Shedia

EN GR

27/11/2013

Επείγοντα περιστατικά του Γιώργου Μπαζίνα

σκίτσο του Quino
 
 
Το δώρο των Δαναών
 
Το «όχι» του καταναλωτή στα εκπτωτικά  προγράμματα είναι μια πράξη ενάντια στον πολιτισμό μας.
 
Αυτόν τον καιρό, ο υπολογιστής μου έχει αφηνιάσει κυριολεκτικά. Ξεφωνίζει (με τον τρόπο του), αναβοσβήνοντας καρεδάκια ότι είμαι απίστευτα τυχερός, με διαβεβαιώνει ότι δεν είναι αστείο, και είμαι ο 100.000ός επισκέπτης, δεν ξέρω πού, και θα είμαι μαλάκας αν χάσω την ευκαιρία. Θα ήθελα πάρα πολύ να τον πιστέψω, αν αυτό το μήνυμα δεν μου το επαναλάμβανε εδώ κι ένα μήνα κάθε φορά που ανοίγω κάποια σελίδα του διαδικτύου, πράγμα που αντιβαίνει στη λογική μου, όση μου ‘χει απομείνει σ’ αυτούς τους παράλογους καιρούς. Η αλήθεια είναι ότι είμαι, πράγματι, μαλάκας και τσίμπησα σε ένα δωρεάν download, είπα ναι, όταν θα ‘πρεπε να πω όχι –η ιστορία της ζωής μου–, και έκτοτε ένα απίθανο σάιτ καπάκωσε το chrome μου. Γεγονός που με οδήγησε να βγάλω ορισμένα συμπεράσματα, για τα οποία δεν είμαι σίγουρος αν είναι σωστά, αλλά θα τα υποστηρίξω έως τελευταίου μορίου πυριτίου.
Δεν είμαι κακός τύπος. Μάλλον καλός, σύμφωνα με ορισμένες απόψεις. Αλλά, αυτό που πραγματικά θα με ενθουσίαζε θα ήταν να είμαι αόρατος. Πειραματίζομαι έντονα σ’ αυτό. Προσποιούμαι με μεγάλη επιτυχία ότι είμαι ένα γκρίζο κουτί, ανάμεσα σε άλλα γκρίζα ομοιόμορφα κουτιά, με ενδείξεις προϊόντος με μικρά γκρι γράμματα σε γκρι φόντο, ένας ικανοποιητικός τρόπος για ν’ αποτρέψει κανείς τον πελάτη να με επιλέξει και να με κατεβάσει από το ράφι. Ένας λόγος που μένω πολύ σπίτι είναι ότι μ’ αυτόν τον τρόπο, αποφεύγω να με προσέξει η πραγματικότητα. Είναι αυτή εκεί έξω, καβγατζού, ανυπόφορη, παράλογη, φωνακλού και αδυσώπητη.
 
σκίτσο του Larson
 
Το σύνδρομο «Παρμενίων»
 
Αλλά, για μια ακόμη φορά, την πάτησα. Η φίλη μου θα έλειπε για λίγο, και θα ‘πρεπε να κάνω ορισμένες βασικές προμήθειες του σπιτιού, μόνος μου. Χρειάστηκε να προετοιμαστώ ψυχολογικά προς τούτο και ξάπλωσα στην αγαπημένη μου πολυθρόνα να μελετήσω εμβριθώς την κατάσταση. Ξεκίνησα, σκεπτόμενος εκείνη τη γοητευτική πωλήτρια του σουπερμάρκετ, όχι ακριβώς όμορφη με τηλεοπτικά πρότυπα, αλλά με μια γοητεία που πήγαζε από το αγέρωχο ύφος της, το περήφανο στήθος της και την απόλυτη έλλειψη σημασίας στον πελάτη. Χτυπούσε ταχυδακτυλουργικά τα πλήκτρα τής ταμειακής, έπαιρνε κάρτα, έδινε αποδείξεις, χωρίς να υποδηλώνει το παραμικρό ενδιαφέρον για την ύπαρξή σου, κι αυτό με λίγωνε τις λίγες φορές που την είχα αντικρίσει. Αλλά, κατά περίεργο τρόπο, δεν μπορούσα να εστιάσω στο πρόσωπό της, και αντ’ αυτής, πρόβαλε ο Παρμενίων. Πράγμα εντελώς παράξενο, γιατί ο Παρμενίων ήταν προ πολλών ετών συμμαθητής μου στο Λύκειο και δεν είχε τον παραμικρό λόγο να ανακατευτεί αυτή τη στιγμή με τις σκέψεις μου. Ήταν επίμονος, και χρειάστηκε να μου υπενθυμίσει ότι είχα μέρος ευθύνης της καζούρας που του κάναμε. Ο Παρμενίων ήταν ένα υπερκινητικό παιδί, νευρόσπαστο, με προσόν την εξαιρετική του ικανότητα στο τρέξιμο. Και είχε την ιδιότητα να αλαφιάζεται με το παραμικρό. Αρκούσε να φωνάξεις με επιτακτικό τρόπο: «Παρμενίων!», και το ‘βαζε στα πόδια για ν’ αποφύγει μια φανταστική απειλή. Αυτό ονομάσαμε τότε Σύνδρομο Παρμενίων, και δεν θα το βρείτε σε κανένα ιατρικό λεξικό.
 
Στο στρατό, στο κέντρο εκπαίδευσης, στην πρώτη του άδεια, ένας στρατονόμος είχε την ατυχή έμπνευση να του φωνάξει «Ε! Εσύ!», κι ο Παρμενίων άρχισε να τρέχει όπως δεν έτρεξε ποτέ στη ζωή του, κι από πίσω του ο στρατονόμος, κι αυτός γυμνασμένος και καλός δρομέας. Αφού έκαναν μερικούς κύκλους το στρατόπεδο, σταμάτησαν ξεψυχισμένοι κι οι δυο, κι ο Παρμενίων έδειξε τα χαρτιά του, την άδεια εξόδου καθ’ όλα εντάξει, προς μεγάλη απορία του κυνηγού του. «Τότε, γιατί έτρεχες;» τον ρώτησε απορημένος ο άλλος. Ήταν μια αναπάντητη ερώτηση, ένα από τα μεγάλα μυστήρια που κανείς μας δεν είχε μπορέσει ποτέ να διαλευκάνει.
 
σκίτσο του Larson
 
 
Ο 100.000ος πελάτης
 
Στήθηκα στη ουρά στο ταμείο, και, όταν έφτασε η σειρά μου, προχώρησα με την εκπτωτική κάρτα στο χέρι, και η αγέρωχη πωλήτρια την πήρε με την πιο αδιάφορη κίνηση που είδα ποτέ, με το πιο περήφανο στήθος του τετραγώνου, και, ξαφνικά, αιφνιδίως και ανεξήγητα, μου χαμογέλασε, και μια μουσική σε μαρς άρχισε να παιανίζει δυνατά και χαρούμενα. Πρόλαβε να πιάσει το μάτι μου το διευθυντή από το βάθος του καταστήματος να έρχεται φουριόζος προς το μέρος μου, κι η πωλήτρια άρχισε να μου λέει κάτι ακατάληπτα «είστε ο 100000ός πελάτης, συγχαρητήρια, σας περιμένει ένα μεγάλο δώρο, μπλα-μπλα…»
 
Το σύνδρομο Παρμενίων με χτύπησε κατακούτελα. Έγινα ζέβρα που προσπαθούσε να ξεφύγει από την πεινασμένη τίγρη, κι έτρεξα. Τα παράτησα όλα, ψώνια και κάρτα, κι έτρεξα σαν Φόρεστ Γκαμπ, έτρεξα με μια παράλογη άγνοια κινδύνου μέσα στα κινούμενα αμάξια στη λεωφόρο, ταρακούνησα, έσπρωξα, μπήκα στο σπίτι μου και κλείδωσα, αμπάρωσα και πήρα μια βαθιά ανάσα ανακούφισης. Αλλά, πριν προλάβω να πάρω δεύτερη: «Κύριε Μπ.!» άκουσα μια φωνή γεμάτη ευγένεια και τον διακριτικό χτύπο στην πόρτα μου, «Μα γιατί, τρέχετε;» Ήταν ο διευθυντής του καταστήματος.
 
Σιώπησα αιδημόνως.
 
«Ελάτε, ανοίξτε μου, ξέρω ότι είστε πίσω από την πόρτα!»
Σιώπησα επιμόνως.
«Ακούστε με, σας παρακαλώ! Δεν ξέρω γιατί παρεξηγήσατε την κατάσταση, αλλά είναι για το καλό σας! Είστε ένας πολύτιμος πελάτης μας, αλλά περισσότερο απ’ όλα είστε ο 100000ός πελάτης της αλυσίδας των καταστημάτων μας και κερδίσατε ένα καταπληκτικό δώρο! Και θα χαριτολογήσω να πω ότι άλλοι θα σκότωναν τη γιαγιά τους για αυτό!»
«Δεν έχω γιαγιά». Γαμώτο, δεν έπρεπε να μιλήσω.
«Δεν είναι αυτό το θέμα μας! Και, συμπερασματικώς, είστε πράγματι πίσω από την πόρτα! Λοιπόν, ακούστε με!»
«Όχι!»
«Τι όχι;»
«Όχι, δεν θέλω κανένα δώρο!»
«Δεν έχετε δίκιο! Δεν γνωρίζετε καν περί τι δώρου πρόκειται! Επιτρέψτε μου να σας πω ότι η εταιρεία μας, μια καθαρά εκατό τοις εκατό ελληνική εταιρεία, είναι εξαιρετικά γαλαντόμος όταν πρόκειται να προσφέρει, και αυτή τη στιγμή προσφέρουμε, χωρίς καμία δέσμευση, χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Ζητάμε μόνο τη συναίνεσή σας, εκδηλωμένη με σαφή φωνητικό τρόπο, ώστε να προχωρήσουμε στην εκχώρηση του δώρου, που, πραγματικά, δεν θέλω να κομπάσω, αλλά είναι εξαιρετικά γενναιόδωρο, όπως γενναιόδωρη είναι με τους εργαζομένους της η εταιρεία μας!»
«Όχι!»
«Πώς όχι! Δεν είναι δυνατόν να αρνηθείτε μια τέτοια γενναιοδωρία!»
«Όχι!»
«Όχι; Το εννοείτε;»
«Το εννοώ!»
«Όχι, δεν το εννοείτε! Είναι παράλογο, είναι ενάντια στη λογική του μέσου καταναλωτή, άρα είναι μια πράξη ενάντια στην καθεστηκυία τάξη, ενάντια στον πολιτισμό μας και στα εκπτωτικά προγράμματα της εταιρείας μας. Είναι ανήθικο, αν αναλογιστείτε τις ορδές των πεινασμένων συμπολιτών μας, είναι, θα έλεγα, μια πράξη τρο-μο-κρα-τι-κή!»
«Όχι!»
Ακούω την πόρτα της διπλανής ν’ ανοίγει, και μετά την πόρτα του απέναντι συνταξιούχου, ακούω το ασανσέρ ν’ ανεβαίνει. «Τι τρέχει εδώ;» ρωτάει ο διαχειριστής, με τον αέρα της τοπικής εξουσίας.
«Του προσφέρουν ένα δώρο και δεν το παίρνει!» «Δεν είναι δυνατόν!» 
Οι φωνές γίνονται πολλές, οι λέξεις αναμειγνύονται, ο θόρυβος με ανατριχιάζει. Θεέ μου, κάνε με αόρατο, να εξαφανιστώ, να φύγω από δω. Μαμά, σε παρακαλώ μανούλα, σώσε με, στείλε με πίσω στα σπλάχνα σου, απάλλαξέ με από το μαρτύριο του δακτυλοδεικτούμενου.
Ο διευθυντής μού απευθύνει για τελευταία φορά το λόγο:
«Θα πάρεις το δώρο ή όχι;»
«Όχι!»
«Πάνω του, παιδιά!»
Και όρμησαν, έσπασαν με κλοτσιές την πόρτα, όρμησαν στο μικρό μου χολ, αναποδογύρισαν τις καρέκλες, επέδραμαν στις βιβλιοθήκες μου κι άρχισαν να σκίζουν και να πετάνε τα βιβλία μου. Είδα μια γειτόνισσα του κάτω ορόφου να κοπανάει μ’ ένα σκαμνί τον υπολογιστή μου, ξεφωνίζοντας κάτι σαν «κάψτε το σατανά» και δεν ήμουν σίγουρος αν αναφερόταν στον υπολογιστή ή σ’ εμένα. Ένας όρμησε στο μπαλκόνι μου, μ’ ένα στειλιάρι. Πρόλαβα να φωνάξω: «Όχι την πιπερίτσα μου!» και ύστερα βυθίστηκα σε βαθύ σκοτάδι.
Η φίλη μου,έρχεται και με σκουντάει:
«Ξύπνα, είναι αργά!»
Αργά για τι; Σηκώνομαι, νιώθω πιασμένος, πονάει όλο μου το σώμα.
«Δεν θα το πιστέψεις τι έγινε!...» ξεκινάω να λέω. Κοιτάζω το χώρο γύρω μου και νιώθω βαθιά έκπληξη. Κανένα ίχνος βίας, κανένα σκισμένο βιβλίο, ο υπολογιστής μου άθικτος. Τρέχω στο μπαλκόνι. Η πιπερίτσα μου, καμαρωτή στη γλάστρα της, μου χαμογελάει.
Σενάρια συνωμοσίας διατρέχουν το λογισμικό μου.
«Α, είναι καλοί οι τύποι!» λέω. «Πολύ καλοί!».
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ