Shedia

EN GR

01/10/2014

Πίτσα αλά Μαφία

Χώρους διασκέδασης και εστίασης, ακόµη και άστεγους (εν αγνοία τους) χρησιµοποιούν οι µαφιόζοι για να ξεπλένουν τα αµύθητα κέρδη τους. 
 
του Βασίλη Παπακριβόπουλου
 
«Kανένας δεν µπορεί να τα βάλει µε τη Μαφία!» Αυτή η µοιρολατρική στάση είναι ιδιαίτερα διαδεδοµένη στην Ιταλία. Κι ήταν ακόµα πιο έντονη στη Ρώµη, όπου η «Εισαγγελία της οµίχλης» έπνιγε πολλές πρωτοβουλίες για την καταπολέµησή της. Αυτό το παρατσούκλι το είχε αποκτήσει λόγω της διαπλοκής της µε την εκτελεστική εξουσία, η οποία είχε λάβει απίστευτες διαστάσεις την περίοδο Μπερλουσκόνι, καθώς υπήρχε πλήθος ενδείξεων για τη συνεργασία του µε το οργανωµένο έγκληµα. 
Όλα άλλαξαν πριν από δύο χρόνια, µε την τοποθέτηση σε δύο καίριες θέσεις δύο εξαιρετικών ατόµων: του Τζουζέπε Πινιατόνε στην Εισαγγελία της Ρώµης και του Ρενάτο Κορτέζε στη Δίωξη του Οργανωµένου Εγκλήµατος. Ο πρώτος, ένας εξηνταπεντάχρονος Σικελός, χαµηλών τόνων, είχε ήδη αποκτήσει µεγάλη φήµη ως ειδικός εισαγγελέας δίωξης της Μαφίας στην «έδρα» της, στο Παλέρµο, και, στη συνέχεια, στο Ρέτζιο της Καλαβρίας. Ο δεύτερος είναι ο αστυνοµικός από την Καλαβρία που έγινε διάσηµος το 2006 χάρη στη µεγάλη επιχείρηση στο Κορλεόνε που οδήγησε στη σύλληψη του αρχινονού Προβεντζάνο, που ήταν καταζητούµενος επί σαράντα τρία χρόνια. 
 
Πάνθεον διαφθοράς
 
Μόλις τα στελέχη της Εισαγγελίας της Ρώµης και οι 350 άνδρες της Δίωξης συνειδητοποίησαν ότι είχαν την αµέριστη υποστήριξη και τη σωστή καθοδήγηση από την ηγεσία τους, τα αποτελέσµατα υπήρξαν εντυπωσιακά. Μεταξύ άλλων, επειδή χρησιµοποιήθηκε για πρώτη φορά σε αυτήν την περιφέρεια η νοµοθεσία περί «σύστασης και συµµετοχής σε εγκληµατική οργάνωση µαφιόζικου τύπου», µε την οποία επιβάλλονται βαριές ποινές στα µέλη της συµµορίας, ακόµα κι αν δεν γίνει δυνατόν να αποδειχθεί ότι αυτοί είναι οι δράστες του εγκλήµατος που διαπράχθηκε από αυτήν. Η συνέργεια αρκεί για την καταδίκη. Για «ανεξήγητους» (αλλά µάλλον αρκετά προφανείς) λόγους, η Εισαγγελία της Ρώµης δεν είχε χρησιµοποιήσει ποτέ αυτό το νοµικό όπλο.
Η αρχή έγινε πέρσι το καλοκαίρι, µε τη σύλληψη πενήντα µελών της συµµορίας που εκβίαζε κι αποσπούσε µεγάλα ποσά από τους επιχειρηµατίες που είχαν αναλάβει την εκµετάλλευση των παραλιών της Ρώµης. Όµως, η µεγάλη έκπληξη προήλθε από την «Επιχείρηση Μαργαρίτα», που οργανώθηκε αµέσως µετά. Αν και ο πολιτικός κόσµος και τα ΜΜΕ καλλιεργούσαν επιµελώς την εικόνα ότι η Ρώµη έχει µείνει σε µεγάλο βαθµό απρόσβλητη από τη διείσδυση της Μαφίας, το δίδυµο ήταν πεπεισµένο ότι η πρωτεύουσα αποτελούσε ιδανικό µέρος για το ξέπλυµα των αµύθητων κερδών της Μαφίας, κυρίως στον κλάδο της διασκέδασης και της εστίασης, και ιδίως της πίτσας. Εξού και η ονοµασία της αστυνοµικής επιχείρησης.
Μάλιστα, οι υποψίες τους αποδείχθηκαν µάλλον αισιόδοξες, καθώς, σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις που προέκυψαν από τα πρώτα στοιχεία των ερευνών, το 70% των πιτσαριών, των εστιατορίων, των καφέ και των µπαρ του ιστορικού κέντρου της πόλης θα πρέπει να έχει περάσει στα χέρια της Μαφίας. Μάλιστα, η διείσδυσή της είναι µεγαλύτερη στις πιο σικ ή τουριστικές περιοχές της Αιώνιας Πόλης, όπως η Πιάτσα ντι Σπάνια, η Πιάτσα Ναβόνα και το Πάνθεον, και, φυσικά, ανάµεσά τους βρίσκονται και πολλά από τα γνωστότερα στέκια της πόλης, όπως η διάσηµη για την ποιότητα της πίτσας της αλυσίδα Ciro. 
 
 
Κοµψοί γιάπηδες
 
Τα πρώτα αποτελέσµατα της επιχείρησης υπήρξαν εντυπωσιακά: µπλοκάρισµα 385 µεγάλων τραπεζικών λογαριασµών και κατάσχεση καταθέσεων 250 εκατ. ευρώ, 28 µεγάλων κτιρίων κι 91 εταιρειών. Όµως, αυτό που εντυπωσίασε ήταν το προφίλ των µαφιόζων
της Ρώµης. Καµία απολύτως σχέση µε τις συµµορίες των φονιάδων που γνωρίζουµε από τις χολιγουντιανές ταινίες στιλ «Νονού» ή από τα «Γόµορρα» του Ροµπέρτο Σαβιάνο, µε τους ιδιαίτερους τρόπους συµπεριφοράς και κώδικες τιµής. «Εδώ, οι µαφιόζοι δεν πυροβολούν, επενδύουν. Και κάνουν τα πάντα για να παραµείνουν απαρατήρητοι». 
 
Οι αστυνοµικοί βρέθηκαν αντιµέτωποι µε κοµψότατους γιάπηδες επενδυτές και γνωστούς δικηγόρους, συµβούλους επιχειρήσεων, λογιστές και συµβολαιογράφους της πρωτεύουσας. Μάλιστα, πολλοί από αυτούς τους επιστήµονες δεν ήταν «µαφιόζοι αποκλειστικής απασχόλησης», αλλά επαγγελµατίες που είχαν και σηµαντική νόµιµη πελατεία. Όπως παρατηρεί κι ο εισαγγελέας, «η Μαφία έχει άφθονο χρήµα, αλλά δεν µπορεί να το επενδύσει. Δηλαδή, ακριβώς το αντίθετο απ’ ό,τι συµβαίνει µε τις επιχειρήσεις της κανονικής οικονοµίας».
Πράγµατι, τα µυθικά ποσά βρώµικου χρήµατος που έχει στα ταµεία της η Μαφία απαιτούν για το αποτελεσµατικό ξέπλυµά τους άτοµα µε εξαιρετικές γνώσεις σε αυτούς τους τοµείς και σηµαντικά δίκτυα γνωριµιών. Για παράδειγµα, η ναπολιτάνικη «οικογένεια» που
αγόρασε την αλυσίδα Ciro έχει ειδικευτεί στη διακίνηση κοκαΐνης και επιτυγχάνει ποσοστά καθαρού κέρδους της τάξης του 1.000%, όταν για πολλές επιχειρήσεις της νόµιµης οικονοµίας καθαρά κέρδη 15-20% φαντάζουν άπιαστο όνειρο. 
Πόσω µάλλον σε περιόδους οικονοµικής κρίσης, όταν η κατανάλωση και ο τζίρος των επιχειρήσεων µειώνονται, οι στρόφιγγες του τραπεζικού δανεισµού έχουν κλείσει και τα ελάχιστα δάνεια που χορηγούνται συνοδεύονται από υψηλά επιτόκια, πολλές επιχειρήσεις κλείνουν, ενώ αυτοκτονούν κάθε χρόνο γύρω στους 60 ιταλούς µικροµεσαίους επιχειρηµατίες. Έτσι, τα 130 δισεκατοµµύρια των ετήσιων κερδών της ιταλικής µαφίας (περίπου 7% του ΑΕΠ της χώρας) που ψάχνουν εναγωνίως τρόπους ξεπλύµατος και διοχέτευσης στη νόµιµη οικονοµία εµφανίζονται σαν ανέλπιστη σανίδα σωτηρίας για πολλούς επιχειρηµατίες. 
 
Σύµφωνα µε τον «Nouvel Observateur», αυτοί οι κοστουµαρισµένοι µαφιόζοι µε την αστείρευτη ρευστότητα έχουν αποκτήσει το παρατσούκλι «problem solvers» («ειδικοί στη λύση προβληµάτων»). Έχουν, δε, αναπτύξει και µια ιδιαίτερη τεχνική στις περιπτώσεις των µικρών και µεσαίων καταστηµάτων εστίασης κι αναψυχής: εντοπίζουν και προσεγγίζουν ιδιοκτήτες επιχειρήσεων που αντιµετωπίζουν οικονοµικά προβλήµατα και τους προτείνουν δάνειο µερικών –ή και αρκετών– εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ. Εάν µετά από µια διετία δεν αποπληρωθεί (γεγονός εξαιρετικά πιθανό), τότε το µεγαλύτερο µέρος της επιχείρησης µεταβιβάζεται σε πρόσωπο που υποδεικνύει ο δανειστής, ενώ ο πρώην ιδιοκτήτης διατηρεί ένα µειοψηφικό ποσοστό στην επιχείρησή του κι εξακολουθεί να τη διαχειρίζεται για λογαριασµό της Μαφίας, αµειβόµενος µε το αντίστοιχο ποσοστό κερδών. 
 
Η νεοαποκτηθείσα από τη Μαφία επιχείρηση καθίσταται πιο αποδοτική από το γεγονός ότι παύει αυτόµατα να ισχύει οποιοδήποτε εργασιακό δικαίωµα για το προσωπικό της: ο παραδοσιακός, µη κοστουµαρισµένος κλάδος της Μαφίας φροντίζει για την επιβολή του εργασιακού Μεσαίωνα. Για παράδειγµα, το προσωπικό της Ciro εργαζόταν δώδεκα ώρες την ηµέρα, χωρίς να πληρώνεται υπερωρίες εννοείται! 
 
 
Συνταξιούχοι µαφιόζοι
 
Όσο για τους νέους «ιδιοκτήτες», πρόκειται για «συνταξιούχους» µαφιόζους, συγγενείς, ερωµένες, αλλά και απλούς γνωστούς των µελών της, οι οποίοι δανείζουν –έναντι αµοιβής– το όνοµά τους για να χρησιµεύσει ως βιτρίνα της Μαφίας. Στη συνέχεια, ακολουθεί ένας φρενήρης κύκλος συστάσεων εταιρειών και διαδοχικών µεταβιβάσεων της επιχείρησης, για να χαθούν τα ίχνη του βρώµικου χρήµατος. Οι τηλεφωνικές παρακολουθήσεις απέδειξαν ότι ακόµα κι οι ίδιοι οι µαφιόζοι κατέληξαν να µπερδεύονται από αυτό το γαϊτανάκι των αγοραπωλησιών και να χάνουν το λογαριασµό του τι ανήκει τελικά σε ποιον. 
 
Μάλιστα, η εισαγγελική έρευνα αποκάλυψε και µια εξαιρετικά πρωτότυπη πτυχή της υπόθεσης: ως στυγνοί τεχνοκράτες, οι µαφιόζοι γιάπηδες προσπάθησαν να επιτύχουν τη «βέλτιστη απόδοση» των επενδύσεών τους, εξοικονοµώντας τις αµοιβές της «µαρίδας» που χρησίµευε σαν βιτρίνα. Είχαν την –όντως µεγαλοφυή– ιδέα να χρησιµοποιήσουν ως «αχυρανθρώπους» τους άστεγους της Κοινότητας του Sant’Egidio. Πρόκειται για έναν τύπο οργάνωσης (της κοινωνίας των πολιτών ή της Εκκλησίας) που υπάρχει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και προσφέρει στους άστεγους συσσίτιο, χώρους λουτρών και πλυντήριο, είδη ατοµικής υγιεινής, αλλά και µια γραµµατοθυρίδα-νόµιµη διεύθυνση η οποία όχι µόνο τους βοηθάει να µη χάσουν την επαφή τους µε ανθρώπους του περιβάλλοντός τους ή και να αναζητήσουν εργασία αλλά και είναι αναγκαία για τις επαφές τους µε τις αρχές. 
Έτσι, το όνοµα και η διεύθυνση πολλών αστέγων του Sant’Egidio χρησιµοποιήθηκε εν αγνοία τους ως βιτρίνα στον αδιάκοπο κύκλο των µεταβιβάσεων. 
Σύµφωνα µε την οµάδα της αστυνοµίας και της εισαγγελίας που συνεχίζει να ερευνά την υπόθεση, ο αριθµός τους ενδέχεται να φτάνει και τους 500. Και σίγουρα θα έµεναν άναυδοι αν µάθαιναν ότι, τον καιρό που βίωναν την τραγωδία του δρόµου και την πείνα, η πολιτεία τους θεωρούσε µετόχους εταιρειών και ιδιοκτήτες πολυτελών εστιατορίων.