Shedia

EN GR

27/03/2013

Η επέλαση των επενδυτών, του Κρίτωνα Αρσένη

Του Κρίτωνα Αρσένη*
 
Είναι γνωστό ότι οι εμπορικές και επενδυτικές συμφωνίες αποφασίζονται συχνά κεκλεισμένων των θυρών και χωρίς δημοκρατικό έλεγχο. Η δικαιολογία είναι απλή. Αποτελούν το απρόβλεπτο προϊόν μιας διαπραγμάτευσης μεταξύ δύο κρατών. Κανένα δημοκρατικά εκλεγμένο όργανο από μία από τις δύο χώρες δεν μπορεί να αποφασίσει το ακριβές περιεχόμενό τους. Οι κυβερνήσεις δίνουν ένα πλαίσιο διαπραγμάτευσης στη διαπραγματευτική τους ομάδα, η οποία έχει την ελευθερία να το προσαρμόσει κατά το δοκούν. Το τελικό αποτέλεσμα συχνά δεν ικανοποιεί τα δημοκρατικά αντανακλαστικά κάποιων κοινοβουλίων και κυβερνήσεων. Αλλά ποιος θα ρίξει μια ολόκληρη εμπορική συμφωνία για κάποιες «δημοκρατικές λεπτομέρειες»; Έτσι, συχνά μέσα από τις εμπορικές συμφωνίες μεταφέρονται νομοθετικές και εκτελεστικές εξουσίες από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια σε ιδιωτικές εταιρείες, χωρίς να το παίρνει είδηση κανείς.
 
Αυτά είναι γνωστά. Υπάρχει, όμως, κάτι καινούριο που μας διαφεύγει. Έως σήμερα οι επενδυτικές συμφωνίες δεν επηρέαζαν την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Ό,τι εξουσίες κι αν κέρδιζαν οι εταιρείες, η ευρωπαϊκή νομοθεσία ήταν σχεδόν στο απυρόβλητο. Δικαίωμα ακύρωσης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας είχαν μόνο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, και το Ευρωκοινοβούλιο μαζί με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Με τη Συνθήκη, όμως, της Λισαβόνας, η Ευρωπαϊκή Ένωση απέκτησε το αποκλειστικό δικαίωμα να συνάπτει συμφωνίες προστασίας επενδύσεων. Οι συμφωνίες αυτές θα επηρεάζουν κάθε νέα ευρωπαϊκή νομοθεσία. Όλοι πίστευαν ότι η μεταφορά της αρμοδιότητας από τα κράτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα οδηγούσε στον εκδημοκρατισμό των συμφωνιών αυτών. Και αυτό επειδή η Ευρωπαϊκή Ένωση, σε αντίθεση με πολλά μεμονωμένα κράτη, υποστηρίζει πάγια αρχές, όπως η προστασία του περιβάλλοντος και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όμως οι καιροί άλλαξαν. 
 
Η επιτροπή δικηγόρων
 
Η Ευρωπαϊκή Ένωση διοικείται από την πιο συντηρητική πλειοψηφία ηγετών στην ιστορία της και οι αποφάσεις της συντηρητικοποιούνται ανάλογα. Έτσι στη CETA, την πρώτη υπό διαπραγμάτευση νέα εμπορική και επενδυτική συμφωνία, μεταξύ ΕΕ και Καναδά, το αντιδημοκρατικότερο δυνατό μοντέλο προτιμήθηκε. Εισάγεται το δικαίωμα σε οποιονδήποτε ιδιώτη επενδυτή, που ενοχλείται από κάποιο νέο νόμο για την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας κ.λπ., να ζητεί την κατάργησή του. 
Η προσφυγή γίνεται όχι σε εθνικά ή ευρωπαϊκά δικαστήρια, ούτε καν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, αλλά σε μια εξωθεσμική τριμερή επιτροπή δικηγόρων. Η διεθνής πείρα δείχνει ότι σε κρίσιμες νομοθεσίες η απόφαση είναι υπέρ των εταιρειών. Με τον τρόπο αυτό οι εταιρείες αναλαμβάνουν το ρόλο του νομοθέτη. Είναι ένας έξυπνος τρόπος για να παρακάμψουν τη δημοκρατία, την ανεξαρτησία και το κράτος δικαίου.
 
Οι δυσμενείς επιπτώσεις αυτής της συμφωνίας στη νομοθεσία είναι εμφανείς στην υπόθεση της χημικής βιομηχανίας Ethyl εναντίον του Καναδά, που εκδικάστηκε με βάση αντίστοιχη διάταξη που υπήρχε στη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Βορείου Αμερικής (ΝΑFTA). Ένα πρόσθετο βενζίνης, το ΜΜΤ, που παρήγαγε η εταιρεία, είχε απαγορευθεί στον Καναδά για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας. Η Ethyl, που κατασκεύαζε το ΜΜΤ, μήνυσε τον Καναδά στην ειδική επιτροπή δικηγόρων, όπως προέβλεπε η NAFTA. Ο Καναδάς κατέληξε σε συμβιβασμό και πλήρωσε περίπου 16 εκατομμύρια δολάρια για ζημιά που υπέστη η υπόληψη της εταιρείας, ενώ υποχρεώθηκε να ανακοινώσει ότι το ΜΜΤ δεν θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον και αναγκάστηκε να άρει την απαγόρευση.
 
Άλλη πρόσφατη υπόθεση αφορά τη Γερμανία η οποία είναι από τις χώρες που στηρίζουν τον εξωθεσμικό αυτό διακανονισμό υπέρ των εταιρειών. Η σουηδική εταιρεία Vattenfall μήνυσε τη Γερμανία, το 2009, σχετικά με τους περιβαλλοντικούς όρους λειτουργίας ενός εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στο Αμβούργο ζητώντας αποζημίωση ύψους 1,4 δισ. ευρώ. Η διένεξη τερματίστηκε με υποχώρηση της Γερμανίας. Επιπλέον, η ίδια εταιρεία μήνυσε ξανά τη Γερμανία, το 2012, σχετικά με την απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να κλείσει τα εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας. Η Vattenfall αυτήν τη φορά έχει ζητήσει αποζημίωση πάνω 700 εκ. ευρώ για το κλείσιμο δύο πυρηνικών της μονάδων στη Γερμανία. Η απόφαση εκκρεμεί.
 
Θα αποφασίζουν και για τους μισθούς!
 
Ας σκεφτούμε ένα απλό αντίστοιχο παράδειγμα στη χώρα μας. Ας υποθέσουμε ότι καναδικές εταιρείες συμμετέχουν σε επενδύσεις εξόρυξης χρυσού κάπου στην Ελλάδα (Χαλκιδική, Θράκη κ.α.). Η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει ακολουθώντας τη διεθνή πείρα να απαγορεύσει τη χρήση κυανίου στην εξόρυξη χρυσού, προκειμένου να προστατεύσει τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον. Μία καναδική εταιρεία προσφεύγει κατά της απόφασης. Η επιτροπή των τριών δικηγόρων αποφασίζει ότι, όντως, η αλλαγή στο θεσμικό πλαίσιο της Ελλάδας για τις επιτρεπόμενες μεθόδους εξόρυξης, αποτελεί έμμεση απαλλοτρίωση της καναδικής επένδυσης. Η Ελλάδα υποχρεώνεται να αποσύρει το μέτρο και να πληρώσει αποζημίωση.
 
Αντίστοιχα, αν μία μελλοντική κυβέρνηση αποφασίσει να αυξήσει τον ελάχιστο (: κατώτατο?) μισθό, τις ασφαλιστικές εισφορές των εργοδοτών, να επανακρατικοποιήσει δημόσια περιουσία (το νερό, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια), τότε ιδιωτικές εταιρείες θα μπορούν να ακυρώσουν τις αποφάσεις αυτές.
 
'
Υποθέσεις της εργασίας (μας)
 
Γιατί όμως να αποφασίζουν αυτοί οι δικηγόροι υπέρ των εταιρειών; Πολλοί από τους δικηγόρους αυτούς ζουν αποκλειστικά από την αποζημίωσή τους για τη συμμετοχή τους σε αυτές τις επιτροπές. Δικαίωμα προσφυγής στις επιτροπές αυτές έχουν μόνο οι εταιρείες. Αν οι εταιρείες προσφεύγουν στην επιτροπή, και τα μέλη της απορρίπτουν το αίτημά τους, πολύ απλά οι εταιρείες θα σταματήσουν να προσφεύγουν και οι δικηγόροι αυτοί θα υποχρεωθούν να ψάξουν άλλη δουλειά. Άρα είναι θέμα επιβίωσης για τους ίδιους να εκδικάζουν υπέρ των εταιρειών, τουλάχιστον αρκετά συχνά. Δημιουργούμε κοινώς ένα σύστημα όπου α) μόνο οι εταιρείες έχουν δικαίωμα προσφυγής β) οι δικηγόροι-δικαστές έχουν οικονομικό κίνητρο να εκδικάζουν υπέρ των εταιρειών και ενάντια στο κοινό συμφέρον.
 
Γίνεται κατανοητό ότι καταλύεται το δημοκρατικό δικαίωμα της ισότιμης πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Στην πράξη, το κράτος παρέχει στις εταιρείες νομικά εργαλεία στα οποία δεν θα έχουν πρόσβαση οι πολίτες. Σε αντίθεση με τις εταιρείες, οι πολίτες δεν θα έχουν τη δυνατότητα προσφυγής στην εξωθεσμική αυτή τριαρχία των δικηγόρων. 
 
Όσον αφορά στις νομικές δαπάνες υπεράσπισης μιας τέτοιας διένεξης, υπάρχουν παραδείγματα κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που έπρεπε να πληρώσουν από 10 έως 15 εκατομμύρια δολάρια ανά υπόθεση για την υπεράσπισή τους. Αυτό σημαίνει ακραίο κόστος για τα κράτη-μέλη σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης.
Η συμφωνία με τον Καναδά θα αποτελέσει το πρότυπο που θα ακολουθήσουν όλες οι επερχόμενες εμπορικές συμφωνίες της ΕΕ με τις ΗΠΑ, Ινδία, Σιγκαπούρη κ.ά. Αναμένεται να ολοκληρωθεί πολύ σύντομα. Στη συνέχεια θα εγκριθεί με συνοπτικές διαδικασίες από τις κυβερνήσεις και θα έρθει προς ψήφιση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
 
Η αντίδραση στην προσπάθεια να θεσπιστεί η δυνατότητα των ιδιωτικών εταιρειών να έχουν νόμιμο δικαίωμα προσφυγής κατά οποιασδήποτε απόφασης κοινοβουλίων και κυβερνήσεων αποτέλεσε το έναυσμα του κινήματος ενάντια στις συμφωνίες του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου τη δεκαετία του ’90. Σήμερα όμως, απέναντι στις ίδιες ακριβώς προτάσεις κανείς δεν αντιδρά. 
 
*Ο Κρίτων Αρσένης είναι ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ.
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ