Shedia

EN GR

21/09/2020 Το περιοδικό

Ζωές στη σιωπή

 

Ένας διακεκριμένος ιστορικός αποσύρει το πέπλο της άγνοιας για την ελληνική μειονότητα της Αλβανίας, εξηγεί γιατί οι ζωές αυτών των ανθρώπων δεν είχαν μεγάλη σημασία μπροστά στο «εθνικό συμφέρον», για ποιο λόγο οι εθνικές ταυτότητες δεν λογίζονται αντιθετικά, αλλά και πώς η χώρα μας άσκησε κατά λάθος μια επιτυχημένη μεταναστευτική πολιτική.

Συνέντευξη του Λάμπρου Μπαλτσιώτη στον Σπύρο Ζωνάκη

 «Οι ζωές των ανθρώπων για τους οποίους, σύμφωνα με την εθνική ρητορική, το έθνος αγωνιούσε και αγωνιζόταν δεν είχαν, στην πραγματικότητα, μεγάλη σημασία. Ή, ακριβέστερα, θα έπρεπε να βρίσκονται σε αυτήν την κατάσταση για το καλό της ελληνικής μειονότητας ως υπέρτερης έννοιας και για λόγους εθνικού συμφέροντος. Στο όνομα του έθνους, οι Έλληνες της Αλβανίας που ζούσαν στην Ελλάδα ήταν θεμιτό να στερούνται ακόμη και τη νόμιμη διαμονή τους στη μητέρα πατρίδα». Αυτά σημειώνει, μεταξύ άλλων, στη «σχεδία» ο νομικός και δρ. Ιστορίας Λάμπρος Μπαλτσιώτης, διακεκριμένος «αλβανολόγος», ειδικός επιστήμονας στον Συνήγορο του Πολίτη και εντεταλμένος διδασκαλίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, που συνέγραψε το βιβλίο «Έλληνες και εν δυνάμει Έλληνες. Η μειονότητα της Αλβανίας μετά τον Ψυχρό Πόλεμο» (που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις «Ισνάφι»), αποδομώντας εδραιωμένες αντιλήψεις και στερεότυπα για μία κοινότητα τόσο κοντινή μας, μα και συνάμα τόσο άγνωστη.

Γιατί επί χρόνια οι ομογενείς από την Αλβανία στερούνταν την ελληνική ιθαγένεια; Πώς το ελληνικό κράτος έφθασε στο σημείο να ασκήσει μία πολιτική ενάντια στη μειονότητα που έμοιαζε με εκείνη του χοτζικού καθεστώτος; Πώς εφάρμοσε, έστω και κατά λάθος, μια επιτυχημένη μεταναστευτική πολιτική; Γιατί νοούμε τις εθνικές ταυτότητες ως αντιθετικές μεταξύ τους; Απαντήσεις σε όλα τούτα τα ζητήματα δίνει στη συνέντευξή του στη «σχεδία» ο κ. Λάμπρος Μπαλτσιώτης.

Αναφέρετε πως η ελληνική μειονότητα της Αλβανίας είναι μια άγνωστη κοινότητα, πλαισιωμένη από εκατέρωθεν δοξασίες. Τι αγνοοούμε για εκείνη και ποιοι μύθοι τη συνοδεύουν;

Όλοι γνωρίζουν στην Ελλάδα ότι υπάρχει αυτή η μειονότητα, αλλά κανείς δεν ξέρει πού είναι αυτή, ποια είναι η πορεία της, πόσοι την αποτελούν. Θεωρούσαμε ότι πρόκειται για μια τεράστια μειονότητα «400 χιλιάδων Ελλήνων», που καταλαμβάνει όλο το νότιο τμήμα της Αλβανίας, κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Υπάρχει, δηλαδή, ακόμη η αντίληψη των αρχών του 20ου αιώνα  στη χώρα μας ότι κάθε ορθόδοξος Αλβανός είναι Έλληνας ή εν δυνάμει Έλληνας, πως δεν υπάρχει αλβανός ορθόδοξος χριστιανός που να νιώθει Αλβανός. Πρόκειται για ένα προφανές λάθος, αν δεν πρόκειται για ηθελημένη παρανόηση. Σχετίζεται ιδίως με την ελληνική εθνική συγκρότηση, όπου κριτήριο συμπερίληψης ή αποκλεισμού από το έθνος υπήρξε εξαρχής η ορθόδοξη θρησκευτική υπαγωγή στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και όχι η γλώσσα. Αντιθέτως, η αλβανική εθνική συγκρότηση έγινε με βάση το ποιος μιλάει την αλβανική γλώσσα. Ο αλβανικός εθνικισμός (ως εθνογένεση) είναι ο μόνος καταστατικά γλωσσικός εθνικισμός στα Βαλκάνια. Επιπλέον, υπήρχε στην πατρίδα μας η πεποίθηση περί μίας μειονότητας καταπιεσμένης και διωκόμενης από το εκάστοτε αλβανικό καθεστώς. Από την άλλη, οι αλβανικές δοξασίες αφορούν το ότι η μειονότητα αποτελούσε πάντα το μακρύ χέρι της Ελλάδας στην περιοχή,  ενώ αντιμετωπίζεται σαν πληθυσμός παρείσακτος, νεοφερμένος και όχι αυτόχθων στον αλβανικό χώρο. Ο στόχος του βιβλίου είναι διπλός: ο εμφανής είναι να περιορίσει την άγνοια περί της Αλβανίας και της μειονότητας και ο άρρητος είναι να μάθουμε καλύτερα τον εαυτό μας μέσα από την Αλβανία, το πώς εμείς διαμορφωθήκαμε ως Έλληνες, ως εθνική κοινότητα.

Όντως, είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη στη χώρα μας πως η μειονότητα ήταν αποκομμένη από την υπόλοιπη αλβανική κοινωνία, δεχόμενη έναν απηνή διωγμό από το κομμουνιστικό καθεστώς, λόγω των εθνικών της χαρακτηριστικών. Τι, πραγματικά, ίσχυε;

Επί Χότζα, η καθορισμένη και οριοθετημένη ελληνική μειονότητα, δηλαδή όλοι οι ελληνόφωνοι οικισμοί, εκτός αυτών της Χιμάρας, δεν ήταν σε χειρότερη θέση κοινωνικοοικονομικά από τον υπόλοιπο αλβανικό πληθυσμό, απολάμβαναν την ίδια απόλυτη ανελευθερία, τον ίδιο τραγικό έλεγχο στις κινήσεις τους. Η κοινωνική ανέλιξη των Ελλήνων της Αλβανίας ήταν δυνατή και ευπρόσδεκτη από το καθεστώς, στο βαθμό που συνοδευόταν από την απομάκρυνση από την ελληνική εθνική ιδεολογία, την όποια ελληνική εθνική ταυτότητα και την ένταξη στην ιδιότυπη «ελληνική μειονοτική» ιδιότητα, τη «μειονοτική» ταυτότητα, που και αυτή δεν θα έπρεπε να προβάλλεται εκτός ενός καθορισμένου πλαισίου. Με αυτήν την έννοια, οι Έλληνες της Αλβανίας δεν ήταν ποτέ κοινωνικά αποκλεισμένοι ή περιθωριοποιημένοι. Συνέπεια της απουσίας διακρίσεων ήταν η έξοδος ενός τμήματος των μειονοτικών από τις παραδοσιακές περιοχές εγκατάστασης και η κατακόρυφη αύξηση των μεικτών γάμων.  Η συμμετοχή των μειονοτικών, και των Χιμαριωτών, σε όλες τις υψηλές θέσεις του καθεστώτος είναι μία αναμφισβήτητη πραγματικότητα, όπως και η μη παραμέληση από το κράτος των περιοχών που κατοικούσαν, ώστε να εξαναγκαστούν σε εσωτερική μετανάστευση. Μετά το 1990-1991, η αντιμετώπιση αυτού του «αλβανικού παρελθόντος» ήταν αρχικά επίπονη για τη μειονότητα, καθώς σημαντικές προσωπικότητες της αλβανικής δημόσιας ζωής κατάγονταν από τις ελληνόφωνες περιοχές, πολλοί δε μειονοτικοί κατείχαν θέσεις με ιδιαίτερη συμβολική σημασία για το καθεστώς. Με τη βοήθεια του χρόνου, η αποσιώπηση κρίθηκε ως η καλύτερη διαχείριση. Η πιο συγκροτημένη πολιτική που άσκησε το χοτζικό καθεστώς ενάντια στη μειονότητα είναι η καθήλωσή της στον αγροτικό χώρο, στο περιβάλλον του χωριού, και η μετατροπή της γλώσσας και των όποιων διαφορετικών πολιτισμικών στοιχείων σε ανήκοντα στο «καθυστερημένο» αγροτικό παρελθόν. Αν εξαιρεθούν οι τρεις ελληνόφωνοι οικισμοί της Χιμάρας και αυτός της Άρτας βορειότερα, σε όλους τους άλλους ελληνόφωνους οικισμούς δόθηκε το δικαίωμα διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας. Όμως, δεν δόθηκε σε καμία από τις τρεις πόλεις (Άγιοι Σαράντα, Δέλβινο, Αργυρόκαστρο) στις οποίες υπήρχε ελληνόφωνος πληθυσμός ή κατέφθανε από τα ελληνόφωνα χωριά της περιφέρειάς τους. Η σταδιακή, δε, μείωση των ωρών διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας είναι σημαντική παράμετρος της πολιτικής που ακολούθησε το καθεστώς. Αποσκοπούσε στη μείωση του κύρους της ελληνικής και στην αποδοχή της αλβανικής ως μοναδικής γλώσσας κύρους και γραπτής έκφρασης. Παράλληλα, η κρατική πολιτική, από τη δεκαετία του 1960, προσπάθησε να διαχωρίσει τη μειονότητα από τη μητέρα πατρίδα και την υπαγωγή της σε ένα διαφορετικό έθνος, αποσκοπώντας στη μεταβολή μιας εθνικής σε γλωσσική ή έστω εθνοτική μειονότητα.

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΚΑΘΗΛΩΣΗ

Και όμως, όπως τονίζετε, κατά παράδοξο τρόπο, το ελληνικό κράτος, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού, άσκησε μια πολιτική ενάντια στη μειονότητα που μοιάζει με εκεινή που εφάρμοζε το χοτζικό καθεστώς. Ποια ήταν αυτή;

Όντως, η ελληνική εμμονή μετά το 1990, και εν μέρει, ακόμη και σήμερα, στη διατήρηση μιας «αγροτικής» μειονότητας, στενά συνδεδεμένης με τη γη της, σε μια μειονότητα που διαβιοί σε οικισμούς, μερικοί εκ των οποίων χωρίς παραγωγική δραστηριότητα και απομονωμένοι, ομοιάζει με την πολιτική που άσκησε το χοτζικό καθεστώς ενάντια σε αυτήν. Η οικονομική ενίσχυση της μειονότητας στην Αλβανία αποτελεί πάγια πολιτική του ελληνικού κράτους από το 1990, στοχεύοντας στην παραμονή όσο το δυνατόν περισσότερων στην Αλβανία. Πέρα από το κράτος, ελεγχόμενοι από το δημόσιο φορείς, διάφοροι ιδιωτικοί φορείς, προφανώς επιδοτούμενοι από το δημόσιο, αλλά και περισσότερο ή λιγότερο αυτόβουλα προσερχόμενοι ιδιωτικοί φορείς διοχετεύουν χρήματα και βοήθεια στις περιοχές της αναγνωρισμένης μειονότητας, στη Χιμάρα και λιγότερο στις υπό διεκδίκηση ορθόδοξες κοινότητες. Κάποιες από αυτές τις επιχορηγήσεις ήταν ανώφελες, όπως για παράδειγμα η δωρεά τρακτέρ, χωρίς σχεδιασμό και οργάνωση, ενώ άλλες είχαν σημασία (όπως σχολεία, δρόμοι). Ουσιαστικά, το ελληνικό κράτος τι έλεγε σε αυτούς τους ανθρώπους; «Μείνε φτωχός, μείνε αγρότης, μείνε στο χωριό σου όπου είναι όλα διαλυμένα για να σε έχω ως συμπαγή πληθυσμό, να σε εκμεταλλεύομαι πολιτικά και να σε χρησιμοποιώ ως μοχλό πίεσης». Αυτή είναι μία ξεπερασμένη λογική, περί μιας εδαφικής μειονότητας, ότι δηλαδή αν μια μειονότητα φύγει από την περιοχή της θα πάψει να είναι μειονότητα, γιατί δεν θα έχει ούτε το εδαφικό έρεισμα ούτε θα διατηρήσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Τα μέλη των μειονοτήτων, όμως, ακολουθούν και εκείνα, σαν κανονικοί άνθρωποι, το δικό τους άμεσο οικονομικό συμφέρον, την καλύτερη ζωή των παιδιών τους, και αυτή προφανώς δεν ήταν στο απομονωμένο, χωρίς ουσιαστικά δρόμο, χωριό. Η Ελλάδα, βέβαια, δεν έφτασε στο σημείο να ασκήσει ακραίες πολιτικές αποτροπής της μετανάστευσης ομογενών, όπως κατά διαστήματα έπραξε η Τουρκία για όσους επεδίωκαν να μετακινηθούν από τη Βουλγαρία.

Επί χρόνια καλλιεργούνταν ο μύθος των «400 χιλιάδων Ελλήνων» στην Αλβανία. Τελικά, πόσος ήταν ο πραγματικός πληθυσμός της μειονότητας πριν πέσει το καθεστώς και πόσος έχει απομείνει;

Τα χωριά που υπήχθησαν στις μειονοτικές ζώνες είναι γνωστά ως τα «99»/«100» (ή και «101») ελληνόφωνα χωριά της νοτιοδυτικής Αλβανίας. Στους περίπου 60.000 της μειονότητας στις ζώνες και τις γειτονικές πόλεις/κωμοπόλεις  πριν από την πτώση του καθεστώτος πρέπει να προσθέσουμε, σχετικά αυθαίρετα, έναν αριθμό καταγόμενων από αυτές οι οποίοι διατηρούσαν μία ελληνική μειονοτική ταυτότητα ή έναν τύπο ελληνικής μειονοτικής ταυτότητας και είχαν επαρκή ή έστω μικρή γνώση της ελληνικής γλώσσας. Θωρούμε δύσκολο να έφταναν τις 15 με 20 χιλιάδες στην υπόλοιπη Αλβανία. Σε αυτούς περιλαμβάνουμε όσους είχαν μετακινηθεί από τις μειονοτικές περιοχές και όσους είχαν έναν γονέα από τις ελληνόφωνες περιοχές των ζωνών ή των τριών πόλεων της περιοχής, ανεξαρτήτως της γλωσσικής τους επάρκειας στα ελληνικά. Ο αριθμός αυτός είναι αυθαίρετος, στο βαθμό που θα χρειαζόταν επισταμένη κοινωνιογλωσσική –τουλάχιστον– έρευνα. Ο αριθμός των 75-80 χιλιάδων μπορεί, εντελώς υποθετικά, να αυξηθεί ακόμη περισσότερο, στο βαθμό που θεωρήσουμε ως «Έλληνες» αυτούς που έχουν έναν τέτοιο ανιόντα, δεύτερου ή και τρίτου βαθμού, κάτι που όμως δεν ανταποκρίνεται σε  καμία ειστημονική προσέγγιση του ζητήματος. Αυτή τη στιγμή, ο μειονοτικός πληθυσμός κυμαίνεται μεταξύ 20 και 25 χιλιάδων. Τον αριθμό των 20 με 25 χιλιάδων ανεπισήμως δέχονταν και οι ελληνικές αρχές στην Αλβανία για τους προερχόμενους από τους ελληνόφωνους οικισμούς. Σε μια πληθυσμιακή εκτίμηση τίθεται καταρχάς το ερώτημα του «τι μετράς», ποιον θα θεωρήσεις ως ανήκοντα στην ελληνική μειονότητα και ποιον όχι (από τους προερχόμενους από τις ελληνόφωνες περιοχές). Ένα τέκνο μεικτού γάμου που μιλά ελάχιστα ελληνικά τι θα θεωρηθεί; Ένα τέκνο μεικτού γάμου που δεν μιλά σχεδόν καθόλου ελληνικά αλλά είναι στέλεχος της Ομόνοιας (και του κόμματος της μειονότητας ΚΕΑΔ) τι θα θεωρηθεί; Ένα πρόσωπο με γιαγιά από τη μειονότητα που απέκτησε Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς (Ε.Δ.Τ.Ο.) και έζησε 20 χρόνια στην Ελλάδα, ξέρει άπταιστα ελληνικά, επέστρεψε στην Αλβανία και ζει σε μεγάλη πόλη μην έχοντας σχέση με την «κοινότητα», αλλά εξακολουθεί να έχει σχέση με την Ελλάδα πώς θα το κατατάξουμε; Αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει μια σειρά ατόμων που δεν υπόκεινται στην κλασική απάντηση «είναι/δεν είναι» μέλος της μειονότητας.

ΔΙΠΛΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

Παραδοσιακά, βλέπουμε την ταυτότητα του Έλληνα και εκείνη του Αλβανού ως αντιθετικές και αλληλοαποκλειόμενες. Ποια είναι, εντέλει, εκείνη της μειονότητας;

Η αντίληψη της ελληνικής πλευράς είναι για δύο «αδιαπέραστα μπλοκ», των «δικών μας» και των «άλλων» στην Αλβανία. Παρά την ύπαρξη πολλών μεικτών γάμων μεταξύ μειονοτικών και μη μειονοτικών, παρά τους δεκάδες χιλιάδες μετανάστες που έχουν ζήσει πολλά χρόνια στην Ελλάδα, παρά τα πολλά παιδιά των γάμων αυτών ή των παιδιών που γεννήθηκαν ή/και μεγάλωσαν στην Ελλάδα, η ελληνική πολιτική εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται δύο αντιθετικές ταυτότητες, την ελληνική και την αλβανική. Αντίθετα, σήμερα, αρκετές χιλιάδες πολίτες στην Αλβανία παρουσιάζουν ένα συνεχές στάσεων και ταυτοτήτων. Σήμερα, η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία συνιστά μια τυπική βαλκανική εθνική μειονότητα. Η ελληνική μειονοτική ταυτότητα επαναπροσδιορίζεται μετά το 1991, ώστε να αποκτήσει όσο το δυνατόν κοινά στοιχεία και αναφορές με την ελληνική εθνική ταυτότητα. Θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως έχοντες μια διακριτή ελληνική μειονοτική ταυτότητα τη συντριπτική πλειοψηφία των ελληνόφωνων κατοίκων των ιστορικά ελληνόφωνων αγροτικών οικισμών. Παρ’ όλ’ αυτά, πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι και σε αυτά τα χωριά υπάρχουν οικογένειες μεικτών γάμων, κυρίως με ορθόδοξους Αλβανούς. Επίσης, πολλούς από τους μειονοτικούς των τριών πόλεων-κωμοπόλεων των μειονοτικών ζωνών, Άγιοι Σαράντα και Αργυρόκαστρο, και έναν μικρό αριθμητικά πληθυσμό στο Δέλβινο. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι ακόμη και τα τέκνα οικογενειών με αμφότερους γονείς από την ελληνική μειονότητα, στο βαθμό που δεν έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα ή δεν εξαρτώνται κοινωνικά και οικονομικά από «βορειοηπειρωτικά» δίκτυα, έχουν διπλή ταυτότητα: Μία εθνική-κρατική αλβανική και μία εθνοτική ελληνική, οι οποίες μάλιστα δεν βρίσκονται σε σύγκρουση. Η μη σύγκρουση των δύο αυτών ταυτοτήτων, που συναντούσαμε και σε κάποιο βαθμό συναντάμε ακόμη και σε τμήματα του αγροτικού πληθυσμού, είτε δεν γίνεται αντιληπτή είτε θεωρείται μεμπτή από την ελληνική πολιτική.

Θεωρείτε πως την ελληνική πολιτική ουδέποτε απασχόλησε η διατήρηση της ελληνικής ταυτότητας και της ελληνικής γλώσσας στις μεγάλες αλβανικές πόλεις. Για ποιο λόγο;

Οι μειονότητες δεν περιχαρακώνονται με τον τρόπο που νομίζαμε παλιά. Η ελληνική πολιτική δεν «συναινεί», όμως, στον απεγκλωβισμό όλων των δυναμικών στοιχείων της μειονότητας από την περιχαράκωση που επιβάλλουν τα «εθνικά δίκαια» και οι ανάλογες διεκδικήσεις. Αν νομίζουμε ότι παιδιά μειονοτικών που γεννήθηκαν, για παράδειγμα, στα Τίρανα, σπούδασαν στην Ιταλία, έκαναν μεταπτυχιακά στη Βρετανία και θα βρουν δουλειά σε μια μεγάλη επιχείρηση των Τιράνων σκέφτονται «έχω μια αδερφή, κουκλίτσα αληθινή, τη Βόρειο Ήπειρο», είμαστε  βαθιά νυχτωμένοι. Θέλουμε να έχουμε ως κράτος επαφή με αυτούς τους ανθρώπους; Αν ναι, πρέπει να σκεφτόμαστε διαφορετικά για το μειονοτικό φαινόμενο, όπως εξελίσσεται στην Αλβανία. Ένας αντικεμενικός παρατηρητής θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την ελληνική πολιτική ως εξαιρετικά κοντόφθαλμη. Την ενδιαφέρουν πολύ περισσότερο οι 20 γέροντες που ζουν σε ένα εγκατελελειμμένο μειονοτικό χωριό –και καλά κάνει και την ενδιαφέρουν– παρά η δυναμική νεολαία που ζει στα Τίρανα ή στους Αγίους Σαράντα, γιατί θεωρεί ότι αυτά τα νέα παιδιά δεν ανταποκρίνονται στο αρχετυπικό μειονοτικό μοντέλο που έχουμε χτίσει στο μυαλό μας, που είναι ένα μοντέλο του σκληρά Έλληνα. Δεν θα έπρεπε το ελληνικό κράτος, για παράδειγμα, να χρηματοδοτήσει, να βοηθήσει τις ελληνικές σπουδές στα πανεπιστήμια των Τιράνων;

ΕΡΓΑΛΕΙΑΚΗ ΑΠΟΣΤΕΡΗΣΗ

Μέχρι το 2007, το ελληνικό κράτος αρνιόταν να δώσει την ελληνική ιθαγένεια στους ομογενείς από την Αλβανία, ισχυριζόμενο ότι οι Βορειοηπειρώτες θα έχαναν τις περιουσίες τους. Ποιοι ήταν οι πραγματικοί λόγοι τούτης της άρνησης;

Όταν προς τα τα τέλη της δεκαετίας του 1990 άρχισε πολύ δειλά να συζητείται  το ζήτημα της ιθαγένειας, η ελληνική πλευρά προέτασσε δημόσια το ζήτημα της αφαίρεσης της αλβανικής ιθαγένειας και της απώλειας των ιδιοκτησιών, παρά το ότι καμία τέτοια κίνηση δεν είχε παρατηρηθεί από την αλβανική πλευρά σε όσους είχαν λάβει την ελληνική ιθαγένεια μέσω διαπίστωσης. Παρά την πρόβλεψη περί μη αφαίρεσης ιθαγένειας Αλβανών υπηκόων από το νέο αλβανικό Σύνταγμα του 1998, πολλοί πολιτικοί και ένα μεγάλο τμήμα των ισχυρών βορειοηπειρωτικών σωματείων επιχειρηματολογούσαν επικαλούμενοι την απώλεια της αλβανικής ιθαγένειας και συνακόλουθα της ιδοκτησίας. Στην πραγματικότητα, για δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια το ελληνικό κράτος ψευδόταν απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους. Πίστευε ότι αποδίδοντάς τους ιθαγένεια θα τους απέκοπτε από την πατρώα γη. Οι πολιτικές που άσκησε η Ελλάδα στο πεδίο της διαμονής και της απόδοσης ιθαγένειας των μειονοτικών που μετανάστευσαν στη χώρα αποτελούν μάλλον ένα από τα δύο πιο αξιοσημείωτα παραδείγματα εργαλειακής χρήσης των μειονοτήτων που παρατηρήθηκαν στην Ευρώπη μετά το τέλος Ψυχρού Πολέμου. Το δεύτερο παράδειγμα αφορά τις πολιτικές που άσκησε κατά περιόδους τη δεκαετία του 1990 αλλά και μέχρι σήμερα η Ρωσία απέναντι στους Ρώσους που ζούσαν στις περισσότερες από τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες. Οι ελληνικές κυβερνήσεις, με αξιοθαύμαστη συνέπεια, προέκριναν μια πολιτική ημι-νόμιμης διαμονής στη χώρα για οκτώ έτη (μέχρι τη θέσπιση του Ε.Δ.Τ.Ο.) και της απόδοσης ιθαγένειας για δεκαεπτά, τουλάχιστον, έτη. Οι ζωές των ανθρώπων για τους οποίους, σύμφωνα με την εθνική ρητορική, το έθνος αγωνιούσε και αγωνιζόταν δεν είχαν, στην πραγματικότητα, μεγάλη σημασία. Ή, ακριβέστερα, θα έπρεπε να βρίσκονται σε αυτήν την κατάσταση για το καλό της ελληνικής μειονότητας ως υπέρτερης έννοιας και για λόγους εθνικού συμφέροντος. Στο όνομα του έθνους, οι Έλληνες της Αλβανίας που ζούσαν στην Ελλάδα ήταν θεμιτό να στερούνται ακομη και τη νόμιμη διαμονή τους στη μητέρα πατρίδα. Η σταδιακή κτήση ιθαγένειας έως και 180 χιλιάδων προσώπων κατηγοριοποιημένων ως ομογενών ήταν το δεύτερο μεγάλο κύμα απόδοσης ιθαγένειας στην Ελλάδα μεταπολεμικά. Ένα αφανές αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, πέραν της επιτυχημένης ένταξης ενός σημαντικού ατιθμητικά μεταναστευτικού πληθυσμού, ήταν ότι δημιούργησε διαφορετικές συμπεριφορές στη κοινότητα των «Βορειηπειρωτών». Μείωσε ή ελαχιστοποίησε τις εξαρτήσεις από φορείς εξυπηρετήσεων και πελατειασμού σε Αλβανία και Ελλάδα και, συνεπώς, επέφερε μια κάποια πολιτική χειραφέτηση της συγκεκριμένης ομάδας.

 

Το ελληνικό κράτος εφάρμοσε μια εξαιρετικά ανοικτή πολιτική αναφορικά με το ποιους κατηγοριοποιούσε ως ομογενείς, μέσα από τη χορήγηση των ειδικών αδειών διαμονής σε έναν αριθμό πολύ μεγαλύτερο από όσους κατοικούσαν στους ελληνόφωνους οικισμούς. Ποια ήταν η στόχευση αυτής της πολιτικής;

Ο πρωταρχικός στόχος αυτών των πολιτικών ήταν αναμφισβήτητα η «επίδειξη» μιας μεγάλης μειονότητας και η δημιουργία ισχυρών πληθυσμιακών ερεισμάτων στην Αλβανία. Στόχευαν στην αναδιαπραγμάτευση της εθνικής ένταξης μερικών κοινοτήτων ορθόδοξων Αλβανών και των περισσότερων κοινοτήτων Βλάχων. Αυτό αναβίωνε τη λογική της Βορείου Ηπέιρου που ξεκινούσε από τη Χιμάρα και έφτανε στην Κορυτσά. Το κύριο όπλο που είχε η ελληνική πλευρά στην άσκηση των πολιτικών αυτών ήταν η χορήγηση βίζας. Δημιούργησε ένα σύστημα το οποίο στην αρχή διαφοροποιούσε τους υπηκόους της Αλβανίας σε Αλβανούς, ορθόδοξους και μειονοτικούς/ομογενείς και ανάλογα χορηγούσε βραχείας, μέσης και μακράς διάρκειας θεωρήσεις εισόδου –η πολιτική των προξενικών θεωρήσεων εισόδου προηγείτο της τελικής απόφασης χορήγησης Ε.Δ.Τ.Ο. στην Ελλάδα. Για τη δεκαετία του 1990, η βίζα θεωρείτο περίπου ως εισιτήριο εισόδου στον «ελληνικό παράδεισο». Αν εξαιρεθούν τα αλβανόφωνα χωριά της Χιμάρας και της παραλιακης ζώνης νότια της Χιμάρας, η μεγάλη πλειονότητα των Ε.Δ.Τ.Ο. που δεν σχετίζονταν με πρόσωπα από τις μειονοτικές περιοχές ήταν Βλάχοι ή, καλύτερα, κάποιας βλάχικης προέλευσης. Ο τρόπος διακρίβωσης της βλάχικης προέλευσης είχε ονομαστεί από τους προξένους «βλαχόμετρο». Ο αιτών εξεταζόταν από υπάλληλο του προξενείου από την Ελλάδα που γνώριζε βλάχικα για τις γνώσεις του στη γλώσσα και για γενικότερα ζητήματα σχετικά με τη συνείδησή του. Αλλά, καθώς οι νεότερες γενιές είχαν μικρή ή μηδενική γνώση της γλώσσας, ήταν επιτρεπτό να φέρνουν μαζί τους ανιόντα που γνώριζε τη γλώσσα, ώστε μέσω αυτού να τεκμηριωθεί η «βλαχικότητα» τοου κατιόντα. Αυτή η «πιστοποίηση», καθώς και οι διάφορες «βεβαιώσεις» από συλλόγους, οδηγούσαν στην πολυπόθητη θεώρηση εισόδου ομογενούς και, στη συνέχεια, στην Ελλάδα στη χορήγηση Ε.Δ.Τ.Ο. Από συνεντεύξεις με αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ. προκύπτει ότι, ενώ μετά από παροχή οδηγιών από το Υπουργείο Εξωτερικών υπήρχε κατάλογος με τα μειονοτικά χωριά, κανένας κατάλογος δεν υπήρχε με τα κατοικούμενα (και) από Βλάχους ή τα αλβανόφωνα ορθόδοξα στα οποία χορηγείτο Ε.Δ.Τ.Ο. Η εξαρχής αδιαφανής διαδικασία και η μεγάλη διακριτική ευχέρεια των αρχών δεν θα πρέπει να υποτιμούνται στη συνολική αποτίμηση των πολιτικών που ασκήθηκαν, όπως και οι ανεπάρκειες της κρατικής μηχανής. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις διαφορετικής κρίσης των αρχών για την ομογενειακή ιδιότητα μεταξύ αδερφών. Αυτό συνέβαινε κυρίως για όσους δεν προέρχονταν από τις ελληνόφωνες περιοχές. Για παράδειγμα, αδέρφια με μητέρα Βλάχα και πατέρα με μουσουλμανικό όνομα κρίνονται διαφορετικά. Έτσι, το ένα λαμβάνει Ε.Δ.Τ.Ο. και στη συνέχεια ιθαγένεια, ενώ το άλλο, μετά την άρνηση του προξενείου να χορηγήσει «βίζα 100 ημερών», επανέρχεται στη χώρα και λαμβάνει άδεια παραμονής ως «αλλογενής» υπήκοος τρίτης χώρας.

Και όμως, χαρακτηρίζετε αυτην την πολιτική ως μία κατά λάθος επιτυχημένη μεταναστευτική πολιτική. Τι εννοείτε;

Η πολιτική της θεώρησης άνω του ενός τρίτου των (νόμιμων) μεταναστών από την Αλβανία ως ομογενών βοήθησε σημαντικά στην ένταξη αυτού του πληθυσμού στην Ελλάδα. Με τη χορήγηση Ε.Δ.Τ.Ο. δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία μικροεπαγγελματιών, μεσαίων οικονομικά στρωμάτων και εν γένει κοινωνικής ανέλιξης. Το Ε.Δ.Τ.Ο. παρέχει τη δυνατότητα πρόσβασης στην αγορά εργασίας ουσιαστικά ισότιμα με τους Έλληνες πολίτες και σχεδόν πλήρη  απόλαυση της προνοιακής πολιτικής που απολαμβάνουν οι Έλληνες πολίτες. Χαρακτηριστικά, αναφέρουμε ότι ο κάτοχος Ε.Δ.Τ.Ο. δικαιούτο από απαλλαγή φόρου πρώτης κατοικίας μέχρι παροχή σύνταξης ΟΓΑ για τους μη έχοντες σύνταξη από ελληνικό ασφαλιστικό φορέα. Η πολιτική αυτή, ιδωμένη μέσα από το πρίσμα της μεταναστευτικής πολιτικής της χώρας, παρά το όποιο δημοσιονομικό κόστος είχε λόγω των κοινωνικών παροχών που δίνονταν, οδήγησε σε εξαιρετικά ταχεία ένταξη των κατόχων Ε.Δ.Τ.Ο. στην ελληνική κοινωνία. Ακόμη και με αποκλειστικά οικονομικούς όρους, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η αρχική επιβάρυνση ήταν μια «επένδυση» που απόσβεσε το κόστος της και άφησε θετικό αποτύπωμα στην οικονομία της χώρας – ένα θετικό αποτέλεσμα παντελώς άσχετο με τους στόχους των εμπνευστών αυτής της πολιτικής.

ΙΔΙΟΤΥΠΗ «ΔΙΚΑΙΩΣΗ»

Για ποιο λόγο θεωρείτε την ελληνική  περίπτωση ένα «εξαιρετικό παράδειγμα κατασκευής στο “εργαστήριο” μιας μειονότητας»;

Με την πολιτική αυτή της συνολικής κατηγοριοποίησης περίπου 220 έως και 240 χιλιάδων προσώπων ως ομογενών, η Ελλάδα «επιβεβαίωσε» την ύπαρξη μιας μειονότητας τόσο μεγάλης όσο αυτής που φαντασιωνόταν ο επίσημος ή ημιεπίσημος λόγος κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου στην Ελλάδα. Μόνο που η μειονότητα δημιουργήθηκε και δεν ανευρίσκεται ως τέτοια στο έδαφός της. Η συντελεσθείσα αυτή κατασκευή πολλαπλάσιας στο μέγεθος μειονότητας εκτός του εδάφους που ζει συνιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίπτωση στην ιστορία των μειονοτήτων, εντός και εκτός του ευρωπαϊκού παραδείγματος. Η κατασκευή αυτή δεν περιορίστηκε σε μια ρητορική από τη μεριά του κράτους ή καποιων συλλόγων ή προσώπων, αλλά «θεσμοθετήθηκε» ως τέτοια. Με βάση τις λογικές και τις κατηγοριοποιήσεις του 19ου και του 20ου αιώνα, σημαντικά τμήματα του κρατικού μηχανισμού (διπλωματικές αρχές και Υπουργείο Εξωτερικών, Ελληνική Αστυνομία και Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, υπηρεσίες ιθαγένειας και Υπουργείο Εξωτερικών) εδώ και τρεις δεκαετίες επεξεργάστηκαν νομοσχέδια, εξέδωσαν υπουργικές αποφάσεις και εγκυκλίους, σχεδίασαν και επανασχεδίασαν πολιτικές, με σκοπό, εντέλει, τη «δικαίωση» της ελληνικής πολιτικής και των ελληνικών θεωρήσεων για την περιοχή έναν αιώνα πριν.

Βλέπαμε μέλη και στελέχη ομογενειακών οργανώσεων και βορειοηπειρωτικών σωματείων, πολλές φορές, να υιοθετούν έναν εθνικιστικό ή και αλυτρωτικό λόγο. Αποτελεί έναν ειλικρινή λόγο έκφρασης εδαφικών διεκδικήσεων ή μάλλον μία ανάγκη προβολής της ελληνικότητάς τους;

Πάρα πολλές μειονότητες επειδή βιώνουν ένα στίγμα –οι μειονοτικοί της Αλβανίας έφεραν σε επίπεδο καθημερινότητας το στίγμα του «Αλβανού»– αναπτύσσουν έναν εθνικιστικό λόγο. Παρά την υιοθέτηση μιας ακραίας εθνικιστικής ρητορικής από σημαντικό αριθμό όσων προέρχονται από τις μειονοτικές περιοχές, αυτή αφορά –ειδικά στις παλαιότερες γενιές– την προσπάθεια «επιβίωσης» σε ένα μέχρι πρότινος εχθρικό, για τους αλβανούς πολίτες γενικά, περιβάλλον στην Ελλάδα. Οι μειονότητες συχνά καταφεύγουν στον εθνικισμό όχι μόνο για να επιβεβαιώσουν απέναντι στη μητέρα πατρίδα και τον τοπικό πληθυσμό τον εθνικό τους προσανατολισμό, αλλά και επειδή οι ίδιες νιώθουν ανασφάλεια από αυτό που βιώνουν ως (αναμενόμενη) απόσταση από τα πολιτισμικά πρότυπα του τοπικού πληθυσμού και, συνήθως, την κοινωνικοοικονομική τους υστέρηση.

Έπαιξαν ρόλο τα βορειοηπειρωτικά σωματεία, αλλά και αυτονομημένοι μηχανισμοί εντός και εκτός του κράτους, στη διαμόρφωση της ελληνικής πολιτικής για το «βορειοηπειρωτικό» και ποιος είναι ο ρόλος τους σήμερα;

Στο αρχικό στάδιο, έπαιξαν ρόλο. Τα βορειηπειρωτικά σωματεία είχαν σημαντικό λόγο τη δεκαετία του ’90 και συνέβαλαν στο να επανέλθει η λογική των αρχών του 20ου αιώνα περί ταύτισης των ορθόδοξων με τους Έλληνες, δηλαδή περί μειονότητας σε όλον τον αλβανικό νότο, που φτάνει τις 400 χιλιάδες, και περί ένωσης ή έστω «αυτονομίας». Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990,  η Ελλάδα διακρίνεται για μια πολιτική η οποία δεν απέκλειε το ενδεχόμενο ιδιαίτερης αυτοδιοίκησης των μειονοτικών περιοχών. Μετά το 1995-1996 κυριαρχεί η μεταστροφή από τον αλυτρωτικό επίσημο ή ημιεπίσημο λόγο σε έναν λόγο μη αλυτρωτικό που αναφέρεται μόνο σε δικαιώματα. Εκείνη την περίοδο, εξαλουθούσαν να υπάρχουν ισχυρά συστήματα προσώπων και άτυπων θεσμών εντός ή παραπλεύρως του κράτους, τα οποία δρούσαν στο όνομα της «εθνικής ασφάλειας» και του «έθνους», σε κεντρικό επίπεδο όσο και σε θεωρούμενες «ευαίσθητες» περιοχές. Η ισχύς και η αυτονόμηση περιφερειακών μηχανισμών εντός του κράτους και εξάρτηση από αυτό στη Μακεδονία, τη Θράκη και την Ήπειρο, η διαχείριση σημαντικών κονδυλίων και η ανοχή που επεδείκνυε η κεντρική διοίκηση τείνουν σήμερα να υποτιμούνται, καθώς έχει μειωθεί η σημασία τους. Πλέον, τα παλιά βορειοηπειρωτικά σωματεία δεν παίζουν κανέναν ρόλο στη διαμόρφωση πολιτικής αναφορικά με τις ελληνοαλβανικές σχέσεις.

Η Χιμάρα, όπως τονίζετε, είναι το επίκέντρο της αντιπαράθεσης μεταξύ του ελληνικού και του αλβανικού κράτους. Συχνά πυκνά, στην ελληνική δημόσια σφαίρα, καταγγέλλεται η «αρπαγή» των περιουσιών ομογενών από τα Τίρανα. Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα;

Σημαντική παράμετρος της ελληνοαλβανικής έντασης στην περιοχή, που αντικατοπτρίζει το πώς δρούσε η αλβανική πολιτική, ήταν η δυνατότητα εκπαίδευσης στην ελληνική γλώσσα. Το δικαίωμα λειτουργίας ελληνόγλωσσων σχολείων αφαιρέθηκε το 1946, ύστερα από τη μαζική αποχή από τις εκλογές, που ουσιαστικά είχαν σκοπό την έγκριση του καθεστώτος Χότζα από τους κατοίκους της  (ελληνόφωνης) Χιμάρας. Από το 1991, το αίτημα να ανοίξει ελληνικό μειονοτικό σχολείο ήταν σταθερό, τόσο από κατοίκους όσο και από οργανώσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η αλβανική πλευρά επέμενε στην αδιέξοδη στάση της για αρκετά χρόνια, επαναλαμβάνοντας ότι η Χιμάρα δεν είναι μειονοτική περιοχή, δεν υπάρχει ελληνική μειονότητα και, άρα, δεν τίθεται ζήτημα σχολείου. Τελικά, το 2006, άνοιξε ιδιωτικό εννιάχρονο σχολείο στη Χιμάρα, χρηματοδοτούμενο από την Ελλάδα, «ως οιονεί μειονοτικό». Η Χιμάρα εξακολουθεί να συνιστά το σημαντικότερο σημείο τριβής μεταξύ της μειονότητας και της Ελλάδας από τη μία και του αλβανικού κράτους από την άλλη. Η τουριστική ανάπτυξη της περιοχής επέφερε μεγάλες αλλαγές, γεγονός που μπορεί ώς ένα βαθμό να εξηγήσει τις έντονες αντιπαραθέσεις. Οι Χιμαριώτες έχουν αναδείξει το ζήτημα της ιδιοκτησίας, χαρακτηρίζοντας «υφαρπαγή» αυτό που συμβαίνει στην περιοχή. Για τη σημασία που αποδίδει η ελληνική πλευρά στη Χιμάρα, πιστεύουμε ότι πρέπει να συνυπολογιστούν δύο επιπλέον παράγοντες: ο πρώτος αφορά την άντληση δύναμης από την προστασία της Ελλάδας όσων διεκδικούν γη στη Χιμάρα, η τιμή της οποίας είναι εξαιρετικά υψηλή. Όσοι ταυτίστηκαν με την ελληνική «μερίδα» διεκδικούν γη σε σχέση με άλλους που υποστηρίζονται από έναν διεφθαρμένο κρατικό μηχανισμό, αν και μερικές φορές τα όρια είναι ασαφή και οι «ρόλοι» εναλλάσσομενοι, καθώς, όλοι, ως Χιμαριώτες, πλήττονται από αποφάσεις των Τιράνων. Ο δεύτερος αφορά τη μείωση του γοήτρου που θα επιφέρει για την Ελλάδα η νίκη της αλβανικής πλευράς. Η όποια κίνηση τακτοποίησης της δόμησης της Χιμάρας θεωρείται ότι στρέφεται «κατά των ομογενών». Αναμφισβήτητα, οι αλβανικές αρχές δεν λειτουργούν με βάση το θεσμικό πλαίσιο, ενώ ουδόλως μπορούν να αποκλειστούν «εθνικές πολιτικές».  Μπορεί και να υπάρχει μία σύνδεση του «εθνικού» ζητήματος με το ιδιοκτησιακό, αλλά εγώ δεν έχω τα στοιχεία για να το πω. Όλα αυτά συμβαίνουν σ’ένα κράτος όπου οι νόμοι για την επιστροφή της γης, τη δόμηση, την ιδιοκτησία είναι ασαφείς και μεταβαλλόμενοι, τα δικαστήρια πολλές φορές εκδίδουν αντιφατικές αποφάσεις, αλλά και όπου μεγαλύτερη σημασία έχουν οι πελατειακές σχέσεις και η διαφθορά. Έτσι, αν και το αλβανικό κράτος καταβάλλει «προσπάθειες» να μειώσει γενικά την ελληνική επιρροή (όπως ακόμη και με νοθεία στις εκλογές), στην πράξη αρκετοί είναι όσοι ενδύουν τα ιδιοκτησιακά τους συμφέροντα με τον εθνικό μανδύα.

 

 


comments powered byDisqus

Αρχειο

Κατηγοριες