Shedia

EN GR

16/01/2021

Το καθήκον της ανυπακοής

της Μαρίας Παπαδοδημητράκη

Η εναντίωση στην πολιτική αδικία μπορεί να στρέφεται ενάντια στο νόμο, αλλά αποτελεί το ύστατο και επιβεβλημένο μέσο που έχουν οι πολίτες για να διαφυλάξουν τις έννοιες της Ηθικής και της Δικαιοσύνης.

Στη Χιλή αφορμή ήταν η αύξηση των ναύλων του μετρό. Στον Λίβανο ένας φόρος για τις κλήσεις μέσω της εφαρμογής WhatsApp. Στο Χονγκ Κονγκ η νομοθεσία που θα επέτρεπε την έκδοση υποδίκων στην ηπειρωτική Κίνα. Στη Γαλλία τα «Κίτρινα Γιλέκα» κατέβηκαν στους δρόμους, με αφορμή την αύξηση στις τιμές των καυσίμων και, εν συνεχεία, τη στασιμότητα των μισθών, το υψηλό κόστος διαβίωσης, την οικονομική ανισότητα. Όσο για τους Extinction Rebellion (XR), το κίνημα που γεννήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και εξαπλώθηκε σε όλο τον πλανήτη, μπλόκαραν ειρηνικά πέντε μεγάλες γέφυρες στον Τάμεση, φύτεψαν δέντρα στην πλατεία Κοινοβουλίου, κόλλησαν τα σώματά τους στις πύλες του Μπάκιγχαμ, θέλοντας να διαμαρτυρηθούν για την κλιματική αλλαγή. Αν κάτι χαρακτηρίζει τη χρονιά που μας πέρασε, είναι οι μεγάλες διαμαρτυρίες και τα κινήματα που αναπτύχθηκαν από τη μία άκρη του κόσμου μέχρι την άλλη.
 
Κάπως έτσι, επανασυστήθηκε στις σύγχρονες κοινωνίες η πολιτική ανυπακοή και η συζήτηση γύρω από το δόγμα αυτό φούντωσε ξανά, ξεφεύγοντας από τις σελίδες των βιβλίων και φέρνοντας στη μνήμη γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας. Η επιστροφή χιλιάδων δελτίων επιστράτευσης σε στρατολογικά γραφεία των Ηνωμένων Πολιτειών ως πράξη αντίστασης μέρους της κοινωνίας εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, η εκστρατεία «δεν πληρώνω» στη Βρετανία, που κατέστησε ανέφικτη τη συλλογή του «κατά κεφαλήν φόρου» που επέβαλε η κυβέρνηση Θάτσερ και οδήγησε, εντέλει, στην κατάργησή του, καθώς και ο αγώνας του Νέλσον Μαντέλα για την αποτίναξη του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική είναι μόλις τρία παραδείγματα του πρόσφατου παρελθόντος. 
 
Πάντως, αφετηρία κάθε τέτοιας συζήτησης φαίνεται να είναι η Αρχαία Ελλάδα, που μέσα από τον Σωκράτη στον «Κρίτωνα» του Πλάτωνα και την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή αναδεικνύει τον προβληματισμό γύρω από τη σχέση νόμου και ηθικής, πριν ακόμα διαμορφωθεί η ίδια η έννοια της πολιτικής ανυπακοής. Ο Σωκράτης και η Αντιγόνη παρουσιάζονται συχνά ως πρότυπα ανυπακοής σε μια άδικη εξουσία, ενσαρκώνοντας τη σύγκρουση μεταξύ του άγραφου νόμου (φυσικό δίκαιο) και του νόμου των ανθρώπων (θετικό δίκαιο) και οριοθετώντας το χώρο μεταξύ ατομικής συνείδησης και πολιτικής υποχρέωσης. 
 
Το κίνημα των Extinction Rebellion. Φωτογραφία: Franceska E. Harris
 
ΑΤΟΜΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

«Τις βάσεις, ωστόσο, για το δόγμα της πολιτικής ανυπακοής έβαλε ο αμερικανός Χένρι Ντέιβιντ Θόρω με την εργασία του “Περί πολιτικής ανυπακοής” και την άρνησή του να πληρώσει φόρους, θέλοντας να διαμαρτυρηθεί για τη δουλεία και τον πόλεμο της κυβέρνησής του εναντίον του Μεξικού. Πράξη για την οποία φυλακίστηκε», λέει ο Κώστας Κουκουζέλης, επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. «Ο Θόρω δεν ήταν αντίθετος στη φορολογία εν γένει, αλλά θεωρούσε ότι μέσα από αυτήν γινόταν συνεργός στις αδικίες που διέπραττε η κυβέρνησή του. “Σε ένα καθεστώς που φυλακίζει άδικα, η θέση του δίκαιου ανθρώπου είναι επίσης στη φυλακή” έγραψε», συμπληρώνει. Το ενδιαφέρον στη στάση του Θόρω είναι ότι ο ίδιος δεν είχε υποστεί καμία αδικία. Αντιδρούσε στην αδικία που υφίσταντο κάποιοι άλλοι. «Μέσα από το παράδειγμά του προβάλλει την ατομική αντίσταση, την αυτονομία του ως πολίτης και το δικαίωμα ανυπακοής στην αδικία. Ο Θόρω βασίζεται στην προσωπική του ηθική, βάζει σε κεντρικό σημείο τη συνείδηση του ατόμου, το κατά πόσο αυτή γίνεται σεβαστή από το κράτος και το κατά πόσο οι πράξεις του ως άτομο δεν είναι άδικες για κάποιον άλλο, ακόμα και όταν τις επιβάλλει το κράτος», εξηγεί ο Αλέξανδρος Σακελλαρίου, διδάκτωρ κοινωνιολογίας και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Αν και ο Θόρω θεωρείται ο πατέρας της πολιτικής ανυπακοής, πουθενά μέσα στο έργο του δεν προχωρά στον ορισμό της και δεν μιλά για συλλογική δράση. Εκείνος που επιχείρησε να την ορίσει και να τη συστηματικοποιήσει είναι ο Τζον Ρωλς, ίσως ο μεγαλύτερος πολιτικός φιλόσοφος του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με τον κλασικό πλέον ορισμό του, «η πολιτική ανυπακοή είναι μία δημόσια, μη βίαιη, ενσυνείδητη πολιτική πράξη που παραβιάζει το νόμο με σκοπό να επιφέρει αλλαγή στο νόμο ή στις πολιτικές της κυβέρνησης».

Πίνακας του Ρομπ βαν Ρουν. Το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων. 

ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ
Παρά τις όποιες ατέλειές του, ο παραπάνω ορισμός προσφέρει ορισμένα από τα στοιχεία εκείνα που διαφοροποιούν μια πράξη πολιτικής ανυπακοής από οποιαδήποτε άλλη παράβαση του νόμου. Καταρχάς, η πολιτική ανυπακοή δεν είναι μυστική, αλλά δημόσια και ανοικτή. «Από τις αρχές της δράσης μας, φροντίζουμε να ενημερώνουμε την αστυνομία για τα σχέδιά μας, ώστε να καλλιεργηθεί ανάμεσά μας ένα κλίμα εμπιστοσύνης, γεγονός που βλέπουμε ότι λειτουργεί. Πιστεύουμε ότι μπορούμε να κερδίσουμε περισσότερα αν συνεργαστούμε», απαντά σε σχετική ερώτησή μας ο Χάουαρντ Ρις από τους XR της Βρετανίας. Επίσης, η πολιτική ανυπακοή είναι ειρηνική και πολιτισμένη. Αυτό το νόημα έχει, πέραν των άλλων, η λέξη «civil». Στα χαρακτηριστικά της περιλαμβάνονται, ακόμα, η ευσυνειδησία όσων την ασκούν και η προθυμία τους να δεχτούν τις όποιες νομικές συνέπειες προκύψουν. «Με τον τρόπο αυτόν αποδεικνύουν τη γενική πίστη τους στο νόμο και την ειλικρίνεια των προθέσεών τους», εξηγεί ο κ. Κουκουζέλης. «Αυτός που παραβιάζει ένα νόμο που η συνείδησή του λέει ότι είναι άδικος και πρόθυμα αποδέχεται την τιμωρία, μένοντας στη φυλακή για να εγείρει τη συνείδηση της κοινότητας ενάντια στην αδικία, εκφράζει, στην πραγματικότητα, τον μεγαλύτερο σεβασμό προς το νόμο», γράφει ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στο περίφημο «Γράμμα από τη φυλακή του Μπέρμιγχαμ». Πάντως, το στοιχείο που φαίνεται να έχει ιδιαίτερο βάρος και να συνηγορεί υπέρ της ανοχής του παραβάτη σε περιπτώσεις πολιτικής ανυπακοής είναι το κίνητρό του, το οποίο είναι ευγενές, μη ταπεινό. «Σκοπός της πολιτικής ανυπακοής είναι η ανατροπή ενός νόμου ή μιας πρακτικής που πλήττει θεμελιώδη δικαιώματα, όπως, επί παραδείγματι, αυτά που ορίζονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και όχι προσωπικά, ταπεινά συμφέροντα», εξηγεί ο νομικός κ. Γιώργος Μπάλιας, επίκουρος καθηγητής στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. 
 
Πέρα από τον κλασικό ορισμό, όμως, πολλοί θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι η πολιτική ανυπακοή πρέπει να είναι μαζική ή να αποτελεί έσχατο μέσο διαμαρτυρίας και να καταφεύγουμε σε αυτήν όταν πια έχουμε εξαντλήσει όλα τα νόμιμα μέσα άμυνας. Υπάρχουν, επίσης, εκείνοι που διαφωνούν με την κεντρική θέση της μη βίας στο δόγμα, αποδεχόμενοι, λόγου χάρη, την αρχή της αναλογικότητας, ότι δηλαδή τα μειονεκτήματα που συνεπάγεται μια βίαιη πράξη δεν υπερισχύουν των πλεονεκτημάτων της.
 
Έργο τέχνης του Bansky (2010).
 
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
Ο Αντρέι Μάρμορ, καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Κορνέλ, μάς διευκρινίζει ότι «στην πολιτική ανυπακοή δεν υπάρχει αναγκαστική σχέση μεταξύ του παραβιασθέντος νόμου και του νόμου προς αλλαγή. Οι άνθρωποι που κλείνουν δρόμους για να διαμαρτυρηθούν, συνήθως, δεν διαμαρτύρονται κατά του κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Χρησιμοποιούν την πράξη αυτή ως μέσο για την προώθηση των στόχων τους». Προσθέτει, επίσης, ότι «οι ενέργειες πολιτικής ανυπακοής δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση την ίδια τη νομιμότητα της κυβέρνησης, αλλά έχουν συγκεκριμένο στόχο». «Αυτό που θέλουν οι διαφωνούντες είναι να πείσουν, να μας κάνουν δρώντα υποκείμενα», συμπληρώνει ο δικηγόρος Δημήτριος Ζώτος. Με άλλα λόγια, σκοπός της πολιτικής ανυπακοής στις σύγχρονες δημοκρατίες δεν είναι η αναρχία ή η κατάλυση του πολιτεύματος, αλλά η αφύπνιση της κοινωνίας γύρω από ένα αίτημα.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, δεν προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι σε κάθε συζήτηση περί πολιτικής ανυπακοής το όνομα του ηγέτη του αφροαμερικανικού κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και της εμβληματικής μορφής του εθνικού κινήματος για την ινδική ανεξαρτησία από τους Βρετανούς Μαχάτμα Γκάντι είναι τα πρώτα που αναφέρονται. Ο ίδιος ο Κινγκ, άλλωστε, όριζε τις πράξεις του ως πολιτική ανυπακοή και πίστευε ότι είναι μια ανώτερη μορφή πίστης στο νόμο, που σκοπό έχει να φέρει το θετικό δίκαιο, το δίκαιο του ανθρώπου, πιο κοντά στο φυσικό, τον θείο νόμο. Όπως γράφει, «υπάρχουν νόμοι δίκαιοι και άδικοι. Καθένας έχει τη νομική, αλλά και ηθική υποχρέωση να υπακούει σε δίκαιους νόμους και, αντιστρόφως, καθένας έχει την ηθική υποχρέωση να παραβαίνει άδικους νόμους. Ένας άδικος νόμος δεν είναι νόμος». Από την πλευρά του, ο Γκάντι μπορεί να μην αυτοπροσδιορίστηκε ποτέ ως πολιτικά ανυπάκους, ωστόσο η ειρηνική μέθοδος δράσης που ακολούθησε (Satyagraha) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η ινδική προσέγγιση της πολιτικής ανυπακοής. «Η ανυπακοή των πολιτών είναι ιερό καθήκον όταν η εξουσία γίνεται άνομη και διεφθαρμένη», υποστήριζε.

Ζευγάρι στο Σαντιάγο της Χιλής, εν μέσω διαδήλωσης ενάντια στην αύξηση της τιμής των εισιτηρίων του μετρό. Φωτογραφία: Reuters/ Ivan Alvarado

Όπως είναι φυσικό, η πρακτική εφαρμογή μιας τόσο περίπλοκης θεωρίας δεν θα μπορούσε να είναι χωρίς προβλήματα. Οι ειδικοί στρέφουν την προσοχή μας σε τρία σημεία: Πρώτον, η πολιτική ανυπακοή μπορεί να λειτουργήσει διχαστικά σε μια κοινωνία. Δεύτερον, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα οι πολίτες να καταφεύγουν σε αυτήν προκειμένου να πετύχουν οποιαδήποτε αλλαγή και, τρίτον, η συστηματική πρακτική της ενέχει τον κίνδυνο αταξίας, ενθαρρύνοντας τη γενική ανυπακοή απέναντι στα θεσμοθετημένα όργανα του κράτους. Από την άλλη, βέβαια, η τιμωρία των διαφωνούντων μπορεί να αποβεί επιζήμια για μελλοντικές τους προσπάθειες.

Αναπόφευκτα, η κουβέντα σχετικά με την πολιτική ανυπακοή περνάει από το αν είναι δικαίωμα ή όχι, καθώς και  γύρω από το σεβασμό στη δικαιοσύνη, τη δημοκρατία και την αρχή της πλειοψηφίας. Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, η απάντηση είναι απλή: η πολιτική ανυπακοή δεν αποτελεί αναγνωρισμένο δικαίωμα. «Αποτελεί, όμως, μια ηθικοπολιτική αρχή, που βοηθά στην ερμηνεία των νόμων», λέει ο κ. Μπάλιας. Το ότι δεν αναφέρεται σε νομικά κείμενα δεν σημαίνει ότι η κοινωνία και οι εκπρόσωποι της έννομης τάξης δεν τη διακρίνουν ή δεν βρίσκουν τρόπους ανοχής και αποδοχής της. Η δημοκρατία είναι δεκτική απέναντι στους ηθικούς λόγους (ή τουλάχιστον μπορεί να είναι). 
 
Γιατί, όμως, δεν θεωρείται δικαίωμα; Η ισχύς της έννομης τάξης συνδέεται με την υποχρέωση υπακοής στις επιταγές της. Θα ήταν, επομένως, αντιφατικό η ίδια η έννομη τάξη να προβλέπει τη δυνατότητα αντίστασης σε αυτές. Το Δίκαιο πρέπει να προστατεύει την αυθεντία του. Διαφορετικά τι θα γινόταν αν ο καθένας μας αποφάσιζε να πράττει με βάση την προσωπική του ηθική και συμφέρον; Επίσης, χωρίς το στοιχείο της παραβατικότητας, η πολιτική ανυπακοή θα περιοριζόταν στα όρια που θα της έθετε η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα να χάσει τον αυθόρμητο χαρακτήρα της ως κομμάτι, όχι μόνο ατομικής, αλλά και πολιτικής και κοινωνικής δράσης. 
Ακτιβιστές αρχειοθετούν στη Μαδρίτη πανό του ισπανικού κινήματος των Αγανακτισμένων. Πηγή: Le Monde Diplomatique. Maniere de voir. N. 168, Δεκέμβριος 2019, Ιανουάριος 2020. 
 
ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΑΛΛΑΓΗΣ
Η ιστορία, άλλωστε, έχει δείξει ότι οι πράξεις πολιτικής ανυπακοής οδήγησαν σε μια επανεκτίμηση των ηθικών παραμέτρων της κοινωνίας και έχουν αποδειχθεί σημαντικός μηχανισμός κοινωνικής αλλαγής. Σήμερα κανείς δεν φαίνεται μετανιωμένος για τα γεγονότα πολιτικής ανυπακοής που σημάδεψαν την πορεία της Αμερικής», λέει ο κ. Σακελλαρίου. Κατά τον Χάουρντ Ζιν, ιστορικό, πολιτικό ακτιβιστή και συγγραφέα, «η υπακοή σε κακούς νόμους σαν τρόπος ενστάλαξης κάποιας αφηρημένης υπακοής στo κράτος δικαίου το μόνο που μπορεί να πετύχει είναι να ενθαρρύνει την έφεση των πολιτών να υποκύπτουν στην εξουσία των αρχών και να εγκαταλείπουν την αμφισβήτηση της καθεστηκυίας τάξης». Φαίνεται, επομένως, να ισχύει ο ισχυρισμός του Ρόναλντ Ντουόρκιν, κορυφαίου φιλοσόφου δικαίου και ηθικού και πολιτικού φιλοσόφου, ότι από το συλλογισμό πως «μια κοινωνία δεν μπορεί να αντέξει όταν ανέχεται κάθε ανυπακοή, δεν προκύπτει ούτε είναι προφανές ότι αυτή θα διαλυθεί αν ανέχεται κάποια μόνον ανυπακοή». 
 
Στο πλαίσιο μιας δημοκρατίας, η πολιτική ανυπακοή έχει το χαρακτήρα διορθωτικής παρέμβασης στη νομοθετική διαδικασία, σύμφωνα με τον Ρωλς. Η έννομη τάξη είναι ατελής και μια δικαστική απόφαση δεν λύνει οριστικά ένα θεμελιώδες ζήτημα. Όπως λέει ο Γιώργος Μπάλιας, «το θετό δίκαιο είναι στατικό. Τη δυναμική τη φέρνουν οι νομικοπολιτικές αρχές. Οι θεωρητικοί του δικαίου μιλούσαν υπέρ της “κίνησής” του και για τα όριά του. Μια ανοιχτή κοινωνία πρέπει να αφήνει νέα στοιχεία να εισέλθουν». 
 
Πρέπει, επίσης, να δεχτούμε ότι η δημοκρατία δεν είναι ένα τέλειο σύστημα. Όπως εξηγεί ο κύριος Μάρμορ, «συχνά ακόμη και στις πιο προηγμένες δημοκρατίες ορισμένα τμήματα του πληθυσμού στερούνται συστηματικά ίσης πρόσβασης και ίσης συμμετοχής στην πολιτική εξουσία. Όταν συμβαίνει αυτό, το τμήμα αυτό του πληθυσμού έχει δικαίωμα στην πολιτική ανυπακοή, τουλάχιστον στο βαθμό που θα αντισταθμίσει τη συστηματική ανισότητα στην πολιτική συμμετοχή». «Η πολιτική ανυπακοή ως έσχατο μέσο αναδεικνύει τον αναμορφωτικό, αναστοχαστικό τρόπο της δημοκρατίας, της επιτρέπει να εξελιχθεί. Χρειάζεται να επαγρυπνούμε. Είναι μεγάλη ευθύνη το να είσαι πολίτης», τονίζει ο κ. Κουκουζέλης. «Το κοινωνικοπολιτικό συμβόλαιο λέει ότι οι πολίτες εκχωρούν μέρος της ελευθερίας τους στο κράτος με αντάλλαγμα αυτό να τους παρέχει δρόμους, σχολεία, συγκοινωνίες, περίθαλψη. Πρέπει να ελέγχουμε αν το κράτος χρησιμοποιεί σωστά ή καταχρηστικά την ελευθερία που του έχουμε εκχωρήσει», συμπληρώνει ο κ Ζώτος.
 
Όσον αφορά τη σχέση πολιτικής ανυπακοής - πλειοψηφίας, σε μια δημοκρατία οι αποφάσεις της πλειοψηφίας είναι καταρχάς δεσμευτικές. Μπορεί η μη θεσμοθετημένη πίεση που ασκεί μια μικρότερη ομάδα να φαίνεται ότι συγκρούεται με την αρχή της πλειοψηφίας, αλλά στην περίπτωση της πολιτικής ανυπακοής δεν υπάρχει απόρριψη των πολλών, αλλά μια προσπάθεια να πειστούν, να αλλάξουν γνώμη. Η πλειοψηφία δεν είναι παντοδύναμη και αν υποθέσουμε ότι αποτελεί τον αποκλειστικό θεματοφύλακα της έννομης τάξης, τότε υπάρχει κίνδυνος η μειοψηφία να μείνει απροστάτευτη μπροστά σε μια ενδεχόμενη «τυραννία» των πολλών. «Η αρχή της πλειοψηφίας δεν λύνει σε μια δημοκρατία το ηθικό πρόβλημα. Λύνει το πρόβλημα της λήψης αποφάσεων, που δεν είναι απαραίτητα οι καλύτερες. Οι νόμοι που συνέβαλαν στην εδραίωση του φυλετικού διαχωρισμού ή απαγόρευαν στις γυναίκες να ψηφίσουν, πάρθηκαν άλλωστε από πλειοψηφίες δημοκρατικών πολιτευμάτων», υπογραμμίζει ο κ. Κουκουζέλης.