Shedia

EN GR

30/04/2014

Συναντήσεις του Σπύρου Ζωνάκη

Ο Γιάννης Κάλμπαρης, 57 χρονών είναι τεχνίτης και ορειβάτης. Η Έλλη Γιολδάση, 50 χρονών, επί είκοσι χρόνια σύντροφός του, είναι μαζί και στο μαγαζί.
 
Φωτογραφία: Στράτος Προύσαλης
 
ΓΙΑΝΝΗΣ:  Γεννήθηκα στο Βόλο, αλλά όταν ήμουν τριών χρονών  μεταναστεύσαμε στην Αθήνα, όπου ο πατέρας μου εργάστηκε ως τεχνίτης σε ένα μεγάλο τζαμάδικο στην πλατεία Βάθης. Έζησα τη φτώχεια από μικρό παιδάκι. Από 5-6 χρονών τον βοηθούσα στο μαγαζί. Μετά το Δημοτικό, σπούδασα ηλεκτρολόγος στη Σιβιτανίδειο. Στα 17 μου, ήμουν ολοκληρωμένος μάστορας. Το 1975, ο πατέρας μου θα ανοίξει το δικό του μαγαζί  στα Εξάρχεια, αρχικά στην Καλλιδρομίου και στη συνέχεια στη Ζωοδόχου Πηγής, το οποίο και ανέλαβα το 1991. Από παιδί, όμως, το μεγάλο μου πάθος ήταν η περιήγηση στα βουνά, τη φύση. Από είκοσι χρονών ξεκίνησα, μάλιστα, συστηματικά την ορειβασία. Η πρώτη μου γνωριμία με την Έλλη ήταν περιπετειώδης. Έγινε παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1994 σε μια αναρρίχηση στα Βαρδούσια όρη. Ήταν υπεύθυνη τότε του τοπικού καταφυγίου. Θα βρεθούμε αποκλεισμένοι για τρεις ημέρες, εξαιτίας μιας φοβερής χιονοθύελλας, σε υψόμετρο 2.000 μέτρων. Από τότε, είμαστε μαζί. Από την αρχή, υπήρχε μια καθαρότητα και ειλικρίνεια στη σχέση μας, μια αλληλεγγύη και συντροφικότητα. Με την Έλλη είχαμε επιλέξει τον ίδιο τρόπο ζωής. Να ταξιδεύουμε διαρκώς. Η ορειβασία για μας δεν είναι μόνο μια τεχνική για να ανέβεις ένα βράχο, αλλά ο ωραιότερος τρόπος για να εξερευνήσεις διαφορετικούς πολιτισμούς, ανθρώπους, ήθη, θρησκείες, χρώματα, μουσικές. Πιστεύουμε πως η γη είναι ένα μέρος για όλους τους ανθρώπους, πέρα από τεχνητά στεγανά και σύνορα. Με την Έλλη, θα αναρριχηθούμε σε όλα τα βουνά της χώρας, τη Γκιώνα, τον Όλυμπο, το Σμόλικα, τον Ταΰγετο, το Πήλιο. Ως εθελοντές, μάλιστα, θα οργανώνουμε επί χρόνια την ορειβατική δράση του Πεζοπορικού Ομίλου Αθηνών. Η αγάπη μας για την ορειβασία και την ανακάλυψη νέων τόπων θα μας οδηγήσει στους ορεινούς οικισμούς των Άλπεων, στα μεσαιωνικά χωριά της Αλσατίας, την Ιταλία, την Αυστρία, με την Έλλη, να με κατατοπίζει για την ιστορία και την πολιτική κατάσταση  κάθε τόπου. Λόγω φτώχειας, βέβαια, αργήσαμε κάποια χρόνια να κάνουμε αυτά τα ταξίδια. Θέλοντας και ο γιος μας –που γεννήθηκε το 1999– να  μάθει σε φυσικότερους τρόπους ζωής, θα μας συνοδεύει από μικρός στις εξορμήσεις μας. Μόλις, 1,5 χρονών, για παράδειγμα, θα τον πάρουμε μαζί μας σε αναρρίχηση στη Βαράσοβα. Όλοι μάς θεωρούσαν γραφικούς. Θα ζήσουμε μοναδικές εμπειρίες στο Νεπάλ, όταν θα  πεζοπορούμε επί 12 μέρες στα Ιμαλάια κάτω από καθεστώς στρατιωτικού νόμου, λόγω εμφυλίου πολέμου, σε υψόμετρο άνω των 4.000 μέτρων στα χωριά της ορεινής φυλής Σέρπα ή στην Κένυα, όταν μας υποδέχονταν στις καλύβες τους οι Μασάι. Πέρα από συνοδοιπόρος στα ταξίδια μου, η Έλλη έγινε και συνεργάτης μου από το 1997 στο τζαμάδικο. Χωρίς να έχει πρωτύτερες γνώσεις, καθώς εργαζόταν στο παρελθόν ως γραφίστρια, απέκτησε γρήγορα απαράμιλλη επιδεξιότητα στην τέχνη του γυαλιού, αλλά και στην ξυλοτεχνία, στο να κόβει τζάμια, να κατασκευάζει βιτρώ και fusing, να φτιάχνει κορνίζες, που προορίζονται από πίνακες ζωγραφικής έως φωτογραφικές εκθέσεις. Το να μπορείς να φαντάζεσαι κάτι και, στη συνέχεια, να το φτιάχνεις με τα χέρια σου είναι μια πολύ συναρπαστική διαδικασία, γιατί αποτελεί μια συνεχή μάχη με τον εαυτό σου, τις αδυναμίες σου, την άγνοιά σου.  Σε αυτή τη διαδρομή,  η οργανωτικότητα και η μεθοδικότητα της Έλλης ήρθε να συμπληρώσει τη δική μου παρορμητικότητα. Μάλιστα, επιλέξαμε να μεγαλώσουμε από ενός έτους και το γιο μας μέσα στο μαγαζί. Καθώς εργαζόμασταν και οι δυο μας 12-14 ώρες την ημέρα και θεωρούσαμε πως το παιδί πρέπει να ανατραφεί με φυσικό τρόπο, με τους γονείς του, δηλαδή, και όχι τους παππούδες ή τις γιαγιάδες, χωρίσαμε το εργαστήρι μας στη  μέση με ξύλινο φράκτη και το ένα μέρος του το μετατρέψαμε σε παιδικό δωμάτιο. Μοιραία, από μικρός  μυήθηκε και αυτός στην τέχνη που ασκούν οι γονείς του. Θέλω, όμως, μόνος του να αποφασίσει τι επάγγελμα θα ακολουθήσει. Το μόνο που επιθυμώ είναι να είμαστε ευτυχισμένοι και να έχουμε τη δυνατότητα να ταξιδεύουμε.
 
ΕΛΛΗ: Γεννήθηκα σε ένα ορεινό χωριό της Ευρυτανίας. Η οικογένειά μου, όμως, αναγκάστηκε  να το εγκαταλείψει, καθώς στην περιοχή μας φτιάχτηκε η τεχνητή λίμνη των Κρεμαστών και οι σεισμοί που ακολούθησαν την κατασκευή της γκρέμισαν το σπίτι μας. Έτσι, θα μετακινηθούμε σε ένα, επίσης, ορεινό χωριό της Λαμίας, όπου θα ζήσω μέχρι τα 17 μου χρόνια, οπότε και θα έρθω στην Αθήνα, καταλήγοντας να ασχοληθώ με τη γραφιστική. Είχα κολλήσει, όμως, από μικρή το μικρόβιο της ορειβασίας. Από το 1989, άρχισα να δραστηριοποιούμαι και στον Πεζοπορικό Όμιλο Αθηνών. Όταν συναντήθηκα με τον Γιάννη σε εκείνο τον αποκλεισμό στα Βαρδούσια, ήμουν σίγουρη ότι είχα βρει το άλλο μου μισό. Με κέρδισε από την αρχή, ο ενθουσιασμός και ο αυθορμητισμός του, που τα μετέδιδε στους άλλους. Μοιραζόμασταν, επίσης, την ίδια θεώρηση για το μεγάλο μας πάθος, την ορειβασία. Αυτό που μας ωθούσε σε αυτήν δεν ήταν, απλώς, η θέληση να κατακτήσουμε μια κορφή ή να παίξουμε με τα όρια ή τις φοβίες μας,  χωρίς να ανταλλάσσουμε ούτε καλημέρα με τους ντόπιους, όπως κάνουν πολλοί ορειβάτες, αλλά μια εσωτερική ανάγκη να παρατηρήσουμε τους ανθρώπους. Μαζί με τον Γιάννη θα  γνωρίσουμε παρθένα μέρη της χώρας μας, από την Ευρυτανία μέχρι την Ήπειρο και τη Μάνη, ή της Ευρώπης, από τη Δανία μέχρι το Βέλγιο, συνομιλώντας με τους κατοίκους τους, ερχόμενοι σε επαφή με τις παραδόσεις τους. Παράλληλα, θεωρούσαμε πως μέσω των ταξιδιών και το άνοιγμά μας σε νέες κουλτούρες και εμείς και ο κόσμος γινόμαστε καλύτεροι. Θέλαμε να παντρέψουμε, όσο γίνεται, τη φυσιολατρία με την κοινωνική προσφορά. Χαρακτηριστικά, ο Γιάννης σε ένα ταξίδι του στο Βιετνάμ, μαζί με μια ομάδα ελλήνων ορειβατών που ήθελαν να αναρριχηθούν στο όρος Φανσιμά, μάζεψε 1.800 ευρώ για να τα δώσουν σε ένα φτωχό χωριό της περιοχής, ώστε να επισκευαστεί το σχολείο του. Τα παιδάκια του οικισμού, για να τους ευχαριστήσουν, έπαιξαν παραδοσιακή μουσική με φύλλα από φυτά της ζούγκλας, ενώ τους έκαναν δώρο από ένα μανταρίνι. Ο Γιάννης έκλαιγε σε όλη τη διάρκεια της γιορτής. Αλησμόνητες θα μας μείνουν οι εικόνες από την απέραντη φτώχεια της Κατμαντού, αλλά και με το πόσο μεγάλη στωικότητα και περηφάνια, τραγουδώντας θρησκευτικούς ψαλμούς, αντιμετωπίζουν οι ντόπιοι τη ζωή. Ο Γιάννης έχει  όσο λίγοι την απαιτούμενη λεπτότητα και ευαισθησία να πλησιάσει αυτούς τους ανθρώπους, χωρίς να τους προσβάλλει, χωρίς να τους θεωρεί αξιοθέατο. Πράγμα, καθόλου δεδομένο. Τρεις είναι οι βασικές αρχές που πιστεύει ο Γιάννης: Σκληρή δουλειά, συνεχής μόρφωση και γλυκιά ζωή. Όπως αρέσκεται να μου λέει: « Θα ήθελα να φύγω από αυτόν τον κόσμο ευχαριστημένος. Και αυτό θα γίνει όταν νιώσω ότι πέρασα  από αυτόν  κι έμαθα». Αυτή τη στιγμή είναι πενήντα επτά χρονών και μαθαίνει αγγλικά  μαζί με το γιο μας και γραφικό σχέδιο. Ταυτόχρονα, τον θαυμάζω και ως μάστορα, είναι άφθαστος στην ξυλοτεχνία, τη φωτοτεχνία, την ηλεκτρολογία, τις σιδεροκατασκευές, την τέχνη του γυαλιού. Μάλιστα, αντλεί την ίδια απόλαυση επισκευάζοντας το μικρό τζαμάκι  που έχει σπάσει στο σπίτι  κάποιας γιαγιάς  με το να κορνιζάρει τα έργα των πιο διάσημων φωτογράφων  ή ζωγράφων.  Είναι μεγάλη χαρά και για τους δυο μας που βλέπουμε το γιο μας, που είναι πρόσκοπος από τα οκτώ του χρόνια, να ακολουθεί τη φιλοσοφία ζωής που έχουμε χαράξει, την αγάπη για τη φύση σε συνδυασμό με την κοινωνική δράση.
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ