Shedia

EN GR

26/03/2014

Επείγοντα περιστατικά του Γιώργου Μπαζίνα

σκίτσο του Quino
 
Το κελάηδισμα του σπίνου
 
Η αλήθεια και η δύναμη βρίσκονται στην ομορφιά της ζωής, στη χαρά του ανοιξιάτικου πρωινού, στον καταγάλανο ουρανό. 
 
Τα γεγονότα που ακολουθούν διαβεβαιώνω πως είναι απολύτως φανταστικά και αποκύημα νοσηρής φαντασίας. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικές καταστάσεις πιθανώς να οφείλεται σε μια άθλια και αδίστακτη πραγματικότητα. Το ότι υπήρξα αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς οφείλεται καθαρά σε μυθοπλαστικούς λόγους και σε μια ακατάσχετη περιέργεια να κρυφοκοιτάξω στις ζωές των άλλων.
 
Εισχωρώ σ’ ένα σπίτι επιδεικτικά μέτριο και απελπιστικά ομοιότυπο με χιλιάδες άλλα, με τη μιζέρια σε επιφανή θέση. Μια γυναίκα, δυο παιδιά στην κουζίνα. Ένα μπουκάλι γάλα στο τραπέζι και κορν φλέικς. Καφές σε μια γαλλική καφετιέρα. Φρυγανιές, ένα πακέτο βούτυρο. Ένας άντρας καθιστός στην άκρη ενός κρεβατιού, αναποφάσιστος να σηκωθεί. Φαίνεται περισσότερο κουρασμένος απ’ όσο ήταν όταν ξάπλωσε, και η απόγνωση έχει αφήσει ένα άσχημο αποτύπωμα στο πρόσωπό του. Προσπαθεί να πείσει τα πόδια του να κινηθούν. Εκείνα, απρόθυμα, σέρνονται και τον φέρνουν στην κουζίνα.
Η γυναίκα φαίνεται χαμένη σε σκέψεις, προφανώς δυσάρεστες. Δεν μοιάζει σε τίποτα με τις χαρούμενες νοικοκυρές των τηλεοπτικών διαφημίσεων που σερβίρουν χαμογελαστές κι ευτυχισμένες την οικογένειά τους πεντανόστιμες φέτες ψωμιού, βούτυρα που κάνουν ευτυχισμένους τους ανθρώπους, αλλαντικά που κάνουν τα παιδιά να σπαρταρούν από ευδαιμονία, γάλατα που έχουν τη γεύση της ευτυχίας. Η γυναίκα δεν μοιάζει καν με τις καλλίγραμμες καταναλώτριες νοικοκυρές, και το χαμόγελό της, αν εμφανιζόταν στο πρόσωπό της, θα ήταν μια ξινή γκριμάτσα σ’ ένα πρόσωπο στεγνό από τις καθημερινές απογοητεύσεις, από την άνιση μάχη με τη μιζέρια, τον πόλεμο, τη φθορά της ψυχής και του σώματος. 
 
 
σκίτσο του Blachon
 
Το πάγωμα του χρόνου
 
Κοιτάζει τα δυο παιδιά, κι εκείνα δεν μοιάζουν ούτε κατά διάνοια με τα έξυπνα, χαμογελαστά, καλότροπα παιδιά με τις ευφυείς ατάκες που κάνουν ευτυχισμένους τους γονείς τους. Το αγόρι προσπαθεί να χαράξει στη φορμάικα του τραπεζιού «KILL, KILL, DEATH». «Σταμάτα!» βγαίνει στριγκή  η φωνή της γυναίκας. «Κι εσύ!», η εκνευρισμένη φωνή απευθύνεται στο κορίτσι, «Σταμάτα πια!» Το κορίτσι στραβομουτσουνιάζει και, απρόθυμα, κλείνει το κινητό της. Όταν μπαίνει ο άντρας, δεν υπάρχουν παρά θυμωμένα πρόσωπα, δυσκοίλια να καλημερίσουν, απρόθυμα να δείξουν την παραμικρή χαρά.  Ο άντρας ανταποδίδει με σιωπή, χαμένος σε δυσάρεστες σκέψεις, με μια προεξάρχουσα: πώς θα τους το πει! Η γυναίκα τού βάζει καφέ σε μια κούπα και βυθίζεται στις γκρίζες της σκέψεις: ψώνια, ακρίβεια, λεφτά, οικονομία, προσφορές, έκπτωση, κουπόνια, ανασφάλεια, αγωνία, απόγνωση. 
 
Ο άντρας λέει: «Δεν είμαι πολύ καλά. Λέω να μην πάω στη δουλειά σήμερα».
 
Για μια στιγμή, παγώνει ο χρόνος. Μια στιγμή απουσίας ήχου, αυτό που ονομάζουν εκκωφαντική σιωπή. Κι ύστερα, η φωνή της γυναίκας, με απορία, έκπληξη, επίπληξη: «Σε απέλυσαν;».
 
Το κορίτσι βγαίνει από το δικό της σύμπαν ξεφωνίζοντας: «Τι σημαίνει αυτό; Δεν θα πάρω, δηλαδή, τα μποτάκια μου εγώ;». Το αγόρι βρίσκει την ευκαιρία ν’ αρχίσει το χάραγμα «KILL, KILL».
 
Ο άντρας μένει σιωπηλός, παραιτημένος από κάθε προσπάθεια να δώσει περισσότερες εξηγήσεις. Κοιτάζει μόνο με άδειο βλέμμα τη γυναίκα, κι εκείνη του το ανταποδίδει με μια δόση παραπόνου, μια τζούρα μίσους, ένα μεγάλο μέρος απογοήτευσης. Μένουν να κοιτάζονται. Και ξαφνικά, όλα όσα θα ‘θελε να πει σχηματίζονται στο μυαλό του άντρα, αλλά δεν βγαίνουν σε λέξεις, βγαίνουν σαν χείμαρρος σε κελάηδισμα ενός σπίνου που βιάζεται να τα πει όλα, να εξηγήσει, να απολογηθεί…
 
Και ο σπίνος κελάηδησε για την ομορφιά της ζωής, τη χαρά του ανοιξιάτικου πρωινού, τον γαλανό ουρανό, τα ανέμελα χοροπηδητά από κλαράκι σε κλαράκι…
 
«Ο μπαμπάς μου κελαηδάει…» έγραψε στο κινητό της το κορίτσι.
 
«Θες να πεις τουιτάρει;» της ανταπάντησε η φίλη της.
 
«Όχι! Κελαηδάει!», αλλά από τη στιγμή που το ‘γραψε συνειδητοποίησε το παράδοξο του πράγματος κι ένιωσε ντροπή γιατί οι μπαμπάδες δεν κελαηδάνε, κι έκλεισε τ’ αυτιά της, γιατί ό,τι και να ‘ταν αυτό δεν ήθελε να τ’ ακούσει.
 
σκίτσο του Blachon
 
Λυτρωτικό κλάμα
 
Αλλά η γυναίκα άκουγε. Άκουγε λόγια αγάπης που είχε χρόνια ν’ ακούσει, άκουγε το σπίνο να της λέει για το πόσο την αγάπησε και τη χαρά του πρώτου φιλιού και τις κρυφές τους συναντήσεις και τις ελπίδες τους να πορευτούν μαζί σε μια ζωή που την ονειρευόντουσαν αλλιώς και ότι λυπόταν τόσο μα τόσο που άφησε το χρόνο να της ρυτιδιάσει το μέτωπο, να σκάψει το πρόσωπό της κι αυτός να μην είναι εκεί, να ‘ναι χαμένος σ’ έναν κόσμο συνήθειας κι αγωνίας, έναν αγώνα επιβίωσης που ήταν άνισος και άδικος και που χάθηκε μέσα σ’ αυτό το σύμπαν το αγόρι και το κορίτσι που ήταν κάποτε και η ευτυχία έγινε ένα όνειρο ακατόρθωτο, που πνίγηκε μέσα στη μιζέρια, τη στενοχώρια και την απόγνωση. Και της κελάηδησε ότι θα ‘θελε να πετάξουν μαζί σ’ έναν καλύτερο κόσμο, δίχως το άγχος της καθημερινής επιβίωσης, τη μίζερη προοπτική της φθοράς και του καθημερινού θανάτου, ανέμελοι, σαν ερωτευμένοι σπίνοι την άνοιξη… 
 
Κι η γυναίκα έκλαψε. Έκλαψε με ένα λυτρωτικό κλάμα, και δεν ήταν λύπη, αλλά μια απροσδόκητη και παράλογη χαρά, γιατί ήξερε ότι δεν ήταν πια μόνη της, αλλά ήταν κι εκείνος δίπλα της, το αγόρι που είχε χάσει όλα αυτά τα χρόνια, καθώς είχε γίνει ένας βαρύθυμος άντρας φορτωμένος βάρη που δεν άντεχε, καθήκοντα που δεν ήθελε, βαδίζοντας σε αδιέξοδο δρόμο. Κι εκείνος έκλαψε και γέλασε από χαρά, γιατί την ξαναβρήκε ,και μέσα του σπαρτάρησε η δύναμη ότι θα μπορούσαν να τα ξεπεράσουν όλα μαζί…
 
Τον άντρα τον πήρανε με ένα ασθενοφόρο που κατέφτασε εσπευσμένα. Είπαν στη γυναίκα ότι πρόκειται για ένα πολύ επικίνδυνο σύμπτωμα, για μια ασθένεια που δεν ελέγχεται εύκολα και ότι θα πρέπει να τον κρατήσουν σε απομόνωση έως ότου διερευνήσουν τις αιτίες και ελέγξουν την κατάστασή του και ότι για το δικό του καλό δεν θα έπρεπε να αναφερθεί πουθενά το γεγονός.
 
Αλλά ο άντρας γελούσε και κελαηδούσε σε όλη τη διάρκεια της σύλληψής του, κελάηδησε στο διάδρομο της πολυκατοικίας, στο δρόμο ώς το ασθενοφόρο, κελαηδούσε έως ότου τον ναρκώσουν και τον κλείσουν σ’ έναν απομονωμένο θάλαμο του νοσοκομείου. Και το κελάηδισμά του το ξεσήκωσε ένας νεαρός που βρέθηκε στο διάδρομο της πολυκατοικίας, ένας περαστικός στο δρόμο, ο οδηγός του ασθενοφόρου, που αφηρημένος το αναπαρήγαγε στην καφετέρια του νοσοκομείου. Δεν είναι πολλοί αυτοί που το ξεσήκωσαν και το αναπαρήγαγαν, αλλά μέρα με τη μέρα αυξάνονται, γιατί το κελάηδισμα είναι μια φυσική λειτουργία του μυαλού, ξεχασμένη από καιρό, μια λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο να εκφράσει σκέψεις και επιθυμίες απογυμνωμένες από αναστολές, προφάσεις και καθωσπρεπισμούς και δεν χρειάζεται παρά μια σπιθίτσα για ν’ ανάψει μια μεγάλη φωτιά. 
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ