Shedia

EN GR

31/07/2013

Επείγοντα περιστατικά, του Γιώργου Μπαζίνα

Σκίτσο του Edika
 
Διακοπές στην Κόλαση
 
Ακόμα και το καλοκαιρινό «ξεσάλωμα» έχει πλέον τις δυσκολίες του –κάποιες δε μοιάζουν ανυπέρβλητες. 
 
Γράφει ο Γιώργος Μπαζίνας – μέρος Α’
 
Ήμουν βυθισμένος σε μια γλυκιά χαύνωση που φέρνει ως παρελκόμενο ο καυτός καλοκαιρινός  ήλιος, καρυκευμένη με άρωμα καυτής ασφάλτου που απέπνεε ο δρόμος. Είχα μελετήσει επισταμένα τις στατιστικές του καλοκαιριού και είχα επιβεβαιώσει τη σώφρονα άποψη ότι είναι εξαιρετικά επικίνδυνη η έκθεση στους κινδύνους: τριακόσιοι τόσοι θα κληρωθούν από τη στατιστική να πνιγούν, και στο καλοκαίρι ανήκει η μέγιστη αναλογία από την ετήσια απώλεια των 2.000 που θα σκοτωθούν στους δρόμους, των 10.000 που θα μείνουν ανάπηροι και των 115.000 που θα καταλήξουν στα νοσοκομεία. Αυτά είναι προαπαιτούμενα για να επιτραπεί στους υπόλοιπους να συνεχίσουν να ζουν. Δεν θα αναφέρω τα αφροδίσια νοσήματα, τις μυκητιάσεις και κάθε λογής δερματικές ασθένειες, τα τσιμπήματα από τσούχτρες, αχινούς και μέλισσες. Και το χειρότερο: ορισμένοι μπορεί να ερωτευθούν παράφορα, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν σπίτι, δουλειά και οικογένεια. Και μόνο η σκέψη αυτού του τελευταίου, με ανατριχιάζει. Και διατηρώ βαθιά επιθυμία να μείνω εκτός στατιστικής.
 
Τότε, χτύπησε το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής: «Ρε μαλάκα!». 
 
Χριστέ μου, είχαν να με αποκαλέσουν «ρε μαλάκα» πολύ καιρό τώρα. Όπως και το «νεαρέ», έχει εκλείψει προ καιρού. Μια φορά με είπαν «κυρία μου», αλλά ήταν τότε που είχαν μακρύνει τα μαλλιά μου. Συνοδεύτηκε από συγγνώμη όταν έστρεψα το μυστακοφόρο πρόσωπό μου στο δράστη. Και μια φορά σηκώθηκε μια κοπέλα από τη θέση της στο τρόλεϊ για να μου την προσφέρει. Εγώ φαντασιωνόμουν ότι με καλούσε να τις κάνω ακατονόμαστα πράγματα, κι εκείνη με πέρασε για άτομο που είχε ανάγκη να καθίσει. Η κόρη μιας φίλης αποκάλεσε ένα γνωστό μας «καλό κυριούλη». Όταν θα με αποκαλέσουν και «κυριούλη», θα κόψω τις φλέβες μου.
 
Σκίτσο του Reiser
 
 
«Τι κάνεις, ρε μαλάκα;» Ήταν φωνή από το παρελθόν. Συμφοιτητής και συγκάτοικος, κολλητός που χάθηκε με τα χρόνια, παντρεύτηκε, εγκαταστάθηκε σε άλλη πόλη, χαθήκαμε. Δόθηκαν γρήγορες εξηγήσεις. Προσφάτως διαζευχθείς, βίωνε μια ελευθερία επιλογής και ήθελε να το γλεντήσουμε, να φύγουμε μια βδομάδα στα νησιά, να ξεσαλώσουμε και άλλα τέτοια φιλόδοξα. Δεν σήκωνε κουβέντα. Πρωί πρωί στο λιμάνι, κι είχε μαζί του κι ένα άλλο φιλαράκι. Ο κολλητός του κολλητού μου είναι κι αυτός «ρε μαλάκας», κι έτσι πειθαναγκάστηκα να κλειδώσω στο χρονοντούλαπο των περιττών το φόβο των στατιστικών και να ετοιμάσω πυρετωδώς το σακίδιό μου. Υποθέτω πως η κεντρική ιδέα όλου αυτού ήταν ότι θα επέστρεφα για μια βδομάδα σε μια εικονική νεότητα και θα διεκδικούσα ένα μερίδιο χαράς που μου είχε λείψει πολύ.
 
Βρεθήκαμε στο πλοίο και φλυαρήσαμε για τα παλιά, κάνοντας κοινωνό μερικών ρηξικέλευθων καταστάσεων τον τρίτο της παρέας. Προσπεράσαμε μερικές δεκαετίες με βιασύνη, με χωρίς ιδιαίτερης σημασίας αναφορές, οι ζωές μας σε μικρού μήκους ταινία. Διαπιστώσαμε ότι τελικά είχαμε μάλλον λίγα πράγματα να πούμε και μετά από την αναπόφευκτη σιωπή εκείνοι έφυγαν για να «χτυπήσουν γκομενάκια», έκφραση που έβρισκα μάλλον ασύμβατη με την ηλικία μας, κι εγώ άραξα σε μια γωνιά του καταστρώματος με μια έντονη αίσθηση ναυτίας – όλα έγινα πολύ βιαστικά για να προλάβω να σκεφτώ ότι είχα χρόνια να ανέβω σε καράβι και ότι η ναυτία ήταν μια αναπόφευκτη συνέπεια όταν ναυσιπλοούσα.
 
Αποκοιμήθηκα στη γωνιά μου. Με ξύπνησε ο κολλητός για να μου πει να μην ανησυχώ, δεν θα χαθούμε, εκείνοι έχουν βρει δύο πρόθυμες Βόρειες και επενδύουν στη σύσφιγξη των σχέσεων των δύο λαών. Ήμουνα πολύ ζαβλακωμένος για να αντιληφθώ την ακριβή έννοια των λέξεων όταν τα αυτιά μου εισέπραξαν την πληροφορία, και ξέχασα επίσης να του πω ότι δεν έβρισκα το κινητό μου – προφανώς το είχα αφήσει σπίτι.
 
Με ξύπνησε ένας μάλλον ενοχλημένος ναύτης: «Φινίτο! Φίνις!» είπε. «Ξεκουμπίσου!» πρόσθεσε, προφανώς υποθέτοντας ότι δεν ήμουν Έλληνας. Πανικοβλήθηκα συνειδητοποιώντας ότι όλοι είχαν κατέβει. Ήταν το τελευταίο λιμάνι που έπιανε το καράβι, και δεν νομίζω ότι ήταν αυτός ο προορισμός μας. Έτρεξα όπως δεν έτρεξα ποτέ. Κατέβηκα σε ένα λιμάνι όπου δεν υπήρχε ίχνος των κολλητών μου κι έπεσα στην αρπάγη του Προκόπη: «Ρουμς του λέτ, ρουμς του λετ, πατριώτη!» Με οδήγησε σε ένα ανασκευασμένο βανάκι και με έσπρωξε μέσα. Στοιβαγμένοι τέσσερις κι ένας εγώ πέντε, μας οδήγησε στα πιο όμορφα, υγιεινά και άνετα δωμάτια του νησιού με θέα στη θάλασσα, σύμφωνα με τη δικιά του εκδοχή. Όμορφα δεν ήταν, άνετα δεν μπορούσες να τα αποκαλέσεις, υγιεινά δεν ξέρω σε τι αναφερόταν, η θέα στη θάλασσα υπήρχε όντως, αλλά ήταν πολύ μακρινή. Τα γεγονότα μού είχαν στραπατσάρει τη σκέψη, γιατί δεν δικαιολογείται αλλιώς ο λόγος που πλήρωσα προκαταβολικά διαμονή μιας βδομάδας, σε ένα νησί που δεν ήξερα καν το όνομά του, και ντρεπόμουν και να ρωτήσω, αλλά και που οπωσδήποτε δεν ήταν ο προορισμός μου.
 
Προσπάθησα να κάνω έναν σύντομο απολογισμό της κατάστασης. Η έλλειψη κινητού με είχε αφοπλίσει κυριολεκτικά στη μάχη για την ανεύρεση των κολλητών. Δεν είχα τρόπο επικοινωνίας με κανέναν και δεν θυμόμουν πια κανένα τηλέφωνο απέξω, συνηθισμένος να καλώ από τις μνήμες του τηλεφώνου. Έκανα μια ηρωική προσπάθεια να θυμηθώ οποιοδήποτε τηλέφωνο οικείου, αλλά χάθηκα σε ένα λαβύρινθο πιθανών συνδυασμών, όχι ότι πρακτικά αυτή τη στιγμή είχε σημασία. Περιέργως, το μόνο τηλέφωνο που θυμόμουν ήταν το τηλεφωνικό κέντρο του Ευαγγελισμού, αλλά δεν χρειαζόμουν ακόμη νοσοκομείο.
 
Αποφάσισα θαρραλέα ότι δεν έχει σημασία. Είχαμε συμφωνήσει για μια βδομάδα ξεσαλώματος και δεν θα άφηνα το χρόνο να πάει χαμένος. 
 
Έτσι, οδηγήθηκα στην ψαροταβέρνα του «Καπετάνιου». Είπα πως ήταν σωστό και δίκαιο να το ρίξω μια μέρα έξω, τρώγοντας καλά, απολαμβάνοντας την καλοκαιρινή βραδιά. 
 
Σκίτσο του Geluck
 
Ο καπετάνιος με μέτρησε από πάνω μέχρι κάτω: «Εσύ είσαι άνθρωπος του μπαρμπουνιού!» είπε. «Μπαρμπούναρος!» πρόσθεσε, σαν να ανακοίνωνε μια απονομή τίτλου. Η αλήθεια είναι πως έχω μια αρχοντιά κι η εκτίμησή του με κολάκεψε. Με τράβηξε στην κουζίνα κι άρχισε να μου δείχνει τα ψάρια του. «Να ‘τα!» είπε. «Αυτά περιμένουν εσένα». Ήταν δύο μπαρμπούναροι υπολογίσιμου μεγέθους, και σκέφτηκα πως μάλλον και η τιμή τους θα έτσουζε, αλλά ο καπετάνιος δεν μου άφησε περιθώρια να το σκεφτώ. «Για σένα!» είπε, «και θα σου κάνω και σκόντο!» Κοίταξα δίπλα κάτι γόπες που φαίνονταν ολοζώντανες. «Μήπως να έπαιρνα καμιά γόπα;» είπα δειλά. «Μην το συζητάς! Μπαρμπούνια θα φας!» Μια γόπα μου φάνηκε πως μου έκλεισε το μάτι: «Μην τα φας!» μου ψιθύρισε, αλλά ο καπετάνιος με έσπρωχνε ήδη στο τραπέζι μου.
 
Δεν έπρεπε να τα φάω. Η γόπα με προειδοποίησε. Οι μπαρμπούναροι οι ίδιοι προσπάθησαν να μου το πουν με τον τρόπο τους. Τα πτώματά τους έβγαζαν μια δυσάρεστη μυρωδιά, που προσπαθούσε να καλύψει η μπόλικη ρίγανη. Η γεύση τους προειδοποιούσε πως δεν θα ‘χαμε καλά ξεμπερδέματα. Είχα την έξυπνη ιδέα να καλύψω τα ίχνη με μερικά ποτήρια κρασί. 
 
Δεν θυμάμαι τι μεσολάβησε, αλλά βρέθηκα στην παραλία να βγάζω τα άντερά μου σε έναν εμετό που δεν είχε τελειωμό. Και δεν ξέρω πόσος χρόνος πέρασε, έως ότου βρω το κουράγιο να ανηφορίσω για τα δωμάτια του «Prokopi’s House». Αλλά όταν έφτασα, συνειδητοποίησα ότι δεν είχα πια πορτοφόλι. Δεν μπορώ να πω. Βλαστήμησα σαν χαμάλης. Έβρισα όπως δεν έβρισα ποτέ στη ζωή μου. Σιωπηρά, βέβαια, γιατί ήταν περασμένη και η ώρα. Σύρθηκα κακήν κακώς στο κρεβάτι μου και κοιμήθηκα ύπνο βαθύ, ευχόμενος να μην υπάρξει αύριο. Αλλά δυστυχώς υπήρξε…
 
Όμως, για τη συνέχεια θα πρέπει να περιμένετε το επόμενο τεύχος της «σχεδίας».
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ