Shedia

EN GR

21/04/2022

Γκασταρμπαΐτερ στο Αιγαίο

Ο γραφίστας Λευτέρης Ξάνθος, 77 ετών, και η επί σχεδόν 60 χρόνια σύντροφός του Ζίγκριντ Ξάνθου μας μιλούν για μία διαδρομή γεμάτη από μετανάστευση, αντιδικτατορική πάλη και Αστυπάλαια.

Συνέντευξη του Λευτέρη Ξάνθου και της Ζίγκριντ Ξάνθου στον Σπύρο Ζωνάκη
 
ΛΕΥΤΕΡΗΣ
 
Γεννήθηκα στη Δράμα το 1945 και μεγάλωσα μέχρι την τελευταία τάξη του δημοτικού, όταν και με ζήτησε πίσω η μητέρα μου, σε παιδουπόλεις, αρχικά του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη και, στη συνέχεια, της Καλής Παναγιάς στη Ρόδο. Με πήγε εκεί η μητέρα μου, γιατί, προφανώς, δεν τα έβγαζε πέρα. Ο πατέρας μου ήταν αντάρτης, χάθηκε στον εμφύλιο. Δεν τον γνώρισα ποτέ. Η μητέρα μου το 1962  έκανε τα χαρτιά της για τη Γερμανία. Την ακολούθησα ένα χρόνο αργότερα. 
 
Για δύο χρόνια εργάστηκα ως βιομηχανικός εργάτης στο Ντίσελντορφ, προτού γραφτώ στην Ανωτέρα Σχολή Γραφιστικής και μετά την ολοκλήρωσή της στη Σχολή Καλών Τεχνών. Με τη Ζίγκριντ πρωτοσυναντηθήκαμε την Πρωτοχρονιά του 1964 στο σπίτι της, σε ένα πάρτι που διοργάνωνε. Ένας συνάδελφός μου στο εργοστάσιο ήταν καλεσμένος και με πήρε μαζί του. Τότε εκείνη τελείωνε το σχολείο. Ένιωσα σαν να ανοίγεις ένα διακόπτη και να φωτίζεται ένα δωμάτιο που είναι σκοτεινό. Από την αρχή, είχαμε ως στόχο να ζήσουμε μαζί. Συνειδητοποίησα ότι ήμασταν και οι δύο μετανάστες. Όταν η Ζίγκριντ ήταν 12 χρόνων, κατέφυγαν οικογενειακώς από την Ανατολική Γερμανία στη Βόρεια Βεστφαλία-Ρηνανία. Μέναμε σε ένα δωμάτιο με μια κουζίνα κι ένα μπάνιο. Εκείνη είχε αρχίσει σπουδές Ιστορίας στην Κολωνία, όπου πήγαινε με το τρένο. 
 
Ο γιος μας ο Αλέξης γεννήθηκε, όταν ήμασταν 23 χρονών. Οι δικοί της αντιδρούσαν στη σχέση μας. Η μητέρα της ήταν εθνικοσοσιαλίστρια, κι εγώ ήμουν Έλληνας και κομμουνιστής, δηλαδή ό,τι χειρότερο. Διαμορφώσαμε, εντέλει, μια πολύ περίεργη σχέση. Την έβρισκαν σύμφωνη τα αντιαμερικανικά μου αισθήματα, όπως και ότι αρνήθηκα να πιώ Κόκα Κόλα. Με την έλευση της χούντας κινητοποιηθήκαμε. Εγώ οργανώθηκα στο ΠΑΜ. Το κέντρο των συζητήσεων ήταν το ελληνικό σπίτι, μια γωνιά που μας είχε παραχωρηθεί από την Ευαγγελική Εκκλησία. 
 
Κάναμε εκδηλώσεις, βγάζαμε προκηρύξεις και έντυπα. Τα ελληνικά κείμενα τα μετέφραζε η Ζίγκριντ και τα διακινούσαμε. Η πιο σημαντική εκδήλωση ήταν μια έκθεση ζωγραφικής, όπου συμμετείχαν όλοι οι καθηγητές της Σχολής Καλών Τεχνών. Τους επισκέφτηκα έναν έναν και τους εξήγησα τι ήθελα να κάνω. Από αυτήν μαζεύτηκαν οκτώ χιλιάδες μάρκα, τα οποία μετέφερε η Ζίγκριντ στην Ελλάδα για να δοθούν στις οικογένειες των πολιτικών κρατουμένων. Πολλές φορές, μετέφερε κρυφά στη χώρα μας φάρμακα και χρήματα για τους πολιτικούς κρατούμενους. Η μητέρα μου, που ήταν μοδίστρα, της τα είχε ράψει ακόμη και στο τσαντάκι με τα καλλυντικά της, για να μη φαίνονται.  Είχε κάνει, όμως, και κάτι ακόμη πιο παράτολμο. Συνόδευσε στην Ελλάδα τον τότε εκτελούντα χρέη γενικού γραμματέα του ΚΚΕ Εσωτερικού Νίκο Καρρά και τον πήγε στο σπίτι του σκηνογράφου Τάσου Ζωγράφου, ο οποίος τρομοκρατημένος, τον έντυσε παπά και τον έκρυψε στην Αίγινα. Ίσως η πρώτη διαδήλωση παγκοσμίως για το Πολυτεχνείο έγινε το επόμενο πρωί στο Ντίσελντορφ. Περιδιαβήκαμε με δύο αυτοκίνητα με μεγάφωνα όλες τις γειτονιές όπου έμεναν Έλληνες, δίχως να έχουμε πάρει έγκριση από την αστυνομία. Ήταν μια ιδέα του πρώην θανατοποινίτη Νίκου Δοβλέτογλου. Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, το 1976, ξαναέγινα γκασταρμπάιτερ. Η Ζίγκριντ ήρθε ένα χρόνο αργότερα μαζί με τον Αλέξη. Έπρεπε να ξαναρχίσω από το μηδέν. Το μόνο εφόδιο ήταν οι σπουδές μου, όλα τα άλλα ήταν στον αέρα. Απευθύνθηκα στον Τάσο Ζωγράφο, που με σύστησε σε κάποια διαφημιστικά γραφεία και έτσι άρχισα να δουλεύω ως ελεύθερος συνεργάτης. Στην πορεία, άνοιξα και ένα ατελιέ γραφικών τεχνών. Εδώ και 41 χρόνια, περνάμε μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Αστυπάλαια. Και οι δύο ήμασταν, ουσιαστικά, «απάτριδες». Εγώ δεν είχα πια σχέση με την πόλη που γεννήθηκα και η Ζίγκριντ με τη χώρα της. Έτσι, η Αστυπάλαια έγινε μία ιδιαίτερη πατρίδα για μας. 
 
Έχουμε γράψει ένα βιβλίο για την ιστορία της, ένα άλλο για τους ανθρώπους που ζωγράφισαν το νησί και τους κατοίκους του, ενώ η Ζίγκριντ, με αφορμή ένα όστρακο, θραύσμα αγγείου, με ανάγλυφη παράσταση κυνηγιού, το οποίο βρέθηκε, ανέτρεξε στα αρχαία κείμενα και εντόπισε  στη συλλογή των αρχαίων ελληνικών επιγραφών «Fragmenta Historicorum Graecorum» ένα κείμενο που περιγράφει ότι η Αστυπάλαια ρημάχτηκε από μια οικολογική καταστροφή στους ελληνιστικούς χρόνους. Αποτύπωμά της είναι η ανάγλυφη παράσταση στο όστρακο. Από αυτήν την ιστορία προέκυψε ένα εξαιρετικό βιβλίο της.
 
 
H Ζίγκριντ και ο Λευτέρης.
 
ΖΙΓΚΡΙΝΤ
 
Είχαμε κοινές εμπειρίες, καθώς ήμουν κι εγώ παιδί προσφύγων από την Ανατολική Γερμανία. Ως προτεστάντισσα, συνάντησα πολλές προκαταλήψεις στην καθολική Βόρεια Βεστφαλία-Ρηνανία. Οι δικοί μου είχαν αντιρρήσεις για τη σχέση μου με τον Λευτέρη. Ήταν πολύ τραυματικό, αλλά την πάλεψα τη σχέση μας. Η μάνα μου ήταν στη χιτλερική νεολαία. Η μόνη που ήταν μαζί μας ήταν η γιαγιά μου. Παλιά σοσιαλίστρια, συμφωνούσε πολιτικά με τον Λευτέρη. Με είχε ρωτήσει αν πίνει – είχε άσχημη εμπειρία από τον άνδρα της, που ήταν αλκοολικός. Όταν της απάντησα ούτε γουλιά, μου είπε ότι θα μας υποστήριζε. 
 
Η γέννηση του Αλέξη έφερε κοντά τον Λευτέρη με τους γονείς μου. Εγώ δούλευα ως δασκάλα, ο Λευτέρης σπούδαζε στην Καλών Τεχνών, και έτσι μας βοηθούσε η μητέρα μου με το μωρό. Στο σχολείο εργαζόμουν με μεγάλο ενθουσιασμό. Είχαμε φοβερή αλληλεγγύη μεταξύ μας. Ζούσαμε, τότε, με τον Λευτέρη με 600 μάρκα το μήνα και έπρεπε να διαθέτουμε 200 μάρκα για το ενοίκιο. Ξέροντας οι συνάδελφοι την κατάστασή μας έκαναν έρανο και αγόρασαν πράγματα για το μωρό μας, ένα παιδικό κρεβάτι, ρουχαλάκια. Πολλές φορές, όταν επέστρεφα σπίτι, έβλεπα μια σακούλα με τρόφιμα μπροστά στην πόρτα μας. Μου επέτρεπαν να φέρνω μαζί μου το παιδί στο σχολείο, ενώ στην αίθουσα δασκάλων όλο και κάποιος θα το φρόντιζε. Μάλιστα, σχεδόν όλοι οι συνάδελφοί μου είχαν λάβει μέρος και στην πρώτη μεγάλη διαδήλωση που είχε γίνει μπροστά από το ελληνικό προξενείο. Ήταν με τον Λευτέρη που συνειδητοποίησα την πολιτική διάσταση των πραγμάτων. 
 
Στο ελληνικό σπίτι δίδασκα γερμανικά τους έλληνες μετανάστες και μετέφραζα πολιτικά κείμενα. Μου είχε δώσει ο Λευτέρης να δακτυλογραφήσω κείμενα ελλήνων πολιτικών κρατουμένων που ήταν γραμμένα σε τσιγαρόχαρτα και να διορθώσω τη μετάφρασή τους. Έμαθα τόσο φρικτά πράγματα, που δεν μπορούσα να συνεχίσω από τα δάκρυα. Το σπίτι μας ήταν κέντρο διερχομένων. Φιλοξενούσαμε Έλληνες από κάθε γωνιά της Ευρώπης. Μαγείρευα, δε, ελληνικά εδέσματα σε γνωστούς μας Γερμανούς, οι οποίοι πλήρωναν για αυτά μερικά μάρκα και τα χρήματα τα διοχευτεύαμε στην Ελλάδα για τις ανάγκες των πολιτικών κρατουμένων. Θυμάμαι που σε ένα από τα ταξίδια μου επί δικτατορίας στην Ελλάδα με σταμάτησε η αστυνομία για έλεγχο στο αεροδρόμιο η αστυνομία. 
 
Είχα μαζί μου και το μωρό, μόλις έξι μηνών. Δεν άφηναν το παιδί να μπει στη χώρα, γιατί δεν ήταν «νόμιμο», αφού με τον Λευτέρη είχαμε παντρευτεί με πολιτικό γάμο, ο οποίος δεν αναγνωριζόταν στην Ελλάδα. Με ρωτούσαν συνέχεια πού είναι ο Λευτέρης και τι κάνει στη Γερμανία. Είχαν και ένα φάκελο με όλα τα στοιχεία που είχαν μαζέψει για εκείνον για τη δράση του εκεί. Το μωρό έκλαιγε ακατάπαυστα, έκανε τέτοιον σαματά, που δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τη συζήτηση. Έτσι, μάλλον από νευρικότητα, μας άφησαν να περάσουμε. 
 
Νομίζω ότι έπαιξα και εγώ ένα ρόλο στο να αποφασίσει ο Λευτέρης να έρθουμε στην Ελλάδα. Ήξερα πόσο πολύ ήθελε να γυρίσει στην πατρίδα του. Τον έσπρωχνα, του έλεγα πήγαινε εσύ και μετά από ένα χρόνο θα έρθω κι εγώ. Ήμουν ανοιχτή στην κάθοδό μου στην Ελλάδα. Σε αυτό συνετέλεσε ότι είχα και μία ειδική άδεια του Υπουργείου Παιδείας της Βεστφαλίας-Ρηνανίας για να ιδρύσω ένα σχολείο μαζί με άλλους γονείς στην Αθήνα για τα δίγλωσσα παιδιά μας, που ήταν τέκνα είτε παλιννοστούντων είτε από μεικτούς γάμους σε γερμανόφωνες χώρες. Δεν είχαν καμία βοήθεια αυτά τα παιδιά στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Στο σχολείο αυτό διδάσκονταν τα ελληνικά, αλλά και τα γερμανικά σαν μητρική. Στη συνέχεια, δούλεψα και στη Γερμανική Σχολή Αθηνών και στο Ινστιτούτο Γκαίτε. 
 
Το 2016, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδης» το βιβλίο μας «Hellas Express», με όλη μας την ιστορία μέχρι το ’80. Ήταν μια προτροπή του αείμνηστου Σάμη Γαβριηλίδη. Εγώ αρχικά ήμουν  αρνητική στο να συμμετάσχω στο βιβλίο. Δεν ήθελα να ανακατεύομαι στις υποθέσεις του Λευτέρη. Από την άλλη, είχα μια διαφορετική οπτική των πραγμάτων. Τα έβλεπα πιο συναισθηματικά και δεν είχαν προτεραιότητα, για μένα, τα πολιτικά στοιχεία που τονίζει ο Λευτέρης. Τελικά, πείστηκα ότι έλειπε η δική μου θέση για τα γεγονότα και κάθισα ένα καλοκαίρι στο νησάκι μας να καταγράψω όσα θυμόμουν.