Shedia

EN GR

01/06/2021 Το περιοδικό

Το φύλο της αντίστασης

Μία διακεκριμένη οικονομολόγος βγάζει από την αφάνεια την απλήρωτη γυναικεία εργασία, βρίσκει το αντίδοτο στην κρίση στην «οικονομία της φροντίδας», θεωρεί την ισότητα των φύλων παραγωγική, ενώ υπερασπίζεται ένα καθολικό δικαίωμα στις διακοπές.

Συνέντευξη της Μαρίας Καραμεσίνη στον Σπύρο Ζωνάκη

«Μια “οικονομία της φροντίδας” στηρίζεται σε μια “κοινωνία που νοιάζεται” και θα εξασφαλίζει ένα καθολικό δικαίωμα στη φροντίδα, ένα δικαίωμα όλων να φροντίζουν και να φροντίζονται σε όλες τις φάσεις του κύκλου ζωής. Μια “οικονομία της φροντίδας” προϋποθέτει την ανάπτυξη ενός καθολικού συστήματος κοινωνικής φροντίδας, με εκτεταμένες δημόσιες επενδύσεις που θα καλύπτουν τα κενά σε όλους τους επιμέρους τομείς, ιδίως στη φροντίδα ηλικιωμένων και αναπήρων, όπου αυτά είναι μεγαλύτερα, δημιουργώντας ευκαιρίες απασχόλησης στις γυναίκες, αναγνωρίζοντας την κοινωνική αξία και αναβαθμίζοντας τους μισθούς και όρους απασχόλησης στα επαγγέλματα της φροντίδας», σημειώνει, μεταξύ άλλων, στη συνέντευξή της στη «σχεδία» η Μαρία Καραμεσίνη, καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής και πρόεδρος της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων του Παντείου Πανεπιστημίου, πρώην πρόεδρος και διοικήτρια του ΟΑΕΔ. Το βιβλίο της «Γυναίκες, φύλο και εργασία στην Ελλάδα» κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Νήσος».

Γιατί η απλήρωτη οικιακή εργασία είναι παραγωγική; Πώς η «οικονομία της φροντίδας» μπορεί να έρθει ως απάντηση στην κρίση και για ποιο λόγο αποτελούν δυναμικό παράγοντα αντίστασης σε αυτήν; Με ποιον τρόπο το «επίδομα διακοπών για όλους» μπορεί να αναζωογονήσει την τουριστική βιομηχανία; Απαντήσεις (και) σε όλα τούτα τα ερωτήματα δίνει στη συνέντευξή της στη «σχεδία» η κ. Καραμεσίνη.

 

Υιοθετείτε μία φεμινιστική προσέγγιση της οικονομίας. Αλήθεια, πώς μπορεί να ενταχθεί η οπτική του φύλου στην οικονομία;

Στον καπιταλισμό, η κυριαρχία της παραγωγής για την αγορά κατέστησε «αόρατες» τις δύο μη αμειβόμενες μορφές οικογενειακής εργασίας που συνεχίζουν και σήμερα να παρέχουν κατά κύριο λόγο οι γυναίκες, την οικιακή εργασία και τη βοηθητική εργασία στις οικογενειακές επιχειρήσεις. Η κοινωνική απαξίωση αυτών των μορφών εργασίας ευθύνεται ιστορικά για τους χαμηλούς μισθούς στα γυναικεία επαγγέλματα της μισθωτής εργασίας, άρα για τη συνολική κοινωνική υποτίμηση της αξίας της γυναικείας εργασίας. Στο βιβλίο υιοθετώ μια φεμινιστική προσέγγιση της οικονομίας και της εργασίας, που αμφισβητεί τη συμβατική οικονομική σκέψη ως προς τα εξής: την ταύτιση του προϊόντος της οικονομίας με το προϊόν και την αξία της εμπορευματικής παραγωγής, το χαρακτηρισμό της απλήρωτης οικιακής εργασίας ως μη παραγωγικής και τον αποκλεισμό της συνεισφοράς της τελευταίας, όπως και της εθελοντικής εργασίας, από το παραγόμενο προϊόν και τη μέτρηση του ΑΕΠ. Το ψήφισμα Ι του 19ου Διεθνούς Συνεδρίου των Στατιστικών της Εργασίας, το 2013, υιοθέτησε έναν ευρύ ορισμό της εργασίας, δικαιώνοντας τους πολύχρονους αγώνες των φεμινιστριών. Στον προηγούμενο περιοριστικό ορισμό της εργασίας ως το σύνολο των δραστηριοτήτων που παράγουν αγαθά και υπηρεσίες για χρήση από άλλους έναντι αμοιβής ή κέρδους, ο νέος ορισμός –που εντέλει υιοθετήθηκε από τον ΟΗΕ– προσέθεσε την εργασία για παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών προς ίδια χρήση, η οποία συμπεριλαμβάνει την απλήρωτη οικιακή εργασία και την εργασία φροντίδας, που απευθύνονται στα μέλη του νοικοκυριού και της οικογένειας.

Όντως, και ερευνητικά καταγράφεται ότι οι γυναίκες δουλεύουν περισσότερο από τους άνδρες στη χώρα μας.

Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, οι γυναίκες αναγκάστηκαν να καταβάλουν τεράστια προσπάθεια  για να συμπαρασταθούν συναισθηματικά και πρακτικά σε άνεργους συντρόφους και παιδιά, να περιθάλψουν άρρωστους συγγενείς στο σπίτι και να τους βοηθήσουν επί τόπου, σε δημόσια νοσοκομεία που αγωνίζονταν με πενιχρά μέσα και προσωπικό να ανταποκριθούν στην αυξημένη κοινωνική ζήτηση περίθαλψης, να φροντίσουν μόνες τους το νοικοκυριό, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους γονείς, όταν βρέθηκαν στην αδυναμία να αγοράζουν οικιακές υπηρεσίες καθαριότητας και φροντίδας ή να πληρώνουν τα τροφεία του παιδικού σταθμού. Τις ευθύνες  τις επωμίστηκαν σύμφωνα με τον κοινωνικό τους ρόλο, χωρίς ο κόπος τους να καταγράφεται και να αναγνωρίζεται κοινωνικά. Επιμέρους έρευνες έχουν αναδείξει το μεγάλο βάρος που σήκωσαν οι γυναίκες τη δεκαετία της κρίσης, αλλά οι «παράπλευρες συνέπειες» της τελευταίας στις ζωές των γυναικών και στις ενδοοικογενειακές σχέσεις παραμένουν στο μεγαλύτερο μέρος τους αόρατες. Άλλες έρευνες έχουν αναδείξει τον κομβικό ρόλο που έπαιξαν οι γυναίκες στα κινήματα αλληλεγγύης προς τα θύματα της κρίσης, αλλά και στις πρωτοβουλίες εναλλακτικής οικονομικής οργάνωσης και ανταλλαγής. Από την άλλη, η έρευνα χρήσης χρόνου που διεξήχθη από την ΕΛΣΤΑΤ, την περίοδο 2013-2014, συγκέντρωσε για πρώτη φορά δεδομένα για την ετήσια δαπάνη χρόνου ανδρών και γυναικών ηλικίας 20-74 ετών στην αμειβόμενη εργασία, τη φροντίδα του νοικοκυριού και σε ελεύθερο χρόνο. Από αυτά προκύπτει ότι οι γυναίκες εργάζονται συνολικά την ημέρα μια ώρα και είκοσι τέσσερα λεπτά περισσότερο από τους άνδρες κατά μέσο όρο, εφόσον δαπανούν δύο ώρες και πενήντα λεπτά περισσότερες από αυτούς στη φροντίδα του νοικοκυριού, ενώ αφιερώνουν μία ώρα και είκοσι έξι λεπτά λιγότερο στην αμειβόμενη εργασία. Σε κάθε περίπτωση, οι ανισότητες φύλου εις βάρος των γυναικών στην Ελλάδα ως προς τη δαπάνη χρόνου στη μη αμειβόμενη εργασία ήταν από τις μεγαλύτερες μεταξύ των αναπτυγμένων κρατών (μικρότερες μόνο από αυτές στην Πορτογαλία και την Ιταλία), καθώς επιτελούν το 75% της απλήρωτης οικιακής εργασίας φροντίδας.

ΘΗΛΥΚΗ ΕΞΑΝΤΛΗΣΗ

Σημειώνετε πως, σε αντίθεση με τις μεταπολεμικές οικονομικές κρίσεις, εκείνη του κορωνοϊού έχει ξεκάθαρες έμφυλες επιπτώσεις, εις βάρος των γυναικών. Για ποιο λόγο;

Η καραντίνα είχε σημαντικότατες έμφυλες συνέπειες στην απλήρωτη οικιακή εργασία φροντίδας. Πρώτον, αυξήθηκε εκθετικά η απλήρωτη εργασία φροντίδας των γυναικών λόγω του κλεισίματος των σχολείων και των παιδικών σταθμών και του κατ’οίκον περιορισμού. Αναγκάστηκαν να απασχολούν συνέχεια και να διαβάζουν τα παιδιά που δεν πήγαιναν σχολείο και να φροντίζουν τους άνδρες που βρέθηκαν περισσότερες ώρες στο σπίτι. Οι εργαζόμενες γυναίκες, δηλαδή, που περιορίστηκαν στο σπίτι τους, είτε με απόφαση τους εργοδότη τους για αναστολή της σύμβασης εργασίας είτε δουλεύοντας εξ αποστάσεως, συχνά καθ’ υπέρβαση των κανονικών ωραρίων εργασίας, ανέλαβαν αυξημένα καθήκοντα φροντίδας. Οι εργαζόμενες γυναίκες που συνέχισαν να δουλεύουν σε ανοιχτές επιχειρήσεις βρέθηκαν στη δυσμενέστερη θέση. Πολλές γυναίκες κατά τη διάρκεια της καραντίνας έφτασαν στα όρια της εξουθένωσης, λόγω υπερβολικού φόρτου αμειβόμενης και μη αμειβόμενης εργασίας και αυξημένου στρες. Όντως,  όλες οι μεταπολεμικές οικονομικές κρίσεις στις αναπτυγμένες οικονομίες έπλητταν αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο τη μεταποίηση και τις κατασκευές, δηλαδή τον ανδροκρατούμενο δευτερογενή τομέα. Η κρίση του κορωνοϊού είναι διαφορετική, εφόσον τα μέτρα της καραντίνας εφαρμόστηκαν στον τομέα των υπηρεσιών, που απασχολεί τον μεγάλο όγκο των εργαζόμενων γυναικών. Οι κλάδοι των υπηρεσιών όπου όχι μόνο οι χώροι εργασίας έμειναν ανοιχτοί, αλλά είδαν και τη δραστηριότητά τους να εκτοξεύεται (υγεία, εμπόριο τροφίμων και φαρμάκων κ.λπ.) είναι οι περισσότεροι γυναικοκρατούμενοι, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των μισθωτών στα βασικά επαγγέλματα πρώτης γραμμής (νοσηλευτικό προσωπικό, εργαζόμενοι σε σουπερμάρκετ, καταστήματα τροφίμων και φαρμακεία, στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι», στους οίκους ευγηρίας και τα προνοιακά ιδρύματα) ήταν γυναίκες, που εκτέθηκαν σε μεγάλο κίνδυνο να νοσήσουν από τον ιό και σε εξαντλητικά ωράρια εργασίας. Στον ιδιωτικό τομέα, τα επαγγέλματα αυτά έχουν χαμηλές αμοιβές και επισφαλείς συνθήκες απασχόλησης, αναντίστοιχες με τον κομβικό τους ρόλο στην ικανοποίηση των βασικών αναγκών του πληθυσμού.

Θεωρείτε πως η κρίσης της πανδημίας αναδεικνύει την ανάγκη ανάπτυξης μιας «οικονομίας της φροντίδας». Τι ακριβώς αυτή περιλαμβάνει;

Η «οικονομία της φροντίδας» είναι μια πρόταση κοινωνικής ανάπτυξης, που διαμορφώθηκε από φεμινίστριες οικονομολόγους, συμβατή με την ανάγκη μετασχηματισμού των σύγχρονων οικονομιών για να αντιμετωπίσουν όχι μόνο την οικολογική κρίση αλλά και μείζονα κοινωνικά προβλήματα, όπως η κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής και τα ελλείμματα φροντίδας στις κοινωνίες, στη βάση των αρχών της αλληλεγγύης, της έγνοιας για τον άλλο και της ισότητας των φύλων. Η πρόταση περιλαμβάνει κοινωνικές επενδύσεις στην υγεία, την παιδεία, την κοινωνική κατοικία, και την φροντίδα παιδιών, ηλικιωμένων και αναπήρων για την ανάπτυξη υπηρεσιών φροντίδας υψηλής ποιότητας και την επίτευξη της ισότητας των φύλων. To 2014, ερευνητές τεκμηρίωσαν για την οικονομία των ΗΠΑ τα πλεονεκτήματα μιας πολιτικής επενδύσεων στην κοινωνική φροντίδα έναντι επενδύσεων σε φυσικές υποδομές (π.χ. αυτοκινητόδρομοι, γέφυρες), ως μέρος μιας στρατηγικής για την αποτελεσματική και δίκαιη δημιουργία θέσεων εργασίας, συμβατής με την προώθηση της ισότητας των φύλων. Απέδειξαν ότι δημόσιες επενδύσεις ύψους 50 δις δολαρίων στην κοινωνική φροντίδα παράγουν δύο φορές περισσότερες θέσεις εργασίας έναντι της επένδυσης κεφαλαίου ίδιου ύψους στις φυσικές υποδομές. Η περίοδος της καραντίνας, πέρα από το ότι κατέστησε ορατό τον αναντικατάστατο ρόλο του κοινωνικού κράτους και συγκεκριμένα των δημόσιων συστημάτων υγείας, ανέδειξε τον κομβικό ρόλο της φροντίδας για τη λειτουργία και αναπαραγωγή της κοινωνίας, τη σημασία της «έγνοιας για τον άλλο» για την κοινωνική συνύπαρξη και την αντιμετώπιση κρίσεων. Επίσης, κατά τη διάρκεια της καραντίνας αποκαλύφθηκε αφενός το «συνεχές» της φροντίδας –από το σπίτι, στο σχολείο, στο νοσοκομείο, στους οίκους ευγηρίας, στις δομές αναπήρων και τα προνοιακά ιδρύματα– και αφετέρου η παροχή του κύριου όγκου τόσο της αμειβόμενης όσο και της απλήρωτης φροντίδας από τις γυναίκες. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων, στην ΕΕ οι γυναίκες αποτελούν το 86% των εργαζομένων στις προσωπικές υπηρεσίες στον τομέα της υγείας, το 93% των εργαζομένων στη φροντίδα παιδιών, το 95% των εργαζομένων καθαριότητας και φροντίδας στα σπίτια. Μια «οικονομία της φροντίδας» στηρίζεται σε μια «κοινωνία που νοιάζεται» και θα εξασφαλίζει ένα καθολικό δικαίωμα στη φροντίδα, ένα δικαίωμα όλων να φροντίζουν και να φροντίζονται σε όλες τις φάσεις του κύκλου ζωής. Να μην ξεχνάμε επίσης ότι δεν έχουν ανάγκη φροντίδας μόνο τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι και οι ανάπηροι, αλλά και εξαρτημένοι από ουσίες, οι άστεγοι, οι πρόσφυγες και άλλες ομάδες. Μια «οικονομία της φροντίδας» προϋποθέτει την ανάπτυξη ενός καθολικού συστήματος κοινωνικής φροντίδας, με εκτεταμένες δημόσιες επενδύσεις που θα καλύπτουν τα κενά σε όλους τους επιμέρους τομείς, ιδίως στη φροντίδα ηλικιωμένων και αναπήρων, όπου τα κενά είναι μεγαλύτερα, δημιουργώντας ευκαιρίες απασχόλησης στις γυναίκες, αναγνωρίζοντας την κοινωνική αξία και αναβαθμίζοντας τους μισθούς και όρους απασχόλησης στα επαγγέλματα της φροντίδας, καταπολεμώντας την αδήλωτη εργασία στις γυναίκες –κυρίως μετανάστριες– που παρέχουν κατ’ οίκον αμειβόμενες υπηρεσίες φροντίδας. Και, φυσικά, μέσα από μία πολιτική συμφιλίωσης εργασίας και οικογένειας, που θα προωθεί την ίση συμμετοχή των ανδρών στις ευθύνες και στην εργασία φροντίδας.  Εξάλλου, με την αύξηση της πραγματικής ηλικίας συνταξιοδότησης των γυναικών, προβλέπεται να μειωθεί και ο διαθέσιμος αριθμός γιαγιάδων που θα αναλαμβάνουν να μεγαλώνουν τα εγγόνια τους. Εάν η επέκταση της απλήρωτης φροντίδας δεν αναπληρωθεί από επέκταση των υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας, τότε οι νεότερες γενιές γυναικών θα αντιμετωπίσουν στις αναπαραγωγικές ηλικίες μεγαλύτερα διλήμματα στις επιλογές μεταξύ εργασίας και τεκνοποιίας απ’ ό,τι αυτές των μητέρων τους.

ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ

Παρά την περί του αντιθέτου διαδεδομένη πεποίθηση, η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 έπληξε περισσότερο την ανδρική από τη γυναικεία απασχόληση, ενώ μείωσε το μισθολογικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Πώς εξηγείται αυτό το παράδοξο;

Η οικονομική κρίση του 2008 έκλεισε τα χάσματα φύλου τόσο ως προς το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και τα ποσοστά συνολικής, μερικής και προσωρινής απασχόλησης όσο και ως προς τις αμοιβές, λόγω της συγκριτικά μεγαλύτερης επιδείνωσης της θέσης των ανδρών απ’ ό,τι των γυναικών. Αυτή η τάση, κοινή σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ, με βάση τα πορίσματα της διεθνούς έρευνας, διαψεύδει την υπόθεση που έκαναν αρκετές φεμινίστριες ερευνήτριες στο ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης για πιθανόν αρνητικότερες επιπτώσεις της στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άνδρες, επειδή η θέση των πρώτων στο σύστημα απασχόλησης ήταν μειονεκτικότερη. Στην Ελλάδα η ανδρική απασχόληση υποχώρησε περισσότερο συγκριτικά με τη γυναικεία: -26%, έναντι -19,5%. Αυτό οφείλεται καταρχάς στο ότι οι ανδροκρατούμενοι κλάδοι επλήγησαν νωρίτερα και δριμύτερα από την κρίση. Η κρίση της απασχόλησης άρχισε από τις κατασκευές και τη μεταποίηση και πέρασε στις επιχειρηματικές υπηρεσίες. Ο αριθμός των άνεργων ανδρών αυξήθηκε δύο φορές περισσότερο απ’ ότι των άνεργων γυναικών. Αυτό όμως που αξίζει να συγκρατήσουμε από την κρίση του 2008 είναι ότι οι γυναίκες αποτέλεσαν δυναμικό παράγοντα αντίστασης στη φτωχοποίηση των νοικοκυριών από τις μαζικές απώλειες ανδρικών θέσεων εργασίας και τις περικοπές μισθών. Οι γυναίκες των λαϊκών τάξεων, ιδιαίτερα οι μητέρες, αναζήτησαν μαζικά εργασία για να αναπληρώσουν τις απώλειες στο οικογενειακό εισόδημα. Ήταν για αυτές «ένας αγώνας για αξιοπρέπεια και επιβίωση», σε αντίθεση με τους άνδρες που αποθαρρύνθηκαν και παθητικοποιήθηκαν.

Από την άλλη, οι μισθολογικές ανισότητες εις βάρος των γυναικών μειώθηκαν κατά τη διάρκεια της πρόσφατης μεγάλης ύφεσης και έκαναν την Ελλάδα να γίνει η χώρα με το μικρότερο μισθολογικό χάσμα φύλου στον ΟΟΣΑ. Αυτό όμως δεν ήταν αποτέλεσμα της αναβάθμισης της θέσης των γυναικών, αλλά των καταστροφικών επιπτώσεων της κρίσης και των πολιτικών λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης στους μισθούς και την απασχόληση. Αυτές έπληξαν όλες τις κατηγορίες μισθωτών, αλλά με μεγαλύτερη σφοδρότητα τα πιο προνομιούχα στρώματα μισθωτών, στα οποία επικρατούν οι άνδρες.

Έχετε επισημάνει και τη διάχυτη θεώρηση στην ελληνική εργασιακή κουλτούρα της μητρότητας ως βάρους και τις διακρίσεις που υφίστανται οι γυναίκες αναπαραγωγικών ηλικιών, που τις ωθεί συχνά να μη διεκδικούν και οι ίδιες, φοβισμένες, τα δικαιώματά τους.

Η έκρηξη της ανεργίας κατά τη διάρκεια της κρίσης έπληξε πρώτες στη σειρά τις γυναίκες κεντρικών αναπαραγωγικών ηλικιών, 25-39 ετών, στις οποίες το γυναικείο ποσοστό ανέβηκε στα ύψη, ενώ το ανδρικό ποσοστό ανεργίας στις ίδιες ηλικίες κινήθηκε σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο. Η διαφορά αυτή αντανακλά και τις διακρίσεις που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες αναπαραγωγικών ηλικιών στην Ελλάδα ως προς την πρόσληψη στον ιδιωτικό τομέα, οι οποίες επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, μαζί με τις καταστρατηγήσεις της νομοθεσίας για την προστασία της μητρότητας.  Σε αναφορές του, ο Συνήγορος του Πολίτη ανέφερε έναν αυξημένο αριθμό περιπτώσεων παραβίασης των γονικών δικαιωμάτων, ιδιαίτερα των αδειών μητρότητας και των παροχών που αφορούν την προστασία των γυναικών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της μητρότητας (απόλυση ή εξαναγκασμός εγκύων σε παραίτηση, απολύσεις μητέρων κατά τη 18μηνη περίοδο προστασίας της μητρότητας, μη χορήγηση της ειδικής παροχής προστασίας της μητρότητας, βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας κατά την επάνοδο στην εργασία κ.λπ.). Κατά την άποψή του, οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τη μητρότητα σαν βάρος. Παράλληλα, εγείρονται ερωτήματα όσον αφορά την έκταση των πρακτικών αυτοσυγκράτησης των εργαζομένων στη χρήση γονικών αδειών. Ακόμα και οι αμειβόμενες γονικές άδειες (ιδιαίτερα αυτές που πλήρωναν οι εργοδότες) δεν χρησιμοποιούνταν, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία αρνητικού κλίματος με τον εργοδότη, και λόγω του φόβου της απόλυσης. Σχετικά πρόσφατα ερευνητικά δεδομένα φαίνεται να επιβεβαιώνουν αυτές τις πρακτικές αυτοσυγκράτησης: οι άδειες δεν χρησιμοποιούνταν επειδή γινόταν αντιληπτό ότι η χρήση τους δεν θα ήταν ευπρόσδεκτη στο εργασιακό περιβάλλον, ενώ σε περιπτώσεις όπου η αποζημίωση της άδειας ήταν χαμηλότερη από τον ίδιο το μισθό, οι άδειες δεν χρησιμοποιούνταν  επειδή η απώλεια ακόμα και ενός μικρού χρηματικού ποσού ήταν σημαντική. Ένας εργοδότης σημείωσε ότι «επιστρέφουμε στα χρόνια της Κατοχής, που οι άνθρωποι δεν ασχολούνταν με τις εργασιακές τους συνθήκες, αλλά με το πώς να επιβιώσουν». Ο Συνήγορος του Πολίτη αναφέρει περιπτώσεις όπου, παρότι υποβλήθηκαν καταγγελίες από υπαλλήλους, δεν δόθηκε συνέχεια λόγω του αντίκτυπου που φοβούνταν ότι αυτό θα είχε στην ασφάλεια της δουλειάς τους. Αναφορικά, επίσης, με πρακτικές συμφιλίωσης επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, φαίνεται ότι ο βαθμός εφαρμογής τους ήταν πολύ περιορισμένος, ακόμη και πριν από την κρίση, και αφορούσε αποκλειστικά μεγάλες επιχειρήσεις. Τέλος, σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 50 βιομηχανίες, κυρίως μικρού και μεσαίου μεγέθους, στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, οι συνεντεύξεις με εργοδότες και διευθυντές έδειξαν ότι υπάρχει ελάχιστη επίγνωση τέτοιων πρακτικών και σε συνθήκες κρίσης αντιμετωπίζονται ως «πολυτέλεια».

ΑΠΟΔΟΤΙΚΗ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ

Και όμως, διεθνώς, ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις υιοθετούν οι ίδιες μέτρα συμφιλίωσης εργασιακής και προσωπικής ζωής, θεωρώντας την ισότητα των φύλων παραγωγική.

Είναι γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει αναπτυχθεί διεθνώς μια διαφορετική φιλοσοφία στο χώρο των επιχειρήσεων όσον αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης των εργαζομένων, που στηρίζεται στο σκεπτικό ότι ένα θετικό εργασιακό περιβάλλον ωφελεί την απόδοσή τους και την παραγωγικότητα της επιχείρησης. Όλο και περισσότερο η ισότητα των φύλων θεωρείται όχι μόνο «στόχος πολιτικής που σχετίζεται με την κοινωνική δικαιοσύνη αλλά και παραγωγικός συντελεστής, άρα υπόθεση που αφορά και τις επιχειρήσεις». Για τα μέτρα συμφιλίωσης, αυτή η φιλοσοφία υποστηρίζει ότι το κόστος των πολιτικών συμφιλίωσης για την επιχείρηση εξισορροπείται αφενός από τη μείωση του κόστους απουσιών από την εργασία και της παραίτησης έμπειρου προσωπικού για το οποίο η επιχείρηση έχει ενδεχομένως επενδύσει σε εκπαίδευση και αφετέρου από τη βελτίωση της απόδοσης των εργαζομένων από την ικανοποίηση και αφοσίωση στην εργασία. Τα τελευταία χρόνια, πολλές επιχειρήσεις στην Ευρώπη, επηρεασμένες από τις παραπάνω τάσεις, ανέπτυξαν πληθώρα φιλικών προς τους εργαζόμενους μέτρων, συμπεριλαμβανομένων μέτρων συμφιλίωσης ή βελτίωσαν περαιτέρω τις προβλέψεις της εθνικής νομοθεσίας π.χ. ευελιξία στο χρόνο προσέλευσης και αποχώρησης, τράπεζες χρόνου όπου αποθηκεύεται επιπλέον χρόνος εργασίας για να εισπραχθεί σε χρόνο απουσίας ανάλογα με τις ανάγκες των εργαζομένων κ.λπ. Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές σε επίπεδο επιχείρησης και η επιχειρησιακή κουλτούρα επηρεάζουν σημαντικά το βαθμό αξιοποίησης των μέτρων συμφιλίωσης. Έρευνες έχουν δείξει ότι μπορεί να υπάρχουν θεσμικές ρυθμίσεις, αλλά η εργασιακή κουλτούρα είναι αυτή που καθορίζει την αξιοποίησή τους, όχι μόνο από τις γυναίκες αλλά και από τους άνδρες εργαζόμενους. Ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα ενεργών πολιτικών ισότητας στο χώρο εργασίας έρχεται από τη Σουηδία. Συγκριτικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 1993 και 2006 δείχνουν «δραματική αύξηση» της υποστήριξης των ιδιωτικών επιχειρήσεων προς τους πατέρες για τη λήψη γονικών αδειών. Στα μέτρα συμπεριλαμβάνονται, επίσημα προγράμματα ενθάρρυνσης της λήψης γονικής άδειας, ορισμός ομάδας/ατόμου για την πολιτική ενθάρρυνσης, διατήρηση αρχείου, καθώς και η ανεπίσημη υποστήριξη της λήψης αδειών από πατέρες εκ μέρους των εργοδοτών, των προϊσταμένων και των άλλων εργαζομένων.  

Έχετε τονίσει και τον έμφυλο διαχωρισμό που διέπει τις γονικές άδειες, σε αντίθεση με άλλες χώρες. Πώς θα έπρεπε αυτές να διαμορφωθούν;

Στον ιδιωτικό τομέα, τις άδειες για τις οποίες είναι επιλέξιμοι και οι δύο γονείς τις παίρνουν σχεδόν αποκλειστικά οι μητέρες. Θα έπρεπε να υπάρχουν ρυθμίσεις που να ενθαρρύνουν ή και να δημιουργούν κίνητρα  στη λήψη της άδειας από τους πατέρες, ενώ το δικαίωμα στην άδεια να είναι ατομικό και μη μεταβιβάσιμο στον άλλο γονέα. Είμαι, για παράδειγμα, υπέρ της θεσμοθέτησης μιας ισόχρονης με την άδεια μητρότητας πατρικής άδειας. Πέρα από τις θεσμικές ρυθμίσεις, χρειάζεται ένα ευρύτερο θετικό κλίμα στο χώρο εργασίας, αλλά και στην κοινωνία γενικότερα, καμπάνιες, για τη λήψη των αδειών από τους πατέρες. Ερευνητές, αξιολογώντας το αποκλειστικό δικαίωμα του πατέρα σε άδεια φροντίδας στη Νορβηγία και συγκρίνοντάς το με άδειες όπου οι γονείς αποφασίζουν μεταξύ τους πώς θα διαχωρίσουν την άδεια φροντίδας που δικαιούνται, θεωρούν ότι αυτό δημιουργεί την αίσθηση στους πατέρες ενός προσωπικού δικαιώματος που οφείλουν να αξιοποιήσουν, λειτουργεί ως κίνητρο στους πατέρες - επιβεβαιώνει ότι είναι καλοί γονείς -, διευκολύνει τη λήψη του, εφόσον δεν αποτελεί πεδίο διαπραγμάτευσης με τους εργοδότες ή τις μητέρες, και περιορίζει τις διακρίσεις ανάμεσα στα δύο φύλα στην εργασία. Το ισλανδικό μοντέλο γονικών αδειών, που περιλαμβάνει τρεις μήνες αποκλειστικά για μητέρες, τρεις μήνες αποκλειστικά για πατέρες και τρεις μήνες που επιλέγουν οι γονείς πώς θα τους μοιράσουν, με υψηλό βαθμό αναπλήρωσης του εισοδήματος σε όλες τις περιπτώσεις, θεωρείται ένα απλό και κατανοητό μοντέλο. Η τελευταία ευρωπαϊκή οδηγία, της οποίας η ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο θα γίνει με τον εργασιακό νόμο που συζητείται αυτή τη στιγμή στη Βουλή, προέβλεψε μεγάλη αύξηση των ημερών της άδειας πατρότητας, που να μη συνοδεύεται από μεγάλες μισθολογικές απώλειες.  Οι έμφυλες διαφορές, όμως, στην Ελλάδα στη συμπεριφορά ως προς τις άδειες έχουν ενταθεί κατά τη διάρκεια της κρίσης. Για παράδειγμα, οι μητέρες έκαναν χρήση της άδειας φροντίδας μετ’ αποδοχών 27,5 φορές περισσότερο απ’ ό,τι οι πατέρες το 2013, έναντι 22,5 περισσότερο το 2009. Αυτό αντανακλά αντιλήψεις που παραμένουν πολύ ισχυρές μέσα στην κοινωνία. Για τους εργοδότες, τους συναδέλφους, τους πατέρες, άλλα μέλη της οικογένειας, ακόμη και τις ίδιες τις μητέρες, η φροντίδα παραμένει κυρίως ευθύνη της μητέρας. Σε μια πρόσφατη μελέτη, που περιλάμβανε δείγμα 942 γυναικών οι οποίες εργάζονταν σε βιομηχανίες στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, σχεδόν το ένα πέμπτο πίστευε ότι οι άνδρες δεν είναι ικανοί να φροντίσουν ικανοποιητικά τα παιδιά και ότι είναι ευθύνη των ανδρών να είναι οι κύριοι πάροχοι εισοδήματος για την οικογένεια, ενώ πολλοί άνδρες εργοδότες που ερωτήθηκαν πίστευαν ότι η φροντίδα των παιδιών και οι υποχρεώσεις του νοικοκυριού ήταν κυρίως ευθύνη των γυναικών και ότι αυτό επηρέαζε την πρόσληψή τους και τις εργασιακές τους επιδόσεις.

ΚΑΘΟΛΙΚΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ

Έχετε εισηγηθεί ένα καθολικό δικαίωμα διακοπών. Σε τι ακριβώς συνίσταται και πώς διαφοροποιείται από τα προγράμματα του κοινωνικού τουρισμού;

Την πρόταση αυτή έκανα δημόσια τον Απρίλιο του 2020 για να εφαρμοστεί το περσινό καλοκαίρι. Προέβλεπα πανωλεθρία στις εισπράξεις του τουρισμού, όπως και έγινε, και σκέφτηκα ότι χρειαζόταν ένα δραστικό μέτρο προώθησης του εσωτερικού τουρισμού, που θα αντιστάθμιζε στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τις απώλειες από τις περιορισμένες αφίξεις τουριστών από το εξωτερικό. Μια ανορθόδοξη κρίση χρειάζεται ανορθόδοξα μέτρα. Πρότεινα λοιπόν ένα «επίδομα διακοπών για όλους, που θα παρείχε για πρώτη φορά σε όλους τους νόμιμους κατοίκους της χώρας ένα καθολικό δικαίωμα (πληρωμένων) διακοπών

Δεν επρόκειτο για ένα πρόγραμμα κοινωνικού τουρισμού σε περιορισμένο αριθμό δικαιούχων με βάση ένα πλαφόν οικογενειακού εισοδήματος. Το «επίδομα διακοπών για όλους» στηριζόταν στη λογική του κράτους ως «αγοραστή ύστατης καταφυγής» και της κοινωνικής πολιτικής όχι μόνο ως εγγυήτριας της κοινωνικής προστασίας των πολιτών από τις συνέπειες της κρίσης, αλλά και ως σταθεροποιητή της οικονομίας μέσω νέων παροχών που μπορούν να αξιοποιηθούν για την επίτευξη πολλαπλών στόχων: τη διάσωση της οικονομίας και των θέσεων εργασίας και την ανάπτυξη νέων κοινωνικών δικαιωμάτων.

Πρότεινα λοιπόν ένα καθολικό δικαίωμα διακοπών με ένα επίδομα για όλους, που θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί από το Ταμείο Ανάκαμψης, κλιμακούμενου ύψους ανάλογα με το εισόδημα και τον αριθμό των εξαρτώμενων μελών της οικογένειας, που θα εξασφάλιζε στα νοικοκυριά έναν ορισμένο αριθμό ημερών διακοπών, επιδοτώντας όχι μόνο τη διανυκτέρευση αλλά και τη διατροφή και τις οδικές και ακτοπλοϊκές μεταφορές.

Είναι αξιοσημείωτο πως το σύστημα φροντίδας παιδιών προσχολικής ηλικίας, όπως τονίζετε, έμεινε αλώβητο από την οικονομική κρίση και πως η Ελλάδα μαζί με τη Βρετανία ήταν εκείνες οι ευρωπαϊκές χώρες όπου είχαμε επέκταση της παιδικής φροντίδας. Πώς αυτή ερμηνεύεται;

Μπήκαμε στην κρίση με ένα τεράστιο έλλειμμα στην παιδική φροντίδα. Το 2008, μόνο το 12% των παιδιών κάτω των τριών ετών φροντίζονταν σε επίσημες δομές, ιδιωτικές ή δημόσιες,  και το 55% λάμβαναν άλλο είδος φροντίδας (επιστρατεύονταν γιαγιάδες και παππούδες, γείτονες, φίλοι και συγγενείς), ενώ οι μισές οικογένειες εφάρμοζαν το μοντέλο του άνδρα κουβαλητή και της γυναίκας νοικοκυράς όταν τα παιδιά ήταν σε μικρή ηλικία.

Οι δήμοι, που έχουν την ευθύνη λειτουργίας όλων σχεδόν  των δημόσιων βρεφονηπιακών σταθμών, είδαν τους συνολικούς τους πόρους να περιορίζονται από το 2010 έως το 2014 κατά 60%. Ταυτόχρονα οι ιδιωτικοί παιδικοί σταθμοί αντιμετώπισαν πτώση της ζήτησης, λόγω της εκπτώχευσης της μεσαίας τάξης, η οποία στράφηκε προς τους δημόσιους βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς. Μέσα σε αυτό το απειλητικό περιβάλλον, το σύστημα φροντίδας των παιδιών προσχολικής ηλικίας διασώθηκε χάρη στο πρόγραμμα του ΕΣΠΑ «Εναρμόνιση Εργασιακής και Οικογενειακής Ζωής», που έδωσε σε εργαζόμενες ή άνεργες μητέρες με χαμηλό ή μεσαίο οικογενειακό εισόδημα τη δυνατότητα δωρεάν φιλοξενίας των παιδιών τους δημοτικές ή ιδιωτικές δομές φροντίδας. Παρ’όλ’αυτά, αν και υπήρξε μεγάλη αύξηση των τοποθετήσεων παιδιών από 18 χιλιάδες το 2009 στις 80 χιλιάδες το 2014 και στις 127 χιλιάδες το 2018, η ζήτηση αυξήθηκε παράλληλα. Η μεγάλη αύξηση της ζήτησης δεν προήλθε μόνο από την αδυναμία ή απροθυμία των φτωχών οικογενειών να πληρώσουν ακόμα και τα χαμηλά τροφεία των παιδικών σταθμών. Λόγω του σχετικά υψηλού εισοδηματικού πλαφόν του προγράμματος ως προς την επιλεξιμότητα των δικαιούχων, πάρα πολλά νοικοκυριά της μεσαίας τάξης, που υπέστησαν μεγάλες μειώσεις εισοδήματος, θέλησαν να αξιοποιήσουν τη δυνατότητα δωρεάν φροντίδας και υπέβαλαν αιτήσεις. Η στροφή των μεσαίων τάξεων προς το κράτος για βοήθεια οδήγησε, για πρώτη φορά ιστορικά, στην έμμεση αναγνώριση της παιδικής φροντίδας ως κοινωνικό δικαίωμα ή –ακριβέστερα- του δικαιώματος των παιδιών να φροντίζονται. Από το 2016, για να καλυφθεί αυτή η ζήτηση εφευρέθηκε το ζήτημα των επιταγών δωρεάν φιλοξενίας (voucher). Το σύστημα της εξαργύρωσης των voucher βοήθησε τόσο τους δημοτικούς όσο και τους ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς να συντηρηθούν και να προσλάβουν προσωπικό –έστω και αν πολλοί δήμοι κάλυψαν τις ανάγκες τους σε προσωπικό με προσλήψεις από προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, που αποτελεί εμβαλωματική λύση. Ταυτόχρονα το πρόγραμμα «Εναρμόνιση Εργασιακής και Οικογενειακής Ζωής» κάλυψε το σύνολο των παιδιών για τα οποία οι μητέρες τους υπέβαλαν αίτηση δωρεάν σίτισης. Ως αποτέλεσμα, ο βαθμός συμμετοχής των παιδιών ηλικίας 0-2 ετών στην επίσημη φροντίδα εκτοξεύθηκε, ιδιαίτερα μεταξύ 2015 και 2018, υπερβαίνοντας κατά πολύ τους μέσους όρους της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική συμφιλίωσης οικογένειας και εργασίας της περιόδου της κρίσης λειτούργησε ως εργαλείο αμυντικής οικογενειακής πολιτικής, αφού αποσκοπούσε στο να στηρίξει το οικογενειακό εισόδημα μέσω της εργασίας των μητέρων, όταν η ανδρική ανεργία εκτινασσόταν στα ύψη, ενώ είχε ως κύριο στόχο να αποφύγει τις επιπτώσεις των μειωμένων οικογενειακών εισοδημάτων στην παιδική φροντίδα και φτώχεια. Αναμφίβολα αυτές οι εξελίξεις βοήθησαν σημαντικό αριθμό γυναικών να αναζητήσουν αμειβόμενη εργασία ή να διατηρήσουν μια θέση εργασίας. Είναι δε αξιοπρόσεκτο ότι, μεταξύ 2014 και 2018, η μεγαλύτερη αύξηση της γυναικείας απασχόλησης σημειώθηκε στις μητέρες με δύο παιδιά και ένα τουλάχιστον μικρότερο των έξι ετών.


comments powered byDisqus

Αρχειο

Κατηγοριες