.
 
Και η µαµά που ερχόταν κάθε τόσο στο δωµάτιό του και ρωτούσε πώς πάµε, εκείνος άρχισε να νοµίζει πως η ερώτηση αναφερόταν στο αν είχε βγάλει φτερά.
 
«Τίποτ’ ακόµα!» απάντησε µια φορά ασυναίσθητα.
 
Οι ερωτήσεις του µπαµπά ήταν σιωπηλές. Τον κοίταζε µε έντονο ερωτηµατικό βλέµµα, κι οι απαντήσεις ήταν εξίσου σιωπηλές και υπονοούσαν όλα καλά.
 
Το τελευταίο εξάµηνο που οι δροµείς µπήκαν στην τελική ευθεία, τα βλέµµατα, οι ερωτήσεις και η αγωνία άρχισαν να γίνονται πιεστικά σε αγχωτικό βαθµό, κι ο Βλαδίµηρος άρχισε να στερείται ώρες ύπνου, αφιερώνοντάς τες στο διάβασµα. Μόνο που στιγµές-στιγµές έχανε τη λογική συνέχεια, τα γράµµατα άρχισαν να στροβιλίζονται κι οι λέξεις έχαναν το νόηµά τους. 
 
Μια µέρα, µια εξίσωση δευτέρου βαθµού τον ρώτησε: «Χορεύουµε;».
 
Δεν ήταν τόσο παράξενο όσο ακούγεται. Το παράξενο ήταν ότι της απάντησε: «Ευχαρίστως», παρόλο που ώς τότε δεν είχε χορέψει ποτέ στη ζωή του. Και, ξαφνικά, διαπίστωσε ότι είχαν αρχίσει να φυτρώνουν πούπουλα στα χέρια του. Αυτό τον τρόµαξε και τον ευχαρίστησε µαζί. Επιτέλους, γινόταν ο αετός που όλοι ονειρεύονταν.
 
Βέβαια, αµέσως µετά διαπίστωσε ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια και το πιθανότερο ήταν ότι αποκοιµήθηκε για λίγο πάνω στο βιβλίο της Άλγεβρας. Ωστόσο, ήταν µια πολύ έντονη εικόνα που χαράχτηκε µε υψηλή ευκρίνεια στο µυαλό του. 
 
Έχοντας διαβάσει το «Γλάρος Ιωνάθαν» παλιότερα, άρχισε ν’ ανακαλεί στη µνήµη του αποσπάσµατα από το βιβλίο. Ανατρίχιαζε από ευχαρίστηση καθώς ο Ιωνάθαν «ανέβαινε χίλια πόδια ψηλά. Πετούσε µ’ όλη του τη δύναµη πρώτα µπροστά κι ύστερα, µονοµιάς, φτερουγίζοντας, άρχιζε την κάθετη βουτιά. Τότε, κάθε φορά, η αριστερή του φτερούγα έχανε τον έλεγχο της δεξιάς φτερούγας, προσπαθώντας να την επαναφέρει, και τιναζόταν σαν φωτιά σ’ ένα τρελό στριφτό κουτρουβάλιασµα προς τα δεξιά…»
 
 
Ο γλάρος και η χωµατέρη
 
Διάβαζε ακούραστα την ύλη των εξετάσεων ώς την τελευταία στιγµή. Αλλά κάτι σαν µια σκέψη-σκουλήκι είχε τρυπώσει στο µυαλό του. Ώς τότε, η βεβαιότητα ήταν συντρόφισσά του. Τώρα, υπήρχε µια αµφιβολία που σερνόταν ύπουλα. Και ο φόβος της αποτυχίας εισχώρησε µε πόνο στα σωθικά του. Ένιωσε να του κόβει την ανάσα. Συνήλθε πριν το αντιληφθούν οι άλλοι. 
 
Την τελευταία πριν από τις εξετάσεις µέρα, η µαµά εξαργύρωνε την έντασή της στην κουζίνα, µαγειρεύοντας σουτζουκάκια, φαγητό για πρωταθλητές, όπως το θεωρούσε η ίδια. Ο µπαµπάς, ξεθεωµένος απ’ τη δουλειά, υπέφερε σιωπηλά κι άδειαζε το µυαλό του χαζεύοντας στη µικρή οθόνη.
 
Κανένας τους δεν διέκρινε τα προειδοποιητικά σηµάδια.
 
Ξυπνώντας το πρωί της πρώτης µέρας των εξετάσεων, ένα απόσπασµα από το «Γλάρος Ιωνάθαν» καρφώθηκε στο µυαλό του:
 
«Καθώς βούλιαξε χαµηλά στο νερό, µια παράξενη κούφια φωνή αντήχησε µέσα του. Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγω. Είµαι γλάρος. Είµαι από τη φύση µου περιορισµένος…».
 
Ο Βλαδίµηρος σηκώθηκε από το κρεβάτι του σαν υπνωτισµένος και η περπατησιά του ήταν παράξενη, σαν να µην είχε τον έλεγχο του κορµιού του. Το µυαλό του είχε πληµµυρίσει από δυσοίωνες σκέψεις, κι η απογοήτευση είχε στήσει πανηγύρι.
 
«Είµαι γλάρος!» ψιθύρισε. «Δεν είµαι αετός!» 
 
Γλάρος, κόλλησε η λέξη στο µυαλό του. 
 
«Είµαι γλάρος! Κι ο τόπος µου είναι η χωµατερή. Ούτε καν η θάλασσα!»
 
Προχώρησε χαµένος σε περίεργες σκέψεις ώς το µπαλκόνι. Τράβηξε µια καρέκλα κοντά στα κάγκελα. Ανέβηκε.
Τα τελευταία λόγια που άκουσε η µάνα του απ’ την κουζίνα ήταν:
«Κοίτα, µαµά, πετάω!».
 
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (Δευτέρα 19 Μαΐου 2014, στις ειδήσεις): «Σοκ στα  Γιαννιτσά προκάλεσε η αυτοκτονία ενός 18χρονου µαθητή λυκείου το πρωί της Τετάρτης, λίγο πριν ξεκινήσουν οι Πανελλαδικές Εξετάσεις. Ο µαθητής έφυγε στις 7 το πρωί από το σπίτι του για να πάει στο σχολείο. Αντί όµως να πάει στο εξεταστικό κέντρο, κατευθύνθηκε σε κοντινή πενταώροφη πολυκατοικία. Ανέβηκε στην ταράτσα και πήδηξε στο κενό».