Shedia

EN GR

26/03/2020 Το περιοδικό

O κύκλος των χαμένων εραστών

 

του Σπύρου Ζωνάκη

Ο αρσενικός κούνελος και το φιλήδονο θηλυκό ανήκουν στη σφαίρα του φανταστικού. Η διάχυτη αίσθηση ότι το σεξ είναι πια μια εύκολη υπόθεση είναι μύθος, αφού βιώνουμε μια βαθιά ερωτική μοναξιά. 

Φεβρουάριος 2017, ο Περ-Έρικ Μούσκος, δημοτικός σύμβουλος της μικρής πόλης Οβερτορνέα στον σουηδικό Βορρά, καταθέτει μία πρωτοποριακή πρόταση: την παροχή μιας επιδοτούμενης ώρας κάθε εβδομάδα στους 550 εργαζόμενους στο δήμο για να κάνουν σεξ. «Βλέπουμε ότι οι άνθρωποι δεν έχουν πολύ χρόνο να συνευρεθούν. Η μία ώρα διαλείμματος θα είναι αποκλειστικά αφιερωμένη σε αυτόν το σκοπό», ήταν η εξήγηση του 42χρονου σουηδού αξιωματούχου. Κάνουν σεξ, τελικά, οι Σουηδοί ή μήπως το έχουν κόψει; Η ερωτική ζωή των πολιτών της σκανδιναβικής χώρας έχει μπει στο μικροσκόπιο ειδικών και επιστημόνων καθώς, σύμφωνα με τον σουηδό υπουργό Υγείας, η τελευταία σχετική έρευνα έγινε πριν από περίπου 20 χρόνια και από τότε όλα τα στοιχεία δείχνουν μια μείωση της σεξουαλικής  δραστηριότητας των συμπατριωτών του. Αν διαπιστωθεί, για παράδειγμα, ότι το στρες επηρεάζει τη σεξουαλική ζωή των πολιτών, «αυτό είναι επίσης πολιτικό πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί». Μάλιστα, η σχετική μελέτη της Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας της Σουηδίας αναμένεται να δοθεί στη δημοσιότητα τον προσεχή Ιούνιο.

Μπορούμε, όμως, να ισχυριστούμε ότι διανύουμε μία εποχή «σεξουαλικής ύφεσης»; Αυτό διατείνεται η Τζιν Τουένγκε (Jean Twenge), καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο, η οποία το 2017 πραγματοποίησε μια μεγάλη έρευνα, σε δείγμα 25.000 Αμερικάνων ενηλίκων, για τη συχνότητα της ερωτικής τους δραστηριότητας. Τα αποτελέσματα ήταν αποθαρρυντικά: Ο μέσος ενήλικος κάνει σεξ εννιά φορές λιγότερες το χρόνο σε σχέση με τα τέλη της δεκαετίας του ’90 (53 αντί για 62), ενώ το 15% των νέων ηλικίας 20-24 ετών δεν έχει ενεργή σεξουαλική ζωή, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό στις αρχές του ’90 ήταν μόλις 6%. «Ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, οι millennials (όσοι γεννήθηκαν μεταξύ του 1980 και του 2000) δουλεύουν περισσότερες ώρες, σε ανασφαλές εργασιακό περιβάλλον, ενώ όλο και περισσότεροι νέοι αναγκάζονται να μένουν με την οικογένειά τους. Όταν είσαι ένας νέος ενήλικος που συγκατοικεί με τους γονείς του, είναι πολύ πιο δύσκολο να κάνεις σεξ, έχεις στερηθεί το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα. Εξάλλου, οι σημερινοί εικοσάρηδες έχουν χάσει τις δεξιότητες της ερωτοτροπίας, Είναι η γενιά εκείνη που έχει μάθει να επικοινωνεί πολύ περισσότερο μέσα από την οθόνη και όχι με τη φυσική επαφή. Μόλις το 56% των 18άρηδων βγαίνουν πια ραντεβού, κάτι που έκανε το 85% των συνομηλίκων τους της Γενιάς Χ (όσοι γεννήθηκαν μεταξύ του 1960 και του 1980). Η αναζήτηση, όμως, όλο και περισσότερο συντρόφων μέσω των σάιτ γνωριμιών ή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει ως αποτέλεσμα να δίνουμε σημασία μόνο στην εξωτερική εμφάνιση, κάτι που αφήνει απέξω ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού. Σε αντίθεση με τις πρόσωπο με πρόσωπο συναντήσεις, όπου μπορούσες να σαγηνεύσεις τον επίδοξο ερωτικό σου σύντροφο με τη συνολικότερη γοητεία σου, οι ερωτικές διαδικτυακές εφαρμογές αφήνουν στους ανθρώπους με “μέτρια” εμφάνιση πολύ λιγότερες επιλογές, κάνοντάς τους όλο και περισσότερο απρόθυμους να κυνηγήσουν κάποιον σύντροφο, και άρα το ίδιο το σεξ», σημειώνει στη «σχεδία» η κ. Τουένγκε.

ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ

Τις αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης στη σεξουαλική ζωή των ανθρώπων και στη χώρα μας αναδεικνύει, από την πλευρά του, ο επίκουρος καθηγητής Γυναικολογίας  και σεξολόγος Ζήσης Παπαθανασίου, διευθυντής του Ελληνικού Σεξολογικού Ινστιτούτου. «Η αδυναμία διαχείρισης των οικονομικών προβλημάτων οδηγεί τους ανθρώπους σε χαμηλή αυτοεκτίμηση. Είναι, όμως, γνωστό ότι αυτή αποτελεί ιδιαίτερα αρνητικό ψυχολογικό παράγοντα για τη διεκδίκηση μιας σχέσης, ενώ η υψηλή αυτοπεποίθηση προϋπόθεση καλής σεξουαλικής λειτουργίας. Το πρόβλημα αυτό επιβαρύνει ιδιαίτερα τον ανδρικό πληθυσμό. Ο σύγχρονος άνδρας αισθάνεται έντονα αποτυχημένος όταν δεν μπορεί να διεκπεραιώσει τον παραδοσιακό ρόλο του κουβαλητή και να προσκομίσει στην οικογένεια τα απαραίτητα προς το ζην. Οι άνδρες εκλαμβάνουν συχνά την οικονομική τους δυσπραγία σαν απειλή ή έλλειμμα ανδρισμού και την εκφράζουν σαν ελάττωση ή έλλειψη της ερωτικής επιθυμίας. Οι γυναίκες, που καλούνται να καλύψουν το οικονομικό κενό που δημιουργεί η ανεργία του συντρόφου τους, πολύ συχνά νιώθουν να επωμίζονται βάρη που δεν τους αναλογούν. Ταυτόχρονα, θέλοντας και μη, ο σύντροφός τους ματαιώνεται, καθώς τις περισσότερες φορές προτιμά να αποτραβηχτεί στη σπηλιά του βαθιά πληγωμένος. Σύμφωνα, δε, με παλαιότερη μελέτη του Ελληνικού Σεξολογικού Ινστιτούτου, το ποσοστό των ανδρών που προσήλθαν με κύριο ή μοναδικό αίτιο την έλλειψη ερωτικής επιθυμίας από 8,7% το 2007 αυξήθηκε σε 18,8% το 2011, ενώ τα άτομα που βρίσκονται σε αποχή από το σεξ από 13,4% ανήλθαν στο 20,2%», επισημαίνει στη «σχεδία» ο κ. Παπαθανασίου. «Από πολλούς νέους άνδρες της εποχής μας θα ακούσετε ότι είναι “μόνοι” για λόγους οικονομικούς. “Δεν μπορώ να την κεράσω ούτε ένα σουβλάκι. Άλλωστε δεν έχω και χρόνο. Δουλεύω σε δύο δουλειές, 14 ώρες την ημέρα”, μου έλεγε πρόσφατα ένας νεαρός αποθηκάριος. Η δυσκολία του φαίνεται κατανοητή, και, από την άλλη, δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να τονίσουμε ότι τα τελευταία χρόνια το σεξ προβλήθηκε συστηματικά στις οθόνες αμπαλαρισμένο μέσα σε ένα πλαίσιο χλιδής. Άψογα ντυμένοι νεαροί συνοδεύουν “κουκλάρες”, για να καταλήξουν να κάνουν σεξ σε βελούδινους καναπέδες ή κρεβάτια σε μέγεθος σαλονιού. Δεν θα έλεγα, λοιπόν, ότι είναι και τόσο παράλογο, μετά από έναν βομβαρδισμό από τέτοιου είδους εικόνες, κάποιοι νέοι να αισθάνονται –συνήθως άνεργοι ή οικονομικά ασθενείς– περισσότερο ανασφαλείς από ποτέ», συμπληρώνει ο κ. Παπαθανασίου.

Τη συσχέτιση της οικονομικής κρίσης με τη μειωμένη ερωτική δράση των Ελλήνων έφερε στο φως και έρευνα του Ινστιτούτου Ψυχικής και Σεξουαλικής Υγείας που διενεργήθηκε από το Μάιο του 2015 ώς το Μάιο του 2017. «Οι δύο στους τρεις άνδρες και μία στις δύο γυναίκες κατά πλειοψηφία παντρεμένοι “ξέχασαν” τη σεξουαλική τους ζωή. Πιο “γκρεμισμένοι” ψυχολογικά δείχνουν οι άνδρες, αφού η οικονομική κρίση αμφισβητεί την κυριαρχία τους. Δεν νιώθουν ικανοί να ανταποκριθούν στην ανάγκη των γυναικών για ασφάλεια και σταθερότητα, ενώ εισπράττουν το γύρισμα της πλάτης των ερωτικών συντρόφων τους, των οποίων ο θυμός έχει αντικαταστήσει τη σεξουαλική επιθυμία. Ο άνδρας έχει συνδέσει τον ανδρισμό του με το πέος του και τη δουλειά του. Όταν η εικόνα του δυνατού και του ισχυρού καταρρέει μέσα από τα οικονομικά προβλήματα, αυτό ξεσπάει στο πέος του, πρώτα χάνοντας την ερωτική του επιθυμία και μετά τη στύση του. Πολλοί άνδρες με πρόβλημα σεξουαλικής δυσλειτουργίας τη βιώνουν ενοχικά και αγχωτικά, ως μειωμένο ανδρισμό, αυτό τους μεγαλώνει το φόβο της αποτυχίας, ο οποίος, με τη σειρά  του, οδηγεί σε σεξουαλική αποφυγή», μας λέει η σεξολόγος Μαρίνα Μόσχα, συνεργάτρια του ινστιτούτου. «Θυμάμαι τον 38χρονο θεραπευόμενό μου που είναι άνεργος εδώ και πέντε χρόνια, μένει ακόμη με τους γονείς του και τα τελευταία τρία χρόνια έχει, ουσιαστικά, αποσυρθεί σεξουαλικά. Κάθε φορά που γνώριζε μια κοπέλα και έλεγε ότι είναι άνεργος, εκείνη εξαφανιζόταν. Το πλήγμα ήταν πολύ μεγάλο. Τώρα, όταν έρχεται η επίμαχη ερώτηση του επαγγέλματος, βρίσκει κάποιο να πει. Όλο αυτό το άγχος, όμως, του δημιούργησε και σεξουαλικό πρόβλημα. Όποτε πάει να προχωρήσει σε σεξουαλική επαφή, χάνει τη στύση του», προσθέτει.

Ο ΓΚΑΤΖΕΤ ΕΡΩΣ

Το πώς η διάδοση της προκάτ φαντασίωσης που κομίζει η πορνογραφία αλλάζει και τη σχέση του ανθρώπου με  την ερωτική επιθυμία και τη σεξουαλική απόλαυση φωτίζει η ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια Μάρω Μπέλλου. «Η εύκολη πρόσβαση στην πορνογραφία είναι εκείνη που μπορεί να την κάνει άκρως εθιστική. Εθιστική, καθώς προσποιείται πως είναι άκρως ερεθιστική. Τόσο, που εξοβελίζει αυτόν που βλέπει την τσόντα πίσω από την οθόνη. Εξημερώνει τη φαντασίωση προσπαθώντας να δώσει μία εικονογράφηση του ριζικά αόρατου μέσα από παιχνίδια ρόλων. Από την  πλευρά του αρσενικού είναι ο άντρας κούνελος, ο σκληρός εργάτης, η επιδέξια μηχανή του σεξ, που δίχως στάλα ιδρώτα αυτοθαυμάζεται  για τις αθλητικές της επιδόσεις. Από την άλλη, είναι η εικόνα του φιλήδονου θηλυκού που είναι έτοιμο για όλα. Η πορνογραφία είναι φιλική προς το χρήστη, αφού μέσω αυτής ξεχαρμανιάζει. Πέρα από την τεχνική επιμόρφωση, προσφέρει έναν πλοηγό για την επιδέξια τέλεση του αυνανισμού. Παρ’ όλ’ αυτά, το ζητούμενο είναι να μη συναντήσω την επιθυμία του παρτενέρ. Και στην πορνογραφία το μέσο για το σκοπό αυτό δεν είναι παρά τυποποιημένες προκάτ φαντασιώσεις, μέσω των οποίων δραπετεύει κανείς από το σεξ. Είναι το ασφαλές σεξ που με απαλλάσσει από το ρίσκο να αναρωτηθώ για την επιθυμία του παρτενέρ μου», υπογραμμίζει η κ. Μπέλλου.

«Σε  ένα σύμπαν σεξουαλικής κατανάλωσης, όπου η αγορά του σεξ είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη και πολλαπλώς προσβάσιμη, δημιουργείται ένα άλλο καθεστώς για τον ερωτικό μου παρτενέρ. Εκείνος δεν είναι κάποιος που προκαλεί το ερωτικό μου θάμβος ή με έλκει ως το ενδόμυχό μου πάθος. Αντί να ενδώσω στις προκλήσεις της επιθυμίας και τα πάθη του έρωτα, αρκούμαι και μόνο με την απόλαυσή μου. Και καθώς βρίσκομαι μέσα στο ναρκισσιστικό μου κέλυφος, ο παρτενέρ μου τείνει να μεταλλαχθεί σε ένα γκάτζετ. Εξοικειώνομαι με την ιδέα ότι η διασύνδεσή μου μαζί του έχει ημερομηνία λήξης και μπορώ κάλλιστα να τον αντικαταστήσω με έναν άλλον. Είναι ο γκάτζετ-Εros, ο έρωτας στα χρόνια της τεχνολογίας. Την εξάπλωσή του στον σύγχρονο κόσμο μπορώ εύκολα να τη δω στον τρόπο που χωρίζουν οι άνθρωποι. Στέλνω ένα mail ή ένα sms και από εκεί και πέρα ο παρτενέρ μου έληξε για μένα. Αυτή η διαγραφή θέτει την ομιλία εκτός παιχνιδιού. Είναι ένας χωρισμός στον οποίο δεν δίνεται καμία εξήγηση, δεν γίνεται καμία κουβέντα. Στον γκάτζετ-Eros δεν είμαι πια έρμαιο της ανταπόκρισης του έτερου, ούτε νιώθω την απειλή της δικής του απουσίας» καταλήγει η κ. Μπέλλου.

ΠΟΡΝΟ-ΕΘΙΣΜΟΣ

Τον  εθισμό του στο διαδικτυακό πορνό, ο οποίος και τον οδήγησε σε μία απομάκρυνση από τις ολοκληρωμένες σεξουαλικές σχέσεις μέχρι τα 24 του χρόνια περιγράφει στη «σχεδία» ο αμερικανός πυροσβέστης Νόουα Τσερτς (Noah Church), συγγραφέας του βιβλίου «Wack. Addicted to Internet Porn» («Μαλακία. Εθισμένος στο διαδικτυακό πορνό»), το οποίο και έγραψε το 2014 ως μία μορφη λύτρωσης. «Το σεξ ήταν ένα ταμπού για μένα στην παιδική μου ηλικία, καθώς οι γονείς μου ήταν εντελώς ασεξουαλικοί. Δεν τους είχα δει μια φορά να φιλιούνται. Κάθε φορά που η τηλεόραση έδειχνε μια ρομαντική σκηνή, η μητέρα μου μού έλεγε να κοιτάξω αλλού. Ουσιαστικά, η σεξουαλική μου διαπαιδαγώγηση ήρθε μέσα από το πορνό. Ήμουν δέκα χρόνων όταν πληκτρολόγησα στη μηχανή αναζήτησης τη λέξη “γυμνός”. Κόλλησα. Δεν έμεινα, βέβαια, στις γυμνές εικόνες. Τα επόμενα οκτώ χρονιά, έμπαινα όλο και πιο βαθιά στο πορνό. Στο λύκειο, όταν με φλέρταραν τα κορίτσια, δεν ήξερα πώς να το χειριστώ. Δεν ήταν ότι δεν ήθελα να κυνηγήσω κορίτσια στη πραγματική ζωή, απλά ήταν κάτι πολύ πιο δύσκολο και πολύπλοκο απ΄ ό,τι η πορνογραφία. Αποφοιτώντας από το λύκειο, γνώρισα την Έιμι. Όταν βρεθήκαμε  στο κρεβάτι, ήταν η πρώτη φορά που εξερευνούσα το κορμί μιας γυναίκας. Ενώ με έλκυε η Έιμι, το σώμα μου έμοιαζε να διαφωνούσε, το πέος μου δεν αντιδρούσε καθόλου. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές. Νόμιζα ότι ήμουν ανίκανος, δεν ήξερα τότε ότι αυτή ήταν μια συνηθισμένη αντίδραση για έναν εθισμένο στο πορνό, του οποίου ο εγκέφαλος έχει προγραμματιστεί να ανταποκρίνεται μοναχά σε διαρκώς εναλλασσόμενες και έντονες εικόνες. Επειδή θα έφευγα για το κολέγιο, ισχυρίστηκα στην Έιμι ότι δεν ήθελα να έχουμε σχέση εξ αποστάσεως. Άλλη μια επίδραση του πορνογραφικού μου εθισμού: η συναισθηματική απάθεια και η αδυναμία μου να συνδεθώ με τους άλλους», σημειώνει ο Νόoυα. «Στο κολέγιο, κάθε φορά που πήγαινα να ολοκληρώσω τη σεξουαλική πράξη και δεν μπορούσα, προφασιζόμουν στην κοπέλα ότι ήμουν κουρασμένος και πως θα πήγαινα για ύπνο. Στην έρωτησή τους αν είχα κάνει ποτέ σεξ, απαντούσα πάντα θετικά. Μετά από μία αποτυχημένη νύχτα με μια κοπέλα, που μου προκαλούσε πόνο και απογοήτευση, χρησιμοποιούσα το πορνό για να διεγερθώ. Το κατάφερνα πανεύκολα και αυτό με καθησύχαζε ότι δεν ήμουν “ανίκανος”. Δεν παραδεχόμουν ότι είχα ανάγκη από βοήθεια. Έβλεπα τον εαυτό μου ως την επιτομή της αρσενικότητας», συνεχίζει ο Νόουα.

Tη δική της εμπειρία ερωτικής μοναξιάς και καταφυγής στις εφαρμογές διαδικτυακών γνωριμιών σκιαγραφεί στη «σχεδία» η Αγγελίνα Μάνου. «Βρισκόμουν στα 25 και ήμουν τρία χρόνια μόνη μου. Είχα υποστεί αρκετές απογοητεύσεις από διάφορες εφήμερες σχέσεις και απλά περίμενα κάποιον που δεν θα φοβόταν να επενδύσει συναισθηματικά. Η μεγάλη περίοδος μοναξιάς είχε ως αποτέλεσμα να κατρακυλήσει η ψυχολογία μου. Θεωρούσα ότι έχω κάτι στην εμφάνισή μου που με κάνει αποκρουστική. Όλα ξεκίνησαν όταν η αδερφή μου, βλέποντάς με να περιμένω τον πρίγκιπα χωρίς αποτέλεσμα, μου πρότεινε να κατεβάσω την εφαρμογή Tinder. Από τη δεύτερη κιόλας μέρα έγινε κατανοητό πόσο ανούσιο είναι όλο αυτό το παζάρι ανθρώπων, όπου αγόρια και κορίτσια εκθέτουν τα καλούδια τους και εσύ τα ζυγίζεις με το μάτι πριν διαλέξεις ποιο θα πάρεις. Σέρνεις, λοιπόν, φωτογραφίες και μέσα σε ένα νανοδευτερόλεπτο έχεις αποφασίσει πως όχι αυτός με τα μούσια και το γκρι μπλουζάκι δεν είναι κατάλληλος για σένα, αλλά αυτός ο μουσάτος με το κόκκινο μπλουζάκι κάτι σου κάνει. Στέλνετε εκατοντάδες μηνύματα προσπαθώντας να γνωρίσει επιφανειακά ο ένας τον άλλον και νιώθεις ότι η προσωπική σου ζωή είναι γεμάτη. Γεμάτη από ένα κενό που δεν μπορείς να γεμίσεις face to face και προσπαθείς να το κάνεις από την ασφάλεια του type to type», μας λέει η Αγγελίνα.

ΣΕΞ & ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ

Απολάμβαναν, όμως, οι γυναίκες στα σοσιαλιστικά καθεστώτα περισσότερο την ερωτική τους ζωή; Αυτό ακριβώς ισχυρίζεται η Κρίστεν Γκόντσι (Kristen Ghodsee), καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας και συγγραφέας του βιβλίου «Γιατί οι γυναίκες έχουν καλύτερο σεξ επί σοσιαλισμού» («Why women have better sex under socialism»).

«Όταν οι Αμερικανοί σκέφτονται τον κομμουνισμό στην Ανατολική Ευρώπη, φαντάζονται ταξιδιωτικούς περιορισμούς, ζοφερά τοπία με γκρίζο τσιμέντο, δυστυχισμένους άντρες και γυναίκες να ξεροσταλιάζουν σε ουρές για να ψωνίσουν από άδεια μαγαζιά, και μυστικές υπηρεσίες να παρακολουθούν την ιδιωτική ζωή των πολιτών. Μολονότι πολλά από αυτά ισχύουν, το συλλογικό μας στερεότυπο για τη ζωή στον κομμουνισμό δεν λέει όλη την αλήθεια. Ίσως κάποιοι να θυμούνται ότι οι γυναίκες του ανατολικού μπλοκ απολάμβαναν πολλά δικαιώματα και προνόμια άγνωστα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες εκείνη την εποχή, μεταξύ των οποίων, την πλήρη ενσωμάτωσή τους στο εργατικό δυναμικό, γενναιόδωρες άδειες και επιδόματα μητρότητας και εγγυημένη δωρεάν παιδική φροντίδα. Αλλά υπάρχει και ένα πλεονέκτημα που δεν έχει προσεχτεί πολύ: οι γυναίκες υπό τον κομμουνισμό απολάμβαναν περισσότερη σεξουαλική ευχαρίστηση. Μια συγκριτική κοινωνιολογική μελέτη, μάλιστα, μεταξύ Ανατολικογερμανών και Δυτικογερμανών μετά την επανένωση το 1990, διαπίστωσε ότι οι γυναίκες στην Ανατολή είχαν διπλάσιους οργασμούς από τις δυτικές. Οι ερευνητές έμειναν κατάπληκτοι με αυτή τη διαφορά, ιδίως επειδή οι γυναίκες της Ανατολικής Γερμανίας υπέφεραν από το περίφημο διπλό βάρος της δουλειάς και του νοικοκυριού. Αντίθετα, οι γυναίκες της μεταπολεμικής Δυτικής Γερμανίας έμεναν στο σπίτι και επωφελούνταν από όλες τις συσκευές εξοικονόμησης εργασίας που παρήγαγε η ακμάζουσα καπιταλιστική οικονομία. Έκαναν όμως λιγότερο σεξ, και λιγότερο ικανοποιητικό σεξ, από γυναίκες που έπρεπε να περιμένουν στην ουρά για να πάρουν χαρτί υγείας», περιγράφει η κ. Γκότσι.

Πώς θα μπορούσε, να εξηγηθεί, όμως, αυτή η αγνοημένη πτυχή της ερωτικής ζωής των γυναικών πίσω από το Τείχος;

«Σύμφωνα με τη γερμανίδα καθηγήτρια Πολιτισμικών Σπουδών Ίνγκριντ Σαρπ, το ότι οι Ανατολικογερμανίδες δεν εξαρτιούνταν οικονομικά από τους άνδρες, ωθούσε τους τελευταίους σε πιο δοτική συμπεριφορά στο κρεβάτι. Εν αντιθέσει, με τις Δυτικογερμανίδες, που βασίζονταν οικονομικά στους συντρόφους τους και οι οποίες, αν ήταν δυσαρεστημένες από τη σεξουαλική τους ζωή, το πολύ να ζητούσαν διακριτικά από τους παρτενέρ τους να προσέχουν περισσότερο τις ανάγκες τους. Οι γυναίκες, επειδή ήταν περισσότερο οικονομικά ανεξάρτητες, μπορούσαν πιο εύκολα να αφήσουν σχέσεις που δεν τις ικανοποιούσαν συγκριτικά με τη Δύση.  Στις σοσιαλιστικές χώρες, οι σχέσεις, ο γάμος, το σεξ, είχα απελευθερωθεί από οποιαδήποτε οικονομική συναλλαγή», σημειώνει στη «σχεδία» η Κρίστεν Γκότσι.

 

«Ας πάρουμε την περίπτωση της Άννας Ντουρτσέβα από τη Βουλγαρία, η οποία ήταν 65 ετών όταν την πρωτογνώρισα το 2011. Έχοντας ζήσει τα πρώτα 43 της χρόνια υπό τον κομμουνισμό, συχνά παραπονιόταν ότι η νέα ελεύθερη αγορά εμπόδιζε τους Βούλγαρους να αναπτύσσουν υγιείς ερωτικές σχέσεις. “Σίγουρα, κάποια πράγματα ήταν άσχημα εκείνη την εποχή, αλλά η ζωή μου ήταν γεμάτη έρωτα. Μετά το διαζύγιό μου, είχα τη δουλειά μου και το μισθό μου και δεν χρειαζόμουν κάποιον άντρα να με στηρίξει. Μπορούσα να κάνω ό,τι μου άρεσε”, μου εκμυστηρεύτηκε. Ήδη από τη δεκαετία του ’50 οι σεξολόγοι στην Τσεχοσλοβακία είχαν επικεντρωθεί στη γυναικεία σεξουαλική απόλαυση, ισχυριζόμενοι ότι το “καλό” σεξ ήταν δυνατό μόνο αν οι άνδρες και οι γυναίκες ήταν κοινωνικά ίσοι. Υποστήριξαν το δικαίωμα των γυναικών στις αμβλώσεις, καθώς και ότι οι άνδρες πρέπει να μοιράζονται τις οικιακές εργασίες και την ανατροφή των παιδιών, αλλιώς δεν προκύπτει σεξουαλική ικανοποίηση. Σύμφωνα, δε, με την πολωνή ερευνήτρια Αγκνιέσκα Κοσιάνσκα, οι δεκαετίες του ’70 και του ’80 ήταν η χρυσή εποχή της σεξουαλικότητας στη χώρα. Οι Πολωνοί σεξολόγοι δεν περιόριζαν το σεξ στις σωματικές εμπειρίες. Ακόμη και η καλύτερη διέγερση, όπως έλεγαν, δεν οδηγεί στην ηδονή εάν μια γυναίκα είναι αγχωμένη ή εξαντλημένη απ’ τη δουλειά, ανησυχεί για το μέλλον της και την οικονομική σταθερότητα», συμπληρώνει η Κρίστεν Γκότσι.


comments powered byDisqus

Αρχειο

Κατηγοριες