Shedia

EN GR

30/04/2014

«Δεν µπορείς να εµπιστευτείς κανέναν στον Λευκό Οίκο». Συνέντευξη της Joan Baez στην Jane Graham

Στα 73 της χρόνια πλέον, η θρυλική τραγουδίστρια εξακολουθεί να περιοδεύει και να υπερασπίζεται με το πάθος της νιότης όλους τους καλούς κοινωνικούς αγώνες.  
 
Η Τζόαν Μπαέζ έγινε γνωστή τη δεκαετία του ’60 με τα τραγούδια της για τα κοινωνικά δικαιώματα και κινήματα, τη συμμετοχή της στο Woodstock και, βεβαίως, με τις συνεργασίες της με τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής βιομηχανίας. Σήμερα, στα 73 της, η αγαπημένη μουσικός και ακτιβίστρια μιλάει για τη γεμάτη ανασφάλειες νιότη της, τη σχέση της με τον άλλο θρύλο της φολκ Μπομπ Ντίλαν  και τους λόγους που πάντα θα τη φέρνουν στο πλευρό των αδυνάτων. 
 
«Έχω πολλές επιρροές και, επίσης, πολλές διαφορετικές ρίζες. Η μητέρα μου γεννήθηκε στο Εδιμβούργο και, όταν ζούσα εκεί, αγαπούσα πολύ την πόλη, ιδιαίτερα την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στην Princes Street, όπου ο παππούς μου ήταν ιερέας. Άρχισα να παίζω κιθάρα στα 16 μου χρόνια. Μπορώ να πω ότι ήταν, ήδη, το μεγάλο μου πάθος. Μετακινούμασταν πολύ συχνά όταν ήμουν μικρή, και, έτσι, το να πρέπει συνέχεια να γνωρίζω καινούρια παιδιά και καινούρια σχολεία ήταν για μένα πάντα μία πρόκληση. Συνειδητοποίησα ότι η διέξοδός μου για να γνωρίζω και να επικοινωνώ με τους ανθρώπους  στο σχολείο ήταν το τραγούδι. Τραγουδούσα στα διαλείμματα, και αυτοί με άκουγαν.
 
Είδα τον  Πιτ Σίγκερ (Pete Seeger) να παίζει όταν ήμουν 13 χρονών. Ακόμα προσπαθώ να χωνέψω το γεγονός ότι έχει πεθάνει. Μέχρι τότε, τραγουδούσα μόνο ρυθμ και μπλουζ, μαύρη μουσική, βασισμένη κυρίως σε τέσσερα βασικά ακόρντα. Η μουσική των λευκών μου φαινόταν χαζή. Μέχρι που μια θεία μου με πήρε μαζί της σε μία συναυλία του Πιτ Σίγκερ. Η συνύπαρξη της κοινωνικής συνείδησης, του θάρρους, της σύνθεσης τραγουδιών με άλλαξαν για πάντα.
 
 
Ανασφαλής και αντιπαθητική
 
Θα με χαρακτήριζα ως μια έφηβη γεμάτη ανασφάλειες, υπερβολικά ντροπαλή και φοβισμένη. Για πολλά χρόνια, είχα τρομερή φοβία όταν έβγαινα να τραγουδήσω. Μετά, όμως, ανέβαινα στη σκηνή και ήμουν ένας τελείως διαφορετικός άνθρωπος. Στα 16 μου, ακόμα πάλευα μεταξύ αυτών των δύο ανθρώπων, της περφόρμερ που προσπαθεί να καθοδηγήσει και αυτού του ντροπαλού, αγχωτικού πλάσματος. Δεν μπλέχτηκαν ποτέ, αλλά και τα δύο με ωρίμασαν αρκετά. Όταν άρχισα να τραγουδάω για αυτά που πίστευα, τα συναισθήματά μου και την αγωνία μου για τις κοινωνικές ανισότητες, ένιωσα πιο δυνατή. Ήμουν ακόμα ντροπαλή, αλλά είχα, ήδη, πάρει φόρα και, σταδιακά, έγινα πιο σταθερή. Πίστευα ότι αυτός είναι ο προορισμός μου, και αυτό με έκανε χαρούμενη.
 
Κοιτάζοντας πίσω στο χρόνο, νομίζω ότι, ίσως, ήμουν λίγο αντιπαθητική. Ποτέ δεν θεώρησα τον εαυτό μου ονειροπόλο. Νομίζω ότι ήμουν ρεαλίστρια. Ήμουν παθιασμένη, έπρεπε να λέω ό,τι πίστευα, ό, τι έπρεπε  να πω. Και αυτό μου δημιούργησε προβλήματα. Κάποιοι άνθρωποι ενοχλήθηκαν και κάποιοι άλλοι μου έλεγαν ότι είχα δίκιο. Και είχα δίκιο σε πολλά πράγματα, αλλά μερικές φορές κάποιοι δεν ήθελαν να ακούσουν αυτά που έλεγα. Νομίζω ότι απέκτησα μια αταλάντευτη ιδεολογία σε σχέση με τη μη χρήση βίας, χάρη στο δάσκαλό μου, τον Άιρα Σάντπερλ [Ira Sandperl, αμερικανός ακτιβιστής που μαζί με τον Ρόι Κέπλερ (Roy Kepler), ιδιοκτήτη ιστορικού βιβλιοπωλείου, και την Μπαέζ ίδρυσαν το «Ινστιτούτο Κατά της Βίας»].  Έμαθα τόσα πολλά από αυτόν. Ίσως, αν είχα κάποιον άλλο δάσκαλο που να μην ήταν τόσο απόλυτος με αυτό το θέμα, να έκανα και εγώ κάποια πράγματα διαφορετικά. Αλλά και πάλι θα τα είχα κάνει.
 
 
Εφηβεία και προκατάληψη
 
Δεν είχα πολλή αυτοπεποίθηση όταν ήμουν έφηβη, και αυτό συνεχίστηκε και όταν ήμουν στα είκοσι. Ίσως είχε να κάνει με το γεγονός ότι στα χρόνια της εφηβείας μου ζούσα σε μια πόλη της Καλιφόρνιας που ήταν πολύ κοντά στα σύνορα με το Μεξικό. Στους Μεξικάνους δεν φερόντουσαν με σεβασμό, και λόγω του επιθέτου μου νόμιζαν ότι ήμουν και εγώ Μεξικάνα – κάτι που είναι αλήθεια κατά το ήμισυ. Έτσι, δεν μου φέρονταν καλά. Με αγνοούσαν. Κανένας δεν έδινε σημασία στα... Μεξικανάκια. Ζώντας σε μια τέτοια κοινωνία, αισθανόμουν καθημερινά ότι υπήρχε μια προκατάληψη προς το πρόσωπό μου, και αυτό με κατέβαλλε. Τώρα, όμως, ξέρω γιατί παίρνω το μέρος των αδυνάτων. Έχω βρεθεί και εγώ στην ίδια ακριβώς θέση.
 
Με την πάροδο των χρόνων, η άποψή μου για την παγίδα της διασημότητας έχει αλλάξει. Από την αρχή, είχα μια απέχθεια προς οτιδήποτε εμπορικό. Με αποκαλούσαν “ψωνισμένη ντίβα”, επειδή επέμεινα να τραγουδάω στη σκηνή με ένα απλό μαύρο σκηνικό, μόνο ένα φως και ένα μικρόφωνο. Η αλήθεια είναι ότι το έκανα από φόβο στα φώτα της δημοσιότητας. Αργότερα, όταν κατάφερα να ξεπεράσω τις φοβίες μου, απλά δεν με ενδιέφερε να τραβήξω την προσοχή. Όταν πήγαινα να τραγουδήσω κάπου και μου είχαν κλείσει διαμονή σε κάποιο υπερπολυτελές ξενοδοχείο, αισθανόμουν τελείως έξω από τα νερά μου. Μου πήρε αρκετά χρόνια να συνηθίσω την ιδέα ότι, ξέρεις, το κόκκινο χαλί είναι εκεί, δεν μπορώ να κάνω τίποτα, συνεπώς, ας προσπαθήσω να βρω ένα αξιοπρεπές ξενοδοχείο και να απολαύσω την πολυτέλεια, όποτε μου προσφερόταν. Τώρα πλέον, όταν ταξιδεύω, είναι μια θετική πνευματική εμπειρία να μένω σε ένα όμορφο ξενοδοχείο για λίγο καιρό. Και μου αρέσει πολύ. 
 
 
Πιο διαλλακτική
 
Πιστεύω ότι θα έβαζα τα γέλια αν διάβαζα κάποιες από τις πρώτες συνεντεύξεις μου. Άρχισα να προσηλυτίζω  κόσμο στις ιδέες μου από τα 17 μου, και ήμουν τόσο σίγουρη για αυτές. Μπορούσα να τσακωθώ με τον οποιονδήποτε. Πήγαινα σε ραδιοφωνικούς σταθμούς με δεξιές πολιτικές απόψεις μόνο και μόνο για να τους κοντράρω με τα επιχειρήματά μου. Θυμάμαι μια φορά ένας παρουσιαστής, για να τεστάρει τις ιδέες μου περί μη χρήση βίας, με ρώτησε τι θα έκανα αν  κάποιος  μου έκανε επίθεση στο μετρό. Του απάντησα ότι πιθανώς θα ξερνούσα. Και, προφανώς, το προσωπικό πίσω από τα παρασκήνια άρχισε να πανηγυρίζει: “Nαι, φάτον!”, που μπορούσα να πετάω τέτοιες απαντήσεις. Ελπίζω, μεγαλώνοντας, να έγινα πιο διαλλακτική και λιγότερο απόλυτη. Αλλά, ακόμα και έτσι, πιστεύω ότι στα νιάτα μου υπήρχαν φορές που έδινα κάποιες πολύ σωστές απαντήσεις.
 
Όταν ήμουν μαζί με τον Μπομπ Ντίλαν, ήμασταν και οι δύο πολύ νέοι. Είχαμε μεγάλο πάθος στο να φτιάχνουμε και να ακούμε τη μουσική μας, αλλά, επίσης, γνωρίζαμε και το όλο κλίμα που δημιουργούνταν γύρω μας. Πιστεύω ότι, κατά βάση, στην αρχή ήταν διασκεδαστικό. Πηγαίνοντας για περιοδεία  στην Αγγλία με τον Μπομπ τη δεκαετία του ‘60 (έγινε ντοκιμαντέρ το 1965 με τον τίτλο «Don't Look Back») ήταν σκέτο χάος. Ένας από τους βασικούς λόγους ήταν ότι εγώ δεν έκανα ναρκωτικά. Έτσι, ήμουν τελείως εκτός του κύκλου των ανθρώπων που έκαναν τέτοιες τρέλες και ένιωθα αποκομμένη. Και αυτό επέδρασε αρνητικά στη σχέση μας. Τέλος πάντων, δεν θέλω να επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια… Όλα έχουν φτιάξει, πλέον, και αυτό που έχουμε αφήσει πίσω είναι τα τραγούδια μας.
 
Δεν είχα καμία σχέση με το χώρο της πολιτικής, μέχρι που τάχθηκα στο πλευρό του Ομπάμα. Πιστεύω ότι ο 16χρονος εαυτός μου θα μου έλεγε γελώντας: “Στα έλεγα εγώ, δεν μπορείς να εμπιστευθείς ποτέ κανέναν από τον Λευκό Οίκο”. Όμως, συγκινήθηκα από τους λόγους του Ομπάμα. Πίστεψα ότι ήταν σαν τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και ήμουν χαρούμενη που ένιωσα ότι μπορεί να υπάρξει μια τέτοια αίσθηση αλληλεγγύης. Ακόμα πιστεύω ότι αν δεν εμπλεκόταν με την πολιτική και ήταν ηγέτης ενός κινήματος θα μπορούσε να καταφέρει πολλές αλλαγές. Αλλά, δυστυχώς, αυτό δεν έγινε ποτέ. Έχω εκπλαγεί από το πόσο πολύ παρέκκλινε από το όνειρο. Είχε, θυμάμαι, μια φωτογραφία του Γκάντι στο γραφείο του. Δεν μπορώ να καταλάβω αυτόν τον άνθρωπο.
 
Πιστεύω ότι ο νεότερος εαυτός μου θα ήταν έκπληκτος με το πόση φήμη απέκτησα. Κάθε παιδί, βασικά, θα είχε σοκαριστεί αν από το πουθενά ξαφνικά είχε γίνει σταρ. Δεν είχα καν ιδέα τι σήμαινε. Όλα ξεκίνησαν όταν βγήκα να τραγουδήσω σε μια συναυλία στο Νιούπορτ και  –μπανγκ!–  αυτό ήταν. Υπήρχαν 13.000 άνθρωποι εκεί, οι περισσότεροι που είχα δει ποτέ. Κατέβηκα από τη σκηνή και βρέθηκα στο περιοδικό «Time», και τα υπόλοιπα, όπως λένε, είναι απλά ιστορία. Αλλά, αν μου έλεγες όταν ήμουν 16 ότι θα γίνουν έτσι τα πράγματα, θα έλεγα: “Nαι, καλά…”».
Οι ημερομηνίες των συναυλιών της Τζόαν Μπαέζ για το 2014 βρίσκονται στην ιστοσελίδα: www.joanbaez.com/tourschedule

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ