Shedia

EN GR

27/02/2013

Όταν ο Τσε Γκεβάρα αντάμωσε την Κορίνα Τσοπέη, του Γιώργου Αράπογλου

Είναι ο άσος στο μανίκι των μνημονιακών: «κινδυνεύουμε να γυρίσουμε 50 χρόνια πίσω». Η «Σ» έκανε ταξίδι στο χρόνο, έπεσε σε μαύρο σκοτάδι, αλλά θαμπώθηκε κι από πρόσωπα και καταστάσεις που ανάβλυζαν ελπίδα.
 
του Γιώργου Αράπογλου
 
«Η Ελλάδα γυρίζει πενήντα χρόνια πίσω», «θα επιστρέψουμε στη δραχμή, η οικονομία μας θα καταστραφεί», «…και πια ζούμε εποχές δεκαετίας ’60». Το ακούμε καθημερινά. Σε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, ίντερνετ. Σε αναλύσεις πολιτικών, οικονομολόγων, ειδικών. Ο απλός πολίτης ζει σε ένα κλίμα τρόμου και διαρκούς αβεβαιότητας. Οι νέοι δεν γνωρίζουν, ενώ οι παλιοί θυμούνται και κάνουν το σταυρό τους. Αλήθεια, τι θα σήμαινε αυτό στην πραγματική ζωή; Πώς ζούσαν οι Έλληνες πριν από 50 χρόνια; Οι γονείς μας; Οι παππούδες; 
 
Οι νεότερες γενιές τη δεκαετία την λάτρεψαν κυρίως για τις μουσικές και τις ιδέες που διακινήθηκαν. Πολλοί νιώθουν ζήλεια που δεν έζησαν.
 
Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας που μιλούν τόσο νοσταλγικά για εκείνη την εποχή. Είναι αδιευκρίνιστο όμως αν αυτό που θέλουν είναι πράγματι μια επιστροφή στη δεκαετία του ’60 ή ένα γύρισμα στα παιδικά τους χρόνια. Να ξαναγίνουν παιδιά. Η πραγματικότητα διαστρεβλώνεται από την άπιαστη επιθυμία.
 
Γιατί η αλήθεια είναι πως ήταν χρόνια δύσκολα. 
 
Χρόνια με πολιτική αστάθεια, βία και δράση παρακρατικών, δολοφονίες, δικτατορία, σκοτάδι… Μια δεκαετία έντονων αντιθέσεων, σημαντικών αλλαγών, επιτευγμάτων, γεγονότων και επαναστάσεων. Στην Ελλάδα και όλο τον κόσμο.
 
Είναι η δεκαετία που στο «καλημέρα» της ο άνθρωπος πέταξε για πρώτη φορά στο φεγγάρι, λίγους μήνες πριν χτίσει το τείχος του Βερολίνου. Είναι τα χρόνια που φουντώνει ο πόλεμος του Βιετνάμ και ξυπνά το κίνημα των χίπις, που προσπάθησε αλλά δεν άλλαξε τον κόσμο, τουλάχιστον όπως ονειρευόταν. Ο Τζον Κένεντι, ο Τσε Γκεβάρα, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, σημαντικές ιστορικές προσωπικότητες με όραμα να αλλάξουν τον κόσμο δολοφονούνται. Το 1961 γεννιέται ο σημερινός πρώτος αφρο-αμερικανός πρόεδρος, Ομπάμα. 
 
Η μανία των Μπητλς αρχίζει να ξεπερνά το μύθο του Έλβις, ενώ οι Ρόλινγκ Στόουνς έρχονται να σταθούν απέναντι στους «γιεγιέδες» και να ταράξουν τα νερά. Ήρθαν, μάλιστα, και στην Ελλάδα, σε μια επεισοδιακή συναυλία που διακόπηκε βίαια από την αστυνομία, λίγα μόλις 24ωρα πριν το πραξικόπημα. Στη δεκαετία αυτή φεύγει από τη ζωή ο αγαπημένος μας Ουόλτ Ντίσνεϊ, ενώ άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του ο –μέχρι την εμφάνιση του Μέσι– αντίπαλος του Πελέ για τον τίτλο του καλύτερου ποδοσφαιριστή του αιώνα, Ντιέγκο Μαραντόνα. Ο Νιλ Άρμστρονγκ με ένα μικρό του βήμα έγινε ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε στο φεγγάρι, ενώ ο Κρίστιαν Μπάρναρντ πέτυχε ένα από τα μεγαλύτερα ιατρικά επιτεύγματα, να πραγματοποιήσει την πρώτη μεταμόσχευση καρδιάς σε άνθρωπο.
 
Βία, νοθεία και μετανάστευση
 
Η Ελλάδα εξακολουθεί να προσπαθεί να γιατρέψει τις πληγές που άνοιξε ο Εμφύλιος και που παραμένουν ανοικτές. Οικογένειες διαλυμένες, το αίμα που χύθηκε δεν έχει στεγνώσει ακόμα. Εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων παίρνουν τα λιγοστά υπάρχοντά τους και αναζητούν καλύτερη τύχη στα ανθρακωρυχεία και τα εργοστάσια του Βελγίου και της Γερμανίας –είναι γνωστή η σημαντική συμβολή των Ελλήνων στην ανοικοδόμηση της κατεστραμμένης από δικά της λάθη Γερμανίας, η νεώτερη γενιά πολιτικών της οποίας κάνει φιλότιμες προσπάθειες να μην το αποδεχθεί– στα εστιατόρια της Αμερικής και της Αυστραλίας, στις φυτείες της Λατινικής Αμερικής… Κάθε οικογένεια έχει τουλάχιστον έναν ναυτικό.
 
Η πολιτική κατάσταση είναι τεταμένη. Οι μετεμφυλιακές συγκρούσεις γεννούν πολιτική αστάθεια, το παρακράτος βρίσκει διεξόδους να δράσει ανενόχλητο. Ο Γρηγόρης Λαμπράκης και άλλοι αγωνιστές της αριστεράς δολοφονούνται, η κυβέρνηση Παπανδρέου αποπέμπεται, ακολουθεί η αποστασία που άνοιξε διάπλατα το δρόμο για το πραξικόπημα του ’67. 
 
Η Ελλάδα μπαίνει στο «γύψο», κάποιοι νομίζουν ότι κάνουν «επανάσταση» και πολλοί, πάρα πολλοί που αγωνίζονται για πραγματικά ιδανικά, όπως η ελευθερία και η δημοκρατία, περνούν επτά δύσκολα χρόνια στην εξορία, τις φυλακές, τα υπόγεια. Με διωγμούς, ξύλο, βασανιστήρια, φόβο, πόνο, αίμα. Πριν από όλα αυτά, η Ελλάδα προλαβαίνει να καμαρώσει τον Γιώργο Σεφέρη να παίρνει το Νόμπελ Ειρήνης και την Κορίνα Τσοπέη να στέφεται η ωραιότερη γυναίκα του πλανήτη.
 
Ανεργία στο 20%
 
Τα όσπρια και τα λαχανικά ήταν κανόνας στη διατροφή μας, ενώ το κρέας έκανε αραιά την εμφάνισή του, κυρίως σε κυριακάτικα τραπέζια. Αυτοκίνητα οδηγούσαμε πολύ λιγότερα, γάμοι γίνονταν επίσης λιγότεροι, αλλά οι δείκτες γεννήσεων ήταν πιο υψηλοί. Έπιπλα και ηλεκτρικές συσκευές αγοράζαμε με δόσεις, το τεφτέρι του μπακάλη γέμιζε διαρκώς, ενώ η ανεργία ήταν πάνω από το 20% –σας θυμίζει κάτι; 
 
Τηλεόραση δεν υπήρχε μέχρι το δεύτερο μισό της δεκαετίας. Ανθούσε ο ελληνικός κινηματογράφος, που τότε πέρασε τη χρυσή εποχή του. Μόνο στη δεκαετία αυτή υπήρχαν περισσότερες από 200 εταιρίες παραγωγής, ενώ οι συνοικιακοί κινηματογράφοι ήταν η πιο γλυκιά και προσιτή διασκέδαση για τις χιλιάδες εσωτερικών μεταναστών που άφησαν τις αγροτικές περιοχές για μια καλύτερη ζωή στις πόλεις –διαδρομή αντίστροφη ακολουθείται πλέον στις μέρες μας. 
 
Οι Olympians, οι Charms, οι Idols ήταν τα ποπ είδωλα της εποχής, οι Aphrodite’s Child, οι MGC, οι Juniors, οι Persons ήταν ροκ, ο Σαββόπουλος, ο Θεοδωράκης, ο Χατζής έκαναν πολιτικό τραγούδι. Τα νάιτ κλαμπ της εποχής γέμιζαν νεολαία που χόρευε στους ρυθμούς συγκροτημάτων που έπαιζαν ζωντανή μουσική, ενώ άνθισαν οι μπουάτ όπου γεννήθηκε το νέο κύμα και πέρασαν όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες. Εκεί όπου τα καρεκλάκια έμπαιναν πολύ κοντά, διασκέδαζαν όλοι μαζί και ιστορία έγραφαν οι παρέες…
 
Λιτότητα ως τρόπος ζωής
 
Η κ. Φωτεινή Νιάρχου είναι ένα παιδί των 60’s. Την συναντήσαμε και δέχθηκε να μοιραστεί μαζί μας εκείνα που έχουν ξεχωριστή θέση στο θάλαμο της μνήμης. Η κ. Νιάρχου μιλάει στη «Σ» για μια εποχή με πολλές αντιθέσεις, αθώες στιγμές, απλούς ανθρώπους, αλλά και φόβο, σκοτάδι και κυνηγητό. 
Τα λίγα ρούχα μας και το μετρημένο φαγητό μας δεν ήταν αποτέλεσμα περιορισμών ή λιτότητας. Ήταν τρόπος ζωής. Θεωρούσαμε όλοι δεδομένη τη ζωή, χωρίς πολλά… Το «πολύ» δεν το ξέραμε. Τα πάντα ήταν λίγα και καλά. Η λιτότητα αυτονόητη άνευ γκρίνιας και παραπόνων… 
 
Παρ’ όλα αυτά κάθε Κυριακή, ο πατέρας έστελνε στο φούρνο ένα αρνί ξάπλα σε μια λαμαρίνα και το βραδάκι μάζευε φίλους και γείτονες και το γλεντούσαν. Το κρασί στη νταμιζάνα το έφερνε ο κυρ-Θανάσης, τα κεφτεδάκια η κυρά Σοφία, τυρί από το χωριό του ο κυρ-Αντώνης, ψωμί έφερνε ο φούρναρης που είχε ψήσει και το αρνί… Γλεντούσαν, τραγουδούσαν με ωραίες φωνές γρατζουνίζοντας κουτσές κιθάρες, και εμείς τα παιδιά από το σπίτι δίπλα καταλαβαίναμε ότι έκλεινε το μαγαζί και ερχόταν ο πατέρας, όταν σταματούσαν τα τρανταχτά γέλια και οι φωνές. Αντιλαλούσε η γειτονιά μας χαρά αισιοδοξία και δύναμη! Το επάγγελμα του ψυχολόγου παντελώς ανύπαρκτο και η λέξη «κατάθλιψη» με αμφίβολη παρουσία στο λεξικό...
 
Στο σπίτι της οδού Αριστοτέλους που μέναμε μέχρι το 1968, το ενοίκιο ήταν 800 δραχμές, όταν ο κατώτερος μισθός (πχ μιας γραμματέως) ήταν 1.100 δραχμές. Ήταν, βέβαια, μεγάλο σπίτι και είχαμε και κήπο. Τα ενοίκια γενικά κυμαίνονταν από 200 δρχ. (μια γκαρσονιέρα) έως 1.000–1.200, τα πιο καινούρια και πιο μεγάλα.
 
Ανεργία δεν υπήρχε, αρκεί να ήθελες να δουλέψεις και να μη δηλώνεις αριστερός. Μια τάση να ανοίξει ένα μαγαζάκι είχε κάθε οικογενειάρχης, είτε αυτό ήταν καφενείο, μαγειρείο, τσαγκαράδικο, μοδιστράδικο-ραφείο, κουρείο-κομμωτήριο κλπ. Όσοι κατάφερναν (με μέσον ή γνωριμίες) να δουλέψουν ως δημόσιοι υπάλληλοι θεωρούνταν σπουδαίοι μεν, αλλά ψιλοκάφροι.
 
Οι ελβιέλες μας
 
Για τα περισσότερα παιδιά των πόλεων θεωρείτο αυτονόητο ότι έπρεπε να σπουδάσουμε, τουλάχιστον να βγάλουμε το γυμνάσιο, αλλά και να συνεχίσουμε με το λύκειο και τις εισαγωγικές στο Πανεπιστήμιο ή το Πολυτεχνείο. Τα ρούχα μας κυρίως ράβονταν από μοδίστρες. Σιγά-σιγά άνοιγαν καταστήματα με πρετ-α-πορτέ, στο κέντρο κυρίως της πόλης. 
 
Τα παπούτσια ήταν ένα με δύο, το πολύ τρία ζευγάρια το χρόνο (το τρίτο θα ήταν ΕΛΒΙΕΛΑ για τη γυμναστική) και μας τα αγόραζαν ένα νούμερο μεγαλύτερα για να μας κάνουν και του χρόνου, κι έτσι ούτε ως μεγάλα μας βόλευαν αλλά ούτε και μετά που μίκραιναν.
 
Με τα πολιτικά, εμείς τα παιδιά ήμασταν εντελώς αμέτοχα την εποχή εκείνη… Καλά-καλά δεν ξέραμε τι ψηφίζουν οι γονείς μας! Μόνο τα παιδιά των δεξιών ήξεραν. Στις προοδευτικές οικογένειες, όπως η δική μας, υπήρχε μια σιωπή. Την πρώτη μέρα της επιβολής της δικτατορίας θυμάμαι την αναστάτωση στη γειτονιά, τον ηλίθιο κόσμο που πάντα υπάρχει και αδειάζει τα μπακάλικα και τους φούρνους… Έσερναν σακούλες μεγάλες με ψωμιά για να τα πάνε σπίτια τους, να μη πεθάνουν αυτοί… Κι οι υπόλοιποι ας κόψουν τον λαιμό τους… Πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν αυτά στους ανεγκέφαλους. Και βέβαια όλες τις μέρες της επταετίας, της «βουβής μεταξύ μας συζήτησης». 
 
Στο σχολείο, πριν το 1965, οι γονείς μας πλήρωναν δίδακτρα κάθε χρόνο και για κάθε παιδί περίπου 500 δρχ ετησίως. Και τα βιβλία τα αγοράζαμε από τα βιβλιοπωλεία. Τυχερός ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός που έπαιρνε τα καινούρια. Εμείς τα μικρότερα τα είχαμε στη συνέχεια. Περνούσαν από τον ένα στον άλλο. Εγώ, ως μικρότερη, τα έπαιρνα «καλοδουλεμένα», με σημειώσεις και ζωγραφιές…
 
Από τον μεγάλο μου αδελφό, που τώρα είναι ζωγράφος, τα βιβλία κοσμούνταν με παραστάσεις από την Ιστορία και τη Μυθολογία. Από τον δεύτερο αδελφό μου, τον μαέστρο, (και Ολυμπιακό μέχρι μεδούλι) γήπεδα, τέρματα, τελίτσες που υποδήλωναν θέσεις των ποδοσφαιριστών: Υφαντής, Σιδέρης, Λουκανίδης, Βουτσαράς, Δομάζος, Παπαεμμανουήλ.
 
Τις Κυριακές ο πατέρας μου τους πήγαινε στο γήπεδο, με κλήρο σε ποια ομάδα θα πάνε γιατί ο μεγάλος είναι Παναθηναϊκός κι ο δεύτερος Ολυμπιακός, αλλά πάντα όλοι μαζί! Με πήραν κι εμένα δυο φορές και τσακώνονταν από πριν για το τι χρώμα φόρεμα να βάλω, πράσινο ή κόκκινο!
 
Τηλεόραση & φεγγάρι
 
Από το ραδιόφωνο ενημερωνόμασταν «Μαγικά» για τα πάντα: ειδήσεις,θέατρο, μουσική. 
 
Το «Θέατρο της Δευτέρας», «το Θέατρο της Τετάρτης», «Οι αστυνομικές ιστορίες του Γιάννη Μαρή», «Οι περιπέτειες τουΤζων Γκρηκ». Οι πρωινές καθημερινές σειρές: «Πικρή, μικρή μου αγάπη», «Το σπίτι των ανέμων», «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού».
 
Κάθε βράδυ 10 λεπτά πριν τις ειδήσεις των 9:00, ο Δημήτρης Χορν στα «Καθημερινά του καθημερινού» ήταν Επίκαιρος, Σαρκαστικός, Καυστικός, Απολαυστικός!
 
Το Φεστιβάλ τραγουδιού της Θεσσαλονίκης κάθε Σεπτέμβρη μας καθήλωνε! Με τα τρανζίστορ στη γειτονιά, στα πεζοδρόμια, μεγάλοι και μικροί ψηφίζαμε για το ποιο τραγούδι θα έρθει 1ο, 2ο, 3ο… Κι ήταν όλα τραγούδια με σπουδαίους δημιουργούς και ερμηνευτές και παιγμένα από ορχηστράρες! 
Τηλεόραση στο σπίτι μας βάλαμε το 1969 για να δούμε την προσελήνωση του Άρμστρονγκ, που τελικά την είδαμε σε μια βιτρίνα καταστήματος γιατί δεν είχαμε προλάβει να βάλουμε κεραία.
 
Κινηματογράφο η πρώτη ακατάλληλη ταινία που είδα ήταν το «Διαζύγιο αλα ιταλικά» με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι. «ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΝ ΔΙ’ ΑΝΗΛΙΚΟΥΣ», η επιγραφή που απέτρεπε την είσοδο στους κάτω των 18 ετών. Ήμουν ακόμη μικρή, δεν θα μου επέτρεπαν, αλλά ήμουν ήδη ανεπτυγμένη και τους ξεγελάσαμε στην είσοδο. Με είχαν βάλει ανάμεσα τους οι μεγαλύτεροι, είχε και πολύ κόσμο και τους μπερδέψαμε. Ταινία δεν θυμάμαι να είδα γιατί κάθε τόσο έμπαινε στην αίθουσα ένας τύπος με φακό και έψαχνε για ανήλικους. Τσάκωσε αρκετούς και τους έβγαλε έξω κι εγώ από τη λαχτάρα μου μη με βρει (με έκρυβαν και με τα παλτά τους οι δικοί μου) δεν είδα τίποτα. Την είδα αργότερα, μεγάλη πια, σε θερινό σινεμά.
 
Αλλά υπήρχε τόσο μεγάλη ποικιλία από σπουδαίες ταινίες από τον ιταλικό κινηματογράφο. Φελίνι, Ροσελίνι, Αντονιόνι, Παζολίνι, Ντε Σίκα, με ηθοποιούς…ων ουκ έστιν αριθμός… Άννα Μανιάνι, Μαστρογιάννι, Σοφία Λόρεν, Λολομπριτζίτα. Από κοντά και ο γαλλικός κινηματογράφος με φιλμ νουάρ και περιπέτειες και με πρωταγνιστές τους Μπελμοντό, Αλαίν Ντελόν και Μπριτζίτ Μπαρντό, λιγότερο ο σουηδικός, βέβαια, ο ελληνικός για όλα τα γούστα! Κωμωδίες, ερωτικές, αστυνομικές, γουέστερν, ταινίες από όλο τον κόσμο, περίφημες, διαχρονικές! 
 
Ο χορός στις ντίσκο ήταν μια ακόμα μορφή διασκέδασης. Υπήρχαν αίθουσες (ABC, GREENPARK, ...) που λειτουργούσαν και μεσημέρι κι έτσι εμείς τα «καλόπαιδα» μαζευόμασταν νωρίς στο σπίτι μούσκεμα από το χορό. 
 
Ήταν χρόνια δύσκολα. Και ωραία».
 
Χρόνια αγώνων αλλά και ελπίδας.

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ