Shedia

EN GR

01/12/2014

«Δεν ζεις όµορφα µέσα στο µέτριο»

 

Η Ντίνα Κώνστα µιλάει για τη φιλία και τον έρωτα, για την τροµοκρατία της τηλεόρασης, αλλά και για το κοινωνικό ηφαίστειο που σιγοκαίει.
 
Συνέντευξη της Ντίνας Κώνστα
στη Μαρία Μανωλέλη
 
Ένα βροχερό πρωί του Νοέµβρη, βρεθήκαµε µε τη Ντίνα Κώνστα στο σπίτι της, ένα σπίτι γεµάτο βιβλία. Ήπιαµε ελληνικό καφέ και καπνίσαµε όλο το πρωί, κουβεντιάζοντας βυθισµένες σε µια συζήτηση που δεν θύµιζε συνέντευξη. Μιλήσαµε για το ξεκίνηµά της στο θέατρο και τη φιλία της µε τον Παύλο Μάτεσι µέχρι την εξέγερση των φοιτητών στη Νοµική, το Πολυτεχνείο και τα χρόνια της χούντας. Από τις πορείες στη Μεταπολίτευση µέχρι και τις πιο πρόσφατες, του 2011 στο Σύνταγµα.
 
Μια γυναίκα κήπος! Δεν ξέρεις πού µπορεί να σε φτάσει η κάθε ερώτηση και τι µπορεί να σταθεί ως αφορµή για να ανοίξει µια κουβέντα που δεν περίµενες. Δυναµική, καλλιεργηµένη, οξυδερκής. Μιλάει για θέµατα της επικαιρότητας και οι ηλικίες µας εξισώνονται, ίδιον των ανθρώπων που ενηµερώνονται και εξελίσσονται χωρίς να σταµατούν σε µια περίοδο της ζωής τους και ζώντας προσκολληµένοι εκεί.
 
 
Είναι συγκινητικό σε εποχές που το µέλλον µιας γυναίκας ήταν πάνω-κάτω συγκεκριµένο (γάµος, παιδιά) κάποιες γυναίκες ξέφευγαν και ακολουθούσαν σπουδές ή επαγγέλµατα αρκετά επισφαλή και µποέµ. Νιώσατε ότι ξεφύγατε από µια κοινωνική νόρµα ακολουθώντας αυτό το επάγγελµα;
Μπα, εγώ δεν είχα τέτοιους στόχους από µικρή. Έπαιζα µε τα αγόρια, έκανα επίτηδες φασαρία για να µε διώξουν από το υποχρεωτικό –τότε– κατηχητικό. Δεν ήµουν ποτέ υπέρ της «τακτοποίησης», κατά την επικρατούσα αντίληψη για τις γυναίκες. Το έβλεπα σαν φυλακή. Είχα πάντα το ελάττωµα ή προτέρηµα να βαριέµαι εύκολα. Καταπιανόµουν µε πράγµατα όπως µαθήµατα πιάνου, ακορντεόν και µετά άρχιζα να τα βαριέµαι. Αρχικά, ήθελα να γίνω δηµοσιογράφος, κάτι που δεν έγινε εξαιτίας διαφόρων εµποδίων. Έβλεπα θέατρο πολύ συχνά, λάτρεψα τις παραστάσεις του Κουν και του Εθνικού. Έπιασα δουλειά και, αφού µάζεψα κάποια χρήµατα, πήγα στη δραµατική σχολή. Όµως, η δουλειά του ηθοποιού δεν είναι µποέµ. Η ζωή του ίσως να είναι, όχι όµως η δουλειά. Η δουλειά αυτή απαιτεί απόλυτη πειθαρχία. Εγώ στη δουλειά µου είµαι πολύ πειθαρχηµένη, ενώ στη ζωή µου δεν έχω ούτε λίστες ούτε σχέδια.
 
Υπήρχαν και τότε οι δυσκολίες που αντιµετωπίζουν σήµερα οι νεαροί συνάδελφοί σας, που αναγκάζονται να κάνουν παράλληλα και άλλες δουλειές για να αντεπεξέλθουν οικονοµικά;
Και για εµάς ήταν το ίδιο δύσκολα ή ίσως και περισσότερο. Κάποιες φορές όχι απλά δεν βγάζαµε χρήµατα, αλλά βάζαµε και από την τσέπη µας. Αγοράζαµε εµείς τα ρούχα και τα αξεσουάρ της παράστασης, και αν δεν πήγαινε καλά χάναµε και τα χρήµατα που βάλαµε. Επίσης, τα πάντα περνούσαν από λογοκρισία, ακόµα και η αρχαία τραγωδία! Εγώ βρήκα µια δουλειά και, αφού έµεινα ένα χρόνο και έβγαλα κάποια χρήµατα, γράφτηκα στη δραµατική σχολή κρυφά. Στο Εθνικό τότε δεν έµπαινες χωρίς χαρτί κοινωνικών φρονηµάτων, άρα ούτε καν να το σκεφτώ δεν µπορούσα. Δεν είχα, επίσης, καµία γνωριµία στο χώρο του θεάτρου. Ήµουν φίλη µε τον Παύλο Μάτεσι, πηγαίναµε στο «Βυζάντιον» για έναν καφέ και βλέπαµε τους ανθρώπους που θαυµάζαµε. Δεν γνώριζα προσωπικά κανέναν.
 
Μέχρι που ήρθε µία επιτυχία και άλλαξαν τα πράγµατα;
Ναι, µπορεί κάποιος ρόλος ή κάποια θεατρική παράσταση να ήταν µια δυναµική αρχή στην καριέρα κάποιου. Εγώ είχα την τύχη να συνεργαστώ µε τον Μποστ και να ανεβάσουµε τη «Φαύστα», το 1965. Μετά από αυτό, ήρθαν κι άλλοι ρόλοι εύκολα. Το «εύκολα», βέβαια, είναι σχετικό, αν αναλογιστεί κάποιος τι δουλειά υπήρχε πίσω από αυτόν το ρόλο.
 
Στα χρόνια της δικτατορίας πώς ήταν τα πράγµατα;
Τα χρόνια της δικτατορίας ήταν δύσκολα. Καταργήθηκαν όλα τα σωµατεία ηθοποιών και δηµιουργήθηκε ένα νέο από τους «συµπαθούντες». Επειδή, λοιπόν, εµείς δεν θέλαµε να γίνουµε µέλη του σωµατείου, µας έκοψαν την ιατροφαρµακευτική περίθαλψη. Ο νεαρός τότε δικηγόρος Κωνσταντίνος Αλα-
βάνος ανέλαβε την υπόθεσή µας και δικαιωθήκαµε επί χούντας.
 
Ένας επιτυχηµένος ρόλος είναι δεσµευτικός για έναν ηθοποιό; Τον χαρακτηρίζει;
Για τον ηθοποιό είναι πρόκληση να κάνει κάτι τελείως διαφορετικό. Οι σκηνοθέτες, όµως, ίσως να τον ταυτίσουν µε κάτι που έκανε επιτυχώς και να του δίνουν ρόλους κοντά σε αυτό. Οι ταµπέλες µπαίνουν εύκολα, αλλά δεν είναι έλλειψη ευελιξίας του ηθοποιού.
 
 
Ο κόσµος ταυτίζει έναν καλλιτέχνη µε ένα ρόλο;
Βέβαια! Ξέρετε, µε έχουν βρίσει έξω στο δρόµο για ρόλο! 'Επαιζα τότε τη Ζηνοβία στη σειρά «Ο συµβολαιογράφος», και µου επιτέθηκαν εξαιτίας της συµπεριφοράς της γυναίκας αυτής και για το πώς φέρθηκε στον άντρα της! (γέλια)
 
Οι Έλληνες που έχουµε θείους στην Αυστραλία και στην Αστόρια προλάβαµε και γίναµε ρατσιστές;
Δυστυχώς, υπάρχει ρατσισµός. Όταν λέµε ρατσισµός, συνήθως εννοούµε τον ρατσισµό απέναντι στους «ξένους». Όµως, ο ρατσισµός είναι παντού. Απέναντι στις γυναίκες, απέναντι στο διαφορετικό, απέναντι σε αυτόν που είναι από την επαρχία. Δεν ξέρω αν προλάβαµε να γίνουµε ή αν υπήρχε πάντα. Το θέµα του ρατσισµού είναι κάτι που δυσκολεύοµαι να το εξηγήσω, γιατί απλά δεν το καταλαβαίνω. Θυµάµαι που έλεγε ο Τσαρούχης σε µια εκποµπή της Μαρίας Ρεζάν για την εποχή που ήταν στο αλβανικό µέτωπο και επέστρεφαν οι φαντάροι µε τα πόδια στην οπισθοχώρηση µέσα σε κακουχίες, µε κρυοπαγήµατα, βρώµικοι και εξαθλιωµένοι. Χτυπούσαν τις πόρτες σε διάφορα σπίτια ζητώντας λίγη τροφή και έλεγε χαρακτηριστικά πως µόνο κάποιοι πρόσφυγες τους άνοιγαν. 
Οι πρόσφυγες -που ήξεραν γιατί τα είχαν ζήσει- τους έβαλαν να ζεσταθούν, τους έ-βρασαν τα ρούχα για να σκοτώσουν τις ψείρες και αφού τους τάισαν, τους έστρωσαν να κοιµηθούν στα κεντηµένα σεντόνια της προίκας τους. Μου έχουν αποτυπωθεί αυτά τα λόγια, που τόσο µε συγκίνησαν. Σκέφτοµαι πως οι Έλληνες, αν και είναι ένας λαός που γνωρίζει από προσφυγιά, έχει στοιχεία ρατσισµού συχνά. Το θυµάµαι από τα παιδικά µου χρόνια, από αφήγησεις συγγενών πώς «υποδέχτηκαν» τους Έλληνες της Ανατολής, όταν ήρθαν κατεστραµµένοι και µε ανθρώπινες απώλειες. Οι Έλληνες, νοµίζω, όταν βλέπουν ένα κεφάλι να ξεχωρίζει δεν θέλουν να το καµαρώσουν, αλλά να το κόψουν… Δεν µπορώ να το εξηγήσω αυτό, ούτε να το ερµηνεύσω, γιατί είναι έξω από εµένα.
 
Τόσα «κεκτηµένα» έχουν χαθεί τα τελευταία χρόνια. Και όµως, υπάρχει µια απάθεια. Πώς το εξηγείται;
Υπάρχει µία βουβή απελπισία, αλλά τον απελπισµένο πρέπει να τον φοβούνται. Αυτός που δεν έχει να χάσει τίποτα µπορεί να γίνει επικίνδυνος. Στη βουβή απελπισία συντελεί σε µεγάλο βαθµό η τροµοκρατία της τηλεόρασης. 
Κάνουν τον άλλο να πιστέψει ότι είναι καλά σε σχέση µε το τι θα µπορούσε να έχει πάθει. Δεν είναι απάθεια όµως, είναι απελπισία και ξαναλέω πως ο απελπισµένος θα αντιδράσει.
 
Αντίδραση δεν έχουµε δει µέχρι σήµερα;
Τι αντίδραση; Τότε που κάηκε η Αθήνα; Δεν έχετε ακούσει ποτέ για προβοκάτσια;
 
Ο έρωτας; Είναι αρρώστια;
(παύση) Είναι αρρώστια µε πολύ ευτυχισµένες στιγµές. Ο παθιασµένος έρωτας είναι αρρώστια, αλλά όχι και να µην αρρωστήσει κανείς ποτέ του! Μένουν πληγές, είτε πλήγωσες είτε σε πλήγωσαν. Ό,τι κάνεις το πληρώνεις… Αυτά δεν είναι ατιµωρητί..
 
Μετά από τις πληγές, κάποιος κλείνεται και γίνεται πιο επιφυλακτικός ή, έχοντας περάσει και ξεπεράσει µια κατάσταση, πλέον δεν φοβάται το ρίσκο του έρωτα;
Νοµίζω ότι κλείνεται. Εξαρτάται, βέβαια, από το µέγεθος της απώλειας. Στο τρένο του έρωτα ανεβαίνουµε µε τον άλλον άνθρωπο στον ίδιο σταθµό, όµως κατεβαίνουµε σε διαφορετικό. Αν κατέβεις πρώτος, η ενοχή που ακολουθεί είναι κάτι πολύ δύσκολο να πάψει να υπάρχει. Ίσως είναι καλύτερα να πληγωθείς παρά να πληγώσεις.
 
Τι «γεµίζει» την καθηµερινότητά σας;
Κοίτα, είµαι δύσκολος άνθρωπος. Είµαι πολύ παρατηρητική, οι κεραίες µου πιάνουν εύκολα το κάλπικο, και όλα αυτά οδηγούν σε µία αποµόνωση. Εγώ αυτή την αποµόνωση την προτιµώ. Υπάρχουν πράγµατα σηµαντικά στην καθηµερινότητά µου, οι άνθρωποι που έχω διαλέξει να αγαπώ, µια καλή ταινία και τα βιβλία που λατρεύω και τα έχω πάντα για παρέα. Έχω πολλά αγαπηµένα βιβλία που τα ξαναδιαβάζω. Η πρώτη ανάγνωση είναι αναγνωριστική. Με τον Μάρκες έπαθα ζηµιά, διαβάζω και ξαναδιαβάζω αυτή τη σουρρεαλιστική, ποιητική γραφή… Το ίδιο αγαπώ και τους ρώσους συγγραφείς.
 
Έχετε σταθερές φιλίες που έχουν δοκιµαστεί και αντέξει στο χρόνο; 
Τη φιλία τη θεωρώ πολύ σηµαντικό πράγµα. Έχω πολύ ωραίες φιλίες. Μου έχουν τύχει και αυτές που, για συγκεκριµένους λόγους, είχαν ηµεροµηνία λήξεως, αλλά κυρίως έχω φιλίες δυνατές. Υπάρχουν άνθρωποι που έχω να τους δω πάρα πολύ καιρό και, όταν µιλάω µαζί τους, είναι σαν να τα λέγαµε χθες. Δυστυχώς, µετράω απώλειες στις φιλίες µου, επειδή πολλοί σηµαντικοί άνθρωποι για µένα δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Έχω έναν τηλεφωνικό κατάλογο από το 1981 και µου κοστίζει κάθε φορά που τον ανοίγω, αλλά δεν τον αλλάζω. Βέβαια, οι άνθρωποι που αγαπήσαµε είναι ζωντανοί µέσα µας.
 
 
Έχετε κάποιο ρόλο απωθηµένο; Κάτι που θέλετε να κάνετε στο θέατρο ή στον κινηµατογράφο;
Όλα τα έχω κάνει (γέλια). Ζηλεύω ερµηνείες, αλλά όχι µε την αρνητική ζήλια. Όταν βλέπω καλές ερµηνείες, λέω το «µπράβο» µέσα απ’ την καρδιά µου. Μου αρέσει να βλέπω συναδέλφους να αποθεώνουν ένα ρόλο. Ξέρεις ότι παλιά κάτι βεντέτες έκοβαν ρόλους που κέρδιζαν το χειροκρότηµα του κοινού ή διάλεγαν µέτριους ηθοποιούς για να µην τους κλέψουν τις εντυπώσεις; Γελοιότητες! Ο καλός ηθοποιός φαίνεται ανάµεσα σε άλλους καλούς, όχι ανάµεσα σε µέτριους. Δεν ζεις όµορφα µέσα στο µέτριο.
Μεσηµέρι πια, κλείσαµε την κουβέντα µας. Η κυρία Κώνστα δηλώνει «δύσκολος άνθρωπος» για τον εαυτό της, αλλά εγώ τόση ώρα συνοµιλούσα µε έναν άνθρωπο ζεστό και περιποιητικό. 
«Να χαίρεσαι όσους αξίζει να χαίρεσαι», µου είπε αποχαιρετώντας µε στην πόρτα του σπιτιού της. Φεύγοντας, σκέφτηκα ότι την είχα πρωτοδεί στην παιδική µου ηλικία να παίζει την κακιά, να φωνάζει και να µαλώνει και να λέω: «Δες έναν τσαµπουκά που βγάζει». Σήµερα, είδα πως ο τσαµπουκάς αυτός πηγάζει από µία προσωπικότητα που στάθηκε στα πόδια της, στηρίζοντας τις επιλογές της και κάνοντας τα πράγµατα που αγάπησε µε ρίσκο.                                                     
 
Η Ντίνα Κώνστα µιλάει για τη φιλία και τον έρωτα, για την τροµοκρατία της τηλεόρασης, αλλά και για το κοινωνικό ηφαίστειο που σιγοκαίει.
 
Συνέντευξη της Ντίνας Κώνστα
στη Μαρία Μανωλέλη
 
Ένα βροχερό πρωί του Νοέµβρη, βρεθήκαµε µε τη Ντίνα Κώνστα στο σπίτι της, ένα σπίτι γεµάτο βιβλία. Ήπιαµε ελληνικό καφέ και καπνίσαµε όλο το πρωί, κουβεντιάζοντας βυθισµένες σε µια συζήτηση που δεν θύµιζε συνέντευξη. Μιλήσαµε για το ξεκίνηµά της στο θέατρο και τη φιλία της µε τον Παύλο Μάτεσι µέχρι την εξέγερση των φοιτητών στη Νοµική, το Πολυτεχνείο και τα χρόνια της χούντας. Από τις πορείες στη Μεταπολίτευση µέχρι και τις πιο πρόσφατες, του 2011 στο Σύνταγµα.
 
Μια γυναίκα κήπος! Δεν ξέρεις πού µπορεί να σε φτάσει η κάθε ερώτηση και τι µπορεί να σταθεί ως αφορµή για να ανοίξει µια κουβέντα που δεν περίµενες. Δυναµική, καλλιεργηµένη, οξυδερκής. Μιλάει για θέµατα της επικαιρότητας και οι ηλικίες µας εξισώνονται, ίδιον των ανθρώπων που ενηµερώνονται και εξελίσσονται χωρίς να σταµατούν σε µια περίοδο της ζωής τους και ζώντας προσκολληµένοι εκεί.
 
 
Είναι συγκινητικό σε εποχές που το µέλλον µιας γυναίκας ήταν πάνω-κάτω συγκεκριµένο (γάµος, παιδιά) κάποιες γυναίκες ξέφευγαν και ακολουθούσαν σπουδές ή επαγγέλµατα αρκετά επισφαλή και µποέµ. Νιώσατε ότι ξεφύγατε από µια κοινωνική νόρµα ακολουθώντας αυτό το επάγγελµα;
Μπα, εγώ δεν είχα τέτοιους στόχους από µικρή. Έπαιζα µε τα αγόρια, έκανα επίτηδες φασαρία για να µε διώξουν από το υποχρεωτικό –τότε– κατηχητικό. Δεν ήµουν ποτέ υπέρ της «τακτοποίησης», κατά την επικρατούσα αντίληψη για τις γυναίκες. Το έβλεπα σαν φυλακή. Είχα πάντα το ελάττωµα ή προτέρηµα να βαριέµαι εύκολα. Καταπιανόµουν µε πράγµατα όπως µαθήµατα πιάνου, ακορντεόν και µετά άρχιζα να τα βαριέµαι. Αρχικά, ήθελα να γίνω δηµοσιογράφος, κάτι που δεν έγινε εξαιτίας διαφόρων εµποδίων. Έβλεπα θέατρο πολύ συχνά, λάτρεψα τις παραστάσεις του Κουν και του Εθνικού. Έπιασα δουλειά και, αφού µάζεψα κάποια χρήµατα, πήγα στη δραµατική σχολή. Όµως, η δουλειά του ηθοποιού δεν είναι µποέµ. Η ζωή του ίσως να είναι, όχι όµως η δουλειά. Η δουλειά αυτή απαιτεί απόλυτη πειθαρχία. Εγώ στη δουλειά µου είµαι πολύ πειθαρχηµένη, ενώ στη ζωή µου δεν έχω ούτε λίστες ούτε σχέδια.
 
Υπήρχαν και τότε οι δυσκολίες που αντιµετωπίζουν σήµερα οι νεαροί συνάδελφοί σας, που αναγκάζονται να κάνουν παράλληλα και άλλες δουλειές για να αντεπεξέλθουν οικονοµικά;
Και για εµάς ήταν το ίδιο δύσκολα ή ίσως και περισσότερο. Κάποιες φορές όχι απλά δεν βγάζαµε χρήµατα, αλλά βάζαµε και από την τσέπη µας. Αγοράζαµε εµείς τα ρούχα και τα αξεσουάρ της παράστασης, και αν δεν πήγαινε καλά χάναµε και τα χρήµατα που βάλαµε. Επίσης, τα πάντα περνούσαν από λογοκρισία, ακόµα και η αρχαία τραγωδία! Εγώ βρήκα µια δουλειά και, αφού έµεινα ένα χρόνο και έβγαλα κάποια χρήµατα, γράφτηκα στη δραµατική σχολή κρυφά. Στο Εθνικό τότε δεν έµπαινες χωρίς χαρτί κοινωνικών φρονηµάτων, άρα ούτε καν να το σκεφτώ δεν µπορούσα. Δεν είχα, επίσης, καµία γνωριµία στο χώρο του θεάτρου. Ήµουν φίλη µε τον Παύλο Μάτεσι, πηγαίναµε στο «Βυζάντιον» για έναν καφέ και βλέπαµε τους ανθρώπους που θαυµάζαµε. Δεν γνώριζα προσωπικά κανέναν.
 
Μέχρι που ήρθε µία επιτυχία και άλλαξαν τα πράγµατα;
Ναι, µπορεί κάποιος ρόλος ή κάποια θεατρική παράσταση να ήταν µια δυναµική αρχή στην καριέρα κάποιου. Εγώ είχα την τύχη να συνεργαστώ µε τον Μποστ και να ανεβάσουµε τη «Φαύστα», το 1965. Μετά από αυτό, ήρθαν κι άλλοι ρόλοι εύκολα. Το «εύκολα», βέβαια, είναι σχετικό, αν αναλογιστεί κάποιος τι δουλειά υπήρχε πίσω από αυτόν το ρόλο.
 
Στα χρόνια της δικτατορίας πώς ήταν τα πράγµατα;
Τα χρόνια της δικτατορίας ήταν δύσκολα. Καταργήθηκαν όλα τα σωµατεία ηθοποιών και δηµιουργήθηκε ένα νέο από τους «συµπαθούντες». Επειδή, λοιπόν, εµείς δεν θέλαµε να γίνουµε µέλη του σωµατείου, µας έκοψαν την ιατροφαρµακευτική περίθαλψη. Ο νεαρός τότε δικηγόρος Κωνσταντίνος Αλα-
βάνος ανέλαβε την υπόθεσή µας και δικαιωθήκαµε επί χούντας.
 
Ένας επιτυχηµένος ρόλος είναι δεσµευτικός για έναν ηθοποιό; Τον χαρακτηρίζει;
Για τον ηθοποιό είναι πρόκληση να κάνει κάτι τελείως διαφορετικό. Οι σκηνοθέτες, όµως, ίσως να τον ταυτίσουν µε κάτι που έκανε επιτυχώς και να του δίνουν ρόλους κοντά σε αυτό. Οι ταµπέλες µπαίνουν εύκολα, αλλά δεν είναι έλλειψη ευελιξίας του ηθοποιού.
 
 
Ο κόσµος ταυτίζει έναν καλλιτέχνη µε ένα ρόλο;
Βέβαια! Ξέρετε, µε έχουν βρίσει έξω στο δρόµο για ρόλο! 'Επαιζα τότε τη Ζηνοβία στη σειρά «Ο συµβολαιογράφος», και µου επιτέθηκαν εξαιτίας της συµπεριφοράς της γυναίκας αυτής και για το πώς φέρθηκε στον άντρα της! (γέλια)
 
Οι Έλληνες που έχουµε θείους στην Αυστραλία και στην Αστόρια προλάβαµε και γίναµε ρατσιστές;
Δυστυχώς, υπάρχει ρατσισµός. Όταν λέµε ρατσισµός, συνήθως εννοούµε τον ρατσισµό απέναντι στους «ξένους». Όµως, ο ρατσισµός είναι παντού. Απέναντι στις γυναίκες, απέναντι στο διαφορετικό, απέναντι σε αυτόν που είναι από την επαρχία. Δεν ξέρω αν προλάβαµε να γίνουµε ή αν υπήρχε πάντα. Το θέµα του ρατσισµού είναι κάτι που δυσκολεύοµαι να το εξηγήσω, γιατί απλά δεν το καταλαβαίνω. Θυµάµαι που έλεγε ο Τσαρούχης σε µια εκποµπή της Μαρίας Ρεζάν για την εποχή που ήταν στο αλβανικό µέτωπο και επέστρεφαν οι φαντάροι µε τα πόδια στην οπισθοχώρηση µέσα σε κακουχίες, µε κρυοπαγήµατα, βρώµικοι και εξαθλιωµένοι. Χτυπούσαν τις πόρτες σε διάφορα σπίτια ζητώντας λίγη τροφή και έλεγε χαρακτηριστικά πως µόνο κάποιοι πρόσφυγες τους άνοιγαν. 
Οι πρόσφυγες -που ήξεραν γιατί τα είχαν ζήσει- τους έβαλαν να ζεσταθούν, τους έ-βρασαν τα ρούχα για να σκοτώσουν τις ψείρες και αφού τους τάισαν, τους έστρωσαν να κοιµηθούν στα κεντηµένα σεντόνια της προίκας τους. Μου έχουν αποτυπωθεί αυτά τα λόγια, που τόσο µε συγκίνησαν. Σκέφτοµαι πως οι Έλληνες, αν και είναι ένας λαός που γνωρίζει από προσφυγιά, έχει στοιχεία ρατσισµού συχνά. Το θυµάµαι από τα παιδικά µου χρόνια, από αφήγησεις συγγενών πώς «υποδέχτηκαν» τους Έλληνες της Ανατολής, όταν ήρθαν κατεστραµµένοι και µε ανθρώπινες απώλειες. Οι Έλληνες, νοµίζω, όταν βλέπουν ένα κεφάλι να ξεχωρίζει δεν θέλουν να το καµαρώσουν, αλλά να το κόψουν… Δεν µπορώ να το εξηγήσω αυτό, ούτε να το ερµηνεύσω, γιατί είναι έξω από εµένα.
 
Τόσα «κεκτηµένα» έχουν χαθεί τα τελευταία χρόνια. Και όµως, υπάρχει µια απάθεια. Πώς το εξηγείται;
Υπάρχει µία βουβή απελπισία, αλλά τον απελπισµένο πρέπει να τον φοβούνται. Αυτός που δεν έχει να χάσει τίποτα µπορεί να γίνει επικίνδυνος. Στη βουβή απελπισία συντελεί σε µεγάλο βαθµό η τροµοκρατία της τηλεόρασης. 
Κάνουν τον άλλο να πιστέψει ότι είναι καλά σε σχέση µε το τι θα µπορούσε να έχει πάθει. Δεν είναι απάθεια όµως, είναι απελπισία και ξαναλέω πως ο απελπισµένος θα αντιδράσει.
 
Αντίδραση δεν έχουµε δει µέχρι σήµερα;
Τι αντίδραση; Τότε που κάηκε η Αθήνα; Δεν έχετε ακούσει ποτέ για προβοκάτσια;
 
Ο έρωτας; Είναι αρρώστια;
(παύση) Είναι αρρώστια µε πολύ ευτυχισµένες στιγµές. Ο παθιασµένος έρωτας είναι αρρώστια, αλλά όχι και να µην αρρωστήσει κανείς ποτέ του! Μένουν πληγές, είτε πλήγωσες είτε σε πλήγωσαν. Ό,τι κάνεις το πληρώνεις… Αυτά δεν είναι ατιµωρητί..
 
Μετά από τις πληγές, κάποιος κλείνεται και γίνεται πιο επιφυλακτικός ή, έχοντας περάσει και ξεπεράσει µια κατάσταση, πλέον δεν φοβάται το ρίσκο του έρωτα;
Νοµίζω ότι κλείνεται. Εξαρτάται, βέβαια, από το µέγεθος της απώλειας. Στο τρένο του έρωτα ανεβαίνουµε µε τον άλλον άνθρωπο στον ίδιο σταθµό, όµως κατεβαίνουµε σε διαφορετικό. Αν κατέβεις πρώτος, η ενοχή που ακολουθεί είναι κάτι πολύ δύσκολο να πάψει να υπάρχει. Ίσως είναι καλύτερα να πληγωθείς παρά να πληγώσεις.
 
Τι «γεµίζει» την καθηµερινότητά σας;
Κοίτα, είµαι δύσκολος άνθρωπος. Είµαι πολύ παρατηρητική, οι κεραίες µου πιάνουν εύκολα το κάλπικο, και όλα αυτά οδηγούν σε µία αποµόνωση. Εγώ αυτή την αποµόνωση την προτιµώ. Υπάρχουν πράγµατα σηµαντικά στην καθηµερινότητά µου, οι άνθρωποι που έχω διαλέξει να αγαπώ, µια καλή ταινία και τα βιβλία που λατρεύω και τα έχω πάντα για παρέα. Έχω πολλά αγαπηµένα βιβλία που τα ξαναδιαβάζω. Η πρώτη ανάγνωση είναι αναγνωριστική. Με τον Μάρκες έπαθα ζηµιά, διαβάζω και ξαναδιαβάζω αυτή τη σουρρεαλιστική, ποιητική γραφή… Το ίδιο αγαπώ και τους ρώσους συγγραφείς.
 
Έχετε σταθερές φιλίες που έχουν δοκιµαστεί και αντέξει στο χρόνο; 
Τη φιλία τη θεωρώ πολύ σηµαντικό πράγµα. Έχω πολύ ωραίες φιλίες. Μου έχουν τύχει και αυτές που, για συγκεκριµένους λόγους, είχαν ηµεροµηνία λήξεως, αλλά κυρίως έχω φιλίες δυνατές. Υπάρχουν άνθρωποι που έχω να τους δω πάρα πολύ καιρό και, όταν µιλάω µαζί τους, είναι σαν να τα λέγαµε χθες. Δυστυχώς, µετράω απώλειες στις φιλίες µου, επειδή πολλοί σηµαντικοί άνθρωποι για µένα δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Έχω έναν τηλεφωνικό κατάλογο από το 1981 και µου κοστίζει κάθε φορά που τον ανοίγω, αλλά δεν τον αλλάζω. Βέβαια, οι άνθρωποι που αγαπήσαµε είναι ζωντανοί µέσα µας.
 
 
Έχετε κάποιο ρόλο απωθηµένο; Κάτι που θέλετε να κάνετε στο θέατρο ή στον κινηµατογράφο;
Όλα τα έχω κάνει (γέλια). Ζηλεύω ερµηνείες, αλλά όχι µε την αρνητική ζήλια. Όταν βλέπω καλές ερµηνείες, λέω το «µπράβο» µέσα απ’ την καρδιά µου. Μου αρέσει να βλέπω συναδέλφους να αποθεώνουν ένα ρόλο. Ξέρεις ότι παλιά κάτι βεντέτες έκοβαν ρόλους που κέρδιζαν το χειροκρότηµα του κοινού ή διάλεγαν µέτριους ηθοποιούς για να µην τους κλέψουν τις εντυπώσεις; Γελοιότητες! Ο καλός ηθοποιός φαίνεται ανάµεσα σε άλλους καλούς, όχι ανάµεσα σε µέτριους. Δεν ζεις όµορφα µέσα στο µέτριο.
Μεσηµέρι πια, κλείσαµε την κουβέντα µας. Η κυρία Κώνστα δηλώνει «δύσκολος άνθρωπος» για τον εαυτό της, αλλά εγώ τόση ώρα συνοµιλούσα µε έναν άνθρωπο ζεστό και περιποιητικό. 
«Να χαίρεσαι όσους αξίζει να χαίρεσαι», µου είπε αποχαιρετώντας µε στην πόρτα του σπιτιού της. Φεύγοντας, σκέφτηκα ότι την είχα πρωτοδεί στην παιδική µου ηλικία να παίζει την κακιά, να φωνάζει και να µαλώνει και να λέω: «Δες έναν τσαµπουκά που βγάζει». Σήµερα, είδα πως ο τσαµπουκάς αυτός πηγάζει από µία προσωπικότητα που στάθηκε στα πόδια της, στηρίζοντας τις επιλογές της και κάνοντας τα πράγµατα που αγάπησε µε ρίσκο.                                                     
 
Η Ντίνα Κώνστα µιλάει για τη φιλία και τον έρωτα, για την τροµοκρατία της τηλεόρασης, αλλά και για το κοινωνικό ηφαίστειο που σιγοκαίει.
 
Συνέντευξη της Ντίνας Κώνστα
στη Μαρία Μανωλέλη
 
Ένα βροχερό πρωί του Νοέµβρη, βρεθήκαµε µε τη Ντίνα Κώνστα στο σπίτι της, ένα σπίτι γεµάτο βιβλία. Ήπιαµε ελληνικό καφέ και καπνίσαµε όλο το πρωί, κουβεντιάζοντας βυθισµένες σε µια συζήτηση που δεν θύµιζε συνέντευξη. Μιλήσαµε για το ξεκίνηµά της στο θέατρο και τη φιλία της µε τον Παύλο Μάτεσι µέχρι την εξέγερση των φοιτητών στη Νοµική, το Πολυτεχνείο και τα χρόνια της χούντας. Από τις πορείες στη Μεταπολίτευση µέχρι και τις πιο πρόσφατες, του 2011 στο Σύνταγµα.
 
Μια γυναίκα κήπος! Δεν ξέρεις πού µπορεί να σε φτάσει η κάθε ερώτηση και τι µπορεί να σταθεί ως αφορµή για να ανοίξει µια κουβέντα που δεν περίµενες. Δυναµική, καλλιεργηµένη, οξυδερκής. Μιλάει για θέµατα της επικαιρότητας και οι ηλικίες µας εξισώνονται, ίδιον των ανθρώπων που ενηµερώνονται και εξελίσσονται χωρίς να σταµατούν σε µια περίοδο της ζωής τους και ζώντας προσκολληµένοι εκεί.
 
 
Είναι συγκινητικό σε εποχές που το µέλλον µιας γυναίκας ήταν πάνω-κάτω συγκεκριµένο (γάµος, παιδιά) κάποιες γυναίκες ξέφευγαν και ακολουθούσαν σπουδές ή επαγγέλµατα αρκετά επισφαλή και µποέµ. Νιώσατε ότι ξεφύγατε από µια κοινωνική νόρµα ακολουθώντας αυτό το επάγγελµα;
Μπα, εγώ δεν είχα τέτοιους στόχους από µικρή. Έπαιζα µε τα αγόρια, έκανα επίτηδες φασαρία για να µε διώξουν από το υποχρεωτικό –τότε– κατηχητικό. Δεν ήµουν ποτέ υπέρ της «τακτοποίησης», κατά την επικρατούσα αντίληψη για τις γυναίκες. Το έβλεπα σαν φυλακή. Είχα πάντα το ελάττωµα ή προτέρηµα να βαριέµαι εύκολα. Καταπιανόµουν µε πράγµατα όπως µαθήµατα πιάνου, ακορντεόν και µετά άρχιζα να τα βαριέµαι. Αρχικά, ήθελα να γίνω δηµοσιογράφος, κάτι που δεν έγινε εξαιτίας διαφόρων εµποδίων. Έβλεπα θέατρο πολύ συχνά, λάτρεψα τις παραστάσεις του Κουν και του Εθνικού. Έπιασα δουλειά και, αφού µάζεψα κάποια χρήµατα, πήγα στη δραµατική σχολή. Όµως, η δουλειά του ηθοποιού δεν είναι µποέµ. Η ζωή του ίσως να είναι, όχι όµως η δουλειά. Η δουλειά αυτή απαιτεί απόλυτη πειθαρχία. Εγώ στη δουλειά µου είµαι πολύ πειθαρχηµένη, ενώ στη ζωή µου δεν έχω ούτε λίστες ούτε σχέδια.
 
Υπήρχαν και τότε οι δυσκολίες που αντιµετωπίζουν σήµερα οι νεαροί συνάδελφοί σας, που αναγκάζονται να κάνουν παράλληλα και άλλες δουλειές για να αντεπεξέλθουν οικονοµικά;
Και για εµάς ήταν το ίδιο δύσκολα ή ίσως και περισσότερο. Κάποιες φορές όχι απλά δεν βγάζαµε χρήµατα, αλλά βάζαµε και από την τσέπη µας. Αγοράζαµε εµείς τα ρούχα και τα αξεσουάρ της παράστασης, και αν δεν πήγαινε καλά χάναµε και τα χρήµατα που βάλαµε. Επίσης, τα πάντα περνούσαν από λογοκρισία, ακόµα και η αρχαία τραγωδία! Εγώ βρήκα µια δουλειά και, αφού έµεινα ένα χρόνο και έβγαλα κάποια χρήµατα, γράφτηκα στη δραµατική σχολή κρυφά. Στο Εθνικό τότε δεν έµπαινες χωρίς χαρτί κοινωνικών φρονηµάτων, άρα ούτε καν να το σκεφτώ δεν µπορούσα. Δεν είχα, επίσης, καµία γνωριµία στο χώρο του θεάτρου. Ήµουν φίλη µε τον Παύλο Μάτεσι, πηγαίναµε στο «Βυζάντιον» για έναν καφέ και βλέπαµε τους ανθρώπους που θαυµάζαµε. Δεν γνώριζα προσωπικά κανέναν.
 
Μέχρι που ήρθε µία επιτυχία και άλλαξαν τα πράγµατα;
Ναι, µπορεί κάποιος ρόλος ή κάποια θεατρική παράσταση να ήταν µια δυναµική αρχή στην καριέρα κάποιου. Εγώ είχα την τύχη να συνεργαστώ µε τον Μποστ και να ανεβάσουµε τη «Φαύστα», το 1965. Μετά από αυτό, ήρθαν κι άλλοι ρόλοι εύκολα. Το «εύκολα», βέβαια, είναι σχετικό, αν αναλογιστεί κάποιος τι δουλειά υπήρχε πίσω από αυτόν το ρόλο.
 
Στα χρόνια της δικτατορίας πώς ήταν τα πράγµατα;
Τα χρόνια της δικτατορίας ήταν δύσκολα. Καταργήθηκαν όλα τα σωµατεία ηθοποιών και δηµιουργήθηκε ένα νέο από τους «συµπαθούντες». Επειδή, λοιπόν, εµείς δεν θέλαµε να γίνουµε µέλη του σωµατείου, µας έκοψαν την ιατροφαρµακευτική περίθαλψη. Ο νεαρός τότε δικηγόρος Κωνσταντίνος Αλα-
βάνος ανέλαβε την υπόθεσή µας και δικαιωθήκαµε επί χούντας.
 
Ένας επιτυχηµένος ρόλος είναι δεσµευτικός για έναν ηθοποιό; Τον χαρακτηρίζει;
Για τον ηθοποιό είναι πρόκληση να κάνει κάτι τελείως διαφορετικό. Οι σκηνοθέτες, όµως, ίσως να τον ταυτίσουν µε κάτι που έκανε επιτυχώς και να του δίνουν ρόλους κοντά σε αυτό. Οι ταµπέλες µπαίνουν εύκολα, αλλά δεν είναι έλλειψη ευελιξίας του ηθοποιού.
 
 
Ο κόσµος ταυτίζει έναν καλλιτέχνη µε ένα ρόλο;
Βέβαια! Ξέρετε, µε έχουν βρίσει έξω στο δρόµο για ρόλο! 'Επαιζα τότε τη Ζηνοβία στη σειρά «Ο συµβολαιογράφος», και µου επιτέθηκαν εξαιτίας της συµπεριφοράς της γυναίκας αυτής και για το πώς φέρθηκε στον άντρα της! (γέλια)
 
Οι Έλληνες που έχουµε θείους στην Αυστραλία και στην Αστόρια προλάβαµε και γίναµε ρατσιστές;
Δυστυχώς, υπάρχει ρατσισµός. Όταν λέµε ρατσισµός, συνήθως εννοούµε τον ρατσισµό απέναντι στους «ξένους». Όµως, ο ρατσισµός είναι παντού. Απέναντι στις γυναίκες, απέναντι στο διαφορετικό, απέναντι σε αυτόν που είναι από την επαρχία. Δεν ξέρω αν προλάβαµε να γίνουµε ή αν υπήρχε πάντα. Το θέµα του ρατσισµού είναι κάτι που δυσκολεύοµαι να το εξηγήσω, γιατί απλά δεν το καταλαβαίνω. Θυµάµαι που έλεγε ο Τσαρούχης σε µια εκποµπή της Μαρίας Ρεζάν για την εποχή που ήταν στο αλβανικό µέτωπο και επέστρεφαν οι φαντάροι µε τα πόδια στην οπισθοχώρηση µέσα σε κακουχίες, µε κρυοπαγήµατα, βρώµικοι και εξαθλιωµένοι. Χτυπούσαν τις πόρτες σε διάφορα σπίτια ζητώντας λίγη τροφή και έλεγε χαρακτηριστικά πως µόνο κάποιοι πρόσφυγες τους άνοιγαν. 
Οι πρόσφυγες -που ήξεραν γιατί τα είχαν ζήσει- τους έβαλαν να ζεσταθούν, τους έ-βρασαν τα ρούχα για να σκοτώσουν τις ψείρες και αφού τους τάισαν, τους έστρωσαν να κοιµηθούν στα κεντηµένα σεντόνια της προίκας τους. Μου έχουν αποτυπωθεί αυτά τα λόγια, που τόσο µε συγκίνησαν. Σκέφτοµαι πως οι Έλληνες, αν και είναι ένας λαός που γνωρίζει από προσφυγιά, έχει στοιχεία ρατσισµού συχνά. Το θυµάµαι από τα παιδικά µου χρόνια, από αφήγησεις συγγενών πώς «υποδέχτηκαν» τους Έλληνες της Ανατολής, όταν ήρθαν κατεστραµµένοι και µε ανθρώπινες απώλειες. Οι Έλληνες, νοµίζω, όταν βλέπουν ένα κεφάλι να ξεχωρίζει δεν θέλουν να το καµαρώσουν, αλλά να το κόψουν… Δεν µπορώ να το εξηγήσω αυτό, ούτε να το ερµηνεύσω, γιατί είναι έξω από εµένα.
 
Τόσα «κεκτηµένα» έχουν χαθεί τα τελευταία χρόνια. Και όµως, υπάρχει µια απάθεια. Πώς το εξηγείται;
Υπάρχει µία βουβή απελπισία, αλλά τον απελπισµένο πρέπει να τον φοβούνται. Αυτός που δεν έχει να χάσει τίποτα µπορεί να γίνει επικίνδυνος. Στη βουβή απελπισία συντελεί σε µεγάλο βαθµό η τροµοκρατία της τηλεόρασης. 
Κάνουν τον άλλο να πιστέψει ότι είναι καλά σε σχέση µε το τι θα µπορούσε να έχει πάθει. Δεν είναι απάθεια όµως, είναι απελπισία και ξαναλέω πως ο απελπισµένος θα αντιδράσει.
 
Αντίδραση δεν έχουµε δει µέχρι σήµερα;
Τι αντίδραση; Τότε που κάηκε η Αθήνα; Δεν έχετε ακούσει ποτέ για προβοκάτσια;
 
Ο έρωτας; Είναι αρρώστια;
(παύση) Είναι αρρώστια µε πολύ ευτυχισµένες στιγµές. Ο παθιασµένος έρωτας είναι αρρώστια, αλλά όχι και να µην αρρωστήσει κανείς ποτέ του! Μένουν πληγές, είτε πλήγωσες είτε σε πλήγωσαν. Ό,τι κάνεις το πληρώνεις… Αυτά δεν είναι ατιµωρητί..
 
Μετά από τις πληγές, κάποιος κλείνεται και γίνεται πιο επιφυλακτικός ή, έχοντας περάσει και ξεπεράσει µια κατάσταση, πλέον δεν φοβάται το ρίσκο του έρωτα;
Νοµίζω ότι κλείνεται. Εξαρτάται, βέβαια, από το µέγεθος της απώλειας. Στο τρένο του έρωτα ανεβαίνουµε µε τον άλλον άνθρωπο στον ίδιο σταθµό, όµως κατεβαίνουµε σε διαφορετικό. Αν κατέβεις πρώτος, η ενοχή που ακολουθεί είναι κάτι πολύ δύσκολο να πάψει να υπάρχει. Ίσως είναι καλύτερα να πληγωθείς παρά να πληγώσεις.
 
Τι «γεµίζει» την καθηµερινότητά σας;
Κοίτα, είµαι δύσκολος άνθρωπος. Είµαι πολύ παρατηρητική, οι κεραίες µου πιάνουν εύκολα το κάλπικο, και όλα αυτά οδηγούν σε µία αποµόνωση. Εγώ αυτή την αποµόνωση την προτιµώ. Υπάρχουν πράγµατα σηµαντικά στην καθηµερινότητά µου, οι άνθρωποι που έχω διαλέξει να αγαπώ, µια καλή ταινία και τα βιβλία που λατρεύω και τα έχω πάντα για παρέα. Έχω πολλά αγαπηµένα βιβλία που τα ξαναδιαβάζω. Η πρώτη ανάγνωση είναι αναγνωριστική. Με τον Μάρκες έπαθα ζηµιά, διαβάζω και ξαναδιαβάζω αυτή τη σουρρεαλιστική, ποιητική γραφή… Το ίδιο αγαπώ και τους ρώσους συγγραφείς.
 
Έχετε σταθερές φιλίες που έχουν δοκιµαστεί και αντέξει στο χρόνο; 
Τη φιλία τη θεωρώ πολύ σηµαντικό πράγµα. Έχω πολύ ωραίες φιλίες. Μου έχουν τύχει και αυτές που, για συγκεκριµένους λόγους, είχαν ηµεροµηνία λήξεως, αλλά κυρίως έχω φιλίες δυνατές. Υπάρχουν άνθρωποι που έχω να τους δω πάρα πολύ καιρό και, όταν µιλάω µαζί τους, είναι σαν να τα λέγαµε χθες. Δυστυχώς, µετράω απώλειες στις φιλίες µου, επειδή πολλοί σηµαντικοί άνθρωποι για µένα δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Έχω έναν τηλεφωνικό κατάλογο από το 1981 και µου κοστίζει κάθε φορά που τον ανοίγω, αλλά δεν τον αλλάζω. Βέβαια, οι άνθρωποι που αγαπήσαµε είναι ζωντανοί µέσα µας.
 
 
Έχετε κάποιο ρόλο απωθηµένο; Κάτι που θέλετε να κάνετε στο θέατρο ή στον κινηµατογράφο;
Όλα τα έχω κάνει (γέλια). Ζηλεύω ερµηνείες, αλλά όχι µε την αρνητική ζήλια. Όταν βλέπω καλές ερµηνείες, λέω το «µπράβο» µέσα απ’ την καρδιά µου. Μου αρέσει να βλέπω συναδέλφους να αποθεώνουν ένα ρόλο. Ξέρεις ότι παλιά κάτι βεντέτες έκοβαν ρόλους που κέρδιζαν το χειροκρότηµα του κοινού ή διάλεγαν µέτριους ηθοποιούς για να µην τους κλέψουν τις εντυπώσεις; Γελοιότητες! Ο καλός ηθοποιός φαίνεται ανάµεσα σε άλλους καλούς, όχι ανάµεσα σε µέτριους. Δεν ζεις όµορφα µέσα στο µέτριο.
Μεσηµέρι πια, κλείσαµε την κουβέντα µας. Η κυρία Κώνστα δηλώνει «δύσκολος άνθρωπος» για τον εαυτό της, αλλά εγώ τόση ώρα συνοµιλούσα µε έναν άνθρωπο ζεστό και περιποιητικό. 
«Να χαίρεσαι όσους αξίζει να χαίρεσαι», µου είπε αποχαιρετώντας µε στην πόρτα του σπιτιού της. Φεύγοντας, σκέφτηκα ότι την είχα πρωτοδεί στην παιδική µου ηλικία να παίζει την κακιά, να φωνάζει και να µαλώνει και να λέω: «Δες έναν τσαµπουκά που βγάζει». Σήµερα, είδα πως ο τσαµπουκάς αυτός πηγάζει από µία προσωπικότητα που στάθηκε στα πόδια της, στηρίζοντας τις επιλογές της και κάνοντας τα πράγµατα που αγάπησε µε ρίσκο.                                                     
 
Η Ντίνα Κώνστα µιλάει για τη φιλία και τον έρωτα, για την τροµοκρατία της τηλεόρασης, αλλά και για το κοινωνικό ηφαίστειο που σιγοκαίει.
 
Συνέντευξη της Ντίνας Κώνστα
στη Μαρία Μανωλέλη
 
Ένα βροχερό πρωί του Νοέµβρη, βρεθήκαµε µε τη Ντίνα Κώνστα στο σπίτι της, ένα σπίτι γεµάτο βιβλία. Ήπιαµε ελληνικό καφέ και καπνίσαµε όλο το πρωί, κουβεντιάζοντας βυθισµένες σε µια συζήτηση που δεν θύµιζε συνέντευξη. Μιλήσαµε για το ξεκίνηµά της στο θέατρο και τη φιλία της µε τον Παύλο Μάτεσι µέχρι την εξέγερση των φοιτητών στη Νοµική, το Πολυτεχνείο και τα χρόνια της χούντας. Από τις πορείες στη Μεταπολίτευση µέχρι και τις πιο πρόσφατες, του 2011 στο Σύνταγµα.
 
Μια γυναίκα κήπος! Δεν ξέρεις πού µπορεί να σε φτάσει η κάθε ερώτηση και τι µπορεί να σταθεί ως αφορµή για να ανοίξει µια κουβέντα που δεν περίµενες. Δυναµική, καλλιεργηµένη, οξυδερκής. Μιλάει για θέµατα της επικαιρότητας και οι ηλικίες µας εξισώνονται, ίδιον των ανθρώπων που ενηµερώνονται και εξελίσσονται χωρίς να σταµατούν σε µια περίοδο της ζωής τους και ζώντας προσκολληµένοι εκεί.
 
 
Είναι συγκινητικό σε εποχές που το µέλλον µιας γυναίκας ήταν πάνω-κάτω συγκεκριµένο (γάµος, παιδιά) κάποιες γυναίκες ξέφευγαν και ακολουθούσαν σπουδές ή επαγγέλµατα αρκετά επισφαλή και µποέµ. Νιώσατε ότι ξεφύγατε από µια κοινωνική νόρµα ακολουθώντας αυτό το επάγγελµα;
Μπα, εγώ δεν είχα τέτοιους στόχους από µικρή. Έπαιζα µε τα αγόρια, έκανα επίτηδες φασαρία για να µε διώξουν από το υποχρεωτικό –τότε– κατηχητικό. Δεν ήµουν ποτέ υπέρ της «τακτοποίησης», κατά την επικρατούσα αντίληψη για τις γυναίκες. Το έβλεπα σαν φυλακή. Είχα πάντα το ελάττωµα ή προτέρηµα να βαριέµαι εύκολα. Καταπιανόµουν µε πράγµατα όπως µαθήµατα πιάνου, ακορντεόν και µετά άρχιζα να τα βαριέµαι. Αρχικά, ήθελα να γίνω δηµοσιογράφος, κάτι που δεν έγινε εξαιτίας διαφόρων εµποδίων. Έβλεπα θέατρο πολύ συχνά, λάτρεψα τις παραστάσεις του Κουν και του Εθνικού. Έπιασα δουλειά και, αφού µάζεψα κάποια χρήµατα, πήγα στη δραµατική σχολή. Όµως, η δουλειά του ηθοποιού δεν είναι µποέµ. Η ζωή του ίσως να είναι, όχι όµως η δουλειά. Η δουλειά αυτή απαιτεί απόλυτη πειθαρχία. Εγώ στη δουλειά µου είµαι πολύ πειθαρχηµένη, ενώ στη ζωή µου δεν έχω ούτε λίστες ούτε σχέδια.
 
Υπήρχαν και τότε οι δυσκολίες που αντιµετωπίζουν σήµερα οι νεαροί συνάδελφοί σας, που αναγκάζονται να κάνουν παράλληλα και άλλες δουλειές για να αντεπεξέλθουν οικονοµικά;
Και για εµάς ήταν το ίδιο δύσκολα ή ίσως και περισσότερο. Κάποιες φορές όχι απλά δεν βγάζαµε χρήµατα, αλλά βάζαµε και από την τσέπη µας. Αγοράζαµε εµείς τα ρούχα και τα αξεσουάρ της παράστασης, και αν δεν πήγαινε καλά χάναµε και τα χρήµατα που βάλαµε. Επίσης, τα πάντα περνούσαν από λογοκρισία, ακόµα και η αρχαία τραγωδία! Εγώ βρήκα µια δουλειά και, αφού έµεινα ένα χρόνο και έβγαλα κάποια χρήµατα, γράφτηκα στη δραµατική σχολή κρυφά. Στο Εθνικό τότε δεν έµπαινες χωρίς χαρτί κοινωνικών φρονηµάτων, άρα ούτε καν να το σκεφτώ δεν µπορούσα. Δεν είχα, επίσης, καµία γνωριµία στο χώρο του θεάτρου. Ήµουν φίλη µε τον Παύλο Μάτεσι, πηγαίναµε στο «Βυζάντιον» για έναν καφέ και βλέπαµε τους ανθρώπους που θαυµάζαµε. Δεν γνώριζα προσωπικά κανέναν.
 
Μέχρι που ήρθε µία επιτυχία και άλλαξαν τα πράγµατα;
Ναι, µπορεί κάποιος ρόλος ή κάποια θεατρική παράσταση να ήταν µια δυναµική αρχή στην καριέρα κάποιου. Εγώ είχα την τύχη να συνεργαστώ µε τον Μποστ και να ανεβάσουµε τη «Φαύστα», το 1965. Μετά από αυτό, ήρθαν κι άλλοι ρόλοι εύκολα. Το «εύκολα», βέβαια, είναι σχετικό, αν αναλογιστεί κάποιος τι δουλειά υπήρχε πίσω από αυτόν το ρόλο.
 
Στα χρόνια της δικτατορίας πώς ήταν τα πράγµατα;
Τα χρόνια της δικτατορίας ήταν δύσκολα. Καταργήθηκαν όλα τα σωµατεία ηθοποιών και δηµιουργήθηκε ένα νέο από τους «συµπαθούντες». Επειδή, λοιπόν, εµείς δεν θέλαµε να γίνουµε µέλη του σωµατείου, µας έκοψαν την ιατροφαρµακευτική περίθαλψη. Ο νεαρός τότε δικηγόρος Κωνσταντίνος Αλα-
βάνος ανέλαβε την υπόθεσή µας και δικαιωθήκαµε επί χούντας.
 
Ένας επιτυχηµένος ρόλος είναι δεσµευτικός για έναν ηθοποιό; Τον χαρακτηρίζει;
Για τον ηθοποιό είναι πρόκληση να κάνει κάτι τελείως διαφορετικό. Οι σκηνοθέτες, όµως, ίσως να τον ταυτίσουν µε κάτι που έκανε επιτυχώς και να του δίνουν ρόλους κοντά σε αυτό. Οι ταµπέλες µπαίνουν εύκολα, αλλά δεν είναι έλλειψη ευελιξίας του ηθοποιού.
 
 
Ο κόσµος ταυτίζει έναν καλλιτέχνη µε ένα ρόλο;
Βέβαια! Ξέρετε, µε έχουν βρίσει έξω στο δρόµο για ρόλο! 'Επαιζα τότε τη Ζηνοβία στη σειρά «Ο συµβολαιογράφος», και µου επιτέθηκαν εξαιτίας της συµπεριφοράς της γυναίκας αυτής και για το πώς φέρθηκε στον άντρα της! (γέλια)
 
Οι Έλληνες που έχουµε θείους στην Αυστραλία και στην Αστόρια προλάβαµε και γίναµε ρατσιστές;
Δυστυχώς, υπάρχει ρατσισµός. Όταν λέµε ρατσισµός, συνήθως εννοούµε τον ρατσισµό απέναντι στους «ξένους». Όµως, ο ρατσισµός είναι παντού. Απέναντι στις γυναίκες, απέναντι στο διαφορετικό, απέναντι σε αυτόν που είναι από την επαρχία. Δεν ξέρω αν προλάβαµε να γίνουµε ή αν υπήρχε πάντα. Το θέµα του ρατσισµού είναι κάτι που δυσκολεύοµαι να το εξηγήσω, γιατί απλά δεν το καταλαβαίνω. Θυµάµαι που έλεγε ο Τσαρούχης σε µια εκποµπή της Μαρίας Ρεζάν για την εποχή που ήταν στο αλβανικό µέτωπο και επέστρεφαν οι φαντάροι µε τα πόδια στην οπισθοχώρηση µέσα σε κακουχίες, µε κρυοπαγήµατα, βρώµικοι και εξαθλιωµένοι. Χτυπούσαν τις πόρτες σε διάφορα σπίτια ζητώντας λίγη τροφή και έλεγε χαρακτηριστικά πως µόνο κάποιοι πρόσφυγες τους άνοιγαν. 
Οι πρόσφυγες -που ήξεραν γιατί τα είχαν ζήσει- τους έβαλαν να ζεσταθούν, τους έ-βρασαν τα ρούχα για να σκοτώσουν τις ψείρες και αφού τους τάισαν, τους έστρωσαν να κοιµηθούν στα κεντηµένα σεντόνια της προίκας τους. Μου έχουν αποτυπωθεί αυτά τα λόγια, που τόσο µε συγκίνησαν. Σκέφτοµαι πως οι Έλληνες, αν και είναι ένας λαός που γνωρίζει από προσφυγιά, έχει στοιχεία ρατσισµού συχνά. Το θυµάµαι από τα παιδικά µου χρόνια, από αφήγησεις συγγενών πώς «υποδέχτηκαν» τους Έλληνες της Ανατολής, όταν ήρθαν κατεστραµµένοι και µε ανθρώπινες απώλειες. Οι Έλληνες, νοµίζω, όταν βλέπουν ένα κεφάλι να ξεχωρίζει δεν θέλουν να το καµαρώσουν, αλλά να το κόψουν… Δεν µπορώ να το εξηγήσω αυτό, ούτε να το ερµηνεύσω, γιατί είναι έξω από εµένα.
 
Τόσα «κεκτηµένα» έχουν χαθεί τα τελευταία χρόνια. Και όµως, υπάρχει µια απάθεια. Πώς το εξηγείται;
Υπάρχει µία βουβή απελπισία, αλλά τον απελπισµένο πρέπει να τον φοβούνται. Αυτός που δεν έχει να χάσει τίποτα µπορεί να γίνει επικίνδυνος. Στη βουβή απελπισία συντελεί σε µεγάλο βαθµό η τροµοκρατία της τηλεόρασης. 
Κάνουν τον άλλο να πιστέψει ότι είναι καλά σε σχέση µε το τι θα µπορούσε να έχει πάθει. Δεν είναι απάθεια όµως, είναι απελπισία και ξαναλέω πως ο απελπισµένος θα αντιδράσει.
 
Αντίδραση δεν έχουµε δει µέχρι σήµερα;
Τι αντίδραση; Τότε που κάηκε η Αθήνα; Δεν έχετε ακούσει ποτέ για προβοκάτσια;
 
Ο έρωτας; Είναι αρρώστια;
(παύση) Είναι αρρώστια µε πολύ ευτυχισµένες στιγµές. Ο παθιασµένος έρωτας είναι αρρώστια, αλλά όχι και να µην αρρωστήσει κανείς ποτέ του! Μένουν πληγές, είτε πλήγωσες είτε σε πλήγωσαν. Ό,τι κάνεις το πληρώνεις… Αυτά δεν είναι ατιµωρητί..
 
Μετά από τις πληγές, κάποιος κλείνεται και γίνεται πιο επιφυλακτικός ή, έχοντας περάσει και ξεπεράσει µια κατάσταση, πλέον δεν φοβάται το ρίσκο του έρωτα;
Νοµίζω ότι κλείνεται. Εξαρτάται, βέβαια, από το µέγεθος της απώλειας. Στο τρένο του έρωτα ανεβαίνουµε µε τον άλλον άνθρωπο στον ίδιο σταθµό, όµως κατεβαίνουµε σε διαφορετικό. Αν κατέβεις πρώτος, η ενοχή που ακολουθεί είναι κάτι πολύ δύσκολο να πάψει να υπάρχει. Ίσως είναι καλύτερα να πληγωθείς παρά να πληγώσεις.
 
Τι «γεµίζει» την καθηµερινότητά σας;
Κοίτα, είµαι δύσκολος άνθρωπος. Είµαι πολύ παρατηρητική, οι κεραίες µου πιάνουν εύκολα το κάλπικο, και όλα αυτά οδηγούν σε µία αποµόνωση. Εγώ αυτή την αποµόνωση την προτιµώ. Υπάρχουν πράγµατα σηµαντικά στην καθηµερινότητά µου, οι άνθρωποι που έχω διαλέξει να αγαπώ, µια καλή ταινία και τα βιβλία που λατρεύω και τα έχω πάντα για παρέα. Έχω πολλά αγαπηµένα βιβλία που τα ξαναδιαβάζω. Η πρώτη ανάγνωση είναι αναγνωριστική. Με τον Μάρκες έπαθα ζηµιά, διαβάζω και ξαναδιαβάζω αυτή τη σουρρεαλιστική, ποιητική γραφή… Το ίδιο αγαπώ και τους ρώσους συγγραφείς.
 
Έχετε σταθερές φιλίες που έχουν δοκιµαστεί και αντέξει στο χρόνο; 
Τη φιλία τη θεωρώ πολύ σηµαντικό πράγµα. Έχω πολύ ωραίες φιλίες. Μου έχουν τύχει και αυτές που, για συγκεκριµένους λόγους, είχαν ηµεροµηνία λήξεως, αλλά κυρίως έχω φιλίες δυνατές. Υπάρχουν άνθρωποι που έχω να τους δω πάρα πολύ καιρό και, όταν µιλάω µαζί τους, είναι σαν να τα λέγαµε χθες. Δυστυχώς, µετράω απώλειες στις φιλίες µου, επειδή πολλοί σηµαντικοί άνθρωποι για µένα δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Έχω έναν τηλεφωνικό κατάλογο από το 1981 και µου κοστίζει κάθε φορά που τον ανοίγω, αλλά δεν τον αλλάζω. Βέβαια, οι άνθρωποι που αγαπήσαµε είναι ζωντανοί µέσα µας.
 
 
Έχετε κάποιο ρόλο απωθηµένο; Κάτι που θέλετε να κάνετε στο θέατρο ή στον κινηµατογράφο;
Όλα τα έχω κάνει (γέλια). Ζηλεύω ερµηνείες, αλλά όχι µε την αρνητική ζήλια. Όταν βλέπω καλές ερµηνείες, λέω το «µπράβο» µέσα απ’ την καρδιά µου. Μου αρέσει να βλέπω συναδέλφους να αποθεώνουν ένα ρόλο. Ξέρεις ότι παλιά κάτι βεντέτες έκοβαν ρόλους που κέρδιζαν το χειροκρότηµα του κοινού ή διάλεγαν µέτριους ηθοποιούς για να µην τους κλέψουν τις εντυπώσεις; Γελοιότητες! Ο καλός ηθοποιός φαίνεται ανάµεσα σε άλλους καλούς, όχι ανάµεσα σε µέτριους. Δεν ζεις όµορφα µέσα στο µέτριο.
Μεσηµέρι πια, κλείσαµε την κουβέντα µας. Η κυρία Κώνστα δηλώνει «δύσκολος άνθρωπος» για τον εαυτό της, αλλά εγώ τόση ώρα συνοµιλούσα µε έναν άνθρωπο ζεστό και περιποιητικό. 
«Να χαίρεσαι όσους αξίζει να χαίρεσαι», µου είπε αποχαιρετώντας µε στην πόρτα του σπιτιού της. Φεύγοντας, σκέφτηκα ότι την είχα πρωτοδεί στην παιδική µου ηλικία να παίζει την κακιά, να φωνάζει και να µαλώνει και να λέω: «Δες έναν τσαµπουκά που βγάζει». Σήµερα, είδα πως ο τσαµπουκάς αυτός πηγάζει από µία προσωπικότητα που στάθηκε στα πόδια της, στηρίζοντας τις επιλογές της και κάνοντας τα πράγµατα που αγάπησε µε ρίσκο.                                                     
 
Η Ντίνα Κώνστα µιλάει για τη φιλία και τον έρωτα, για την τροµοκρατία της τηλεόρασης, αλλά και για το κοινωνικό ηφαίστειο που σιγοκαίει.
 
Συνέντευξη της Ντίνας Κώνστα
στη Μαρία Μανωλέλη
 
Ένα βροχερό πρωί του Νοέµβρη, βρεθήκαµε µε τη Ντίνα Κώνστα στο σπίτι της, ένα σπίτι γεµάτο βιβλία. Ήπιαµε ελληνικό καφέ και καπνίσαµε όλο το πρωί, κουβεντιάζοντας βυθισµένες σε µια συζήτηση που δεν θύµιζε συνέντευξη. Μιλήσαµε για το ξεκίνηµά της στο θέατρο και τη φιλία της µε τον Παύλο Μάτεσι µέχρι την εξέγερση των φοιτητών στη Νοµική, το Πολυτεχνείο και τα χρόνια της χούντας. Από τις πορείες στη Μεταπολίτευση µέχρι και τις πιο πρόσφατες, του 2011 στο Σύνταγµα.
 
Μια γυναίκα κήπος! Δεν ξέρεις πού µπορεί να σε φτάσει η κάθε ερώτηση και τι µπορεί να σταθεί ως αφορµή για να ανοίξει µια κουβέντα που δεν περίµενες. Δυναµική, καλλιεργηµένη, οξυδερκής. Μιλάει για θέµατα της επικαιρότητας και οι ηλικίες µας εξισώνονται, ίδιον των ανθρώπων που ενηµερώνονται και εξελίσσονται χωρίς να σταµατούν σε µια περίοδο της ζωής τους και ζώντας προσκολληµένοι εκεί.
 
 
Είναι συγκινητικό σε εποχές που το µέλλον µιας γυναίκας ήταν πάνω-κάτω συγκεκριµένο (γάµος, παιδιά) κάποιες γυναίκες ξέφευγαν και ακολουθούσαν σπουδές ή επαγγέλµατα αρκετά επισφαλή και µποέµ. Νιώσατε ότι ξεφύγατε από µια κοινωνική νόρµα ακολουθώντας αυτό το επάγγελµα;
Μπα, εγώ δεν είχα τέτοιους στόχους από µικρή. Έπαιζα µε τα αγόρια, έκανα επίτηδες φασαρία για να µε διώξουν από το υποχρεωτικό –τότε– κατηχητικό. Δεν ήµουν ποτέ υπέρ της «τακτοποίησης», κατά την επικρατούσα αντίληψη για τις γυναίκες. Το έβλεπα σαν φυλακή. Είχα πάντα το ελάττωµα ή προτέρηµα να βαριέµαι εύκολα. Καταπιανόµουν µε πράγµατα όπως µαθήµατα πιάνου, ακορντεόν και µετά άρχιζα να τα βαριέµαι. Αρχικά, ήθελα να γίνω δηµοσιογράφος, κάτι που δεν έγινε εξαιτίας διαφόρων εµποδίων. Έβλεπα θέατρο πολύ συχνά, λάτρεψα τις παραστάσεις του Κουν και του Εθνικού. Έπιασα δουλειά και, αφού µάζεψα κάποια χρήµατα, πήγα στη δραµατική σχολή. Όµως, η δουλειά του ηθοποιού δεν είναι µποέµ. Η ζωή του ίσως να είναι, όχι όµως η δουλειά. Η δουλειά αυτή απαιτεί απόλυτη πειθαρχία. Εγώ στη δουλειά µου είµαι πολύ πειθαρχηµένη, ενώ στη ζωή µου δεν έχω ούτε λίστες ούτε σχέδια.
 
Υπήρχαν και τότε οι δυσκολίες που αντιµετωπίζουν σήµερα οι νεαροί συνάδελφοί σας, που αναγκάζονται να κάνουν παράλληλα και άλλες δουλειές για να αντεπεξέλθουν οικονοµικά;
Και για εµάς ήταν το ίδιο δύσκολα ή ίσως και περισσότερο. Κάποιες φορές όχι απλά δεν βγάζαµε χρήµατα, αλλά βάζαµε και από την τσέπη µας. Αγοράζαµε εµείς τα ρούχα και τα αξεσουάρ της παράστασης, και αν δεν πήγαινε καλά χάναµε και τα χρήµατα που βάλαµε. Επίσης, τα πάντα περνούσαν από λογοκρισία, ακόµα και η αρχαία τραγωδία! Εγώ βρήκα µια δουλειά και, αφού έµεινα ένα χρόνο και έβγαλα κάποια χρήµατα, γράφτηκα στη δραµατική σχολή κρυφά. Στο Εθνικό τότε δεν έµπαινες χωρίς χαρτί κοινωνικών φρονηµάτων, άρα ούτε καν να το σκεφτώ δεν µπορούσα. Δεν είχα, επίσης, καµία γνωριµία στο χώρο του θεάτρου. Ήµουν φίλη µε τον Παύλο Μάτεσι, πηγαίναµε στο «Βυζάντιον» για έναν καφέ και βλέπαµε τους ανθρώπους που θαυµάζαµε. Δεν γνώριζα προσωπικά κανέναν.
 
Μέχρι που ήρθε µία επιτυχία και άλλαξαν τα πράγµατα;
Ναι, µπορεί κάποιος ρόλος ή κάποια θεατρική παράσταση να ήταν µια δυναµική αρχή στην καριέρα κάποιου. Εγώ είχα την τύχη να συνεργαστώ µε τον Μποστ και να ανεβάσουµε τη «Φαύστα», το 1965. Μετά από αυτό, ήρθαν κι άλλοι ρόλοι εύκολα. Το «εύκολα», βέβαια, είναι σχετικό, αν αναλογιστεί κάποιος τι δουλειά υπήρχε πίσω από αυτόν το ρόλο.
 
Στα χρόνια της δικτατορίας πώς ήταν τα πράγµατα;
Τα χρόνια της δικτατορίας ήταν δύσκολα. Καταργήθηκαν όλα τα σωµατεία ηθοποιών και δηµιουργήθηκε ένα νέο από τους «συµπαθούντες». Επειδή, λοιπόν, εµείς δεν θέλαµε να γίνουµε µέλη του σωµατείου, µας έκοψαν την ιατροφαρµακευτική περίθαλψη. Ο νεαρός τότε δικηγόρος Κωνσταντίνος Αλα-
βάνος ανέλαβε την υπόθεσή µας και δικαιωθήκαµε επί χούντας.
 
Ένας επιτυχηµένος ρόλος είναι δεσµευτικός για έναν ηθοποιό; Τον χαρακτηρίζει;
Για τον ηθοποιό είναι πρόκληση να κάνει κάτι τελείως διαφορετικό. Οι σκηνοθέτες, όµως, ίσως να τον ταυτίσουν µε κάτι που έκανε επιτυχώς και να του δίνουν ρόλους κοντά σε αυτό. Οι ταµπέλες µπαίνουν εύκολα, αλλά δεν είναι έλλειψη ευελιξίας του ηθοποιού.
 
 
Ο κόσµος ταυτίζει έναν καλλιτέχνη µε ένα ρόλο;
Βέβαια! Ξέρετε, µε έχουν βρίσει έξω στο δρόµο για ρόλο! 'Επαιζα τότε τη Ζηνοβία στη σειρά «Ο συµβολαιογράφος», και µου επιτέθηκαν εξαιτίας της συµπεριφοράς της γυναίκας αυτής και για το πώς φέρθηκε στον άντρα της! (γέλια)
 
Οι Έλληνες που έχουµε θείους στην Αυστραλία και στην Αστόρια προλάβαµε και γίναµε ρατσιστές;
Δυστυχώς, υπάρχει ρατσισµός. Όταν λέµε ρατσισµός, συνήθως εννοούµε τον ρατσισµό απέναντι στους «ξένους». Όµως, ο ρατσισµός είναι παντού. Απέναντι στις γυναίκες, απέναντι στο διαφορετικό, απέναντι σε αυτόν που είναι από την επαρχία. Δεν ξέρω αν προλάβαµε να γίνουµε ή αν υπήρχε πάντα. Το θέµα του ρατσισµού είναι κάτι που δυσκολεύοµαι να το εξηγήσω, γιατί απλά δεν το καταλαβαίνω. Θυµάµαι που έλεγε ο Τσαρούχης σε µια εκποµπή της Μαρίας Ρεζάν για την εποχή που ήταν στο αλβανικό µέτωπο και επέστρεφαν οι φαντάροι µε τα πόδια στην οπισθοχώρηση µέσα σε κακουχίες, µε κρυοπαγήµατα, βρώµικοι και εξαθλιωµένοι. Χτυπούσαν τις πόρτες σε διάφορα σπίτια ζητώντας λίγη τροφή και έλεγε χαρακτηριστικά πως µόνο κάποιοι πρόσφυγες τους άνοιγαν. 
Οι πρόσφυγες -που ήξεραν γιατί τα είχαν ζήσει- τους έβαλαν να ζεσταθούν, τους έ-βρασαν τα ρούχα για να σκοτώσουν τις ψείρες και αφού τους τάισαν, τους έστρωσαν να κοιµηθούν στα κεντηµένα σεντόνια της προίκας τους. Μου έχουν αποτυπωθεί αυτά τα λόγια, που τόσο µε συγκίνησαν. Σκέφτοµαι πως οι Έλληνες, αν και είναι ένας λαός που γνωρίζει από προσφυγιά, έχει στοιχεία ρατσισµού συχνά. Το θυµάµαι από τα παιδικά µου χρόνια, από αφήγησεις συγγενών πώς «υποδέχτηκαν» τους Έλληνες της Ανατολής, όταν ήρθαν κατεστραµµένοι και µε ανθρώπινες απώλειες. Οι Έλληνες, νοµίζω, όταν βλέπουν ένα κεφάλι να ξεχωρίζει δεν θέλουν να το καµαρώσουν, αλλά να το κόψουν… Δεν µπορώ να το εξηγήσω αυτό, ούτε να το ερµηνεύσω, γιατί είναι έξω από εµένα.
 
Τόσα «κεκτηµένα» έχουν χαθεί τα τελευταία χρόνια. Και όµως, υπάρχει µια απάθεια. Πώς το εξηγείται;
Υπάρχει µία βουβή απελπισία, αλλά τον απελπισµένο πρέπει να τον φοβούνται. Αυτός που δεν έχει να χάσει τίποτα µπορεί να γίνει επικίνδυνος. Στη βουβή απελπισία συντελεί σε µεγάλο βαθµό η τροµοκρατία της τηλεόρασης. 
Κάνουν τον άλλο να πιστέψει ότι είναι καλά σε σχέση µε το τι θα µπορούσε να έχει πάθει. Δεν είναι απάθεια όµως, είναι απελπισία και ξαναλέω πως ο απελπισµένος θα αντιδράσει.
 
Αντίδραση δεν έχουµε δει µέχρι σήµερα;
Τι αντίδραση; Τότε που κάηκε η Αθήνα; Δεν έχετε ακούσει ποτέ για προβοκάτσια;
 
Ο έρωτας; Είναι αρρώστια;
(παύση) Είναι αρρώστια µε πολύ ευτυχισµένες στιγµές. Ο παθιασµένος έρωτας είναι αρρώστια, αλλά όχι και να µην αρρωστήσει κανείς ποτέ του! Μένουν πληγές, είτε πλήγωσες είτε σε πλήγωσαν. Ό,τι κάνεις το πληρώνεις… Αυτά δεν είναι ατιµωρητί..
 
Μετά από τις πληγές, κάποιος κλείνεται και γίνεται πιο επιφυλακτικός ή, έχοντας περάσει και ξεπεράσει µια κατάσταση, πλέον δεν φοβάται το ρίσκο του έρωτα;
Νοµίζω ότι κλείνεται. Εξαρτάται, βέβαια, από το µέγεθος της απώλειας. Στο τρένο του έρωτα ανεβαίνουµε µε τον άλλον άνθρωπο στον ίδιο σταθµό, όµως κατεβαίνουµε σε διαφορετικό. Αν κατέβεις πρώτος, η ενοχή που ακολουθεί είναι κάτι πολύ δύσκολο να πάψει να υπάρχει. Ίσως είναι καλύτερα να πληγωθείς παρά να πληγώσεις.
 
Τι «γεµίζει» την καθηµερινότητά σας;
Κοίτα, είµαι δύσκολος άνθρωπος. Είµαι πολύ παρατηρητική, οι κεραίες µου πιάνουν εύκολα το κάλπικο, και όλα αυτά οδηγούν σε µία αποµόνωση. Εγώ αυτή την αποµόνωση την προτιµώ. Υπάρχουν πράγµατα σηµαντικά στην καθηµερινότητά µου, οι άνθρωποι που έχω διαλέξει να αγαπώ, µια καλή ταινία και τα βιβλία που λατρεύω και τα έχω πάντα για παρέα. Έχω πολλά αγαπηµένα βιβλία που τα ξαναδιαβάζω. Η πρώτη ανάγνωση είναι αναγνωριστική. Με τον Μάρκες έπαθα ζηµιά, διαβάζω και ξαναδιαβάζω αυτή τη σουρρεαλιστική, ποιητική γραφή… Το ίδιο αγαπώ και τους ρώσους συγγραφείς.
 
Έχετε σταθερές φιλίες που έχουν δοκιµαστεί και αντέξει στο χρόνο; 
Τη φιλία τη θεωρώ πολύ σηµαντικό πράγµα. Έχω πολύ ωραίες φιλίες. Μου έχουν τύχει και αυτές που, για συγκεκριµένους λόγους, είχαν ηµεροµηνία λήξεως, αλλά κυρίως έχω φιλίες δυνατές. Υπάρχουν άνθρωποι που έχω να τους δω πάρα πολύ καιρό και, όταν µιλάω µαζί τους, είναι σαν να τα λέγαµε χθες. Δυστυχώς, µετράω απώλειες στις φιλίες µου, επειδή πολλοί σηµαντικοί άνθρωποι για µένα δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Έχω έναν τηλεφωνικό κατάλογο από το 1981 και µου κοστίζει κάθε φορά που τον ανοίγω, αλλά δεν τον αλλάζω. Βέβαια, οι άνθρωποι που αγαπήσαµε είναι ζωντανοί µέσα µας.
 
 
Έχετε κάποιο ρόλο απωθηµένο; Κάτι που θέλετε να κάνετε στο θέατρο ή στον κινηµατογράφο;
Όλα τα έχω κάνει (γέλια). Ζηλεύω ερµηνείες, αλλά όχι µε την αρνητική ζήλια. Όταν βλέπω καλές ερµηνείες, λέω το «µπράβο» µέσα απ’ την καρδιά µου. Μου αρέσει να βλέπω συναδέλφους να αποθεώνουν ένα ρόλο. Ξέρεις ότι παλιά κάτι βεντέτες έκοβαν ρόλους που κέρδιζαν το χειροκρότηµα του κοινού ή διάλεγαν µέτριους ηθοποιούς για να µην τους κλέψουν τις εντυπώσεις; Γελοιότητες! Ο καλός ηθοποιός φαίνεται ανάµεσα σε άλλους καλούς, όχι ανάµεσα σε µέτριους. Δεν ζεις όµορφα µέσα στο µέτριο.
Μεσηµέρι πια, κλείσαµε την κουβέντα µας. Η κυρία Κώνστα δηλώνει «δύσκολος άνθρωπος» για τον εαυτό της, αλλά εγώ τόση ώρα συνοµιλούσα µε έναν άνθρωπο ζεστό και περιποιητικό. 
«Να χαίρεσαι όσους αξίζει να χαίρεσαι», µου είπε αποχαιρετώντας µε στην πόρτα του σπιτιού της. Φεύγοντας, σκέφτηκα ότι την είχα πρωτοδεί στην παιδική µου ηλικία να παίζει την κακιά, να φωνάζει και να µαλώνει και να λέω: «Δες έναν τσαµπουκά που βγάζει». Σήµερα, είδα πως ο τσαµπουκάς αυτός πηγάζει από µία προσωπικότητα που στάθηκε στα πόδια της, στηρίζοντας τις επιλογές της και κάνοντας τα πράγµατα που αγάπησε µε ρίσκο.