Shedia

EN GR

16/11/2020

Τα πνεύματα της αδελφοσύνης

του Βασίλη Παπακριβόπουλου

Η πανδημία του κορωνοϊού και το κύμα συμπαράστασης των Ιρλανδών προς τις πληττόμενες ινδιάνικες φυλές έφερε στο προσκήνιο τους δεσμούς αλληλεγγύης των δύο λαών.

Η πανδημία που έπληξε με σφοδρότητα τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν υπήρξε εξίσου ολέθρια για όλες τις κατηγορίες του πληθυσμού. Πράγματι, καταγράφηκε πολύ μεγαλύτερη θνησιμότητα στους Μαύρους, αλλά και στους Ινδιάνους, οι οποίοι, ζώντας σε συνθήκες φτώχειας και επισφάλειας, και με ήδη επιβαρυμένους οργανισμούς απέναντι στην επέλαση του ιού, δεν έχουν πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Αναλογικά με τον αριθμό τους, τα υψηλότερα ποσοστά μόλυνσης παρατηρήθηκαν στις κοινότητες των Ναβάχο και των Χόπι.

Γι’ αυτόν το λόγο, δρομολογήθηκε μια διαδικτυακή εκστρατεία συλλογής χρημάτων για τη στήριξη των πληττόμενων ινδιάνικων φυλών. Μέχρι τις αρχές Μαΐου, είχαν ήδη συγκεντρωθεί 2,4 εκατομμύρια ευρώ.

ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ ΕΥΕΡΓΕΣΙΑΣ

Οι διοργανωτές της παραξενεύτηκαν από τη μεγάλη παρουσία ιρλανδών δωρητών και από τα μηνύματα που τις συνόδευαν: τα περισσότερα από αυτά αναφέρονταν «στην ανταπόδοση της ευεργεσίας μετά από 170 χρόνια» και στους «δεσμούς  αλληλεγγύης ανάμεσα στους δύο λαούς».

Πράγματι, οτιδήποτε αφορά την τραγική ιστορία του λιμού της περιόδου 1845-1852 έχει μείνει βαθιά χαραγμένο στην ψυχή των Ιρλανδών, ακόμα και μετά από έξι γενιές. Εκείνη τη χρονιά, ένα είδος περονόσπορου πρόσβαλε τις καλλιέργειες της πατάτας που αποτελούσε σχεδόν την αποκλειστική τροφή των Ιρλανδών για έναν ιδιαίτερο λόγο: καθώς η πατάτα έχει τριπλάσια στρεμματική απόδοση από τα σιτηρά και στην αγγλοκρατούμενη Ιρλανδία οι Καθολικοί δεν είχαν το δικαίωμα να ασκούν επαγγέλματα και να κατέχουν γη, νοίκιαζαν πανάκριβα μικρά χωράφια από τους Άγγλους Προτεστάντες μεγαλογαιοκτήμονες και η καλλιέργεια της πατάτας τούς επέτρεπε να πληρώνουν το ενοίκιο και να εξασφαλίζουν και την τροφή που τους επέτρεπε να επιβιώσουν. Η καταστροφή της σοδειάς προκάλεσε  πρωτοφανή λιμό που συνοδεύονταν από επιδημίες χολέρας, δυσεντερίας, τύφου και σκορβούτο.

Οι βρετανικές αρχές παρέμεναν εντελώς αδιάφορες απέναντι σε αυτήν την τρομακτική ανθρωπιστική κρίση, πιθανότατα, δε, την έβλεπαν και ως έναν τρόπο για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του «υπερπληθυσμού των ακτημόνων» στο νησί, το οποίο θα μπορούσε να πυροδοτήσει εξεγέρσεις. Έτσι,  μέσα σε δέκα χρόνια, πάνω από 750.000 Ιρλανδοί έχασαν τη ζωή τους και άλλα δύο εκατομμύρια εξαθλιωμένοι αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της «Μεγάλης Πείνας»,  πολλά αγγλοϊρλανδικά κτήματα συνέχιζαν να εξάγουν σιτηρά και ζώα στην Αγγλία, ενώ στη Σκωτία, που επλήγη εξίσου από την ασθένεια, δεν παρατηρήθηκαν παρόμοια φαινόμενα, καθώς ελήφθησαν μέτρα για την προστασία του πληθυσμού.

Για πρώτη φορά στην ιστορία, αυτή η ανθρωπιστική καταστροφή προσελκύει τους προβολείς της δημοσιότητας διεθνώς, εν μέρει χάρη στην ανάπτυξη τεχνολογιών όπως ο τηλέγραφος, με αποτέλεσμα να αναπτυχθεί ένα πρωτοφανές κύμα αλληλεγγύης προς τον ιρλανδικό λαό. Το πλέον εντυπωσιακό ήταν η συμμετοχή σε αυτό απόκληρων και διωκόμενων από όλο τον κόσμο. Μεταξύ άλλων, χρήματα προσέφεραν φυλακισμένοι στις διαβόητες φυλακές του Σινγκ Σινγκ της Νέας Υόρκης, κατάδικοι έγκλειστοι σε ένα πλοίο φυλακή αγκυροβολημένο στον Τάμεση, οι πολύ πρόσφατα απελευθερωμένοι μαύροι σκλάβοι των βρετανικών κτήσεων της Καραϊβικής (Τζαμάικα, Μπαρμπάντος, Σαιντ Κριστόφ). Το 1847, στην κορύφωση της ιρλανδικής κρίσης, οι Ναβάχο και οι Χόπι του Έθνους των Τσοκτάου συγκέντρωσαν το ποσό των 710 δολαρίων και το έστειλαν στην Επιτροπή Αλληλεγγύης της Νέας Υόρκης. Φυσικά, το ποσό αυτό ήταν πολύ σημαντικότερο σε αξία εκείνη την εποχή και μάλιστα θα μπορούσε να αντιστοιχεί ακόμα και σε σημερινή  αγοραστική δύναμη ενός εκατομμυρίου δολαρίων, αν σκεφτεί κανείς ότι προερχόταν από έναν φτωχό λαό ο οποίος ζούσε σε μεγάλο βαθμό εκτός της εγχρήματης σύγχρονης οικονομίας.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ

Πόσω μάλλον που αυτή η πρωτοβουλία αναλήφθηκε μερικά μόλις χρόνια μετά το τέλος της «Πορείας των Δακρύων» (1831-1838), του μαζικού εκτοπισμού των Ινδιάνων σε μακρινές, άγονες περιοχές, για να σφετεριστούν τη γη τους οι Ευρωπαίοι άποικοι. Κατά τη διάρκεια αυτών των εκτοπισμών που οργάνωνε ο αμερικανικός στρατός, χιλιάδες Ινδιάνων έχασαν τη ζωή τους από την πείνα, τις ασθένειες, το κρύο και τις κακουχίες. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι Ινδιάνοι μπορούσαν πολύ εύκολα να συμμεριστούν τα δεινά των ανίσχυρων απέναντι σε μια ανελέητη δολοφονική εξουσία.       

Οι Ιρλανδοί δεν ξέχασαν ποτέ αυτήν την αδελφοσύνη των Ινδιάνων. Το 1919 –πριν καν την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας– ο Ίμον ντε Βαλέρα, ηγετική μορφή του αγώνα για την ελευθερία των Ιρλανδών, είχε ανακηρυχθεί επίτιμο μέλος της φυλής Οτζίμβα-Τσιπέουα, ενώ το 1995 η πρόεδρος της Ιρλανδικής Δημοκρατίας και το 2018 ο πρωθυπουργός Λέο Βάραντκαρ επισκέφθηκαν τα εδάφη των Ινδιάνων για να τους ευχαριστήσουν ακόμα μια φορά. Το δε 2017, εγκαινιάστηκαν στο Μίντλετον της κομητείας του Κορκ τα «Αδελφά Πνεύματα», ένα μεγάλο ατσάλινο άγαλμα προς ανάμνηση αυτής της ιστορίας.