Shedia

EN GR

27/08/2014

Επείγοντα περιστατικά του Γιώργου Μπαζίνα

σκίτσο του Konk
 
Ο Μικρός Θεός 
 
Οι γλυκιές αναµνήσεις είναι ένα φιλόξενο καταφύγιο για ονειροπολήµατα, µακριά από τη γενική δυστυχία της νοσηρής πραγµατικότητας.
 
Oι καλές µου αναµνήσεις συνδέονται µε τα καλοκαίρια και τα παιδικά µου χρόνια. Δεν ξέρω, µου έχουν συµβεί και καλά πράγµατα σε ώριµη ηλικία, αλλά επιµένω σε µια σαφή προτίµηση στις νεανικές αναµνήσεις. Πιθανότατα, αυτό να οφείλεται, όπως λέει κι ο Χάρλαν Έλλισον, στο ότι «είναι η ηλικία που πιστεύει κανείς ότι, βασικά, οι άνθρωποι είναι καλοί, ο κόσµος άπειρος, πολύχρωµος και γεµάτος µυστήριο, µια ηλικία που ακόµη δεν του έχει εµφυτευθεί η ιδέα ότι όλα είναι αµετάβλητα και απελπιστικά…»
 
Τελικά βέβαια, σκέφτοµαι πως αν πρόκειται να ζυγίσω τις καλές και τις κακές στιγµές της ζωής µου, η ζυγαριά βαραίνει υπέρ των άθλιων. Τις απωθώ από τη σκέψη µου και κρατάω τις καλές, φιλόξενο καταφύγιο για ονειροπολήµατα. 
 
Περπατώ στην ακρογιαλιά, κλωτσάω χαλικάκια, ν’ ανακαλύψω έναν «µικρό θεό». Ήταν η εποχή του εύκολου επηρεασµού. Είχα διαβάσει ένα διήγηµα του Γεφτουσένκο, δηµοσιευµένο στις «Εποχές» της εποχής, ένα κείµενο που µε γοήτευσε, όχι ότι κατάλαβα τι ήθελε να πει, αλλά ό,τι έλεγε το έλεγε όµορφα. 
 
Ο ήρωάς του βρισκόταν σε διακοπές, η µοναξιά ήταν διάχυτη, υπήρχε ένας ανικανοποίητος έρωτας, αλλά το σηµείο που µε σηµάδεψε ήταν ότι ο ήρωας έψαχνε µαταίως για µια θαλασσόπετρα που ο χρόνος και η θάλασσα την είχαν σµιλέψει, την είχαν στρογγυλέψει και της είχαν δηµιουργήσει µια τρύπα στη µέση. Σύµφωνα µε το διήγηµα, µια τέτοια πέτρα οι ντόπιοι παραθεριστές την ονόµαζαν «µικρό θεό» και της απέδιδαν ιδιότητες καλοτυχίας.
 
Ποτέ µου δεν βρήκα µία, όσο κι αν επέµενα στις εξερευνήσεις µου εκείνο το καλοκαίρι. Μετά, η επιθυµία, απλώς, χάθηκε µέσα στο µεγάλο καλάθι των πραγµάτων που θα ήθελα αλλά δεν µπορούσα. Ήταν το τελευταίο µου καλοκαίρι στην πατρίδα, και µε περίµενε η πρωτεύουσα και µια χρονιά επίµονων διαβασµάτων και φροντιστηριακών επενδύσεων σε αφοµοίωση ύλης εγκεκριµένης από το Υπουργείο Παιδείας.
 
Εκ των υστέρων σκεπτόµενος, θα την ήθελα λίγη τύχη. Δεν είναι καλό να είσαι ο Ντόναλντ Ντακ σε έναν κόσµο µε πολλούς Γκαστόνε. Φαίνεται πως µερικοί µπορεί να µην έχουν µικρό θεό, αλλά το κοκαλάκι της νυχτερίδας. Διαβάζω σε παλιότερη συνέντευξη της κυρίας Τρέµη και ζηλεύω:
 
«Νιώθετε ότι περνάτε µια καλή φάση της ζωής σας;» ρώτησε το περιοδικό «HELLO» την Όλγα Τρέµη. «Το νιώθω και το απολαµβάνω. Είναι για µένα η στιγµή της ωριµότητας –άρα της αλήθειας–, η φάση της δηµιουργίας, η περίοδος των ουσιαστικών σχέσεων, της ουσιαστικής επικοινωνίας. Αισθάνοµαι ότι αφουγκράζοµαι και µε αφουγκράζονται. Κατά κάποιον τρόπο, είναι σαν να µαζεύω τους καρπούς µιας µακράς και δύσκολης διαδροµής, δύσκολης, κυρίως, γιατί είπα πολλά “όχι” που πληρώθηκαν ακριβά, αλλά σε µεγάλο βαθµό έσωσα τη συνείδησή µου. Και το κυριότερο: πιστεύω ότι τα πιο συναρπαστικά έρχονται...»
 
σκίτσο του Serre
 
Το δένδρο και το δάσος
 
Για να ‘µαι ειλικρινής, εγώ δεν περιµένω τίποτα συναρπαστικό. Δεν παραπονιέµαι. Δη- λαδή, έπαψα να παραπονιέµαι όταν βρέθηκα µε ανθρώπους που υπέφεραν αµίλητα περισσότερα απ’ όσο τους αναλογούσε µια δίκαιη κατανοµή δεινών. Μερικές φορές, σκέφτοµαι πως τα καλά αισθήµατα είναι προνόµιο χορτασµένων ανθρώπων. Βρέθηκα κάποτε στον ίδιο θάλαµο, σε διπλανό κρεβάτι, µ’ ένα γεράκο, τον φέραν µισοπαράλυτο. Ο γιος του, όταν ήρθε να τον επισκεφτεί, θύµωσε µαζί του: «Γιατί µας το ‘κανες αυτό, ρε πατέρα;». Δεν ξέρω, δεν θέλω να κρίνω τους ανθρώπους. Δεν βρήκε λόγια να του δείξει συµπαράσταση. Μπορεί να είχε δίκιο. Ο γέρος τού αναστάτωσε τη ζωή. Μπορεί να ήταν άνεργος, µπορεί να µην ήταν σε θέση να του σταθεί. Μπορεί, απλώς, να ήταν µαλάκας. Όσες µέρες ήµουν εκεί, δεν ξανάρθε. Ως καλός Σαµαρείτης, τάιζα το γέρο, γιατί οι νοσοκόµες δεν είχαν χρόνο και διάθεση να το κάνουν. Δεν ξέρω τι απέγινε ο γέρος. Δεν είχε και πολλές επιλογές, φαντάζοµαι. Χάρη σε πολλούς θα ‘κανε αν εγκατέλειπε τα εγκόσµια… Σε άλλη περίσταση, κατάλαβα τι µπορεί να σηµαίνει απόγνωση, όταν έφεραν τον Αµίρ στο θάλαµο του νοσοκοµείου (είµαι βετεράνος ασθενής). Ήταν ένας νεαρός Πακιστανός που τον φέραν άγρια µεσάνυχτα, ένας µισολιπόθυµος σωρός που απλώθηκε σ’ ένα κρεβάτι. Τον είχε µαζέψει ένα ασθενοφόρο, σωριασµένο στο δρόµο, δεν ξέρω, δεν είπαν, και αυτός, χαµένος στη µετάφραση, ποτέ δεν µας έδωσε να καταλάβουµε τι συνέβη. Μπορεί να ήταν απ’ την πείνα, µπορεί να τον χτύπησαν. Το γεγονός είναι ότι στη µεταφορά χάθηκαν τα παπούτσια του. Κάποια νοσοκόµα του ‘φερε κάτι παλιές παντόφλες. Όταν έφτασε η ώρα να πάρει το εξιτήριό του, συνειδητοποίησα ότι ορισµένοι άλλοι ασθενείς είχαν κάνει έρανο και του αγόρασαν παπούτσια. Με τα καινούρια του παπούτσια, κοντοστάθηκε στην πόρτα. Δεν υπήρχε καµιά χαρά στο πρόσωπό του. Μας έγνεψε έναν σιωπηλό αποχαιρετισµό και βυθίστηκε στη χωµατερή της πραγµατικότητας.
 
Το φιτίλι
 
Δεν ξέρω, στο µυαλό µου κολλάνε µικρά πράγµατα, λεπτοµέρειες, χάνω το δάσος και νιώθω πως έχει σηµασία µόνο το δέντρο. Βρέθηκα συχνά µπροστά σε άσχηµες καταστάσεις και τις απωθώ από τη µνήµη µου. Προτιµώ να δώσω το λόγο σε µια γυναίκα που βρέθηκε αντιµέτωπη µε το τέρας που δηµιούργησαν οι ευρωσωτήρες µας και οι πρόθυµοι συνεργάτες τους. Το κείµενο κοινοποίησε το Μητροπολιτικό Κοινωνικό Ιατρείο Ελληνικού.
 
Η Σάνια Μωραΐτου εξιστόρησε: «[…] Οκτώ το πρωί στα ΚΕΠΑ Θεσσαλονίκης, την πρώτη εργάσιµη µέρα του Ιουνίου του σωτηρίου έτους 2014. Οι αριθµοί προτεραιότητας έχουν ήδη τελειώσει και οι ουρές φτάνουν έως το απέναντι πάρκο.
 
Τέσσερις ταλαίπωροι υπάλληλοι, όλοι κι όλοι, κι απέναντί τους εκατοντάδες φτωχοί άνθρωποι, µε µεγαλύτερη ή µικρότερη αναπηρία, να περιµένουν το αυτονόητο για κάθε ευνοµούµενη πολιτεία, όχι όµως και για το Αδωνιστάν, να τους πιστοποιηθεί το ποσοστό αναπηρίας, ώστε να λάβουν τις στοιχειώδεις παροχές, περίθαλψη, σύνταξη, επίδοµα, κοινωνικό τιµολόγιο, έκπτωση στην εφορία, τα φάρµακα κ.λπ. Ειδικά ο ένας και µοναδικός υπάλληλος στις πληροφορίες, είναι για κλάµατα.
 
Προσπαθεί να εξηγήσει σε ανθρώπους στα πρόθυρα της κατάρρευσης, µε ελλιπή µόρφωση, παλιννοστούντες, µετανάστες, υπέργηρους, χρήστες µε εµφανή τα σηµάδια στέρησης, το πρακτέο, µέσα από τα δαιδαλώδη µονοπάτια της γραφειοκρατίας.
 
Η ατµόσφαιρα είναι τόσο βαριά, ώστε νιώθεις πως βουλιάζεις σ΄ ένα πηχτό βρώµικο τέλµα από εκνευρισµό, απελπισία, παραίτηση, πίκρα, υποβόσκοντα θυµό. […]
 
Είναι η τρίτη φορά από τον περασµένο Ιούνιο που καλούν το γιο µου να προσέλθει για να περάσει από επιτροπή, παρά τις ιατρικές γνωµατεύσεις πως δεν µετακινείται και πρέπει να εξετασθεί κατ’ οίκον.
 
Κάθε φορά, τους δείχνω τα έγγραφα, κάθε φορά µε στέλνουν από την Πύλη Αξιού στην Αριστοτέλους και τούµπαλιν, από το ισόγειο στον έκτο, χωρίς αποτέλεσµα.
 
Όλοι κατανοούν το δίκιο µου, άλλοι δηλώνουν άγνοια, άλλοι αναρµόδιοι, άλλοι περνούν εκ νέου στον υπολογιστή τα στοιχεία. Ζητώ να συναντήσω το διευθυντή, δεν υπάρχει, ή έτσι µου λένε. Δεν βγάζω άκρη, δεν ξέρω τι να κάνω πια, δεν θέλω να τα παρατήσω, δεν µπορεί το παιδί µου να είναι ανασφάλιστο, δεν αντέχω οικονοµικά το κόστος της περίθαλψής του, δεν θέλω να τα παρατήσω, όµως νιώθω ανίσχυρη, θυµωµένη, ηλίθια, ζαλίζοµαι από την κούραση, δαγκώνω τα χείλη µου για να µην κλάψω, θέλω να ήµουν στην Αθήνα, ζωσµένη µε δυναµίτη, να είχα µπροστά µου όλους αυτούς που καθορίζουν τις τύχες µας.
 
σκίτσο του Quino
 
Ν’ άναβα το φιτίλι και ν΄ ανατιναζόµουν µε-τά των τυράννων ενός ολόκληρου λαού».
 
Αλλά, ευτυχώς, στη γενική δυστυχία της νοσηρής πραγµατικότητας, υπάρχουν οι φωτεινές εξαιρέσεις των ικανοποιηµένων που αγλαΐζουν τη σκοτεινή προοπτική του µέλλοντός µας µε διαπιστώσεις και προβλέψεις ικανές να µας χαρίσουν λίγο γέλιο (έστω και νευρικό).
 
Ο φερόµενος ως πρωθυπουργός της χώρας, κλείνοντας το λόγο του στο συνέδριο του «Εconomist», το Μάιο: «Τι ήταν η Ελλάδα ώς πρόσφατα;» αναρωτήθηκε ρητορικά και απάντησε, φυσικά, αµέσως ο ίδιος: «Κάποιοι λένε πως ήταν ένα είδος Τζουράσικ Παρκ της Ευρώπης, όπου επιβίωναν ακόµα οι “δεινόσαυροι” του περασµένου αιώνα». Και έκλεισε το λόγο του: «Πάψαµε να είµαστε η τελευταία σοβιετική χώρα στον κόσµο! Πάψαµε να είµαστε το Τζουράσικ Παρκ της Ευρώπης! Πάψαµε να είµαστε η χώρα-Δον Κιχώτης που πολεµάει µε ανεµόµυλους!».
 
Θεός και καραµέλα
 
Η αδελφή µου µε παίρνει τηλέφωνο από το λιµάνι. Μόλις έχει αποβιβαστεί – επέστρεψε από τις διακοπές της. «Σου έχω µια έκπληξη! Σου ‘ρχοµαι!»
 
Αναρωτιέµαι τι µπορεί να µε εκπλήξει πια, αλλά δικαιολογώ τον βιαστικό ερχοµό της από το σπίτι, για να πάρει το γάτο της που φιλοξένησα όσο έλειπε.
 
Όταν πια έρχεται, «Κοίτα!» µου δείχνει.
 
Χριστέ µου, ένας µικρός θεός! Το θυµήθηκε απ’ όταν ήταν µικρή και µε βοηθούσε στο ψάξιµο. Με πληµµυρίζει µια παράξενη αίσθηση. Είναι κάτι που κάποτε ήθελα πολύ και που τώρα δεν ξέρω τι να το κάνω. Γελάµε ασυγκράτητα.
 
Η Ταξιαρχούλα κλαίει. Ξαπλωµένη στο κρεβάτι της, απλώνει το χέρι της µαυρισµένο απ’ τις βελόνες και τις εξαγγειώσεις, για να χώσει η νοσηλεύτρια τους καθετήρες. Η Ταξιαρχούλα, δυο µήνες τώρα, δεν µπορεί να συνηθίσει στην ιδέα ότι η ζωή της εξαρτάται από ένα µηχάνηµα που αντλεί, καθαρίζει το αίµα της, αφαιρεί υγρά και το επαναφέρει σε έναν αέναο κύκλο τεσσάρων δύσκολων ωρών κάθε φορά. Η προϊσταµένη τη µαλλώνει. Τα κλάµατα είναι ανεπίτρεπτα. Κοίτα τους άλλους. Αλλά η Ταξιαρχούλα δεν µπορεί να κρατήσει τα δάκρυά της. Θέλει, αλλά δεν µπορεί. Είναι µια γλυκιά ηλικιωµένη γυναίκα, µε µάτια καλοσυνάτα, και νιώθει φόβο. Θέλει, αλλά δεν µπορεί. Είναι ο δικός  της τρόπος να  ξορκίσει το κακό.
 
Πηγαίνω δίπλα της, της βάζω στο χέρι τον µικρό θεό µου. «Για καλή τύχη!» της λέω. Ξαφνιάζεται. Δεν έχει συνηθίσει να παίρνει χωρίς να δίνει. Μου χώνει στο χέρι µια καραµέλα. «Να γλυκαθείς», µου λέει και µε παίρνουν κι εµένα τα ζουµιά.
 

ΑΡΘΡΑ ΤΕΥΧΟΥΣ