Shedia

EN GR

17/11/2020

Το ραγισμένο γυαλί της παιδικότητας

του Σπύρου Ζωνάκη

Η αρένα των τηλεοπτικών διαγωνισμών θέτει σε κίνδυνο την ομαλή ψυχολογική ανάπτυξη των παιδιών, εξοικειώνοντας τους μικρούς παίκτες με τον ατομικισμό και έναν στρεβλό ανταγωνισμό.

 

Πρωταπριλιά 2007, Νέο Μεξικό. Ξεκινάει η παραγωγή ενός ιδιαίτερου σόου από το τηλεοπτικό δίκτυο CBS που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στις ΗΠΑ, του «Kid Nation». Σαράντα παιδιά, ηλικίας από 8 έως 15 χρόνων, μεταφέρθηκαν στα ερείπια ενός «καουμπόικου» οικισμού, τη Μπονάντσα. Η ιδέα του σόου ήταν ότι τα παιδιά θα συνεργάζονταν στα βήματα των πιονέρων της Άγριας Δύσης μακριά από την επίδραση των ενηλίκων, θα συγκροτούσαν τη δική τους κυβέρνηση, ενώ έπρεπε να εξασφαλίζουν μόνα τους την τροφή τους επί 40 ημέρες. Κινηματογραφούνταν από τις επτά το πρωί ώς τα μεσάνυχτα να δουλεύουν, να μαγειρεύουν, να ανταγωνίζονται, να ξεσπούν σε κλάματα. Κάθε παιδί λάμβανε 5.000 δολάρια για τη συμμετοχή του, ποσό το οποίο δεν χαρακτηριζόταν μισθός από τους παραγωγούς. Εξάλλου, κατ’ εκείνους, δεν ετίθετο ζήτημα παιδικής εργασίας. Τα παιδιά απλώς «έκαναν διακοπές σε μια καλοκαιρινή κατασκήνωση». Από τη μεριά τους, οι γονείς είχαν υπογράψει συμβόλαιο με την εταιρεία παραγωγής, σύμφωνα με το οποίο αναλάμβαναν την ευθύνη για τη συναισθηματική αναστάτωση που ενδεχομένως βίωναν τα παιδιά, πιθανό σοβαρό τραυματισμό, σεξουαλικώς μεταδιδόμενη ασθένεια, ακόμη και θάνατο, χωρίς να έχουν το δικαίωμα να κινηθούν νομικά εναντίον της εταιρείας. Τέσσερα παιδιά, μάλιστα, υποβλήθηκαν σε θεραπεία γιατί κατά λάθος ήπιαν λευκαντικό, ένα υπέστη εγκαύματα στο πρόσωπο καθώς μαγείρευε, ενώ τα περισσότερα παιδιά έπρεπε να εργάζονται περισσότερες από 14 ώρες την ημέρα. Άλλωστε, η εταιρεία παραγωγής ήταν απολύτως καλυμμένη από την ομοσπονδιακή εργατική νομοθεσία: Η τελευταία εξαιρεί τους ανήλικους που συμμετέχουν σε τηλεοπτικές παραγωγές από το προστατευτικό πλαίσιο περί παιδικής εργασίας.

Αντιλαμβανόμενες, ωστόσο, τις αρνητικές συναισθηματικές και ψυχικές επιδράσεις που μπορεί να έχουν στα παιδιά τέτοιου είδους εκπομπές, μια σειρά από πολιτείες (όπως Καλιφόρνια, Νέα Υόρκη, Φλόριντα) έχουν θεσπίσει ένα ισχυρό προστατευτικό δίκτυ για την προστασία των παιδιών στο χώρο του θεάματος. Χαρακτηριστικά, στην Καλιφόρνια, για να λάβουν μέρος ανήλικοι σε talent shows θα πρέπει να διαθέτουν τη γραπτή άδεια της τοπικής Υπηρεσίας Εργασίας, η οποία ορίζει ότι η συμμετοχή τους επιτρέπεται μόνο εφόσον δεν τίθεται σε κίνδυνο η σωματική, συναισθηματική και ψυχική τους υγεία, δεν υφίστανται ταπεινωτική συμπεριφορά και δεν παρεμποδίζεται  η εκπαίδευσή τους. Οι γονείς ή οι κηδεμόνες των παιδιών υποχρεούνται να είναι διαρκώς παρόντες κατά τα γυρίσματα, όπως και ειδικοί παιδαγωγοί, που πρέπει να παρέχουν εκπαίδευση στα παιδιά σε περίπτωση που χάνουν ώρες από το σχολείο τους, οι οποίοι και στέλνουν διαρκείς αναφορές στην Υπηρεσία Εργασίας για ενδεχόμενη καταπόνηση ή κακοποίηση των παιδιών. Οι ώρες, δε, εργασίας τους δεν πρέπει να ξεπερνούν τις έξι ώρες για παιδιά κάτω των 18 ετών και τις πέντε ώρες για όσα δεν έχουν κλείσει τα 16 τους χρόνια. Στη Μεγάλη Βρετανία, μάλιστα, ο κώδικας ψυχαγωγικών εκπομπών (που έχει θεσπιστεί από την κυβερνητική υπηρεσία επικοινωνιών, την Ofcom), από το 2013, περιλαμβάνει ειδική διάταξη για τη συμμετοχή των παιδιών σε ριάλιτι σόου. Αυτός απαγορεύει την έκθεσή τους σε εκπομπές που μπορεί να τους προκαλέσουν φόβο ή στρες, τα παιδιά και οι γονείς τους πρέπει να ενημερώνονται για τους κινδύνους που συνεπάγεται η συμμετοχή τους σε τέτοια σόου, ενώ υπάρχει συνεχής παρακολούθηση από ψυχολόγους των παιδιών και των οικογενειών τους, πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας των γυρισμάτων. Αν διαπιστωθεί, δε, ότι θίγεται η αξιοπρέπεια ενός παιδιού, εκείνοι έχουν τη δυνατότητα να το αποσύρουν από την εκπομπή, ακόμη κι αν υπάρχει η γονική συναίνεση για τη συμμετοχή του.

«Ο Συνήγορος του Πολίτη θεωρεί τη συμμετοχή παιδιών σε ψυχαγωγικές εκπομπές reality και talent shows προβληματική και έχει σταθεί στο ζήτημα της θέσπισης ενός κώδικα κατά το παράδειγμα χωρών όπως το Ηνωμένο Βασίλειο. Ήδη από τότε που εμφανίστηκε στις οθόνες το «Baby Dance», τo 2008, είχαμε απευθυνθεί στην πολιτεία, ζητώντας τη θεσμική θωράκιση των δικαιωμάτων των ανηλίκων που λαμβάνουν μέρος σε τέτοιες εκπομπές. Είχαμε επισημάνει  ότι, πέρα από τη σωματική καταπόνηση και την κούραση, η συμμετοχή τους σε διαγωνισμούς που περιέχουν διαδικασίες προβών, προκρίσεων, συνεντεύξεων, κρίσεων από επιτροπές συνεπάγεται μια σημαντική ψυχική δοκιμασία και στρες, όλες δε αυτές οι δοκιμασίες γίνονται από άτομα που δεν είναι ειδικά εκπαιδευμένα για αυτό», υπογραμμίζει η Άννα Ρούτση, ειδική επιστήμονας στον Συνήγορο του Πολίτη, στον κύκλο δικαιωμάτων του παιδιού (που είναι αποσπασμένη στον Δήμο Αθηναίων). «Δεν υπάρχει πάντοτε το κατάλληλο υποστηρικτικό πλαίσιο για το παιδί. Ακόμη, όμως, και η παρουσία επαγγελματιών ψυχικής υγείας σε ριάλιτι νομιμοποιεί εσφαλμένες πρακτικές, από μια θέση εμπιστοσύνης προς το κοινό. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα μικρά παιδιά συμμετέχουν σε τηλεοπτικές εκπομπές και διαγωνισμούς για να καλύψουν ανάγκες και επιθυμίες των γονιών τους, ενώ αυτή η συμμετοχή δεν συνοδεύεται από αξιολόγηση της οικογένειας, ώστε αφενός να εκτιμηθούν οι λόγοι για τους οποίους το παιδί “θέλει” να συμμετέχει σε μια εκπομπή και αφετέρου η δυνατότητα της οικογένειάς του να το υποστηρίξει. Το επιχείρημα ότι οι παραγωγοί καλύπτονται από τη συναίνεση των γονιών δεν μπορεί να είναι επαρκές. Τα παιδιά καλούνται να υιοθετήσουν συμπεριφορές ενηλίκων, να γίνουν πιστές μικρογραφίες τους ως προς την εμφάνιση και τον τρόπο ομιλίας. Έτσι, όμως, παραβιάζεται η ομαλή ψυχολογική τους ανάπτυξη. Από την άλλη, δύσκολα μπορεί ένα παιδί και η οικογένειά του να χειριστούν σωστά την αναγνωρισιμότητα  που αυτό αποκτά μέσω της τηλεόρασης, με αποτέλεσμα την πλαστή του “ηρωοποίηση” και τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί αυτή να έχει στη φυσιολογική ροή της ζωής του. Εξάλλου, συμβαίνει ορισμένες φορές το παιδί, ιδίως αν έχει αποτύχει σε έναν τέτοιο διαγωνισμό, να γίνεται αντικείμενο χλευασμού και εμπαιγμού στο περιβάλλον του και θύμα ψυχολογικής βίας από συνομηλίκους του», συνεχίζει η κ. Ρούτση την περιγραφή του σκοτεινού τοπίου των παιδικών ριάλιτι στη χώρα μας.

Ακριβώς τα υψηλά ποσοστά κατάθλιψης σε συμμετέχοντες ανήλικους σε μουσικά τάλεντ σοου κατέγραψε έρευνα που διενήργησε το 2013 η  Μaya Gotz (Μάγια Γκοτζ) για λογαριασμό του Διεθνούς Κέντρου για τη Νεότητα και την Εκπαιδευτική Τηλεόραση του Μονάχου. «Για έναν στους πέντε διαγωνιζόμενους, οι τραυματικές τους εμπειρίες είχαν ως αποτέλεσμα να τους συνοδεύει έκτοτε βαθιά κατάθλιψη και καταφυγή σε ψυχολογική υποστήριξη. Είχαν μπει στην όλη διαδικασία με αφελείς προσδοκίες και δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν την εξευτελιστική μεταχείριση που τους επιφυλάχθηκε. Όπως η 16χρονη Αντρέα που ξέσπασε σε κλάματα μπροστά στην κάμερα όταν χλευάστηκε για την οκνηρία της στις πρόβες. Όταν θέτουμε τα παιδιά σε τέτοιες στρεσογόνες καταστάσεις για τις οποίες είναι αναπτυξιακά ανέτοιμα, παίρνουμε ένα τεράστιο ρίσκο. Σε ποια ηλικία, αλήθεια, μπορεί ένα παιδί να δώσει την “ενημερωμένη συγκατάθεσή του;”» σημειώνει στη «σχεδία» η κ. Γκοτζ.

ΑΠΕΝΟΧΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΘΕΑΜΑ

Τα τάλεντ σοου ως μία βιομηχανία κατασκευής μικρών τηλεθεατών, αλλά και του μελλοντικού «ιδανικού» ενήλικου τηλεθεατή αναδεικνύει, από την πλευρά της, η Ιωάννα Βώβου, λέκτορας στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου που ανέλυσε το περιεχόμενο του «Βaby dance», του ριάλιτι με τη συμμετοχή παιδιών-χορευτών ηλικίας 6-11 χρόνων, που άρχισε να προβάλλεται στην ελληνική τηλεόραση το 2008. «Βασικό χαρακτηριστικό αυτών των εκπομπών είναι η έμφαση στην “αυθεντικότητα”. Η σύνδεση με τον πραγματικό κόσμο στο εν λόγω πρόγραμμα στηρίχτηκε καταρχήν στην ύπαρξη πραγματικών σχολών χορού και αντίστοιχων διαγωνισμών για παιδιά. Επομένως, το επιχείρημα της παραγωγής ήταν ότι δεν έκανε τίποτε άλλο από το να μεταφέρει στην οθόνη μια ήδη υπάρχουσα πραγματικότητα, αποσιωπώντας ότι τα πράγματα στην τηλεόραση ποτέ δεν είναι έτσι ακριβώς όπως θα μπορούσαν να είναι. Μία σύνδεση του παιχνιδιού με την πραγματικότητα που ενισχύεται από πλάνα και εμβόλιμα βίντεο, που επιτελούν μια εισχώρηση στην εξωτηλεοπτική πραγματικότητα των μικρών συμμετεχόντων. Μέσα από τη σκιαγράφηση της προσωπικότητας των παιδιών που συμμετέχουν στο διαγωνισμό από τους γονείς τους (όλοι τους τα περιγράφουν ως φιλότιμα, αυθόρμητα, παιδιά που διαβάζουν, παίζουν, βάζουν στόχους και τους πετυχαίνουν), αλλά και τον ενθουσιασμό και το άγχος των “μεγάλων” για την επιτυχία των “μικρών”, επιτελείται η νομιμοποίηση του προγράμματος. Η παρουσία επί της οθόνης των γονέων, που στηρίζουν και επιβραβεύουν τα παιδιά τους, λειτουργεί ως απενοχοποιητικός μηχανισμός για το σύνολο των τηλεθεατών, που νομιμοποιούνται ως “τρίτοι” να παρακολουθήσουν και να προσχωρήσουν –συμβολικά– στο θέαμα, χωρίς αναστολές, εφόσον οι άμεσα ενδιαφερόμενοι γονείς εγκρίνουν και επαυξάνουν την εμπλοκή των τέκνων τους», επισημαίνει η κ. Βώβου, που εντοπίζει μία σεξουαλική χροιά και μία προώθηση έμφυλων προτύπων συμπεριφορών στο πρόγραμμα. «Η προσποίηση ρόλων ενήλικων χορευτών, η δημιουργία ζευγαριών χορού διαφορετικού φύλου, οι ερωτήσεις της παραγωγής για τις σχέσεις με τον/την παρτενέρ αποτελούν χαρακτηριστικά τέτοια στοιχεία. Η λανθάνουσα σεξουαλική θεώρηση της διαχείρισης της εικόνας των παιδιών παρουσιάζεται ως αμφιλεγόμενη  ακριβώς επειδή η ευθύνη, η τελική ερμηνεία, εναπόκειται στον ίδιο τον τηλεθεατή», εξηγεί η κ. Βώβου.

Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ

Tι κρύβεται πίσω από τις γεύσεις ενός τηλεοπτικού διαγωνιστικού παιχνιδιού μαγειρικής για παιδιά; Ποια άρρητα μηνύματα διατρέχουν τη φαινομενικά ουδέτερη ενασχόληση με αυτήν; Αυτό ακριβώς προσπάθησε να διερευνήσει η καθηγήτρια κοινωνιολογίας στο Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Πανεπιστημίου Αθηνών.Δήμητρα Μακρυνιώτη, συγγραφέας του βιβλίου «Μικροί μάγειρες στη μικρή οθόνη», όπου καταπιάνεται με το τάλεντ σόου για παιδιά ηλικίας 8-12  χρόνων «Τζούνιορ Μάστερ Σεφ», που προβλήθηκε στην ελληνική τηλεόραση. «Το “Τζούνιορ Μάστερ Σεφ” είναι ένα διαγωνιστικό παιχνίδι που υπηρετεί το είδος της εκπαιδιασκέδασης. Οι μικροί παίκτες συμμετέχουν σε δοκιμασίες όπου μαθαίνουν παίζοντας, έχοντας, όμως, επίγνωση ότι, ουσιαστικά, διαγωνίζονται. Δεν είναι τυχαίο ότι σε κάθε δοκιμασία, τα παιδιά παροτρύνονται να “ξεπεράσουν τα όριά τους”, “να βάλουν τα δυνατά τους”. Η δοκιμασία, λοιπόν, σηματοδοτεί μια διαρκή διαδικασία αναμέτρησης με τον εαυτό, έτσι ώστε για κάθε παιδί οι αντίπαλοι να μην είναι μόνο οι συμπαίκτες του, αλλά και ο ίδιος του ο εαυτός. Η αναμέτρηση, μάλιστα, εκφέρεται συχνά μέσω μιας πολεμικής ορολογίας, διάχυτης σε όλα τα στάδια του παιχνιδιού. Έτσι, “οι σαράντα καλύτεροι θα δώσουν μια μεγάλη μάχη για να περάσουν στους είκοσι και στη συνέχεια στη δωδεκάδα”, υπογραμμίζει η κ. Μακρυνιώτη. «Η διάταξη του χώρου θυμίζει εκείνη μιας σχολικής τάξης, τα θρανία της οποίας (εδώ οι πάγκοι) είναι προορισμένα να βλέπουν την έδρα (τον πάγκο των κριτών), τον βαθμολογικό πίνακα, το ρολόι. Από την αίθουσα απουσιάζουν τα καθίσματα. Όλες οι δραστηριότητες προϋποθέτουν κίνηση, την όρθια στάση και αποκλείουν κάθε δυνατότητα έστω και σύντομης ξεκούρασης. Η υπενθύμιση ότι τα γυρίσματα της εκπομπής έγιναν κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών των παιδιών αποτελεί μια ένδειξη για τις μορφές που μπορεί να πάρει η τάση για εκμετάλλευση του ελεύθερου χρόνου των παιδιών από φορείς ή θεσμούς με όχημα την εκπαίδευση-κατάρτιση ή και τη “χρήσιμη” διασκέδασή τους. Η ενασχόληση με τη μαγειρική γίνεται το όχημα για να εξοικειωθούν τα παιδιά όχι μόνο με την παρασκευή “ξεχωριστών” πιάτων, αλλά και με την αναγκαιότητα της πρώιμης εξειδίκευσης και τις προσταγές μιας εργασιακής κουλτούρας, στο επίκεντρο της οποίας είναι η ατομικότητα, ο ανταγωνισμός, η αποδοτικότητα, η υπέρβαση των προσωπικών ορίων, η μέγιστη αξιοποίηση του χρόνου και η προσαρμοστικότητα», συμπεραίνει η κ. Μακρυνιώτη.

Τη διασύνδεση των ριάλιτι με την καλλιέργεια συγκεκριμένων εργασιακών προτύπων για τους νέους επιχειρεί και η Αλεξάνδρα Κορωναίου, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο. «Ατομικισμός, προδοσία, αλληλοεξόντωση, απαξίωση των άλλων, κατάρρευση των ηττημένων, αποκλεισμός των αδύναμων. Η τηλε-πραγματικότητα μοιάζει να αντανακλά τον κοινωνικό δαρβινισμό ενός συστήματος που ξέρει πώς να διαλύει κάθε ανθρώπινο δεσμό, πρωτίστως στο πεδίο της εργασίας, όπου κυριαρχεί το “ο θάνατός σου, η ζωή μου”. Είναι ένας πολύ επικίνδυνος δρόμος που κατασκευάζει πρότυπα ακριβώς αντίθετα από το πρότυπο του “να διεκδικείς τα δικαιώματά σου”. Το πρότυπο που λέει πως “δέχομαι να με ξεγυμνώνουν και συναισθηματικά, δέχομαι την τυφλή υπακοή στους κανόνες”. Στο Survivor, ένα παιχνίδι τηλε-πείνας, το έπαθλο ήταν ένα πιάτο φαΐ. Στο Greece’s Next Top Model οι κοπέλες έπρεπε μια μέρα να φοράνε νυφικά και αθλητικά παπούτσια, να τρέχουν, να κάνουν άλμα και να ποζάρουν στο φακό. Και το μήνυμα είναι ότι “μπορούν να σε ταπεινώνουν για να κερδίσεις άραγε ποια επιτυχία;” Ίσως για να βρεις ή για να διατηρήσεις μια δουλειά. Η αποδοχή της ταπείνωσης, του εξευτελισμού για να παραμείνεις στη θέση σου στη δουλειά», σχολιάζει η κ. Κορωναίου.

Η ΤΑΥΤΙΣΗ

Οι λόγοι που καθιστούσαν το ριάλιτι σόου Survivor εξαιρετικά δημοφιλές στους μαθητές απασχόλησαν τον Δημήτρη Τσιριγώτη, καθηγητή Φυσικής σε γυμνάσιο των Μεγάρων. «Έκανα μια άτυπη έρευνα ρωτώντας τους μαθητές μου τι είναι αυτό που τους τραβάει στο συγκεκριμένο τηλεοπτικό προϊόν. Οι απαντήσεις τους με άφησαν άναυδο. Το τελικό συμπέρασμα ήταν ότι τα παιδιά βλέπουν Survivor γιατί ταυτίζονται με τους παίκτες που συμμετέχουν, δηλαδή νιώθουν ότι και τα ίδια είναι κατά κάποιον τρόπο survivors της πραγματικής ζωής. Αισθάνονται ότι οι ζωές τους είναι και αυτές μια σειρά από δύσκολες δοκιμασίες. Αυτό, όμως, που με συγκλόνισε ήταν οι απαντήσεις τους στην ερώτησή μου: “Μα εσείς παιδιά ζείτε τώρα την πιο ανέμελη περίοδο της ζωής σας, γιατί ταυτίζεστε με τις δύσκολες συνθήκες επιβίωσης του survivor;». Τα περισσότερα παιδιά με αρκετά επιθετικό τόνο μου απάντησαν: “Ποια ανεμελιά κύριε, η ζωή μας είναι ένα μόνιμο άγχος και δεν παίρνουμε ανάσα”», εξηγεί στη «σχεδία» ο κ. Τσιριγώτης. «Ας δούμε λιγάκι τις προσδοκίες της πλειοψηφίας των οικογενειών για τα παιδιά τους. Δύο πράγματα κυριαρχούν: Τους ζητάμε να κάνουν ό,τι μπορούν για να αποκτήσουν μια καλή επαγγελματική θέση, ακόμα και αν αυτό σημαίνει να ανταγωνιστούν σκληρά για να αποκλείσουν τους άλλους, ενώ, παράλληλα, απαιτούμε να βάλουν τα δυνατά τους ώστε να γίνουν γνωστοί με την ευτελή έννοια του αναγνωρίσιμου προσώπου που καμία σχέση δεν έχει με την αξιόλογη έννοια του αναγνωρισμένου προσώπου. Δηλαδή θέλουμε από τα παιδιά μας να είναι ή «μαχητές» (όχι με την έννοια της επιμονής στην προσπάθεια αλλά με την έννοια του ανίκητου μονομάχου) ή «διάσημοι» (με την έννοια της αναγνωρισιμότητας)», καταλήγει.

ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΟ ΚΑΛΕΣΜΑ

Πρωτοβουλία για την απαγόρευση των ριάλιτι σόου με τη συμμετοχή παιδιών είχε αναλάβει, το 2014, η Άννα Μίχου, δημοτική σύμβουλος Θέρμης, που περιγράφει στη «σχεδία» την «περιπέτεια» εκείνου του ψηφίσματος. «Είχα δει στην τηλεόραση τα τρέιλερ δύο τηλεπαιχνιδιών με παιδιά, του “The Voice Kids” και του “The Music School”. Θεώρησα ότι με τη δημόσια έκθεση παιδιών σε τέτοια ριάλιτι καταπατούνται τα δικαιώματά τους, εγκυμονούν κίνδυνοι για τη συναισθηματική και κοινωνική τους ωρίμανση, ενώ δημιουργούν και στα παιδιά-θεατές έντονη συναισθηματική φόρτιση, από την οποία μόνο ώς ένα σημείο μπορείς να τα προστατεύσεις. Δεν γίνεται ούτε να κλείσεις την τηλεόραση ούτε να είσαι συνέχεια δίπλα τους για να τους εξηγείς αυτό που βλέπουν. Εξάλλου, σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, που έχει κυρώσει η ελληνική Βουλή, τα παιδιά πρέπει να προστατεύονται από την οικονομική εκμετάλλευση και οποιαδήποτε επικίνδυνη εργασία μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την εκπαίδευση, την υγεία ή την ανάπτυξή τους, καθώς και από τις αρνητικές επιδράσεις των ΜΜΕ. Ξεκίνησα την καμπάνια μέσω των social media, ζητώντας τη ματαίωση των συγκεκριμένων εκπομπών. Οι υπογραφές που συγκεντρώθηκαν δεν ξεπέρασαν τις 599. Υπήρχαν άνθρωποι που προβληματίστηκαν, αλλά αυτό που μου εντυπώθηκε ήταν η γενικότερη αδιαφορία. Υπήρχαν πολλοί γονείς που μου έλεγαν: “Δεν με αφορά, εγώ δεν αφήνω το παιδί μου να πάει σε τέτοια σόου”. Δεν συναισθάνονταν ότι έχουμε συνευθύνη για αυτό που συμβαίνει. Θυμάμαι και την απάντηση ενός εργαζόμενου σε οργάνωση για την προστασία κακοποιημένων παιδιών: “Εδώ έχουμε παιδιά που πεινάνε, δεν μπορούμε να ασχοληθούμε και με αυτό”, σαν να πρόκειται για κάτι ανώδυνο», μας λέει η κ. Μίχου «Στείλαμε επιστολές στο ΕΣΡ, στις εισαγγελίες ανηλίκων, σε εταιρείες προστασίας ανηλίκων, ζητώντας την παρέμβασή τους. Η μόνη απάντηση που λάβαμε ήταν από τον Συνήγορο του Πολίτη, που μας ενημέρωνε ότι βάσει του ΠΔ 109/2010 η συμμετοχή των παιδιών σε ψυχαγωγικές εκπομπές δεν εξαρτάται μόνο από τη συναίνεση των γονέων, αλλά και από την επίδραση που μπορεί αυτή να έχει στη σωματική, πνευματική και ηθική ανάπτυξή τους και πως έχει παρέμβει σε μεμονωμένες περιπτώσεις αναφορών για δυσμενείς συνέπειες της έκθεσης ανηλίκου σε τέτοια σόου, καθώς και ότι είχε ξεκινήσει σχετική διαβούλευση με το ΕΣΡ. Δεν ξέρω, βέβαια, αν όλα αυτά γίνονται σεβαστά. Είναι ένα ζήτημα που πρέπει να το αναμοχλεύουμε διαρκώς», συνεχίζει.

Το πώς βίωσε τη συμμετοχή της δεκάχρονης κόρης της, πέρυσι, στο Μάστερ Σεφ Τζούνιορ σκιαγραφεί στη «σχεδία» η κ. Βίκυ Ρουσσιάδου. «Από μικρή της άρεσε της Αντζελίνας να μαγειρεύει. Κάποια στιγμή, είδε τη διαφήμιση του παιχνιδιού και μου είπε ότι ήθελε να λάβει μέρος. Εγώ ήμουν αρνητική, δεν συμφωνώ με την έκθεση των παιδιών σε τέτοιες εκπομπές. Ο παιδοψυχίατρος που την έβλεπε μού τόνισε ότι θα την “έλυνε”, καθώς ήταν κλειστή, κι έτσι, παρά τις ενστάσεις μου, την άφησα να πάει. Έκανε μόνη της την αίτηση. Η Αντζελίνα ήθελε να βγει πρώτη. Τελικά, έφτασε μέχρι τα ημιτελικά. Χάρηκα που δεν πήγε παραπάνω, δεν ήθελα να “ψωνιστεί”. Κάναμε πολλές συζητήσεις για να συνειδητοποιήσει ότι όλη αυτή η αναγνωρισιμότητα που είχε ήταν μία “φούσκα”, πως ύστερα από λίγους μήνες θα τελείωνε. Πηγαίναμε για ψώνια στο σουπερμάρκετ κι φώναζαν: “Το κοριτσάκι από το Μάστερ Σεφ”. Εκείνη κατέβαζε το κεφάλι και δεν έδινε σημασία. Το διαχειρίστηκε με πολύ ώριμο τρόπο. Αλγεινή εντύπωση μου έκανε που πολλοί γονείς περνούσαν στα παιδιά τους το δικό τους άγχος και πίεση για πρωτιά, για “επιτυχία”, έβλεπαν τα υπόλοιπα παιδιά ανταγωνιστικά. “Θα πρέπει να μάθεις να διαχειρίζεσαι τέτοιες συμπεριφορές και να προστατεύεις εσύ ή ίδια τον εαυτό σου. Το παιχνίδι είναι μια μικρογραφία της ζωής” την προειδοποιούσα», υπογράμμισε στη «σχεδία» η κ. Ρουσσιάδου.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ TV

Πώς θα σας φαινόταν, όμως, ένα άλλο μοντέλο μικρής οθόνης, όπου τα προγράμματα έχουν παραχθεί από τα ίδια τα παιδιά; Και όμως, αυτό συμβαίνει στην εκπαιδευτική τηλεόραση, η οποία, από τον περασμένο Οκτώβριο, έχει τη δική της ζώνη, κάθε Σάββατο από τις 17:00 ώς τις 18:00  στον τηλεοπτικό σταθμό της Βουλής των Ελλήνων, όπου προβάλλονται μαθητικές δημιουργίες –ταινίες μυθοπλασίας ντοκιμαντέρ, βίντεο, ψηφιακά animation– που πραγματοποιήθηκαν και διακρίθηκαν στο πλαίσιο εκπαιδευτικών δράσεων «H έμφαση δίνεται στην ανάδειξη του ίδιου του μαθητή ως δημιουργού, ερευνητή, ενεργού και ενημερωμένου πολίτη. Κάθε εκπομπή έχει και μια ξεχωριστή θεματική, όπως η προσφυγική κρίση, η οδική ασφάλεια, η ισότητα των δύο φύλων. Χαρακτηριστικά, στην ταινία “Eίναι στα μόριά μας”, μαθητές από ένα δημοτικό του Μενιδίου υποδύονταν τους πολίτες που προσπαθούσαν να αλλάξουν  τις κυρίαρχες στάσεις για τους πρόσφυγες. “Και οι γονείς μας πρόσφυγες ήταν, γιατί να βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους διαφορετικά;” τόνιζαν τα παιδιά. Άλλες ταινίες καταπιάνονταν με τον σχολικό εκφοβισμό και πώς τα παιδιά αντιμετώπιζαν περιστατικά λεκτικού εκφοβισμού, βίας ή απειλών, οι μαθητές ενός σχολείου από την Κρήτη είχαν γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για τα μινωικά φαγητά, όπου μαγείρευαν τα ίδια, ενώ σε μια άλλη δημιουργία μαθητές από τη Ρόδο δούλευαν οι ίδιοι τον πηλό, σύμφωνα με την τοπική παραδοσιακή τέχνη. Σε ένα διαγωνισμό που οργανώνουμε, οι μαθητές καλούνται να αναζητήσουν μια ιστορία που αναφέρεται στη ζωή της πόλης τους τον 20ο αιώνα, όπως αυτή ζωντανεύει μέσα από ένα οικογενειακό αντικείμενο, μια φωτογραφία, μια αφήγηση των παππούδων. Στη συνέχεια, λειτουργώντας ομαδοσυνεργατικά, τους ζητείται να καταγράψουν την ιστορία τους με τη μορφή σύντομης ταινίας ή ψηφιακής δημιουργίας», σημειώνει στη «σχεδία» η προϊσταμένη της Εκπαιδευτικής Τηλεόρασης Σοφία Παπαδημητρίου. «Πέρα από τον μιντιακό και ψηφιακό εγγραμματισμό, τα παιδιά μαθαίνουν να συνεργάζονται, αποκτούν κοινωνικές δεξιότητες, ενώ εμπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία παιδιά πιο απόμακρα, που δεν έδειχναν ενδιαφέρον για μάθηση», υπογραμμίζει η κ. Παπαδημητρίου.