Shedia

EN GR

26/03/2014

Ένα ξέµπαρκο τζόβενο από τον Κολωνό. Συνέντευξη του Θανάση Σκρουµπέλου στον Μάκη Διόγο

«Η Αριστερά με έκανε καλύτερο άνθρωπο», δηλώνει ο αγωνιστής συγγραφέας, συμπληρώνοντας, όμως, ότι «έχει φτωχύνει πολιτικά και, κυρίως, πνευματικά». 
 
«Χρωστάω πολλά στην Αριστερά, στους ανθρώπους της, εγώ, ένα ξέμπαρκο τζόβενο της πλατείας μιας σκληρής γειτονιάς [του Κολωνού]. Η συνάντηση μου και η ένταξή μου τότε στην Αριστερά άλλαξε εντός μου το ρυθμό του κόσμου». Με αυτά τα λόγια, στο επίμετρο του τελευταίου του βιβλίου «Το δίκοχο του Μίμη» ο Θανάσης Σκρουμπέλος σκιαγραφεί σχεδόν όλη του τη ζωή. Γεννημένος το 1944 στον Κολωνό, «την πιο αρχαία γειτονιά του κόσμου», όπως λέει, σπούδασε Καλές Τέχνες, αλλά εκτός από τις καταπληκτικές αντιδικτατορικές αφίσες του παράνομου Ρήγα Φεραίου τον κέρδισε το γράψιμο. Ίσως, γιατί εκεί καταφέρνει με μοναδική μαεστρία να σκαρώνει όμορφες ιστορίες για την τραγική περιπέτεια της ελληνικής Αριστεράς, τον Ολυμπιακό –που τόσο αγαπά–, τη μουσική, τους ανθρώπους, την ίδια τη ζωή τελικά. 
 
Ας αρχίσουμε από το τελευταίο σας βιβλίο «Το δίκοχο του Μίμη», το οποίο είναι αφιερωμένο στον Μίμη Δεσποτίδη.
 
Ο Μίμης Δεσποτίδης, ήταν η ιερή σύνοψη της Αριστεράς, των ουτοπιών και των πνευματικών της αναζητήσεων. Έφερε μια ολόκληρη γενιά σε επαφή με το Διαφωτισμό. Δημοκρατία, Ισότητα, Αδελφότητα. Σε μια πολύ δύσκολη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Τον συνάντησα στο Παρίσι γύρω στο 1970, μέσα από κομματικό ραντεβού που είχα με τον Αντώνη Μπριλλάκη. Ένα ολόκληρο βράδυ χαθήκαμε σε κουβέντες μαγικές και πραγματικές ταυτόχρονα, γιατί είχε αυτή την ικανότητα ο Μίμης, να ενσαρκώνει άμεσα το όνειρο. Δεν είναι τυχαίο που πίσω από σημαντικά πνευματικά επιτεύγματα των ανθρώπων της Αριστεράς βρισκόταν πάντα ο Μίμης. Προέτρεψε τον Βασιλικό να γράψει το «Ζ», έφερε σε επαφή τον Μίκη με τον Καμπανέλλη, και γεννήθηκε το «Μάουτχαουζεν». Δημιούργησε το Θεμέλιο με τον Θόδωρο Μαλικιώση για να εκδίδεται το πνευματικό έργο της Αριστεράς και οι αποκλεισμένοι από τα επίσημα συγγραφείς, έφερε ξανά στο προσκήνιο, μετά τη χούντα πια, τον μεγάλο αλλά ξεχασμένο Μιχάλη Κατσαρό. 
 
 
Αριστερή διέξοδος
 
Μια ζωή στην Αριστερά. Μάλλον, μια ζωή μέσα στην Αριστερά. Σωστά;
 
Η Αριστερά με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Με μόρφωσε. Πήγαινα στο 9ο Γυμνάσιο στην Πλατεία Κουμουνδούρου. Το σχολείο ήταν βαρετό. Μια παιδεία φοβική. Υπήρχε πνευματική ασφυξία. Τότε, η Αριστερά σου έδινε διέξοδο. Ήταν ένα μεγάλο πνευματικό σχολείο. Μουσική, λογοτεχνία, τέχνες, όλα ήταν στα χέρια αριστερών αξιόλογων ανθρώπων. Δυστυχώς, σήμερα, η Αριστερά δεν έχει τέτοια «όπλα». Έχει φτωχύνει και πολιτικά, αλλά, περισσότερο, πνευματικά. 
 
Σήμερα, είναι εύκολο να δηλώνεις αριστερός, την εποχή της δικής σας νεότητας δεν ήταν καθόλου.
 
Η μετεμφυλιακή Ελλάδα ήταν μια σκληρή και άδικη κοινωνία. Και η επιλογή να ενταχθείς στην Αριστερά μια επιλογή που σημάδευε για πάντα τη ζωή σου. Ακόμα και με κίνδυνο να τη χάσεις. Όπως συνέβη με πάρα πολλούς.
 
Ιδρυτικό μέλος του Ρήγα Φεραίου και πολλά χρόνια στην παρανομία. Πώς είναι να ζεις παράνομα στην ίδια σου την πατρίδα;
 
Περίεργο συναίσθημα. Ουσιαστικά, είσαι δυο άνθρωποι. Πολλοί σύντροφοί μου ,ακόμα και αρκετά χρόνια από τη Μεταπολίτευση, απαντούσαν μόνο στο όνομα που είχαν στην παρανομία. Μάλιστα, αλλάζαμε και ονόματα, ανάλογα με την περίσταση. Στα χρόνια της χούντας, ζήσαμε ωραίες στιγμές συντροφικότητας και αλληλεγγύης
 
 
Ζήσατε πολλά. Πώς καταφέρατε και αποφύγατε τα χειρότερα;
 
Από τύχη. Από καθαρή τύχη. Τίποτα άλλο.
 
Σας έχει μείνει κάποιο περιστατικό από τα χρόνια της παρανομίας;
 
Ήταν στα 1968. Το παράνομο τυπογραφείο του Ρήγα Φεραίου ήταν στην Κυψέλη, στην Πάτμου. Περίμενα να έρθει ο τότε γραμματέας μας, ο Γιάννης Καούνης. Συνήθως, βγαίναμε έξω και πηγαίναμε μαζί στη «γιάφκα» για λόγους ασφαλείας. Στο δρόμο, λοιπόν, βλέπει ένα αυτοκίνητο ο Γιάννης και μου λέει: «Ρε Θανάση, ο Αλέκος ο Παναγούλης είναι αυτός». Τον κοιτάω και του λέω: «Είσαι καλά μωρέ Γιάννη; Ο Παναγούλης είναι στη φυλακή. Δεν είναι δυνατόν». Ανεβαίνουμε στο σπίτι, ανοίγουμε το ραδιόφωνο και ακούμε ότι ο Παναγούλης απέδρασε από τις φυλακές. Βγαίνουμε να δούμε αν είναι ακόμα εκεί, αλλά είχε φύγει. Ο Αλέκος Παναγούλης κρύφτηκε στο σπίτι του εξαδέρφου του στην Κυψέλη. Δυστυχώς, ο εξάδερφός του τον πρόδωσε στην αστυνομία.
 
Το 1971 βρεθήκατε στην Ιταλία.
 
«Εκεί δημιουργήσαμε την «Ομάδα Άρης» του Ρήγα Φεραίου και ξαναμπήκαμε στην Ελλάδα για να συνεχίσουμε την αντιδικτατορική πάλη. Λίγο πριν, μαζί με δυο πορτογάλους συντρόφους, είχαμε πάει στη Βραζιλία για επαναστατική μετεκπαίδευση (γελάει…), που όμως δεν έγινε ποτέ. Μας μπουζουριάσανε και μας έστειλαν πίσω στην Ιταλία.
 
 
«Βαμμένος» Ολυμπιακός!
 
Όμως, εκτός από την Αριστερά αγαπάτε και τον Ολυμπιακό.
 
Ναι, πολύ. Για μένα, το ποδόσφαιρο είναι γιορτή. Ένα παιχνίδι όπου ο φτωχός με τον πλούσιο κάθονται δίπλα. Αυτή είναι η ομορφιά του ποδοσφαίρου. Πώς αγάπησα τον Ολυμπιακό, ε; Εγώ δεν είμαι Πειραιώτης, είμαι Κολωνιώτης. Όμως, το κόκκινο χρώμα, ο μύθος για τους εργάτες του Πειραιά, μαουνιέρηδες έλεγαν τους οπαδούς του Ολυμπιακού, όλα αυτά με τράβηξαν και αγάπησα τον Ολυμπιακό. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, πήγαινα στο γήπεδο με την κόρη μου. Τώρα, πάω σπάνια, αλλά παρακολουθώ από την τηλεόραση. Μ’ αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο.
 
Γράψατε δυο βιβλία με θέμα τον Ολυμπιακό. Τους «Κόκκινους βαρκάρηδες» και το «Μπούκοβι: Πώς ήρθε και γιατί έφυγε».
 
Στους «Κόκκινους βαρκάρηδες», με φόντο την Ελλάδα του Μεσοπολέμου καταγράφω μια αληθινή ερωτική ιστορία ανάμεσα σ' έναν φανατικό οπαδό του Ολυμπιακού και μέλους της «κόκκινης πρόγκας» και μια οπαδό του αιώνιου αντίπαλου Παναθηναϊκού, που άφησε εποχή και έγινε θρύλος. Στο βιβλίο για τον Μάρτιν Μπούκοβι, τον οποίο θεωρώ τον μεγαλύτερο προπονητή που πέρασε από την Ελλάδα, καταγράφω την πορεία μίας προσωπικότητας που στο σύντομο διάστημα (1965-1967) επέφερε τομές σε ένα ελληνικό ποδόσφαιρο σκληρής πατερναλιστικής αντίληψης, όπου κυριαρχούσε ο παραγοντισμός, ο ερασιτεχνισμός και η διαπλοκή με την εξουσία, ενώ παράλληλα αναδύονται οι πτυχές μιας από τις ζοφερότερες πολιτικά περιόδους της σύγχρονης Ελλάδας.
 
Εσείς παίζατε ποδόσφαιρο;
 
«Ήμουν δεξί μπακ της Δόξας Κολωνού. Πήγα και στη μεγάλη ομάδα της γειτονιάς, τον Αττικό, αλλά δεν έκανα καριέρα. Είχαν αρχίσει τότε οι έρωτες, τα κορίτσια, και τα παράτησα… Μετά, ήρθε η Αριστερά, και έμεινα απλός φίλαθλος.
 
 
Δυστυχώς, συνηθίσαμε
 
Είστε πολύ δεμένος με τον Κολωνό.
 
«Είναι η γειτονιά μου, οι φίλοι μου, οι αναμνήσεις μιας ζωής. Αν και τα τελευταία χρόνια κατοικώ στα Εξάρχεια, που είναι πολύ ωραία γειτονιά, στον Κολωνό κατεβαίνω και πάω στο καφενείο να δω μπάλα. Στον Κολωνό έχει γεννηθεί ο Σοφοκλής. Μικροί παίζαμε μπάλα στα αρχαία της Ακαδημίας Πλάτωνος, βάζαμε για γκολπόστ τις σαρκοφάγους. Και να μην το θέλεις, σε διαποτίζει αυτή η ζώσα, αν και νεκρή, ιστορία. Το ίδιο διαποτίζονται και οι ήρωες μου απ' αυτό. Δεν τον αλλάζω τον Κολωνό με τίποτα.
 
Στη σημερινή εποχή της κρίσης ο συγγραφέας επηρεάζεται;
 
Περπατάς και βλέπεις ανθρώπους να κοιμούνται στο δρόμο και να ψάχνουν τα σκουπίδια. Οι εικόνες αυτές σε επηρεάζουν και, ανάλογα με τον χαρακτήρα σου, θα διαλέξεις είτε να προσπεράσεις, είτε να βοηθήσεις, είτε να τους διώξεις «να καθαρίσει ο τόπος». Φοβάμαι, όμως, ότι το χειρότερο είναι ότι συνηθίσαμε σε αυτές τις εικόνες. Στην Ελλάδα, που ο καθένας κοιτάει να σώσει τον εαυτό του και η εξουσία αναπαράγεται μέσα από τη διαφθορά και το ψέμα, το σημαντικότερο πρόβλημα είναι ότι καταλύεται η ηθική βάση της κοινωνίας. Και αυτό δεν είναι ηθικολογία, είναι η ανάγκη μου να ανασάνω σε έναν καλύτερο κόσμο.
 
Κάπως έτσι γράψατε την «Ιστορία της Βέλβετ Παλμ»;
 
Η καθημερινή τραγωδία του να συναντάς κάθε βράδυ στην Αθήνα, στο κέντρο, μικρά κορίτσια στην πορνεία. Επίσης, έχω μια ιδιαίτερη σχέση με το ζήτημα της μετανάστευσης, μιας και τόσο ο πατέρας με τον παππού μου υπήρξαν μετανάστες όσο και εγώ ο ίδιος. Έφυγα παράνομος απ’ την Ελλάδα επί χούντας. Έτσι, έγραψα για τη Βέλβετ Παλμ που ζει κλειδωμένη σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Αισχύλου. Εκεί, μετράει μέρες και πελάτες που την επισκέπτονται για να εκτονώσουν πάνω της την καταπιεσμένη τους λίμπιντο. Η ιστορία είναι εμπνευσμένη από διάσπαρτα πραγματικά γεγονότα και γράφτηκε σε συνεργασία με την Ύπατη Αρμοστία του ΟΗΕ.
 
Τελικά, η ζωή είναι η έμπνευση σας; 
 
«Γράφω βιωματικά. Εκφράζω αυτά που με καίνε μέσα μου. Μεταφέρω στο χαρτί βιώματα από τη ζωή μου. Γι’ αυτό, ο Κολωνός επαναλαμβάνεται συχνά. Είναι τόπος μυθικός. Για μένα, είναι η γη. Και η Αριστερά, σχεδόν πάντα παρούσα στα βιβλία μου. Είναι το πνεύμα. Και ο Ολυμπιακός, η μπάλα είναι η ψυχαγωγία, η διασκέδαση. Αυτά είναι η ζωή μου, αυτά γνώρισα, αυτά γραφώ.
 
Ο Θανάσης Σκρουμπέλος έχει γράψει: «Το δίκοχο του Μίμη» (2013, Θεμέλιο), «Bella Ciao» (2012, Τόπος), «Η ιστορία της Βέλβετ Παλμ», (2012,Τόπος), «Ο γάμος»(2011, Iason Books), «Οι κόκκινοι βαρκάρηδες» (2011, Τόπος), «Μαύρος Μακεδών»  (2010, Τόπος), «Ο Αϊ-Γιώργης των Γραικών» (2010 Νόβολι, 1997, Καστανιώτης), «Μπούκοβι: Πώς ήρθε και γιατί έφυγε» (2009, Νόβολι), «Ο μπαλτάς και άλλες ιστορίες» (2009, Τόπος), « Μπλε καστόρινα παπούτσια» (2007 ,Τόπος), «Τα φίδια στον Κολωνό» (2006, Ελληνικά Γράμματα), «Bella Ciao» (2005, Ελληνικά Γράμματα), «Οι κόκκινοι φίλοι μου» (2003, Ελληνικά Γράμματα)» Χαβάη» (1996, Αιγόκερως [κείμενα, επιμέλεια υποσειράς]), «Τα φίδια. Το δείπνο. Στον Κολωνό» (1990, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη).
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ