Συνέντευξη του Στιβ Μπελ στη Joan Weston
«Μου αρέσει να προσβάλλω τους ανθρώπους»
Ο κορυφαίος βρετανός γελοιογράφος σχολιάζει το «απίστευτο θράσος» του Ντέιβιντ Κάμερον και απορεί που «υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που θέλουν να σε σκοτώσουν επειδή έγραψες ένα ποίημα ή ένα άρθρο».
Συνέντευξη του Στιβ Μπελ
στη Joan Weston
Ο Στιβ Μπελ δουλεύει ως πολιτικός γελοιογράφος, συγγραφέας και σκιτσογράφος για την εφημερίδα «Guardian» της Μεγάλης Βρετανίας, στις σελίδες της οποίας το στριπάκι κόμικς με τίτλο «Αν...» («If…») φιλοξενείται από το 1981. Από την «αγριομάτα» Μάργκαρετ Θάτσερ και τη «μπάλα γυμναστική» (πρωθυπουργό της Σκωτίας) Άλεξ Σάλμοντ ώς το «προφυλακτικό» Ντέιβιντ Κάμερον, τα σκίτσα του χαρίζουν το γέλιο στους αναγνώστες εδώ και τρεις δεκαετίες. Αλλά, βέβαια, υπάρχει και μία σοβαρή πτυχή της προσωπικότητάς του, όπως ανακαλύπτει το βρετανικό περιοδικό δρόμου «The Big Issue North», όπου μίλησε για τη δουλειά του, αλλά και για τα αισθήματά του μετά την τρομοκρατική ενέργεια με στόχο τα γραφεία της γαλλικής σατιρικής εφημερίδας «Charlie Hedbo» στο Παρίσι. Στις 7 Ιανουαρίου συμπληρώνεται ένας χρόνος από την επίθεση.
Ο Στιβ Μπελ μπαίνει στο δωμάτιο σαν μεγάλη αρκούδα: με τραχιά φωνή, τριχωτό πρόσωπο και πόδια. Χαμογελάει με τη ζεστασιά ενός φιλικού γίγαντα – αν και με σαρκασμό. Είναι δύσκολο να φανταστείς πώς χειρίζεται κάτι τόσο λεπτεπίλεπτο, όπως ένα μολύβι ή ένα πινέλο – ένα φτυάρι ή μια σκαλωσιά θα ήταν πιο ταιριαστά στο ανάστημά του. Τέλος πάντων, η ουσία είναι ότι τις περισσότερες μέρες της ζωής του κάνει πολιτική σάτιρα, γράφει και εικονογραφεί για τη «Guardian», όπου η στήλη σκίτσων του «Αν...»(«If…») φιλοξενείται τακτικά από το 1981.
O Mπελ ζει σε ένα παράλληλο σύμπαν, φτιαγμένο από μελάνια διαφορετικών χρωμάτων και επανδρωμένο από το μεγαλύτερο πλήθος τρελών που μπορείς να φανταστείς – οι άντρες και οι γυναίκες που, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες και κάτι, έχουν κυβερνήσει τη χώρα μας. Οι δημιουργίες του εκτείνονται από το τέρας με τα τρελά μάτια Μάργκαρετ Θάτσερ ώς τον γκρι Τζον Μέιτζορ με αυτά τα βρόμικα σλιπάκια πάνω απ’ το παντελόνι του, τον «μπαλόνα» Άλεξ Σάλμοντ και, πιθανότατα, την πιο γνωστή απόλες, τον γλοιώδη, διάφανο, με μάσκα από προφυλακτικό, Ντέιβιντ Κάμερον.
Σκίτσο και μισαλλαδοξία
Γεννήθηκε στο Ουολθαμστόου (Walthamstow), του ανατολικού Λονδίνου, το 1951. Ο πατέρας του, μηχανικός, διάβαζε τη βρετανική σκανδαλοθηρική εφημερίδα «Daily Mai»l, και το ενδιαφέρον του Μπελ κέντριζαν τα σκίτσα του ουαλού πολιτικού γελοιογράφου Λέσλι Ιλινγκγουόρθ (Leslie Illingworth) και του βρετανοκαναδού σατιρικού σκιτσογράφου Τρογκ (Wally Fawkes), που είχε μία μόνιμη στήλη σκίτσων στην εφημερίδα, με το όνομα Φλουκ (Flook). Σπούδασε στο Κολλέγιο του Tίσαϊντ (Teeside College) και στο Πανεπιστήμιο του Λιντς πριν γίνει δάσκαλος, αλλά τα παράτησε όταν έγινε «κόλαση επί της γης». Αντί γι’ αυτό, άρχισε να φτιάχνει αφίσες για το Kέντρο Κινηματογράφου (Film Society) και τη «Birmingham Broadside», μια εναλλακτική εφημερίδα, παρουσιάζοντας το alter ego του, τον Monsieur L’Artiste.
Γεμάτος απόγνωση και «μίσος» όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ άρχισε να επικρατεί στη χώρα, χρησιμοποιούσε την πένα του για να ξορκίζει τον πόνο του. Τα συναισθήματά του συνέπεσαν με την ανάγκη της «Guardian» για έναν πολιτικό γελοιογράφο που θα σατιρίσει τους Συντηρητικούς, και κάπως έτσι γεννήθηκε το «Ιf…» («Αν…») Ο Μπελ έχει μια ζωηρή, παιδαριώδη αίσθηση της πλάκας – ένα πειραχτήρι όχι πολύ διαφορετικό από τον Ντένις τον Τρομερό του Beano (παιδικό βιβλίο κόμικς), που είναι και ένα από τα αγαπημένα του κόμικς. Παρ’ όλ’ αυτά, πριν από λίγο καιρό, η πίστη του στη θεραπευτική δύναμη του πειράγματος κλονίστηκε εκ θεμελίων, από ένα συμβάν που δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ούτε στους πιο ακραίους ρεμβασμούς του.
Στις 7 Ιανουαρίου του 2014, δύο αδέρφια, ο Σαΐντ και ο Σερίφ Κουασί εισέβαλαν στα γραφεία της εβδομαδιαίας σατιρικής εφημερίδας «Charlie Hebdo» στο Παρίσι, σκοτώνοντας οκτώ δημοσιογράφους, μεταξύ των οποίων γελοιογράφοι και άλλα μέλη του προσωπικού. «Η ιδέα του να υπάρχουν εξεγέρσεις, πορείες και θάνατοι γελοιογραφιών ακούγεται ανόητη», λέει ο Μπελ, μετά από μία ομιλία του στο διεθνές φεστιβάλ βιβλίου στο Εδιμβούργο. «Αλλά δεν είναι καθόλου ανόητη. Συνέβη». Πιστεύει ότι η μοναδική επιλογή για τους γελοιογράφους είναι «να προσπαθήσουν να συνεχίσουν απτόητοι κόντρα σε όλα αυτά που συμβαίνουν». Παραδέχεται, ωστόσο, ότι οι πυροβολισμοί ήταν «τρομερά, τρομερά σοκαριστικοί».
Δημοσιογράφοι συσπειρώθηκαν, έγιναν αγρυπνίες σε μεγάλες πόλεις, και η Eθνική Ένωση Δημοσιογράφων (NUJ) διοργάνωσε συλλαλητήρια. Ασκήθηκε, όμως, και κριτική στο «Charlie Hebdo». Κάποιοι κατηγόρησαν τους γελοιογράφους της εφημερίδας για στοχοποίηση της μουσουλμανικής πίστης.
Ο Μπελ είχε γνωρίσει έναν από τους γελοιογράφους που σκοτώθηκαν στην επίθεση, γνωστό ως Tignous, σε μία συγκέντρωση στη Βρετάνη πριναπό μερικά χρόνια. «Ήταν σπουδαίος, πολύ αστείος, πολύ καλός στο σχέδιο. Αυτοί δεν ήταν απλώς επαγγελματίες γελοιογράφοι. Δεν ήταν ρατσιστές, κυνικοί χειραγωγοί. Ο κόσμος γνώριζε τη δουλειά τους στο Παρίσι, γιατί είχαν κάνει παιδικά βιβλία. Δύο απ’αυτούς ήταν εβδομηντάχρονοι και ένας ήταν ογδοντάχρονος».
Οι απειλές θανάτου σε αντικαθεστωτικές προσωπικότητες είναι αρκετά συνηθισμένες στην Αμερική, αλλά ο Μπελ ακόμα δυσκολεύεται να πιστέψει ότι τέτοια επίθεση συνέβη στην Ευρώπη: «Θεέ μου, σε κάνει να σκέφτεσαι: “Yπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω που θέλουν να σε σκοτώσουν επειδή έγραψες ένα ποίημα ή ένα άρθρο”». Στις δικές του γελοιογραφίες για το γεγονός, ο σκοπός του ήταν να καταπολεμήσει τις μεθόδους εκφοβισμού διά της γελοιοποιήσεως: Σε ένα σκίτσο απεικόνισε τους τρομοκράτες με παπούτσια κλόουν, και σε ένα άλλο ζωγράφισε μία δυσοίωνη φιγούρα να κρατάει ένα πεσμένο πολυβόλο, ένα σύμβολο χαμένου ανδρισμού. Σ’ αυτή την εικόνα, τα θύματα ήταν δεμένα σε τεράστια μολύβια, βγάζοντας τη γλώσσα και γελώντας. «Το σκίτσο απλώς αρνούνταν να υποκύψει σε όλoν αυτό τον παραλογισμό. Ήταν περισσότερο ένα είδος θυμού γι’ αυτούς του ανόητους», λέει.
Η λειτουργία του αστείου
Δεν υπήρξε ούτε ένα παράπονο εκείνη τη μέρα. Αντιθέτως, όταν ο Μπελ άνοιξε μία κονσέρβα με σκουλήκια κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Σκωτίας, κάπου 300 αναγνώστες αποδοκίμασαν τη γελοιογραφία του που παρουσίαζε τη Νίκολα Στέρτζιον (Nicola Sturgeon, πρώτη υπουργός της Σκωτίας) και τον Άλεξ Σάλμοντ να συζητούν δημόσια για ένα συνασπισμό των Εργατικών. Σε αυτήν, η Στέρτζιον λέει ότι δεν θα κάνει κανένα συμβιβασμό στις «βασικές απαιτήσεις μας για...αιμομιξία και σκωτσέζικους παραδοσιακούς χορούς». Σήμερα, ο Μπελ γελάει όταν μιλάει γι’ αυτό: «Ήταν απλά ένα αστείο, για όνομα του Θεού». Όπως λέει, η γελοιογραφία δεν είχε σκοπό να στραφεί ρατσιστικά εναντίον των Σκωτσέζων, αλλά να σχολιάσει το ευρύτερο ζήτημα του εθνικισμού με απολύτως κυριολεκτικό τρόπο. «Αλλά μερικές φορές τα αστεία δεν λειτουργούν, και αυτή ήταν μία απ’ αυτές». Σιωπά για λίγο και προσθέτει: «Μπα! Λειτούργησε. Λειτούργησε για μένα».
Ένας Σκωτσέζος που έχει ιδιαιτέρως δυσανασχετήσει με την αίσθηση της πλάκας του Μπελ είναι ο επιχειρηματίας Μπράιαν Σάουτερ (Brian Souter), ο οποίος κίνησε νομικές διαδικασίες όταν ο Mπελ χλεύασε την εκατομμυρίων λιρών στήριξή του στην καμπάνια «Κeep The Clause» («Κρατήστε τη ρήτρα»), μία κίνηση για να τηρηθεί η νομοθεσία που προβλέπει τον έλεγχο των αναφορών σε ζητήματα ομοφυλοφιλίας στις σχολικές αίθουσες. Λέει: «Είναι η μοναδική φορά που μου έκαναν μήνυση για μία γελοιογραφία. Ήρθε απ’ το πουθενά ένα δικαστικό έγγραφο με απαίτηση 250.000 στερλινών. Η υπόθεση συνεχίστηκε και συνεχίστηκε... αλλά οι νόμοι περί δυσφήμισης στη Σκωτία είναι πραγματικά πιο λογικοί από αυτούς της Αγγλίας. Και οι δύο πλευρές πρέπει να καταθέσουν τους ισχυρισμούς τους και ο δικαστής θα αποφασίσει».
Ο Σάουτερ, τελικά, αποσύρθηκε, παρόλο που κατέβαλε μεγάλες δικαστικές δαπάνες, και ο Μπελ ξεμπέρδεψε. Και έτσι, το δικαίωμά του στο πείραγμα συνεχίζεται. Του αρέσει να σχεδιάζει τον Σάλμοντ, επειδή «μοιάζει σαν μπάλα γυμναστικής και κανένας πολιτικός δεν μοιάζει με μπάλα που κάνει γκελ». Το ένα γουρλωτό μάτι της Θάτσερ εξελίχθηκε, «καθώς αυτή άρχισε να προσαρμόζεται στον ίδιο της τον εαυτό» και ο Κάμερον μεταλλάχθηκε από μέδουσα σε κεφάλι προφυλακτικού, εξαιτίας της εμμονής του στη διαφάνεια. «Υπήρχε τόσο θράσος από αυτόν, που απλά ξετύλιξα ένα τεράστιο προφυλακτικό πάνω στο κεφάλι του». Πριν από αυτόν ήταν ο ψεύτης Ντάνκαν Σμιθ (ηγέτης των Τόρις στις αρχές της δεκαετίας του ‘90) «ένας γέρος με παράξενη όψη που μοιάζει με βρικόλακα»
Τι θα δημιουργήσει για να αναπαραστήσει τον αρχηγό των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν; «Είναι πιο δύσκολο να έχεις τον ίδιο αντίκτυπο», λέει, «όταν συμπαθείς το πρόσωπο. Αλλά πάντα είναι καλό να έχεις έτοιμο έναν καινούριο χαρακτήρα. Κανείς δεν ξέρει πώς θα μοιάζει η κόλαση». Ένα πράγμα, όμως, είναι σίγουρο: ο Μπελ δεν θα στενοχωρηθεί επειδή πλήγωσε τα συναισθήματα κανενός. «Μου αρέσει να προσβάλλω τους ανθρώπους. Δεν θα το έκανα αν δεν το απολάμβανα!»
*Απόδοση στην ελληνική γλώσσα: Βίκυ Αναστασοπούλου
Πηγή: INSP News service www.INSP.ngo/«Τhe Big Issue North»