Shedia

EN GR

16/12/2022 Το περιοδικό

Η ζεστασιά

Πριν από λίγες μέρες, βγήκαμε από την παράσταση «Τουλούζ Λωτρέκ – Η φαντασία της αμαρτίας» στο Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο «Μαρία Κάλλας» και σταθήκαμε ακριβώς έξω από την είσοδο. Στα μάτια μου, έπαιζε η εικόνα από το παλιομοδίτικο σκαρπίνι του Τσαλταμπάση να διαγράφει τις καμπύλες του στο κίτρινο φως της σκηνής πατώντας προφίλ σε εμάς. Ακουμπούσαν μονάχα το τακούνι και η άκρη του πέλματος πριν τα δάχτυλα. Έξω από την πόρτα, λοιπόν, ήταν ένας πωλητής του περιοδικού «σχεδία», με το κόκκινο γιλέκο του. Καθώς στεκόμασταν παραδίπλα, ακούω τον ελαφρύ κρότο ενός περιοδικού στο πεζοδρόμιο. Ο πωλητής πετάγεται, πιάνει το περιοδικό που του ξέφυγε και μουρμουράει: «Πρέπει να το βάλω μέσα. Είναι βρώμικο αυτό. Θα βγάλω άλλο». Πηγαίνει γρήγορα στο πλάι μιας κολόνας, ανοίγει το σακίδιό του και βάζει μέσα, όπως-όπως, το λερό. Τότε, τραβάει μια διαφάνεια από την τσάντα και, με μεγάλη προσοχή, βγάζει ένα καινούριο, καθαρό τεύχος, επιστρέφοντας στη θέση του. Η αλήθεια είναι πως όλα αυτά τα χρόνια δεν έχω αγοράσει κάποιο τεύχος της «σχεδίας». Σπάνια έχω μετρητά, λέω στον εαυτό μου και τον καθησυχάζω. Μια ακόμα δικαιολογία. Μετά το συγκεκριμένο συμβάν, όμως, ήμουν έτοιμος να μπήξω τα κλάματα. Όχι από συγκίνηση ή από λύπηση. Επειδή αυτή η σχεδόν ασήμαντη επιλογή ανθρώπινης αξιοπρέπειας και καθήκοντος του πωλητή μού άνοιξε για λίγο την πόρτα του σπουδαίου σύμπαντος των μικρών πραγμάτων. Εκείνων που, αν τα συνθέσεις, θα σου δώσουν τη ζεστασιά που απελευθερώνει το πάτημα των ανθρώπων στη Γη. Εκείνων που δίνουν την ουσία στα αλαζονικά μας όνειρα.

Ήξερα ότι αν δεν αγόραζα ένα από τα περιοδικά, θα το μετάνιωνα για μέρες. Φυσικά και πάλι δεν είχα μετρητά. Δίστασα λίγο, αλλά με τον πιο απότομο τρόπο που μπορούσα, ζήτησα από την Κορνηλία πέντε ευρώ, δανεικά. Κάπως ξαφνιασμένη, μου τα έδωσε και, χωρίς να πω τίποτε άλλο, πήγα προς τον πωλητή. «Γεια σας, θα μπορούσα να πάρω ένα;» του λέω. Αφού μου το δίνει, αρχίζει να με ρωτάει για την παράσταση. Μου λέει πως φαίνεται ένα δύσκολο έργο και χαίρεται που μας βλέπει νέα παιδιά να είμαστε εκεί. Με ρωτάει αν πηγαίνουμε τακτικά και πως εκείνος προτιμά τα «περίεργα» έργα, γιατί έχει κουραστεί να βλέπει κλασικές παραστάσεις. Κάπως απότομα, διακόπτει τη συζήτηση, αισθανόμενος ότι δεν ήθελα να του μιλήσω ή ότι δεν με ενδιέφερε. Σε αυτό έκανε λάθος. Αισθανόμουν τόσο μικρός μπροστά του, που είχα χάσει τα λόγια μου. Όλη αυτή η ασήμαντη αλλά σπουδαία (για εμένα) κίνηση που είχε κάνει και η αγάπη του για το θέατρο με έκαναν να αισθάνομαι τόσο ελλιπής στη δική του ανθρωπιά. Έφυγα ευχαριστώντας τον, με ένα αμήχανο χαμόγελο.

*Το κείμενο είναι τoυ φίλου Ηλία Ψυρούκη. Τον ευχαριστούμε θερμά.

**Στη φωτογραφία ο κ. Λευτέρης, ο πωλητής της «σχεδίας» από τη συγκεκριμένη ιστορία.

 


comments powered byDisqus

Αρχειο

Κατηγοριες