Shedia

EN GR

28/05/2024 Το περιοδικό

Η μοσχοβολιά στην πόλη

Οι νεραντζιές σκορπούν το μεθυστικό τους άρωμα και χρωματίζουν το γκρίζο αστικό τοπίο, υπομένουν καρτερικά την παγωνιά και την ξηρασία, ενώ μας παρέχουν και εντυπωσιακά φαρμακευτικά προϊόντα

«Στο κέντρο της Αθήνας άνθισαν οι νεραντζιές /δίπλα σε κάδους γεμάτους με βρωμιές/το άρωμα των ανθών σε μαγεύει, σε ζαλίζει/αλλά μόνο τα βράδια σε νανουρίζει /οι μέλισσες οι εργατικές πρέπει να επιλέξουν/θα φύγουν ή στη βρωμιά θα μπλέξουν;/ο περαστικός γυρίζει το κεφάλι, μάταια ψάχνει/

τον μεθάει το άρωμα! είναι από τα άνθη;» σημειώνει στο ποίημά της «Οι ανθισμένες νεραντζιές» η συγγραφέας Ευγενία Ηλιοπούλου.

Οι νεραντζιές αποτελούν ένα από τα πιο χιλιοτραγουδισμένα δέντρα. Τα άνθη τους, το άρωμά τους, το πορτοκαλοκίτρινό χρώμα τους, που ξεχωρίζει μέσα στη μουντάδα της πόλης, δίνουν πάντα μια ιδιαίτερη νότα στο αστικό τοπίο. Όχι, όμως, μόνο σε αυτό. Η συγγραφέας Πολυάνθη Βουτσινά έχει συνδέσει τις νεραντζιές με τα παιδικά της χρόνια στη Σάμη της Κεφαλονιάς. «Mε συγκινούν πολύ αυτά τα δέντρα. Όταν ανεβάζαμε θεατρικά για την 25η Μαρτίου και ανέβαινα από το γυμνάσιο όπου κάναμε απογευματινές πρόβες προς το σπίτι μου, όλη η ατμόσφαιρα μύριζε άνθη νεραντζιάς. Μάλιστα, τη Μεγάλη Παρασκευή, καθώς ετοίμαζαν τον Επιτάφιο, έφτιαχναν και κολιέ από άνθη νεραντζιάς για τον Εσταυρωμένο και μοσχοβολούσαν τα πάντα. Καθώς δε γινόταν η περιφορά του δίπλα στα σπίτια της παραλίας,  οι γυναίκες έριχναν κολόνια και άνθη νεραντζιάς. Εικόνες, για μένα, μαγικές».

Θεωρεί, δε, πως οι νεραντζιές της Αθήνας είναι τα πιο τρυφερά, μοναχικά και υπομονετικά δέντρα. «Και είναι τόσο πολλές. Φυτεμένες κατά διαστήματα στο πλάι των δρόμων, στέκουν καρτερικά, υπομένοντας τον καύσωνα του καλοκαιριού και τα κρύα του χειμώνα. Ελάχιστη η περιποίησή τους. Μετρημένα τα χέρια που θα σκεφτούν να τις δροσίσουν στο λιοπύρι. Στέκουν, όμως, πάντα φουντωτές, καταπράσινες, σωστές αγωνίστριες. Όταν πλησιάζει το Πάσχα, οι νεραντζιές ανθοφορούν. Γεμίζουν ολόλευκα μπουκέτα από λεπτεπίλεπτα, κομψότατα άνθη εξαιρετικής ευωδίας. Έχω συνδέσει τα γενέθλιά μου και τις άγιες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας με την ανυπέρβλητη μοσχοβολιά των νεραντζιών. Εαρινό σούρουπο, οι πιστοί οδεύουν προς τις εκκλησίες. Παίρνω κι εγώ το δρόμο που τον στολίζουν τα νεραντζόδεντρα. Περνώντας από κάτω τους, η ψυχή μου και όλες μου οι αισθήσεις πάλλονται από τον γεμάτο αρώματα αέρα. Αρώματα μεθυστικά, εκπληκτικά που εκπέμπονται στην ατμόσφαιρα από τα, όμοια με αστράκια, λουλούδια της νεραντζιάς. Αναπνέω δυνατά, για να μπει βαθιά στους πνεύμονές μου όλο αυτό το αρωματικό μεθύσι. Και θέλω πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Φύση, που μας αγαπάει τόσο, χαρίζοντάς μας ένα τέτοιο ξεχωριστό, φιλικό δέντρο. Βαδίζω στο πεζοδρόμιο και κατά μήκος του περνάω κάτω από τα ολάνθιστα, μυροβόλα εσπεριδοειδή. Και, καθώς περνούν οι μέρες, τα πεζοδρόμια σκεπάζονται από τα πεσμένα νεραντζολούλουδα, λες και στρώθηκε επάνω τους ένα υπόλευκο, λεπτεπίλεπτο, τραπεζομάντιλο.

ΜΑΓΙΚΟ ΡΑΒΔΙ

Αν ήμουν μάγος, θα έπαιρνα σπίτι μου ένα ολάνθιστο κλαρί νεραντζιάς, αλλά και ένα ολάνθιστο κλαρί αμυγδαλιάς, στολισμένο με τα τρυφερά λευκορόδινα ανθάκια της, και θα τα διατηρούσα με το μαγικό ραβδί μου όλο το χρόνο, για να με συνεπαίρνουν και να αγαλλιάζει η καρδιά μου, με τη μοναδική, εξαίσια ευωδιά τους», μας λέει η κ. Βουτσινά, που φέρνει στη μνήμη της το γλυκό νεράντζι που έφτιαχνε η Κεφαλονίτισσα γιαγιά της. «Δεν ξέρω πώς παρασκευαζόταν, ξέρω μονάχα ότι το έβαζε σε ασβέστη. Ήταν, όμως, το ωραιότερο νεράντζι που έχω δοκιμάσει ποτέ και από τότε, όταν θέλω να αγοράσω γλυκό του κουταλιού για το σπίτι, παίρνω γλυκό νεράντζι».

Ο κ. Γιώργος Σφήκας, επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσης, που μεγάλωσε στο Μεταξουργείο και τον Κολωνό, θυμάται τη μητέρα  του να κόβει τα νεράντζια για να τα κάνει γλυκό. «Υπήρχαν δύο τρόποι παρασκευής. Ο ένα ήταν ολόκληρα τα  μικρά, τρυφερά, πράσινα νεραντζάκια και ο άλλος ήταν η φλούδα του ώριμου νεραντζιού, την οποία την κυνηγούσαν οι νοικοκυρές». Μας πληροφορεί, δε, πως «η νεραντζιά είναι το πιο ανθεκτικό εσπεριδοειδές στις παγωνιές και τις ξηρασίες, για αυτό και προτιμάται ως υποκείμενο πάνω στο οποίο μπολιάζονται τα άλλα είδη».

Αρχικά, του εικαστικού Αλέξανδρου Ψυχούλη, καθηγητή Τέχνης και Τεχνολογίας στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, οι  νεραντζιές  του φάνταζαν αδιάφορες, αν όχι ακατανόητες. Ο  ίδιος (που έχει γράψει και το βιβλίο «Τροφοσυλλέκτης») μεγάλωσε στον Βόλο.  «Ο μπαμπάς μου τίποτα δεν άφηνε να πάει χαμένο. Είχε τη γνώση να μετατρέπει το απόρριμμα σε σαμπάνια, το λασπόνερο σε πόσιμο και τις όχι και τόσο εκμεταλλεύσιμες νεραντζιές –με τις οποίες οι κηπουροί του Δήμου Βόλου είχαν γεμίσει παντού την πόλη– σε πορτοκαλιές. Τις δύο νεραντζιές που υπήρχαν στο πεζοδρόμιο έξω από το χημείο του τις είχε μπολιάσει κρυφά. Ελάχιστοι περαστικοί είχαν τις δενδροκομικές γνώσεις για να καταλάβουν τη διαφορά των δύο δέντρων από τα υπόλοιπα της δενδροστοιχίας στην οδό Κουταρέλια. Όμως, εγώ, όταν είχα όρεξη για πορτοκαλάδα, ανέβαινα κι έκοβα τέσσερα πορτοκάλια του πεζοδρομίου.

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΕΔΕΜ

Πολλά χρόνια αργότερα, όταν άρχισα να ενδιαφέρομαι για τις αστικές καλλιέργειες, θυμήθηκα τις δύο πορτοκαλιές και πήγα να τις βρω, αλλά τις είχαν ξεπατώσει. Ήταν η εποχή που στο μυαλό μου άρχισε να καλλιεργείται η ιδέα ενός αστικού κήπου της Εδέμ και να αναρωτιέμαι γιατί οι δήμαρχοι είχαν αυτήν την εμμονή με τις νεραντζιές. Γιατί δεν είχαν φροντίσει να φυτέψουν βρώσιμα καρποφόρα στα πεζοδρόμια, να απλώνω το χέρι, να δοκιμάζω το ώριμο αχλάδι που μου χαμογελούσε, καθώς κατέβαζα τα σκουπίδια. Η ιδέα μού φαινόταν διεξοδική και υλοποιήσιμη. Θα οργάνωνα το κίνημα “μπολιάστε τις νεραντζιές”  –γιατί, ως γνωστόν, η νεραντζιά με μπόλι μπορεί να γίνει πορτοκαλιά, λεμονιά, μανταρινιά, κιτριά, γκρεϊπφρουτιά και ό,τι άλλο εσπεριδοειδές σού περνάει από το μυαλό. Ήμουν ενθουσιασμένος», διηγείται ο κ. Ψυχούλης.

Το όραμα του αστικού κήπου της Εδέμ μπορεί να ήταν μια παλιά ιστορία. Όμως, «η ιδέα έφτασε, το 2016, να υλοποιηθεί, με έναν οργανωμένο εμβολιασμό των νεραντζιών σε λεμονιές από τον Δήμο Ηρακλείου Αττικής, προς όφελος των οικονομικά ασθενέστερων δημοτών. Η είδηση έγινε βάιραλ στα κοινωνικά δίκτυα εκείνη τη χρονιά.Τόσα χρόνια αργότερα, δεν μπορείς να βρεις ούτε ένα ποστ που να λέει πώς εξελίχθηκε το πράγμα. Η Διεύθυνση Πάρκων και Κηποτεχνίας του Δήμου Κορυδαλλού, πάντως, είχε καταδικάσει το εγχείρημα εξαρχής. Το είχαν δοκιμάσει και αυτοί πιλοτικά, σε περιορισμένη έκταση, και δεν πήγε καλά. Σε αντίθεση με τις νεραντζιές, που δεν χρειάζονται καμιά φροντίδα και είναι ανθεκτικές στην ατμοσφαιρική ρύπανση, οι λεμονιές έχουν ανάγκη από πολύ νερό και θρεπτικά συστατικά για να αποδώσουν και, επιπλέον, τα μεγάλα αγκάθια τους είναι επικίνδυνα για τα στενά πεζοδρόμια της Αθήνας. Το χειρότερο, όμως, είναι πως οι λεμονιές είναι ευάλωτες στην παγωνιά. Μια μεγάλη κακοκαιρία θα μπορούσε να τις εξαφανίσει μαζικά. Η επιλογή της Αμαλίας, της βασίλισσας που η ατροφική της μήτρα δεν της επέτρεψε να σπείρει διαδόχους αλλά έσπειρε έναν ολόκληρο Βασιλικό Κήπο, αποδεικνύεται μάλλον επιτυχής και ευωδιαστή. Αυτή ήταν που έκανε μαζικές εισαγωγές νεραντζιών για τις πρώτες δενδροστοιχίες της Αθήνας. Σε αυτήν οι εξεγερμένοι του Πολυτεχνείου το ’73 οφείλουν την επάρκεια πολεμοφοδίων. Το μόνο όπλο τους απέναντι στις δυνάμεις καταστολής ήταν ζουμερά, τσουχτερά νεράντζια», συνεχίζει ο ίδιος.  «Κι εμείς ως παιδιά παίζαμε πόλεμο με τα νεράντζια. Μετά την Κατοχή, υπήρχαν ακόμα πολλά δημόσια καρποφόρα στις γειτονιές της πρωτεύουσας, που ιστορικά έχουν καταγραφεί ως εστίες έριδας και αψιμαχιών».

Μπορεί  κατά βάση το νεράντζι να το κάνουμε γλυκό, δεν απουσιάζει, όμως, και από την παραδοσιακή μαγειρική. Στο βιβλίο του «Τροφοσυλλέκτης»,  ο κ. Ψυχούλης καταγράφει συνταγή παλαμίδας με χυμό νεραντζιού (που περιλαμβάνει μία παλαμίδα, ένα φρέσκο κρεμμύδι, αλάτι, ελαιόλαδο και το χυμό ενός νεραντζιού).  «Τη βρήκα σε ένα παραδοσιακό τσιπουράδικο του Βόλου. Στην πόλη είναι γενικά αρκετά επινοητικοί στους μεζέδες, λόγω της παράδοσης με το τσίπουρο».

ΜΑΡΤΥΡΙΑΡΙΚΑ ΔΕΝΤΡΑ

Για έναν άλλο Βολιώτη, τον Αντώνη Ζαβαλιάγκο, καθηγητή στο Τμήμα Επιστήμης των Υλικών στο Πανεπιστήμιο Drexel της Φιλαδέλφειας των ΗΠΑ, που διατηρεί και τη σελίδα «Η Μαγνησία στο πέρασμα του χρόνου», οι νεραντζιές αποτελούν ένα σήμα κατατεθέν της πόλης. «Εκεί που περπατάς μαζεμένος, με τα χέρια στις τσέπες για να προστατευθείς από την υγρασία του χειμωνιάτικου βολιώτικου κρύου που σε περονιάζει, οι φορτωμένες με καρπό νεραντζιές παρουσιάζουν μια εικόνα ανοιξιάτικη, ίσως και καλοκαιρινή. Είναι και μαρτυριάρες, γιατί μπορείς να καταλάβεις ποιοι/ες είναι τεμπέληδες και αφήνουν τα πεσμένα νεράντζια “να κοσμούν” το πεζοδρόμιό τους και ποιοι/ες μεθοδικά, καθημερινά καθαρίζουν. Είναι μια διαχρονική εικόνα, που τουλάχιστον από τότε που μεγάλωνα στην πόλη τη θυμάμαι». 

Στη μνήμη του κ. Ζαβαλιάγκου, τα σπίτια χτισμένα βάσει του «συστήματος Παρασκευόπουλου» είναι απόλυτα συνυφασμένα με τις νεραντζιές, που απλώνονταν συχνότατα έξω από αυτές τις οικίες. «Λίγα πια έχουν απομείνει στον Βόλο. Όταν μετά το σεισμό του 1955,  το 90% των σπιτιών της πόλης κρίθηκαν ακατάλληλα για κατοίκηση, η μαζική ανοικοδόμηση ήταν ένα τρομερό σε μέγεθος έργο. Τότε, ο καθηγητής του ΕΜΠ Περικλής Παρασκευόπουλος  πρότεινε να κτιστούν μικρά αλλά αντισεισμικά σπίτια με μία ταχύτατη τεχνική, που δεν χρειαζόταν έμπειρους οικοδόμους. Οι τοίχοι είχαν δύο σειρές τούβλων και στη μέση χυνόταν η “ψύχα”-μπετόν, ενίοτε ενισχυμένο με πλέγμα. Τα σπίτια ήταν ομοιόμορφα και μικρά».

Σε μια πρωινή του βόλτα στην πόλη, ο κ. Ζαβαλιάγκος  σκεφτόταν «πότε, άραγε, φυτεύτηκαν οι νεραντζιές στον Βόλο; Ποιος πήρε την πρωτοβουλία; Ποια είναι η αρχαιότερη νεραντζιά στην πόλη; Τα πρακτικά του Δήμου Βόλου δεν δουλεύουν πια.  Τα υπόλοιπα ιστορικά και φωτογραφικά ντοκουμέντα δεν εστιάζουν σε τέτοιες δευτερεύουσες λεπτομέρειες. Στη βόλτα μου, πάντως, εντόπισα αρκετές λεμονιές (από μπολιασμένες νεραντζιές). Το επόμενο βήμα είναι να διακρίνω τις πορτοκαλιές από τις νεραντζιές. Κάτι δύσκολο», σημειώνει.

Η επιστημονική ονομασία του νεραντζιού είναι Citrus aurantium L. (Κίτρον το νεράντζιον) και ανήκει στην οικογένεια ρουτίδες. « Είναι μικρό δέντρο με αγκαθωτά κλαδιά που φτάνει σε ύψος τα τέσσερα μέτρα. Κατάγεται από τη Νότιο Ασία (Ινδίες και Περσία) και καλλιεργείται στις παραμεσόγειες χώρες. Είναι αειθαλές, με φύλλα εναλλασσόμενα. Τα πολύ αρωματικά άνθη είναι λευκά, στη μασχάλη των φύλλων, από δύο-οκτώ πέταλα, ενωμένα ανά δύο ή τρία. Είνα, δε, ερμαφρόδιτα (έχουν και αρσενικά και θηλυκά όργανα) και γονιμοποιούνται από τα έντομα», εξηγεί ο  οδοντίατρος Σάκης Κουβάτσος, που έχει κάνει εκτεταμένη έρευνα πάνω στις νεραντζιές. «Υπάρχουν δύο ποικιλίες, η Μπιγκαράντια η δασική, που είναι η πλέον γνωστή, και η γλυκιά Νεραντζιά (C. Bigaredia dulcis), η οποία κάνει καρπούς μεγαλύτερους, με μακρουλούς σπόρους και τραχύ φλοιό». Κυκλοφορούν, δε, όπως τονίζει ο ίδιος διάφορες (μυθ)ιστορίες για το ποιος έφερε τις νεραντζιές στη χώρα μας. «Πολλοί λένε οι Άραβες, άλλοι λένε οι Πορτογάλοι και άλλοι ο Ηρακλής (σύμφωνα με το μύθο των χρυσών μήλων των Εσπερίδων). Στην Ελλάδα, πάντως, τις καλλιεργούσαν από αρχαιοτάτων ετών.

ΦΛΟΥΔΑ & ΥΠΕΡΤΑΣΗ

Στην Κρήτη την αποκαλούν Νερατζά ή Ανερατζά. Τον ώριμο καρπό του δέντρου, το ανεράτζι, το χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν το γλυκό ζουλφαρί (από το τούρκικο ζιλίφ, που σημαίνει μπουκλάκια, λόγω του σχήματός του). Τον ώριμο καρπό τον έκοβαν εγκάρσιες φέτες και τον πασπάλιζαν με κύμινο, τον έψηναν στα κάρβουνα και τον επέθεταν “στσι μαργωτίδες” (χιονίστρες). Επίσης, τον έδεναν γύρω από το λαιμό σε προβλήματα αμυγδαλίτιδας. Το χυμό του νεραντζιού τον χρησιμοποιούσαν στην τσιλαδιά (πηκτή). Τα νεράντζια τα έβραζαν με τη φλούδα τους και τα έπιναν κατά της υπέρτασης. Τις τρυφερές κορυφές της νεραντζιάς τις τοποθετούσαν στην τρύπα του βαρελιού, όταν βράζει ο μούστος, για να γίνεται το κρασί μυρωδάτο. Από τα άνθη έβγαζαν και ανθόνερο».

Και τα φαρμακευτικά προϊόντα, ωστόσο, που μας παρέχει  η νεραντζιά είναι, πραγματικά, εντυπωσιακά.

«Είναι να σαστίζει κανείς με τα αιθέρια έλαια που μας προμηθεύει. Το έλαιο που λαμβάνουμε από τα φύλλα ονομάζεται πτιγκρέιν (pettitgrain). Αυτό που λαμβάνεται από τα άνθη ονομάζεται “νερολί”. Το νερολί είναι το ακριβότερο και περιζήτητο, μια και φημίζεται για την ιδιότητά του να βελτιώνει τη διάθεση, ενώ συμβάλλει και στην αντιμετώπιση διάφορων ψυχολογικών διαταραχών. Επίσης, είναι χρήσιμο και για την αντισηπτική του δράση. Έρευνες έχουν δείξει ότι ο καρπός της νεραντζιάς καταπολεμά τον ροταϊό που προκαλεί διάρροια. Αν, λοιπόν, η διάθεσή σας παρουσιάζει σκαμπανεβάσματα, να έχετε μαζί σας ένα μπουκαλάκι νερολί για να το μυρίζετε. Αν δυσκολεύεστε στον ύπνο, λίγο μασάζ με αμυγδαλέλαιο στο οποίο έχετε ρίξει μία-δύο σταγόνες νερολί θα σας βοηθήσει να κοιμηθείτε.

Τα φύλλα του δέντρου είναι χωνευτικά, καταπραϋντικά και σπασμολυτικά. Ηρεμούν τα νεύρα και βοηθούν στην αϋπνία, ανακουφίζουν από  το στομαχόπονο και το βήχα και κατεβάζουν το σάκχαρο των διαβητικών. Χρησιμοποιούνται, μάλιστα, στη σύνθεση πολλών μειγμάτων τσαγιού. Τα άνθη είναι καταπραϋντικά και η φλούδα χρησιμοποιείται σαν βελτιωτικό γεύσης, ενώ ο ίδιος ο καρπός είναι τονωτικός, όταν τρώγεται το πρωί. Το γλυκό από άνθη νεραντζιάς και από νεράντζι ανοίγει την όρεξη και βοηθά στη δυσκοιλιότητα. Ο δε χυμός,  που είναι πλούσιος σε βιταμίνες, εκτιμάται πολύ σαν προληπτικό της γρίπης. Έχει εξαιρετικές διουρητικές ικανότητες, αποτελεί καλό φάρμακο για τις νεφρικές και ηπατικές παθήσεις, βελτιώνει τις περισταλτικές κινήσεις των εντέρων, είναι χωνευτικός, αντιτοξικός, αντιοξειδικός και αντιλοιμώδης»,  μας εξηγεί ο κ. Κουβάτσος.

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ

Όντως, όπως τονίζει ο δρ. Δημήτρης Κυριακάκης, πρώην διευθυντής Πρασίνου και Αστικής Πανίδας του Δήμου Αθηναίων, «στην Αθήνα, αυτή τη στιγμή, υπάρχουν 92.000 δέντρα, εκ των οποίων τα 20.000 περίπου είναι νεραντζιές (δηλαδή πάνω από το 20% των δενδροστοιχιών της πόλης). Η βασίλισσα Αμαλία, το 1839, έκανε την πρώτη μεγάλη εισαγωγή περίπου 8.500 φυτών από διάφορα είδη, μεταξύ των οποίων και νεραντζιές. Την περίοδο της Κατοχής υπάρχει μία μείωση των δενδροστοιχιών, καθώς καιγόντουσαν τα ξύλα για να ζεσταθεί ο κόσμος». Πώς, όμως, εξηγείται η εξάπλωση των νεραντζιών στην πρωτεύουσα; «Η νεραντζιά έχει πολλά πλεονεκτήματα. Είναι ένα δέντρο που αναπαράγεται εύκολα με σπόρο. Από την άλλη, αναπτύσσεται πολύ καλά στα αργυλοασβεστώδη εδάφη της Αττικής και αντέχει στις ξηροθερμικές συνθήκες που υπάρχουν το καλοκαίρι, αλλά και το χειμώνα στις  θερμοκρασίες που αναπτύσσονται στην πόλη μας. Είναι απόλυτα προσαρμοσμένη στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της Αττικής. Επιπλέον, είναι ένα φυτό που δεν παίρνει μεγάλες διαστάσεις και προσαρμόζεται εύκολα και στα στενά πεζοδρόμια, που είναι και τα περισσότερα της πόλης», καταλήγει.

 

Κείμενο: Σπύρος Ζωνάκης


comments powered byDisqus

Αρχειο

Κατηγοριες