Shedia

EN GR

01/11/2014

Αδιακρίτως ωφέλιµο

του Σέργιου Μήλη

Πανεπιστηµιακή έρευνα στη Δανία κατέδειξε ότι οι γυναίκες που παίζουν µπάλα ωφελούνται περισσότερο από εκείνες που ασχολούνται µε το τρέξιµο.
 
Aρκετές φορές στις σελίδες αυτού του περιοδικού έχουµε αναφερθεί στη θετική επίδραση που µπορεί να έχει το ποδόσφαιρο στις γυναίκες, κόντρα στο µύθο περί «αντρικού» αθλήµατος. Πολύ συχνά επίσης, αναφερόµενοι στις δραστηριότητες της ελληνικής οµάδας αστέγων, εκφράζουµε την αγωνία µας και το ενδιαφέρον για την προσέλκυση κοριτσιών στις προπονήσεις. Στην πρόσφατη επίσκεψή µας στην Κοπεγχάγη για ένα εργαστήριο που διοργάνωσε το αντίστοιχο «αδελφό» project της σκανδιναβικής χώρας και αφορούσε το γυναικείο ποδόσφαιρο, παρευρεθήκαµε στην παρουσίαση µιας πολύ ενδιαφέρουσας έρευνας σε σχέση µε τις γυναίκες που «παίζουν µπάλα».
 
Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα της έρευνας που πραγµατοποίησε το Τµήµα για τον Αθλητισµό και την Υγεία του Πανεπιστηµίου της Κοπεγχάγης (Copenhagen Centre for Team Sport and Health, University of Copenhagen), οι γυναίκες που παίζουν ποδόσφαιρο για ψυχαγωγικούς λόγους επωφελούνται περισσότερο από όσες ασχολούνται µε το τρέξιµο, τόσο σε επίπεδο φόρµας όσο και ψυχολογικά. Κι όχι µόνο: το ποδόσφαιρο αποδεικνύεται ότι δίνει (και) στις γυναίκες µεγαλύτερο κίνητρο για µια πιο µόνιµη σχέση µε την άθληση, ενώ τις βοηθάει στη δηµιουργία και νέων σταθερών κοινωνικών σχέσεων.
 
Υψηλότερο κίνητρο
 
Για µια περίοδο δύο ετών, τριάντα επιστήµονες του πανεπιστηµιακού τµήµατος, υπό την καθοδήγηση του καθηγητή Πίτερ Κρούστρουπ (Peter Krustrup), ερεύνησαν τις φυσικές, κοινωνιολογικές και ψυχολογικές επιδράσεις του ποδοσφαίρου στις γυναίκες σε σχέση µε το τρέξιµο. Η έρευνα έγινε σε µια οµάδα εκατό γυναικών, από 19 ώς 47 ετών, οι οποίες δεν είχαν ξανααθληθεί ποτέ στο παρελθόν. Οι συµµετέχουσες χωρίστηκαν σε δύο γκρουπ. Το ένα έπαιξε ποδόσφαιρο και το άλλο καταπιάστηκε µε το τρέξιµο. Σύµφωνα µε τις απαιτήσεις της έρευνας, τα µέλη των δύο γκρουπ θα έπρεπε να γυµνάζονται δύο φορές την εβδοµάδα για µία ώρα, επί δεκαέξι βδοµάδες.
 
Οι περισσότερες από τις γυναίκες που συµµετείχαν στην έρευνα δήλωσαν ότι δεν είχαν αθληθεί ποτέ µέχρι εκείνη τη στιγµή, κυρίως λόγω της δύσκολης καθηµερινότητας και του φορτωµένου προγράµµατος, ενώ πολλές προέτασσαν την ύπαρξη οικογένειας και µικρών παιδιών ως τον κύριο λόγο για τον οποίο δεν έβρισκαν χρόνο για να αθληθούν. 
 
Η έρευνα αποκάλυψε ότι, σε αντίθεση µε τη γενικότερη πεποίθηση, οι γυναίκες που έπαιζαν ποδόσφαιρο ήταν πιο πιστές και συνεπείς στα ποδοσφαιρικά τους ραντεβού, παρά το γεγονός ότι το ποδόσφαιρο απαιτεί δέσµευση σε συγκεκριµένη ώρα και τόπο, ενώ το να βγει κάποιος να τρέξει είναι σαφώς πιο εύκολο και παρέχει µεγαλύτερη ευελιξία στον προγραµµατισµό.
 
«Αυτό που έχει µεγάλο ενδιαφέρον είναι ότι οι γυναίκες που έπαιζαν ποδόσφαιρο είχαν µεγαλύτερο κίνητρο σε σχέση µε όσες έκαναν τρέξιµο», δήλωσε στη «σχεδία» η Λάιλα Ότεσεν (Laila Ottesen), καθηγήτρια που συµµετείχε στην έρευνα, παρατηρώντας ότι «το τρέξιµο αποτελούσε κίνητρο µόνο ως µέσο διατήρησης καλής φόρµας και φυσικής κατάστασης, ενώ οι παίκτριες του ποδοσφαίρου εστίαζαν στο ίδιο το παιχνίδι και είχαν ως κίνητρο την κοινωνική επαφή και τη διασκέδαση ως µέλη ενός συνόλου». 
 
Κοινωνικοποίηση & ψυχαγωγία
 
Οι µετρήσεις που έγιναν µετά το πέρας των δεκαέξι εβδοµάδων έδειξαν ότι οι ποδοσφαιρίστριες ήταν σε καλύτερη φυσική κατάσταση από όσες έτρεχαν και, σε συνδυασµό µε τις κοινωνιολογικές και ψυχολογικές επιδράσεις, αποδεικνύεται ότι το ποδόσφαιρο αποτελεί µια πολύ καλή εναλλακτική περίπτωση άθλησης για τις γυναίκες.
 
Σύµφωνα µε τις µετρήσεις που έγιναν στα δύο γκρουπ µε τη συµπλήρωση των δεκαέξι εβδοµάδων, οι γυναίκες που ασχολήθηκαν µε το ποδόσφαιρο παρουσίασαν µεγάλη βελτίωση τόσο στις καρδιαγγειακές όσο και στις µυϊκές λειτουργίες. Συγκεκριµένα, οι παίκτριες βελτίωσαν την αναρρόφηση οξυγόνου κατά 15%, ενώ η µυϊκή µάζα των ποδιών αυξήθηκε κατά 11%, τη στιγµή που τα αντίστοιχα ποσοστά για τις δροµείς ήταν 10% και 8%.
 
Ακόµα πιο σηµαντική ήταν η επίδραση του ποδοσφαίρου στην ψυχολογία και τη διάθεση των γυναικών. Εκτός από τη δυνατότητα της κοινωνικοποίησης και της ψυχαγωγίας ως µέλη ενός συνόλου, οι γυναίκες που έπαιζαν ποδόσφαιρο έδειξαν πιο αφοσιωµένες σε αυτό, ακόµα και µετά το τέλος της έρευνας. Οι περισσότερες εξακολουθούν να παίζουν «µπαλίτσα» –και µάλιστα όλες µαζί–, ενώ, αντίθετα, για όσες ασχολήθηκαν µε το τρέξιµο, η ευελιξία που είχαν ως προς το πότε και το πού θα τρέξουν αποδείχτηκε ανασταλτικός παράγοντας. Λίγες εξακολουθούν να τρέχουν µόνες τους, οι περισσότερες σταµάτησαν, ενώ υπήρξαν και κάποιες που «προσχώρησαν» στο ποδοσφαιρικό γκρουπ!
 
Τα µέλη της ποδοσφαιρικής οµάδας είπαν, µετά την ολοκλήρωση της έρευνας, ότι ήταν πολύ σηµαντικό το γεγονός της αφοσίωσης στην οµαδική δουλειά και ότι η δέσµευση απέναντι σε ένα σύνολο ήταν το πιο ισχυρό κίνητρο για τη συνεχή και συνεπή παρουσία στις προπονήσεις. Πέρα, µάλιστα, από τη βελτίωση της ικανότητας να δηµιουργούν νέες γνωριµίες, οι ίδιες παραδέχτηκαν ότι όλη αυτή η διαδικασία επηρέασε θετικά και τις σχέσεις τους τόσο µε την οικογένειά τους όσο και µε τους συναδέλφους τους.
 
Οι γυναίκες παίζουν µπάλα, λοιπόν, όλο και περισσότερο. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του υπεύθυνου της έρευνας, Πίτερ Κρούστρουπ: «Την τελευταία δεκαετία, ο αριθµός των γυναικών που παίζουν ποδόσφαιρο έχει αυξηθεί σηµαντικά. Φαίνεται ότι όλο και περισσότερες το αποδέχονται και το κάνουν µέρος της ζωής τους, µε τον δικό τους τρόπο. Αυτό είναι πολύ σηµαντικό τόσο για τη φυσική τους κατάσταση όσο και για την απόλαυση της χαράς που δίνει ο αθλητισµός».