Shedia

EN GR

15/09/2015

Όπως τα γεμιστά της μάνας μου

 
Έχοντας πατήσει φρένο στα χρόνια που έζησε τις καλύτερες στιγµές της ζωής του, ένας ιδιότυπος σόουµαν «αγοράζει» τα «παλιά» και γνωρίζει την αποθέωση από το κοινό του.
 
Συνέντευξη του Τόνυ Σφήνου στην Ελεωνόρα Ορφανίδου 
 
Aν ισχύει αυτό που έλεγε ο Σαρτρ, ότι και το παρελθόν µπορεί ν’ αλλάξει, ο Τόνυ Σφήνος, ένας ιδιότυπος, εξαιρετικός σόουµαν, ντυµένος όλο το κιτς των ‘70ς, το αλλάζει µια χαρά. Το κάνει καλύτερο απ’ ό,τι ήταν, προσφέροντας αναπόληση στην εποχή των λαµέ πουκαµίσων, της καµπάνας και των µαλλιών αφάνα. Στην εποχή που βλέπαµε φωτογραφίες της µάνας µας να χορεύει σέικ και αποστρέφαµε µε αποτροπιασµό το πρόσωπο. Που κοιτούσαµε ειρωνικά και µε συγκατάβαση το κούρεµα του µπαµπά µας. Αυτά πάνε πια. There is a new man in town. «Αγοράζει» τα «παλιά» του Λάκη Τζορντανέλι και το κοινό του τον αποθεώνει. Να το παραδεχτούµε, ότι χάρη στον Τόνυ Σφήνο αλλάζουµε τη µυθολογία των ‘70ς προς το καλύτερο. 
 
Πώς ένα παιδί από τα Καλάβρυτα κάνει καριέρα ως Τόνυ Σφήνος; Πότε και πώς έγινε αυτό;
Έφυγα 15 χρονών µε παρότρυνση όλων και εµού για το Αµέρικα. Έζησα 30 χρόνια εκεί, δούλεψα πολύ, έκανα καριέρα και τώρα γύρισα. Από Αντώνης Σφηνόπουλος το γύρισα σε Τόνυ, γιατί έτσι µε καλούσαν και το «πουλος» ήταν µακρύ, σε Σφήνος σκέτο. Όλα δεν έγιναν τυχαία. Η µοίρα τα γράφει και εσύ πρέπει να έχεις τα µάτια όπεν και τα αυτιά όπεν και να έχεις όρεξη όπεν. Δούλεψα σε σέβεραλ πλέησις και εµπειρίες µπόλικιες εδειδάξατο. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε από τα ντοκυµαντέρζς.
 
Μας ξανασυστήσατε µε έναν υπέροχο τρόπο τα ‘70s και αναρωτιέµαι πώς γυρίσατε το χρόνο 40 τόσα χρόνια πίσω για να εκφραστείτε καλλιτεχνικά.
Μα δεν έφυγα ποτέ. Φρέναρα ανελλιπώς στα χρόνια που έζησα τις καλύτερες στιγµές της ζωής µου και είπα: «Τονάρα κάνε τα δικά σου φορέβα». Ευτυχώς που µε άκουσα, γιατί οι επόµενες δεκαετίες ήταν για κροκοδείλια γέλια και µωρουδίστικα δάκρυα. Και ακόµη και τώρα φαίνεται η δύναµη της εποχής εκείνης, όπως τα γεµιστά της µάνας µου. Αναλλοίωτη, κεφάτη, χαρούµενη, φασιοναµπόλ, επαναστατική, σασπένς, µε περιπέτεια και ροµάντζο.
 
Σας γνωρίσαµε ως καλτ φιγούρα που πήρε επιτυχίες των σέβεντις και τις µετέτρεψε σ’ ένα απίστευτα διασκεδαστικό σόου. Αυτό θέλατε να κάνετε όταν αποφασίσατε να ασχοληθείτε µε τη µουσική και τα θεάµατα;
Μα έτσι γεννήθηκα και έτσι αυτά έκανα. Δεν έβαλα σχέδιο κάτου. Τραγουδούσα στην Αστόρια, τραγουδάω και στην Αθήνα, χόρευα στο Τορόντο, χορεύω και στη Σαλόνικα, έκανα τσαλίµια και φιγούρες στο Βέγκας, τώρα πηδάω στον κόσµο και µε πιάνουνε και στο Ακραίφνιο και στο Λιανοκλάδι. Με τον καιρό τα σόουζς εξελίσσοντο και πλέον αγκίζωµεν την περιβραχιόνιο ανώτερη σφαίρα της τελειότητος, αµ πώς. Βέβαια, υπάρχει και ένας παράγοντας κάπου, που θα τον βρούµε. 
 
 
Πώς φαντάζεστε τον εαυτό σας τα επόµενα χρόνια; Ποιο είναι το είδος της εξέλιξης ενός καλλιτέχνη που χρησιµοποιεί αναφορές, µουσικές και ηχοχρώµατα από το παρελθόν;
Σταθερή και πολυάξια αξία. Αµετάβλητη από το χρόνο και κεφάτη αζ ολγουέηζ. Μονο τα γηρατειά µπορούν να κόψουν τα σπαγγάτα του Τόνυ και την κελαηδίσια φωνή του. Επίσης, και το αναπηρικό πι θα µε περιορίσει πιστεύω σε χορευτικά µου τερτίπια. Κατά τα άλλα, όποιος θα θέλει να ακούσει παλιό καλό σέικ ή µπούγκι ντίσκο σονγκζς θα πηγαίνει στου Τόνυ το ληµέρι να δώσει ρέστα και να είναι µάγκας ρέι.
 
 
Οι δυσκολίες που αντιµετωπίζουν τα τελευταία χρόνια οι περισσότεροι Έλληνες θεωρείτε οτι αύξησαν ή µείωσαν τις δουλειές σας; Θέλω να πω, είναι καταφύγιο κατά της δυστυχίας η επιστροφή σε µια περίοδο όπως η δεκαετία του ’70; 
Τα ’70s είναι εβεριµπόντιζ hide-out. Eίναι το λούνα παρκ στην καρδιά µας, γιατί θυµόµαστε οι παλιοί, οι νέοι µαθαίνουν, όλοι χορεύουν, και πέφτει και κάνα κις (kiss) µε χαγκ (hug) και τέντερνες (tenderness). Δυσκολίες είχαµε πάντα. 
 
 
Πώς το εξηγείτε αυτό; Ότι δηλαδή µας διασκεδάζουν τα σέβεντις, ότι τα θυµόµαστε µε νοσταλγία και αγάπη; Δεν ήταν µια εποχή που ήµασταν δα και πλούσιοι. Να µην αναφερθώ και στο πολιτικό σκηνικό, µε τη χούντα των συνταγµαταρχών.
Ήµασταν, όµως, επαναστάται. Ήµασταν ζωηροί, ανήσυχοι, θέλαµε κάτι άλλο, όλα γύρω µας ήταν δικτακτορικά και µας επέβαλαν να ζούµε µε το κούτελο ντάουν. Ακόµη και στο Αµέρικα είχαµε ρατσισµό, κυνηγητό και διακρίσεις. Επειδή, όµως, περνούσαµε χάλια και επιβιώσαµε, θυµόµαστε ό,τι µας ξεκούραζε και µας διασκέδαζε τότε. Από ραδιοφωνάκι τον Έλβις, ενώ πλέναµε πιάτα, κάνα 45αρι της Πάνου των Charms, έβαζαν στα τζουκµπόξ κάνα Στράτο και όλα αυτά χαράκτηκαν µε σουγιά στον σκληρό φλοιό της κεφαλής µας. Πςςς! 
 
 
 
 
Δεν ξέρω πώς µπορεί να κάνει κάποιος χιούµορ µε τη φτώχεια, αλλά θα ήθελα πάρα πολύ να µου σχολιάσετε το γεγονός οτι υπάρχει πλέον ένας µεγάλος αριθµός Ελλήνων που είναι φτωχοί – ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, όπως µετριέται από διεθνείς οργανισµούς.
Δεν µπορώ να σχολιάσω κάνοντας χιούµορ µε τη φτώχεια, γιατί αν την έχεις ζήσει δεν µπορείς να γελάσεις µαζί της. Ξενιτεµίνος αµπρόουντ (abroad), πείνασα πολύ και έζησα στιγµές που έβγαινα µε ζεστή πέτρα από το τζάκι στην τσέπη και από την άλλη παξιµάδι για ροκάνισµα. Και πλέον, όλος αυτός ο πίπολ, οι Έλληνες πού θα δουλέψουν και τι θα γίνουν; Όλα κλείνουν, άλλοι µεταναστεύουν ξανά, και οι φτωχοί, όσοι δεν µπορούν; Τι θα απογίνουν; άη ντοντ νόου. Μεγάλο πρόβληµα τσικάκι µου.
 
 
Στην αρχή αυτής της ιστορίας, της κρίσης, επιχειρήθηκε µια ενοχοποίηση των ανθρώπων: ότι φταίνε για αυτά που υφίστανται σήµερα, κάπως ότι τα προκάλεσαν µε τον άσωτο βίο του παρελθόντος. Πώς τα βλέπετε όλα αυτά εσείς;
Εγώ µικρός δεν επήγαινα σκολείο. Το ‘σκαγα µε τα πρόβατα και τράβαγα στη ράχη. Εκεί έβγαζα τη φλογέρα µου και έπαιζα. Μετά έσωνα νοερώς τη µουσική και χόρευα µονάχος. Μετά στο Αµέρικα, πάλι πιτσιρικάς, µε δώσανε κάτι περίεργα χορταράκια και σκεφτόµουνα πάλι τη ράχη στο χωριό και χόρευα τσιτσίδι. Σεξ ντραγκζς και ροκενρόλς µε είπαν και τους έλεγα: «Είστε µάγκες ρέι;». Μετά σοβάρεψα και έβαλα µυαλό και δούλεψα πολύ. Όλοι είναι ρησπόνσηµπολ για το τι πράττουν, δεν γίνεται αλλιώς, δεν υπάρχουν εξκιούζιζ.
 
Πώς πιστεύετε ότι φτάσαµε εδώ; Υπήρξαν πολιτικές που µας οδήγησαν σε θέση αδυναµίας; Ήταν ο άκρατος ατοµικισµός της ελληνικής κοινωνίας; Το ότι η Ευρώπη ταυτίστηκε µε το ευρώ;
Τσικάκι 'µ µιλάς µε προφίσιενσι σε µέγιστο ντιγκρί και δεν σε πιάνω. Ο Τόνυς δεν είναι πολίτικαλ άνιµαλ. Παντός καιρού, διασκεδάζω όλο τον κόσµο, είτε έχουµε Τσέρνοµπιλ, είτε αναστηθεί η Κλεοπάτρα και παίζουµε σε πυραµίντα, είτε πληµµυρίσουµε και τραγουδάµε στο κατάστρωµα του Νώε. Φτάσαµε ώς εδώ γιατί το δάγκωσε το άπολ ο Αδάµ...Τι ψάχνεις να βρεις; Τι φτιάνουµε τώρα είναι το θέµα.
 
Η συνέντευξη µας θα φιλοξενηθεί στη «σχεδία», ένα περιοδικό που ενισχύει οικονοµικά τους άστεγους, επιχειρώντας παράλληλα την κοινωνική επανένταξή τους. Θα ήθελα να µου πείτε πώς αντιλαµβάνεστε την αστεγία.
Μέητζορ πρόβληµα και δυστυχής κατάληξη. Κάποιος να µην έχει να µείνει. Έστω ένα κρεβάτι κάτω από ένα κεραµίδι ρέι. Για µένα, η αστεγία είναι πάνω από την ανεργία. Δουλειά θα βρεις, πιάνεις πηλοφόρι και ένα γκασµά, θα πλύνεις πιάτο, θα πουλάς εφηµερίδα, θα κάνεις τον λουστράκο, τον έκανα και εγώ πιτσιρικάς στη φιφθ άβενιου, και βγάζεις ένα µεροκάµατο. Μετά; Πού θα κοιµηθείς αν σου φτάνουν µόνο για να φας; Πώς θα καταφέρεις να πληρώνεις νοίκια, να µείνεις κάπου καθαρά; Η πολιτεία, όλο το Στέιτ Ντιπάρνµτεντ και η κυβέρνηση θα έπρεπε να µαζεύουν τον κόσµο από τα πεζοδρόµια και να τους πηγαίνει κάπου ανθρώπινα. Αυτό πιστεύω εγώ και γράµµατα γνορίζο.
 
 
Ποιος νοµίζετε ότι είναι ο ρόλος ενός καλλιτέχνη µέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Εντός µιας κοινωνίας σε προκαταθλιπτικό στάδιο. Και πώς επιβιώνει και ο ίδιος;
Εύκολος, αµέ βέβαια. Πείσµα και έµπνευση στο έπακρο να αφυπνίσει, να ξεκουράσει, να δηµιουργήσει χαµόγελα, σκέψεις, να προβληµατίσει κόσµο, να τον ταρακουνήσει, χορέψει, ξυπνήσει. Ότι έχει να κάνει µε το καλύτερο. Όπως το αντιλαµβάνεται ο καθένας το καλύτερο. Με το χορό ευφραίνεται η καρδούλα σου; τώρα θα σε κάνω εγώ να στάζεις ιδρώτα. Είσαι ποιητής και µε ποιήµατα σκέφτεσαι καλύτερα, ξυπνά η φαντασία σου; τώρα θα σου φτιάξω εγώ ποιητικές βραδιές να χορτάσει ο νους σου. Είµαι ζωγράφος, τραγουδιστής, άκτορ, κ.λπ.; Ο καθένας στο φόρτε του και στα καλύτερά του. 
 
Στα προσεχώς: Πού θα σας δούµε το χειµώνα;
Εφέτο θα προσπαθήσωµεν να είµεθα κεντρικά και πάλι, όπως καλά γνωρίζουµε τα µέρη. Πολύ πιθανόν πάνω στη γέφυρα του Πουλόπουλου ή στο Γκάζι στο µετρό, στη γωνία που όλοι κάθονται και είτε ραντεβουδιάζουν, είτε παρκάρουν, είτε κοζάρουν, είτε περιπτερίζουν, είτε συζητούν. Στην καρδιά της Αθήνας, εκεί που όλοι θα περάσουν κάποια στιγµή, θέλουν δεν θέλουν, για να πάνε κάπου.
 
Κλείνοντας, πώς να απαντήσουµε στα δύσκολα που έρχονται; Με χιούµορ; Με αυτοσαρκασµό; Με αγώνες; Με καρτερία;
Ο καθένας µε τις αντοχές του τσε όπως την εβρίσκει ρέι. O Tόνυς θα κάνει τα δικά του που ξέρει καλά και όσοι τον εκάνουν τσέφι ξοπίσω του ας έρθουν. Ναµούστε καλά.
 
Τελειώσαµε κάπως έτσι. Βλέποντας «τσε» πίσω από τα γυαλιά, τις περούκες, τα φαντεζί ρούχα και τη µουσική. Για να µείνουµε όµως στα θεάµατα, ο Τόνυ Σφήνος προτείνεται ανεπιφύλακτα ως το καλύτερο αντικαταθλιπτικό που κυκλοφορεί στην πιάτσα.