Shedia

EN GR

08/04/2020 Το περιοδικό

Τα χρώματα της τρυφερότητας

 

Συνέντευξη του Κοσμά Εμμόγλου στην Ντόση Ιορδανίδου

Ένας καλλιτεχνικός φωτογράφος εστιάζει το φακό του, πέρα από τους Τσιγγάνους της Θεσσαλονίκης, στην κατάρριψη των στερεοτύπων, ακόμη και των δικών του, καλώντας μας να δούμε με απροκατάλυπτο βλέμμα το διαφορετικό.

Πόσα γνωρίζουμε πραγματικά για τους Tσιγγάνους; Πόσο γνωρίζουμε ή μάλλον πόσο επιθυμούμε να γνωρίσουμε το διαφορετικό; Ο Κοσμάς Εμμόγλου αναζήτησε τα «μυστικά» των Tσιγγάνων, παλεύοντας και με τις δικές του προκαταλήψεις. Όταν εκπλήρωνε τα καθήκοντά του για τα προς το ζην, άφηνε το καΐκι που έχει με έναν φίλο του, πουλούσε τα ψάρια στην αγορά και τριγυρνούσε στη δυτική Θεσσαλονίκη, ακολουθώντας την καλλιτεχνική του φλέβα. Για να ανακαλύψει ένα θέμα που πραγματικά θα τον ενδιέφερε να φωτογραφίσει-γνωρίσει. Εκεί, στη Νέα Μαγνησία, το 2012, συνάντησε έναν καταυλισμό Τσιγγάνων από την Ξάνθη που είχαν καταλάβει εγκαταλελειμμένα σπίτια. Και ένιωσε ότι είχε βρει το θέμα του. Ξεκίνησε από την άκρη του δρόμου, εκεί που έπαιζαν τα παιδάκια, στη συνέχεια τον καλοδέχτηκαν και οι γονείς,  που εύκολα του επέτρεψαν να μπει στα σπίτια τους. Όταν η αστυνομία τους έδιωξε από την περιοχή, ο Κοσμάς, αναζητώντας τους, βρέθηκε σε έναν άλλο οικισμό, αυτόν της Αγίας Σοφίας στα Διαβατά, στο πρώην στρατόπεδο Γκόνου, αλλά και στη Νέα Μεσημβρία. Το οδοιπορικό αυτό, η «εργασία μου», όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος, κράτησε τέσσερα χρόνια. Σήμερα, ο Κοσμάς Εμμόγλου κάνει στη Θεσσαλονίκη τη δεύτερη έκθεσή του για τους Ρομά, με περίπου 80 φωτογραφίες, ενώ κυκλοφορεί και ένας κατάλογος-λεύκωμα. Επιθυμία του να ταξιδέψει αυτή η υπέροχη δουλειά και στην Αθήνα. Επόμενο πλάνο του είναι να φωτογραφίσει τους συναδέλφους του ψαράδες. «Ψάχνω να βρω τον τρόπο που θα τραβήξω το θέμα μου», θα πει. «Η θάλασσα ναι, σίγουρα είναι ωραίο θέμα από μόνη της, αλλά εμένα μ’ αρέσει να είναι ο άνθρωπος πιο πολύ στη φωτογραφία. Προσπαθώ να πείσω τους ψαράδες να τους φωτογραφίσω. Να με εμπιστευτούν. Όπως έκανα και με τους Ρομά. Επιδίωξα το πορτρέτο να με κοιτάζει, ήθελα να έχω επαφή, σχέση, και όχι να τραβήξω φωτογραφίες στα κλεφτά».

Πώς προέκυψε η φωτογραφία; 
Σαν χόμπι στην αρχή. Είχα την ανάγκη να ασχοληθώ με κάτι καλλιτεχνικό, και το μόνο προσβάσιμο για μένα, και λόγω ηλικίας, ήταν η φωτογραφία, ήταν πιο εύκολο, ας πούμε. Είχα βγάλει κάποιες φωτογραφίες με μια μικρή κόμπακτ μηχανή και άρεσαν στους φίλους, που με παρότρυναν να συνεχίσω. Αποφάσισα να κάνω κάτι καλύτερο από τα συνηθισμένα που βγάζουμε. Αγόρασα μια Pentax, αυτή ήταν η πρώτη μου μηχανή, δεν ήξερα πώς να τη λειτουργώ, δεν ήταν αυτοματοποιημένη, παρακολούθησα σεμινάρια και, για να περάσω από τη θεωρία στην πράξη, έψαχνα να βρω ένα θέμα που να με ικανοποιεί, να με εκφράζει καλλιτεχνικά. Έτσι ήρθαν οι Τσιγγάνοι, τους οποίους ήθελα να φωτογραφίσω από «μέσα», να τους γνωρίσω και σαν ανθρώπους. Γιατί έχουμε προκαταλήψεις και μυστικά γι’ αυτούς, ίσως ήθελα να ανακαλύψω αν υπάρχει άλλη πτυχή την οποία δεν βλέπουμε.
 
Πώς σας εμπιστεύθηκαν; Έχουν κι εκείνοι προκαταλήψεις απέναντί μας, υποθέτω
Σίγουρα! Όταν γκετοποιούμε κάποιους ανθρώπους όχι μόνο ως πολιτεία αλλά και ως άτομα, τους απομονώνουμε, είναι αρνητικό και για τους μεν και για τους δε. Τους προσέγγισα εξωτερικά, δεν είχα κανέναν γνωστό να με βάλει μέσα, να με γνωρίσει στους ανθρώπους. Φωτογράφισα λιγάκι τα παιδάκια απέξω που γύριζαν από το σχολείο να δω πώς θα αντιδράσουν. Τελικά, επειδή αγαπάνε τη φωτογραφία, ήταν πολύ θετικά. Τα παιδιά το είπαν στους γονείς, σιγά σιγά με μάθανε όλοι στον οικισμό και με βάζανε από μόνοι τους μέσα στα σπίτια τους. Νόμιζα ότι θα φάω ξύλο, αλλά έγινε το αντίθετο. Αμέσως με αποδέχτηκαν ως φωτογράφο. Μετά από ένα μήνα που πήγα τρεις-τέσσερις φορές, μου έλεγαν έλα να βγάλεις. Έχουν ιδιαίτερη αγάπη στη φωτογραφία, τους αρέσει, αλλά όχι ηλεκτρονικά. Τις θέλουν τυπωμένες σε χαρτί. Και προπαντός θέλανε να φωτογραφίσω τα μωρά τους μόλις γεννιόντουσαν, ημερών. Αγαπάνε πολύ τα παιδιά τους. Και ήθελαν να βγαίνουν πάντα όρθια, χωρίς κομμένα πόδια στο κάδρο, το ίδιο και για εκείνους, θέλανε ολόσωμο. Με τον καιρό που με μάθανε, μου δίναν δικές τους φωτογραφίες που είχαν φθαρεί από το χρόνο να τις φτιάξω και να τους τις δώσω σε καινούριο χαρτί, να τις έχουν ενθύμιο. Πέτυχα μια κηδεία και ήθελα να τη φωτογραφίσω, από εικαστικής πλευράς. Τους ρώτησα και αρνήθηκαν. Καλύτερα όχι, μου είπαν, εμείς θεωρούμε τη φωτογραφία χαρά, εσύ πας να βγάλεις τη λύπη; Θα γίνει παρεξήγηση. Το σεβάστηκα. 
 
Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που συναντήσατε;
Δεν θέλανε οι φωτογραφίες τους να δοθούν σε κάποιο άγνωστο άτομο Ρομά – μέχρι να τους μάθω, έγινε μια μικρή παρεξήγηση. Μετά πρόσεχα. Φοβόντουσαν μήπως τους κάνανε μάγια. Όταν τους είπα ότι θα κάνω έκθεση, με ρώτησαν πού. Στους Μπαλαμό δεν έχουμε πρόβλημα, είπαν, κάνε ό,τι θες, εδώ δεν θέλουμε να κυκλοφορούν. Αυτή ήταν η μόνη τους απαίτηση.
 
Τι σημαίνει «Έλα κατέ» – όπως τιτλοφορείτε την έκθεση; 
Σημαίνει έλα εδώ.  Έτσι τα φώναζαν οι γονείς τους, μετά τους το έλεγα εγώ και γελούσαν. Βεβαίως ελληνικά μιλάνε όλοι, παρότι έχουν τη δική τους γλώσσα.
 
Γνωρίζουμε τους Ρομά ως νομάδες. Ποια είναι η σχέση τους με τη μόνιμη κατοικία; 
Στην Αγία Σοφία έχει δώσει η πολιτεία το χώρο και κάποια προκάτ ξύλινα σπίτια. Εκείνοι, σιγά σιγά, όποιοι είχαν οικονομική άνεση βάζανε τούβλα, ιδιαίτερα κολονάκια, άλλοι επεκτάσεις με ξύλα και έκαναν καινούριους χώρους. Απ’ ό,τι μας είπε στα εγκαίνια της έκθεσης ο πρόεδρος της ομοσπονδίας Ρομά Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας Παναγιώτης Σαμπάνης, παλαιότερα μετακινούνταν, αλλά τώρα με τα σπίτια προσπαθούν να μείνουν σε έναν τόπο και να εργαστούν. Οι περισσότεροι είναι έμποροι, ασχολούνται με τη μαναβική, τα χαλιά, τα ψάρια, τις κονσέρβες, τα σίδερα που ξέρουμε, έχουν σταθερές δουλειές, νόμιμες άδειες, αμάξια. Όσοι δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά αναγκάζονταν να πάνε αλλού. Οι περισσότεροι που γνώρισα ήταν οι σταθεροί, οι μόνιμοι.
 
Πόσοι έμεναν σε μόνιμες κατοικίες;
Στην Αγία Σοφία περίπου χίλια άτομα, στη Νέα Μεσημβρία μπορεί 300-350.
 
Τι παρατηρήσατε στα σπίτια τους;
Οι τηλεοράσεις, τις περισσότερες φορές, έχουν γύρω γύρω γυψοσανίδα – γενικά αγαπούν τις γυψοσανίδες. Τα γύψινα κολονάκια γεμίζουν τα κάγκελα κολονάκια – είναι ίδιον των Τσιγγάνων. Κάποιοι δεν είχαν έπιπλα στο σαλόνι, το οποίο ήταν πάντα στρωμένο με χαλιά και κάθονταν κάτω, κάποιοι άλλοι είχαν. Οι κρεβατοκάμαρες είτε ήταν με σκαλιστά, περίτεχνα έπιπλα είτε απλά είχαν πάντα στρωμένο το κρεβάτι με λευκά ή κόκκινα καλύμματα –το κόκκινο είναι το αγαπημένο τους χρώμα–, όπως εμείς στους αρραβώνες, στους γάμους. Αλλά εκείνοι έτσι το είχαν και τις καθημερινές, όχι μόνο σε γιορτές. Θεωρούσα ότι δεν είναι και τόσο καθαροί μέσα στα σπίτια τους. Τώρα, πλέον, έχω άλλη άποψη. Προσέχουν πολύ την καθαριότητα, προσέχουν τη διακόσμηση. Βλέπεις μια άλλη οπτική, εντυπωσιάζεσαι ότι υπάρχουν και αυτοί οι Τσιγγάνοι.
 
 
 
 
 
 
Πώς είδατε τα πράγματα σχετικά με την εκπαίδευση των παιδιών; 
Η αλήθεια είναι ότι δεν θέλω να πω κάτι αρνητικό γι’ αυτούς τους ανθρώπους, τους συμπαθώ όπως είναι. Όπως ξέρουμε, τα κορίτσια παντρεύονται σε μικρή ηλικία – μέχρι τα 14. Συνοικέσια τις περισσότερες φορές, από όσα έχω δει. Και κάνουν μικρές παιδιά, ίσως αυτό δεν τις αφήνει, δεν τους δίνει το περιθώριο να συνεχίσουν το σχολείο, πάντως τα κορίτσια πήγαιναν μέχρι την έκτη δημοτικού. Γιατί ρωτούσα τι τάξη πήγαιναν. Τα αγόρια δεν ξέρω, ασχολούνται με το εμπόριο από μικρά, τους παίρνουν μαζί στη δουλειά για να συντηρήσουν και τη δική τους οικογένεια, αφού και αυτά παντρεύονται μικρά. Αλλά υπάρχουν κάποιοι που έφτασαν και πανεπιστήμιο. Ο Παναγιώτης Σαμπάνης είπε ότι υπάρχουν πολλοί αστυνομικοί, δικηγόροι, δάσκαλοι Τσιγγάνοι. Πολλά αλλάζουν και στους Ρομά. 
 
Σε τι… Θεό πιστεύουν; 
Οι συγκεκριμένοι είναι ορθόδοξοι χριστιανοί. Δείχνουν μεγάλη ευλάβεια στον Ταξιάρχη, έχουν μάλιστα ιδιόκτητα εκκλησάκια προς τιμήν του, στον Ραφαήλ, τρέφουν ιδιαίτερη αγάπη στην Παναγία. Στη Νέα Μαγνησία, όπου ήρθαν από το Δροσερό της Ξάνθης, ήταν μουσουλμάνοι υποτίθεται, αλλά μπαίνοντας μέσα στα σπίτια τους είδα χριστιανικές εικόνες. Κάποιοι έχουν στις κατοικίες τους για καλοτυχία κέρινες κούκλες, σε μέγεθος μωρού, τις ντύνουν με κανονικά ρούχα και θεωρούν ότι θα τους βοηθήσουν στην τεκνοποίηση, στην απόκτηση χρημάτων. Από την άλλη πλευρά, όλα αυτά τα χρόνια που τους φωτογράφιζα, μόνο μία γυναίκα ήθελε να μου πει το χέρι – δεν είδα να είναι κάτι διαδεδομένο.
 
 
 
 
 
 

ΠΡΟΩΡΗ ΩΡΙΜΑΝΣΗ

Τι σας έκανε εντύπωση από τη ζωή των Ρομά;

Ότι ωριμάζουν πιο γρήγορα τα παιδιά, ξέρουν να κάνουν χρηματικές συναλλαγές από πολύ μικρά, να πληρώνουν, να παίρνουν τα ρέστα. Το ύφος των παιδιών μού έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Τριών-τεσσάρων χρονών δεν γελούσαν μπροστά στη μηχανή, όπως τα δικά μας. Είναι πιο σοβαρά, το βλέμμα τους ιδιαίτερο. Έχουν δική τους κουλτούρα, που δεν την καταλαβαίνουμε. Για παράδειγμα, τα μικρά κοριτσάκια 12-13 χρονών ντύνονται σαν 17χρονα και 18χρονα, με την άδεια των γονιών πάντοτε. Παλαιότερα, οι γυναίκες φορούσαν τα παραδοσιακά ρούχα, πολύχρωμα και λουλουδάτα, τώρα προσανατολίζονται σε έναν δυτικό τρόπο ντυσίματος, τζιν κ.λπ. Εννοείται ότι εξακολουθούν να τους αρέσουν τα χρώματα, γι’ αυτό και είναι έγχρωμη η δουλειά μου.

Νιώσατε ποτέ ότι κινδυνέψατε; Φοβηθήκατε;

Κίνδυνος-κίνδυνος όχι, πλάκες που κάνανε τα παιδιά, ε, μου ξεφουσκώσανε μια φορά το λάστιχο, δεν ήταν κάτι, παιδάκια είναι!

 

Ο Κοσμάς Εμμόγλου γεννήθηκε το 1973 στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται. Από το 2005 ασχολείται συστηματικά με την καλλιτεχνική φωτογραφία. Παρακολούθησε σεμινάρια σε φωτογραφικές σχολές και πήρε μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις. Από το 2010, είναι μέλος του Φωτογραφικού Κέντρου Θεσσαλονίκης.

 

 

 
 
 
 
Φωτογραφίες: Κοσμάς Εμμόγλου
 
 

comments powered byDisqus

Αρχειο

Κατηγοριες