Shedia

EN GR

28/08/2013

Επείγοντα περιστατικά του Γιώργου Μπαζίνα

σκίτσο του Bonvi
 
Διακοπές στην Κόλαση
 
Η ώρα της επιστροφής ενίοτε είναι τόσο λυτρωτική όσο το βίαιο ξύπνημα από έναν ταπεινωτικό εφιάλτη.
 
μέρος Β’
 
(ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ)
 
Ένας φίλος από τα παλιά με ξεσηκώνει από τον καλοκαιρινό μου λήθαργο, και στο όνομα μιας χαμένης νεότητας, τραβάμε για ξεσάλωμα μιας βδομάδας σε νησί. Η τεχνολογική αδυναμία επικοινωνίας, η ναυτία, το καμάκι με οδηγούν στην άτυχη κατάσταση να βρεθώ σε άγνωστο νησί, εκτός προορισμού, και, ανεπίτρεπτα αφελής, καταλήγω εύκολο θύμα των περιστάσεων. Χωρίς λεφτά, χωρίς κινητό και με απολεσθείσες κάρτες και ταυτότητες γίνομαι έρμαιο της ατυχίας μου.]
 
Όταν ξύπνησα, συνειδητοποίησα ότι είχε απομεσημεριάσει. Για μια ακόμη φορά πανικοβλήθηκα. Ρώτησα για το πλοίο, τι ώρα φτάνει. Είχα καμιά ώρα μπροστά μου για να κατέβω στο λιμάνι, να στηθώ και να περιμένω μη φανεί ο κολλητός μου.
 
Δεν φάνηκε. Αναρωτιόμουν αν όντως με έψαχναν ή  ήταν απορροφημένοι με τις νέες γνωριμίες τους. Εικασίες, μάλλον ανησυχητικές, τριγύριζαν στο μυαλό μου. Στο μεταξύ, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι ήμουν μάλλον σε εξαιρετικά δυσάρεστη κατάσταση. Δεν είχα κινητό για να έρθω σε επαφή με κανέναν, είχα χάσει λεφτά και ταυτότητες. Τι έπρεπε να κάνω; Σκέφτηκα πως ήταν μια λογική κίνηση να πάω στο αστυνομικό τμήμα να δηλώσω την κλοπή του πορτοφολιού. Ή δεν ήταν κλοπή; Αν απλώς μου έπεσε; Άρχισα να τριγυρίζω στους δρόμους που υπέθετα ότι πέρασα. Πήγα στην παραλία, σε μια ανέλπιδη προσπάθεια να υπήρχε κάπου εκεί και τα χιλιάδες μάτια των περαστικών να το είχαν αγνοήσει. Τελικά, αποφάσισα να πάω στο Τμήμα. Μια ταμπέλα με πληροφορούσε: CLOSED FOR THE AFTERNOON – FOR EMERGENCY ONLY CALL NUMBER τάδε. Σίγουρα, δεν ήταν η μέρα μου. Όπως και πολλές άλλες εξάλλου. Ένιωθα έναν κόμπο στο στομάχι, αλλά η πείνα δεν είχε εμφανιστεί ακόμη με εντυπωσιακό τρόπο. Τράβηξα για του Προκόπη. Έκπληξη! Ο Προκόπης αποδείχτηκε ελαφρώς απατεωνάκος.
 
«Σόρι, ρε φίλε, αλλά το δωμάτιό σου δόθηκε. Ήταν πιασμένο από καιρό, κι εγώ ο αφηρημένος το είχα ξεχάσει. Τι να κάνω; Είχα δώσει το λόγο μου…» Μπλα-μπλά-διζε κι εγώ ήξερα ότι δεν τα έβγαζα πέρα με παλιανθρωπάκους. Δεν διαμαρτυρήθηκα καν, κι αυτό προκάλεσε μάλλον έκπληξη στον Προκόπη. 
«Μπορείς αν θέλεις να κοιμηθείς με τον παππού!» είπε τελικά, σε μια κρίση γενναιοδωρίας. Είχα δει τον παππού και κυρίως τον είχα ακούσει και τον είχα μυρίσει. Έκλανε ηχηρά κάθε στιγμή και ώρα.
 
σκίτσο του Bruno D' Alfonso
 
«Υπάρχει περίπτωση να μου δώσεις μερικά λεφτά πίσω;» ρώτησα χωρίς σοβαρή ελπίδα.
 
«Α, όχι!» είπε, με την παλιανθρωπιά του να παίρνει το πάνω χέρι. «Λεφτά δεν επιστρέφονται!»
 
Δεν έκανα καν νύξη ότι θα τον καταγγείλω. Θα είχε τις άκρες του. Κι εγώ είχα αρχίσει να μπαίνω σε στάδιο παραίτησης. Πήρα το σακίδιό μου και τράβηξα προς το λιμάνι.
 
Κοιμήθηκα στην παραλία. Ήταν ένας ύπνος ταραγμένος, γεμάτος με τρίμματα της ζωής μου, φέτες κακοτυχίας, γκρεμούς που έπεφτα, βήματα που δεν μπορούσα να σύρω.
 
Το πρωί με βρήκε κουρασμένο, πεινασμένο, τρομαγμένο. Τι θα έκανα; Η προοπτική της μέρας πρόβαλε εφιαλτική. Ένιωθα ότι είχα αρχίσει να βρωμάω, η φάτσα μου είχε αγριέψει, το επόμενο βήμα στην κακοτυχία μου θα ήταν να με περάσουν για λαθρομετανάστη.
 
«Φίλε, ξέρεις πού πέφτει το αστυνομικό τμήμα;» με ρώτησε ένας μελαμψός τυπάκος και πρόσθεσε ευθύς αμέσως: «Θέλεις αυτό το γκοφρέτα; Εμένα με πεινάει περισσότερο!».
 
Άρπαξα το θεόσταλτο, αν και κολλώδες από τη ζέστη, δώρο και το μασούλισα ηχηρά. «Από πού ‘σαι, συ;» με ρώτησε.
 
«Εσύ από πού είσαι;» ρώτησα περίεργος, ανατρέποντας τη σειρά.
 
«Πάκισταν!» είπε εκείνος. «Βαρέθηκα! Πεινάω. Πάω αστυνομικό τμήμα να με συλλάβουν, να ‘χω να φάω!».
 
«Δίνουν φαΐ;» ρώτησα με ελπίδα όσο και ανόητη απορία. Στο μυαλό μου άστραψε για μια στιγμή ως λύση η προοπτική να με συλλάβουν.
 
«Έλληνας;» κατάλαβε επιτέλους εκείνος. «Τα χάλια σου έχεις!» πρόσθεσε.
 
«Πάμε παρέα στο τμήμα!» του είπα.
 
«Α, όχι!» αντέδρασε εκείνος. «Δεν δικαιούσαι! Μην το μπερδεύεις το πράμα!» είπε και το ‘βαλε στα πόδια.
 
σκίτσο του Quino
 
Είχε δίκιο για τη γκοφρέτα. Τώρα άρχισε να με πεινάει πραγματικά. Δεν είχε νόημα να πάω πια στο αστυνομικό τμήμα να καταγγείλω την απώλεια του πορτοφολιού. Με ξενέρωναν οι διαδικασίες, και η πιθανότατη δυσπιστία, και το μαύρο μου το χάλι, και οι ερωτήσεις, και πιθανότατα οι ειρωνείες. Είπα ν’ αράξω στην παραλία. Ένα μπάνιο θα μου ‘κανε καλό και πιθανότατα θα φρεσκάριζε το μυαλό μου, που το ‘χε μεγάλη ανάγκη.
 
Να πεις ότι δεν το ‘ξερα; Το ‘ξερα. Οι στατιστικές είναι αμείλικτες. Κλήρωσε σε μένα σ’ ολόκληρη παραλία να με τσιμπήσει τσούχτρα. Ήταν ένας φρικτός πόνος, ένα ανυπόφορο κάψιμο. Προσπάθησα να θυμηθώ τι κάνουμε σ’ αυτή την περίπτωση. Το ‘τριψα με άμμο να φύγουν υπόλοιπα πλοκαμιών. Να το κρατήσω στο κρύο νερό. Ξίδι δεν έβλεπα τριγύρω. Αλοιφή δεν σκέφτηκα να πάρω. Προσπάθησα να χαλαρώσω. Όταν ένιωσα ότι ο ήλιος με βάραγε ανηλεώς στο κεφάλι, σύρθηκα, πήρα το σακίδιό μου και τράβηξα για καμιά σκιά.
 
Το απόγευμα έφτασε, μου φάνηκε αργοπορημένο, το καράβι ήρθε κι έφυγε, κολλητός τίποτα. Πεζοπόρησα ψάχνοντας καμιά γωνιά ν’ αράξω, όσο μπορώ απαρατήρητος.  Βρήκα μία με κατάλληλες προδιαγραφές, αλλά με ένα σοβαρό ελάττωμα, που το ανακάλυψα όταν πια άραξα και βολεύτηκα. Έφερνε μυρωδιές κουζίνας και ψησίματος όποτε το αεράκι φυσούσε κατά τη μεριά μου. Μπορεί να ‘κλεισα τα μάτια μου για λίγο, αλλά όταν τ’ άνοιξα φαινόταν πως ήταν αργά πια, προχωρημένη νύχτα. Δίπλα μου είχε αράξει ένας σκύλος. Κοιταχτήκαμε με αμοιβαία καχυποψία. Φαίνεται πως πέρασε από το μυαλό και των δυο μας η ερώτηση τι κάνει εκεί πέρα ο άλλος.
 
«Σκύλε, σκυλααάκο!» άκουσα μια φωνή, και μια ηλικιωμένη σερβιτόρα βγήκε από την πίσω πόρτα μιας ταβέρνας προφανώς, αν συνυπολογίσουμε τις μυρουδιές. Η γυναίκα απόθεσε στη γωνία μια γαβάθα με αποφάγια, που την πλησίασε ο σκύλος, ενώ εκείνη ξαναχάθηκε πίσω από την πόρτα. Πού τη βρήκα τέτοια ταχύτητα; Τέτοια αγριάδα; Ο σκύλος μού γρύλλισε αγριεμένος, του αντιγρύλλισα εγώ απελπισμένος και πρόλαβα ν’ αρπάξω ένα παραψημένο μπιφτέκι, πριν εκείνος προλάβει να συνειδητοποιήσει την απώλεια. Το ‘φαγα όπως δεν έφαγα ποτέ μπιφτέκι στη ζωή μου. Δεν θα το ‘λεγα ζουμερό, δεν θα το ‘λεγα νόστιμο, αλλά ήταν αμβροσία για το λιμασμένο στομάχι μου. Αποχαιρετιστήκαμε ξινισμένα με το σκύλο, και άραξα στη γωνιά μου να κοιμηθώ. Και κοιμήθηκα έναν ύπνο ανήσυχο και αγρίως προβληματικό.
 
Όλη τη μέρα σερνόμουν. Η μοναδική μου επιθυμία ήταν να έρθει η ώρα της άφιξης του καραβιού, να αναβιώσει η ελπίδα για τον ερχομό του κολλητού, η απελευθέρωση από την παγίδευση στην αδιέξοδη κατάστασή μου.
 
Και ήρθε! Έφτασε το καράβι, και ξεμπούκαραν οι κολλητοί, και με είδαν από μακριά, και μου κουνούσαν τα χέρια, και μου φώναζαν: «Πού είσαι ρε μαλάκα;» και με πήραν τα κλάματα, κι έμεινα όρθιος εκεί, με τα ζουμιά να τρέχουν, και ένα κοριτσάκι τράβηξε από το χέρι τη μαμά του και είπε: «Μαμά, τι έχει αυτός ο κυριούλης και κλαίει;». 
 
Τινάχτηκα από το κρεβάτι μου λουσμένος στον ιδρώτα. Συνειδητοποίησα ότι όλο αυτό ήταν απλώς  ένας εφιάλτης ζεστής καλοκαιρινής νύχτας, αλλά ένιωσα τρομαγμένος, ενοχλημένος, αποκαρδιωμένος. «Ε, όχι και κυριούλης!» φώναξα. «Όχι και κυριούλης!».
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ