Shedia

EN GR

30/12/2020

«Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για αθανασία»

Ένας  ιερωμένος μάς ταξιδεύει στον χριστιανισμό της χαράς, ερμηνεύει τη «σιωπή» του Θεού στις δοκιμασίες των ανθρώπων, ανιχνεύει μια δίψα για αιωνιότητα στον καθένα μας, ενώ αναδεικνύει την μεγαλύτερη πηγή άγχους στις μέρες μας.

Συνέντευξη του πατέρα Χαράλαμπου Παπαδόπουλου στον Σπύρο Ζωνάκη

«Ακόμη και σήμερα η χαρά φαίνεται να απουσιάζει από τη ζωή ενός μεγάλου ποσοστού των ανθρώπων της εκκλησίας. Έχει γίνει μια καταστροφική για το χριστιανικό ήθος ταύτιση της θλίψης με την εσωτερική νήψη. Η εσωστρέφεια, η βλοσυρότητα και η κατήφεια ταυτίζονται με την πνευματικότητα. Ο άνθρωπος αυτός είναι βέβαιο ότι δεν έχει καμία εμπειρία Θεού. Γιατί, όμως, δεν είμαστε χαρούμενοι; Ακριβώς επειδή δεν πιστεύουμε στον Θεό, αλλά στις αρετές μας και στα κατορθώματά μας. Πιστεύουμε πως εμείς κερδίζουμε, με το σπαθί μας, τον παράδεισο, με τις ασκήσεις και τα επιτεύγματά μας», επισημαίνει, ανάμεσα σε άλλα, στη συνέντευξή του στη «σχεδία» ο πατέρας Χαράλαμπος Παπαδόπουλος (πατέρας Λίβυος), που ιερουργεί στον τόπο καταγωγής του, το χωριό Πύργος στα νότια του νομού Ηρακλείου, ενώ πρόσφατα εκδόθηκε το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Εμπιστοσύνη» (εκδόσεις «Αρμός»). Γιατί η χαρά έχει αμβλυνθεί στη ζωή των χριστιανών; Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη «σιωπή» του Θεού στις δοκιμασίες των ανθρώπων και πώς εκείνος βρήκε την παρουσία Του μέσω αυτής της σιωπής; Πώς στεκόμαστε απέναντι στο θάνατο; Με ποιον τρόπο έχουμε διαστρεβλώσει την έννοια της αμαρτίας; Πώς ανιχνεύουμε μια δίψα για αθανασία σε κάθε άνθρωπο; Απαντήσεις σε όλα τούτα τα ζητήματα δίνει μιλώντας στη «σχεδία» ο πατέρας Χαράλαμπος.

Έχετε επισημάνει ότι η χριστιανική ζωή είναι εκείνη της χαράς. Γιατί, όμως, ο χριστιανισμός μάλλον ταυτίστηκε με την άρνησή της και αυτή φαίνεται να απουσιάζει από το βίο των χριστιανών;

O χριστιανισμός είναι η ζωή της χαράς. Μιας χαράς που πηγάζει από την αγάπη του Θεού  για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Στο πρόσωπο του Χριστού ο Θεός φανερώνει την αγάπη Του. Απαντά στο κακό και την οδύνη. Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο για να έχουμε χαρά. Ο χριστιανός είναι χαρούμενος γιατί αγαπάει και αγαπιέται. Αγαπάει τον Θεό, τους ανθρώπους, την κτίση, το δώρο της ζωής. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν βιώνει συναισθήματα θλίψης ή απελπισίας, αλλά ότι κυρίαρχα κατακλύζεται από τη χαρά που στέκει πέρα και πάνω από ένα απλό συναίσθημα, ως δώρο του Αγίου Πνεύματος. Ο ιστορικός χριστιανισμός, ωστόσο, γέμισε μαυρίλα, άρνηση της χαράς, ασκητική στέρηση. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το γέλιο ακόμη και μέσα στα ιερά κείμενα πολλές φορές έχει ενοχοποιηθεί ή ταυτιστεί με την ασέβεια και την αήθη συμπεριφορά. Δεν είναι τυχαίο ότι η ενοχοποιητική άποψη που θέλει το γέλιο να είναι διαβολικό και ανήθικο έχει εμφανίσει τον Χριστό ως μόνιμα αγέλαστο. Ακόμη και σήμερα η χαρά φαίνεται να απουσιάζει από τη ζωή ενός μεγάλου ποσοστού των ανθρώπων της εκκλησίας. Έχει γίνει μια καταστροφική για το χριστιανικό ήθος ταύτιση της θλίψης με την εσωτερική νήψη. Η εσωστρέφεια, η βλοσυρότητα και η κατήφεια ταυτίζονται με την πνευματικότητα. Ο άνθρωπος αυτός είναι βέβαιο ότι δεν έχει καμία εμπειρία Θεού. Γιατί, όμως, δεν είμαστε χαρούμενοι; Ακριβώς επειδή δεν πιστεύουμε στον Θεό, αλλά στις αρετές μας και στα κατορθώματά μας. Πιστεύουμε πως εμείς κερδίζουμε, με το σπαθί μας, τον παράδεισο, με τις ασκήσεις και τα επιτεύγματά μας. Σαφώς και η αντίληψη ότι ο χριστιανός πρέπει να είναι θλιμμένος για τις αμαρτίες του είναι μια παρεξηγημένη υπόθεση. Και τούτο διότι ο χριστιανός δεν πιστεύει στα κατορθώματά του, ούτε στις πνευματικές του ασκήσεις. Δεν καταξιώνεται από μια τελειοθηρική παραγωγή καλών έργων, αλλά απόλυτα και μοναδικά από το έλεος και την αγάπη του Θεού. Επιπλέον, σε μεγάλο βαθμό, ο χριστιανισμός και η ορθοδοξία από βίωμα παραχαράχθηκε σε μια θρησκεία παράδοσης, πολιτισμικής ταυτότητας, σε έναν κοινωνικό προσδιορισμό και ιδεολόγημα, μια θρησκεία στην οποία πρέπει να τηρήσω κάποιες εξωτερικές τυποποιήσεις και να υπακούσω σε νόμους και κανόνες. Αυτή η τυποποίηση, όμως, δεν μπορεί να έχει χαρά, γιατί της λείπει η ζωή. Η θρησκεία, τότε, γίνεται η μεγαλύτερη ψυχική μου άμυνα, η κρυψώνα μου. Κρύβομαι στη θρησκεία από ανασφάλεια να ζήσω. Φοβάμαι τον εαυτό μου, φοβάμαι την πραγματικότητά μου, φοβάμαι τις ορμές μου και κρύβομαι πίσω από το κάλυμμα της θρησκείας. Όλο αυτό δεν μπορεί να έχει χαρά παρά μόνο να γεννήσει άγχος, ενοχές και εμμονές.

ΤΟ ΦΤΙΑΣΙΔΩΜΑ

Δεν έχουμε εξορίσει, ωστόσο, τον πόνο και το πένθος από τον σύγχρονο πολιτισμό;

Η ύπαρξη πατάει πάνω σε δύο ράγες: του πόνου και της χαράς.  Όποιος το αρνείται αρνείται την ίδια την πραγματικότητα της ζωής. Στην πολιτιστική μας μήτρα, μαθαίναμε αιώνες τώρα πως η ζωή είναι ιλαροτραγική. Ότι μόνο μέσα από τη συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας μπορεί ο άνθρωπος να βρει την αλήθεια της ύπαρξης, της ζωής, του Θεού. Στην παράδοσή μας, μέχρι πρότινος τουλάχιστον –γιατί αισθάνομαι ότι, πλέον, εάν δεν έχει χαθεί, ανιχνεύεται ελάχιστα– δεν κρύβαμε την τραγικότητα της ζωής, δεν τη μακιγιάραμε. Αλλά τη μετατρέπαμε σε προσευχή, σε σχέση με τον «άλλο», σε καφέ και παρέα, γειτονιά, τραγούδι, μοιρολόι, ύμνο, ζωγραφική, θέατρο, τρέλα. Στις μέρες μας όλοι προσπαθούμε να αποφύγουμε τον πόνο. Δημιουργήσαμε έναν πολιτισμό του «Depon». Μια στάση ζωής που δεν ανιχνεύει, ούτε ζητά να μάθει τι κρύβεται πίσω από την ασθένεια, πίσω από μια σκιά που σκοτεινιάζει τον υπαρξιακό μας ορίζοντα, να μην ακούσω τι έχει να μου πει ο πόνος. Αυτή η αντίληψη προέρχεται από τον ευσεβισμό, ο οποίος απεχθάνεται τα αρνητικά συναισθήματα.  Δεν δείχνουμε πένθος, φτιασιδώνουμε το θάνατο, φτιασιδώνουμε τη φθορά, όπως κάνουμε με το μακιγιάρισμα των νεκρών ή με την κηδεία ως μία μορφή επίδειξης. Πόσες φορές άκουσα «πάψε, μην κλαις, δεν κάνει να κλαις, του βαραίνεις την ψυχή». Δεν νομίζω ότι υπάρχει πιο απάνθρωπη προτροπή σε πενθούντες. Να προσπαθείς, προτάσσοντας μια μεταφυσική απειλή, να πάψεις το δάκρυ, το μοιρολόι.  Τα δάκρυα είναι μια καθαρά ανθρώπινη διαδικασία που ο Θεός έθεσε στον άνθρωπο ως σωματική εκδήλωση ψυχικών καταστάσεων, ώστε να επιφέρεται η εκτόνωση και το μαλάκωμα του πόνου. Πολλές φορές, άνθρωποι ευσεβείς, πιστοί, προσπαθούν να αποτρέψουν κατά κάποιον τρόπο τη θλίψη του πενθούντος, αναφέροντας ότι το παιδί τους, ο άνθρωπός τους είναι πλέον στον ουρανό μαζί με τον Θεό και ως εκ τούτου δεν έχει νόημα το δάκρυ και ο θρήνος. Στο σημείο αυτό συναντάμε την ιδεολογικοποίηση της πίστης, που απομακρύνεται από τη ζωή και τη φύση του ανθρώπου. Μια «πίστη», που για να υπάρξει ζητά να απορροφήσει κάθε ανθρώπινη εκδήλωση ως κατώτερη των περιστάσεων.

Υποστηρίζετε πως ο θάνατος δεν παρηγορείται. Και όμως, οι περισσότεροι χριστιανοί νιώθουν την ανάγκη να παρηγορήσουν εκείνους που έχουν χάσει τους δικούς τους ανθρώπους.

Μονάχα ο Θεός διά της χάριτός Του μπορεί να το πράξει αυτό. Ανθρωπίνως είναι αδύνατον, όταν μάλιστα το πρόσωπο που χάνουμε είναι το παιδί μας ή γενικότερα ένας νέος άνθρωπος.  Χρειάστηκε πολλές φορές να έρθω αντιμέτωπος με το θάνατο νέων ανθρώπων, ακόμη και μικρών παιδιών. Πονάς, υποφέρεις, διερωτάσαι και σίγουρα σκέφτεσαι πώς θα το αντιμετωπίσεις. Οι ιερείς νιώθουν περισσότερο άβολα ως «εκπρόσωποι του Θεού» και πιστεύουν ότι πρέπει να έχουν όλες τις απαντήσεις –λησμονώντας ότι στον χριστιανισμό η αλήθεια είναι πρόσωπο και όχι κάποιο λογικό αξίωμα ή θεώρημα–, με αποτέλεσμα να υποπίπτουν σε σοβαρά ποιμαντικά και θεολογικά λάθη. Φράσεις και τοποθετήσεις  όπως «Ο Θεός το πήρε το παιδί σου. Έτσι το ήθελε. Αυτό ήταν το θέλημά του» είναι απολύτως ανεπίτρεπτες και άστοχες. Δεν μπορώ ως άνθρωπος και χριστιανός να αποδεχθώ αυτήν την άποψη, ότι υπάρχει ένας Θεός που κατασκευάζει ατυχήματα, αρρώστιες και προκαλεί το θάνατο των ανθρώπων. Τι ακριβώς θέλουμε να πούμε με αυτήν την έκφραση σε μια μάνα που θρηνεί το παιδί της; Ότι ο Θεός το σκότωσε ή προκάλεσε τον καρκίνο στον άνθρωπό της;  Σε τέτοιου είδους οριακές καταστάσεις και συμφορές του βίου οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να νιώσουν ότι ο Θεός δεν είναι αίτιος του κακού που τους βρήκε. Ότι ο Θεός δεν είναι απών από την παρούσα φρικτή δοκιμασία τους. Δεν προκάλεσε τη συμφορά και τώρα τούς κοιτά από την απέναντι πλευρά της μακαριότητάς Του. Η σιωπή, η σωματική και ψυχική ενσυναίσθηση, το νοιάξιμο καθώς και η προσευχή είναι η πιο αλληλέγγυα χριστιανική στάση σε τέτοιες ώρες. Είναι ο πιο σοφός λόγος δίχως να χρειαστεί να πεις μια λέξη. Σε μια γειτονική μου περιοχή είχε χαθεί σε ατύχημα ένας πολύ νέος άνθρωπος. Ο θάνατός του είχε γίνει η μόνιμη απασχόληση και κουβέντα όλων των κατοίκων. Ένα παιδί ήρθε κοντά μου και με σφιγμένο χαμόγελο και φανερή την αγωνία στα μάτια του, μου είπε: «Πάτερ, μου γιατί; Γιατί ο θάνατος; Αυτός ο άνθρωπος το πρωί φίλησε τα παιδιά του. Τα χαιρέτησε για το σχολείο, περιμένοντας να έλθει το μεσημέρι για να τους φέρει και πάλι μαζί. Λίγες ώρες χωρίστηκαν και χάθηκε για πάντα. Γιατί;». Δεν ήθελα να απαντήσω. Στην πραγματικότητα, και εγώ βίωνα τα ίδια συναισθήματα, ίσως και ερωτήματα. Μονάχα κούνησα το κεφάλι μου, το έπιασα από τον ώμο και το αγκάλιασα.  «Δεν ξέρω», του είπα. «Δεν ξέρω παιδί μου. Ξέρω μόνο ότι υπάρχει Εκείνος. Μα συγχώρα με, δεν έχω απαντήσεις  σε αυτά που ρωτάς». Για πρώτη φορά δεν ντράπηκα για την αντίδρασή μου. Για το γεγονός ότι έπασχα μαζί με το παιδί που ρωτούσε, δίχως να κρατώ έτοιμες απαντήσεις. Παλιά δεν θα το έκανα. Θα έλεγα πολλά. Θα μίλαγα πολύ. Θα προσπαθούσα με ωραία λόγια και πειστικές ρητορείες να σωπάσω τη φωνή του παιδιού, την ηχώ του βασανιστικού ερωτήματος. Να μην ξυπνούν τα δικά μου ερωτήματα.

 

Πώς, αλήθεια, μπορούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα της σιωπής του Θεού στις δοκιμασίες μας και γιατί ο Θεός της αγάπης επιτρέπει τόσο πόνο και αδικία στον κόσμο αυτό;

Αυτό είναι ένα τεράστιο ερώτημα στο οποίο δεν μπορεί να δοθεί απάντηση διά μέσου της περιορισμένης λογικής μας. Κάτι τέτοιο ξεπερνά τις αντιληπτικές δυνατότητες του ανθρώπου και αυτό μας δημιουργεί φόβο, ανασφάλεια, συναισθήματα οργής και αδικίας. Παρά ταύτα, νομίζω ότι η πίστη είναι πάλι η απάντηση. Ο Θεός απαντά, αλλά με έναν απόλυτα «παράξενο» τρόπο. Δεν «δρα» και δεν «σκέφτεται» ο Θεός όπως εμείς. Η απάντηση στον Σταυρό ήταν η Ανάσταση. Η απάντηση στο θάνατο η αιωνιότητα. Η απάντηση στο κακό ο Χριστός. Εάν νομίζουμε ότι το να πιστεύεις στον Θεό σημαίνει να έχεις μιαν αταλάντευτη, απόλυτη και ακυμάτιστη πεποίθηση, είμαστε γελασμένοι. Πίστη στον Θεό σημαίνει εμπιστοσύνη, σημαίνει περιπέτεια σχέσης με ατελείωτα σκαμπανεβάσματα. Πίστη σημαίνει να κραυγάζω την αδυναμία μου. Να καταθέτω τη διάθεσή μου και συγχρόνως την έλλειψή μου. Να αντέχω τη σιωπή του Θεού δίχως να ραγίζουν οι ελπίδες μου. Στην μετά Χριστόν εποχή ο Θεός επιλέγει να φανερώνεται όχι στη δύναμη και την ισχύ, αλλά στην αγάπη και την ταπείνωση. Όχι στην απάντηση, αλλά στο ερώτημα. Δεν ζητάει την επιβολή, αλλά το διάλογο. Την ελευθερία της αφοσίωσης και της αμφισβήτησης. Αφού ο Χριστός στον κήπο της Γεσθημανής φοβάται το θάνατο και το μαρτύριο και ζητά εάν είναι δυνατόν να μην περάσει αυτή τη φρικτή δοκιμασία, πώς κατόπιν  φαντασιωνόμαστε οι χριστιανοί να μην έχουν το «δικαίωμα» στο φόβο, τη δυσπιστία και την αμφιβολία;  Στον κήπο της Γεσθημανής και στο σταυρό του Χριστού η ανθρώπινη κραυγή αποκτά «δικαίωμα».  Η καθ’ όλα πλήρης ανθρώπινη φύση Του φοβάται το θάνατο. Το γεγονός ότι ως Θεός γνωρίζει την Ανάσταση δεν ακυρώνει το φόβο.  Εμείς έχουμε μάθει μέσα από μια ευσεβιστική θρησκευτικότητα ότι κάθε μορφή αδυναμίας, φόβου, δυσπιστίας και αμφιβολίας, έστω κρίσεως του θελήματος του Θεού, φανερώνει απιστία, ασέβεια και εγωισμό. Ότι ο πιστός δεν έχει το δικαίωμα να φοβάται. Εάν έχεις πάρει ιατρικές εξετάσεις που δείχνουν ότι έχεις καρκίνο ή κάποια σοβαρή ασθένεια και πεις σε έναν ευσεβή «φοβάμαι», θα σου πει: «Δεν ντρέπεσαι που φοβάσαι; Πού είναι η πίστη σου στον Θεό;». Θα σε ενοχοποιήσει κιόλας, αντί να σε αναπαύσει.

Έχετε τονίσει ότι στη ζωή σας φανερώθηκε ως σιωπή η παρουσία του Θεού. Πώς μέσα από αυτή τη σιωπή βρήκατε την παρουσία Του;

Νομίζω ότι περισσότερο με βρήκε ο Θεός παρά τον βρήκα. Πέρασα πολλές δοκιμασίες με τη μορφή ασθενειών και άλλων προσωπικών περιπετειών που με οδήγησαν στα όριά μου. Έφτασα στον πάτο της κόλασης, εκεί που πέφτεις γυμνός στα πατώματα και λες: «Δεν μπορώ να αντέξω άλλο. Ας πεθάνω. Θεέ μου, αν υπάρχεις, έλα πάρε με και σώσε με». Κατάλαβα ότι ο Θεός εμφανιζόταν μέσα από τη σιωπή του. Εκεί που εγώ κραύγαζα, πονούσα, καιγόμουν και έχανα τον κόσμο, διά της σιωπής Του με  έστηνε στα πόδια μου, με αναδομούσε, με ανάσταινε, με έχτιζε εκ νέου σιγά σιγά.  Ενώ εξωτερικά όλα σου λένε ότι τελείωσες και Εκείνος φαινομενικά σιωπούσε, μια πληροφορία μέσα μου, μια εσωτερική γλύκα, που δεν μπορεί να περιγραφεί, είναι αυτό που λέμε η Χάρη, ερχόταν να με παρηγορήσει, να μου πει: «Εδώ είμαι», αυτό ήταν μια αίσθηση. Αλλά αυτό είναι ο Θεός, μια αίσθηση. 

Στο πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο σας με τίτλο «Εμπιστοσύνη» σημειώνετε ότι το μεγαλύτερο άγχος στον σύγχρονο άνθρωπο είναι ότι επιθυμεί όλα να τα ελέγχει. Τι εννοείτε;

Δυστυχώς, ο άνθρωπος δεν αντέχει να αφεθεί στο «μυστήριο του αύριο». Μία από τις μεγαλύτερες πηγές άγχους που δημιουργεί πάμπολλες νευρώσεις στον σύγχρονο άνθρωπο είναι ότι θέλει, ει δυνατόν, όλα να τα γνωρίζει και όλα να τα ορίζει. Και γιατί φοβόμαστε το αύριο; Επειδή ακριβώς  δεν μπορούμε να το ελέγξουμε. Τι είναι αυτό που μας αγχώνει; Το γεγονός ότι η ζωή στη βάση της μεταβάλλεται διαρκώς. Μπορεί τη μια στιγμή να είσαι πολύ ευτυχισμένος με την οικογένειά σου, με τα παιδιά σου, και μέσα σε λίγη ώρα να ανατραπεί όλο αυτό το σκηνικό και να βιώσεις ένα θάνατο, μια δοκιμασία, μια τραγική στιγμή. Αυτό μας φοβίζει απίστευτα. Τι κάνουμε για αυτό; Προσπαθούμε να βρούμε τρόπους με τους οποίους θα ελέγξουμε αυτό το ανεξέλεγκτο που έχει η ζωή. Τι κρύβεται πίσω από την αγωνία των ανθρώπων να ερμηνεύουν τα όνειρα; Να τους λένε το φλιτζάνι; Να έχουν διάφορες προλήψεις; Ακριβώς αυτός ο έλεγχος επί της πραγματικότητας όσο και επί του μέλλοντος. Έτσι εξηγείται και το πώς ορισμένοι άνθρωποι πιστεύουν στην τύχη. Εάν ρωτήσουμε έναν άνθρωπο τι είναι η τύχη δεν θα μπορεί να μας πει. Κι όχι άδικα, γιατί η τύχη είναι εμποτισμένη με μεταφυσική. Αυτό είναι ένα παράδοξο με τους ανθρώπους που δεν πιστεύουν στον Θεό. Την υπερβατικότητα που αρνούνται σ’ Αυτόν την αποδίδουν στην τύχη, βάζοντας τη μεταφυσική στη ζωή τους από την πίσω πόρτα. Εμείς ως χριστιανοί δεν δεχόμαστε την τύχη. Για τον χριστιανό τίποτε δεν είναι μέσα στην τυχαιότητα. Το ότι εμείς δεν καταλαβαίνουμε το συμβάν, το ότι δεν μπορούμε να το ερμηνεύσουμε, δεν σημαίνει ότι είναι τύχη. Είναι ένα βαθύτερο σχέδιο του Θεού για μας, τα κτίσματά Του, όσο και αν φαίνεται στην επιφάνεια μια δυσαρμονία. Ακριβώς, όμως, ο ίδιος μηχανισμός προσπάθειας ελέγχου των πάντων υπάρχει και στην εποχή μας και μέσα στο χώρο της Εκκλησίας. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει ντυθεί και με θρησκευτικό μανδύα, αλλά η βάση του αιτήματος είναι η ίδια, όταν διαρκώς οι πάντες ψάχνουν να βρουν έναν διορατικό γέροντα για να μάθουν το μέλλον τους, να το ελέγξουν.

Θεωρείτε πως όλοι οι άνθρωποι έχουν μεταφυσικές αναρωτήσεις. Δεν ακούγεται παράδοξο, δεδομένου ότι πολλοί είναι εκείνοι που δεν έχουν θρησκευτική πίστη;

Σε αυτές τις μεταφυσικές αναρωτήσεις δίνουν ένα μη θρησκευτικό ένδυμα, όπως με τη μεταφυσικού χαρακτήρα πίστη στην τύχη. Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για αθανασία. Μέσα στον κάθε άνθρωπο, υπάρχει μία καταγεγραμμένη δίψα και επιθυμία για ζωή. Ο άνθρωπος γεννιέται με μια κραυγή, είναι μια κραυγή για σχέση, για αιωνιότητα, για αθανασία. Το κλάμα ενός βρέφους είναι μια υπαρξιακή ανάγκη, ένας φόβος, μια εσωτερική ανασφάλεια. Με αυτήν την κραυγή το βρέφος καλεί τον άλλον, που σε αρχαϊκό επίπεδο είναι η μητέρα του, και αργότερα κι ο πατέρας του, να το φροντίσει. Πάντοτε, όμως, αυτός ο «άλλος», είτε ο φίλος είτε ο ερωτικός σύντροφος, είναι ελλειπτικός, λίγος.  Ποτέ δεν μπορεί να καλύψει αυτή τη  βαθύτερη ανάγκη για αιωνιότητα, που είναι η δίψα του απολύτου, δηλαδή του Θεού. Όπως λέει και Γιάλομ, όποιον άνθρωπο και να ξύσεις ψυχικά θα βρεις από κάτω ένα υπαρξιακό άγχος θανάτου. Δεν μπορεί να μη σε απασχολεί ότι είσαι ένα ον φθαρτό που αποδομείται μέρα τη μέρα, η απειλή του μηδενός της μοναδικότητάς σου, των αγαπημένων σου προσώπων. Στέκει εκεί απέναντί σου. Εμείς ως χριστιανοί δεν  μπορούμε να δεχθούμε  ότι ο άνθρωπος που ερωτεύεται, δημιουργεί χάνεται και εκμηδενίζεται.  Πρέπει, όμως, να σταθούμε με πολλή σοβαρότητα και ωριμότητα στο τι απορρίπτουν οι άνθρωποι που αυτοαποκαλούνται άθεοι. Διότι αν απορρίπτουν έναν Θεό που τιμωρεί, αστυνομεύει τη ζωή, κόβει κλίσεις, ποινικοποιεί τον έρωτα, τη ζωή, την πραγματικότητα, ενοχοποιεί ακόμη και την ανάσα του ανθρώπου, τότε καλά κάνoυν και Τον αρνούνται. Το ζητούμενο είναι αν ο Θεός που αποκαλύπτει ο Χριστός στον κόσμο είναι αυτός. Σαφέστατα και όχι. Συνήθως, όταν πει κάποιος «δεν πιστεύω στον Θεό», στην πραγματικότητα, αρνείται την τραυματική εμπειρία περί Θεού και όχι το ίδιο το πρόσωπο του Θεού.

Έχετε επισημάνει πως δυσκολευόμαστε να αφεθούμε στην πρόνοια του Θεού. Αυτό το άφημα, όμως, πώς διαφοροποιείται από το «έχει ο Θεός», τη μοιρολατρία και την παραίτηση;

Το άφημα στην πρόνοια του Θεού δεν είναι σε καμία περίπτωση παραίτηση από τη ζωή. Αφήνομαι δεν σημαίνει παραιτούμαι και γίνομαι ένα άβουλο ον, δεν συμμετέχω στο βίο μου, δεν παίρνω ευθύνες, δεν συμμετέχω στη διάπλαση της προσωπικής μου ιστορίας. Ο Θεός θέλει τον άνθρωπο υπεύθυνο για τη ζωή του. Ο χριστιανός είναι ο άνθρωπος της ευθύνης. Κάνει όνειρα, έχει επιθυμίες. Δεν αφήνομαι στον Θεό γιατί αισθάνομαι αδύναμος να ζήσω ή να αντιμετωπίσω την πραγματικότητα της ζωής, αλλά γιατί αγαπώ τον Θεό και τον εμπιστεύομαι και αναγνωρίζω την οντολογική μου ανεπάρκεια, ότι οντολογικά δεν είμαι αυτάρκης. Είμαι θνητός, αγωνίζομαι απέναντι στο χρόνο και τη φθορά και αναζητώ τη σχέση που φανερώνει το έσχατο νόημα των πραγμάτων. Αυτό δεν είναι αδυναμία ή άρνηση ζωής, αλλά υπαρξιακός ρεαλισμός. Ναι, δεν είμαι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Πρωταγωνιστώ, αλλά δεν ορίζω σε απόλυτο βαθμό τις καταστάσεις της ζωής. Απλά με ξεπερνάνε. Σε καμία περίπτωση, δεν ισχύει ότι επειδή πήραμε την απόφαση να εμπιστευθούμε και να αφεθούμε στον Θεό, θα εξαφανιστούν τα προβλήματα της ζωής. Εδώ είναι το λάθος που κάνουμε. Εμείς ζητάμε κατάργηση των όρων της ζωής. Η πνευματική ζωή και η εν Χριστώ πραγμάτωση δεν καταργεί την πραγματικότητα της ζωής, αλλά τη μεταμορφώνει. Και τι σημαίνει αυτό; Ότι η αρρώστια θα έρθει, οι δοκιμασίες θα έρθουν. Δεν αλλάζουν τα εξωτερικά γεγονότα, αλλά ο τρόπος που ερμηνεύεις, που βλέπεις και που τοποθετείσαι απέναντι στη ζωή.

Γιατί η αμαρτία στον χριστιανισμό έχασε τον οντολογικό της χαρακτήρα, όπως θεωρείτε, αποκτώντας μια ηθικολογική διάσταση;

Αν πεις σε έναν πιστό σήμερα «ουδείς αναμάρτητος» ή ακόμη και μια μέρα να ζήσεις είσαι αμαρτωλός, όπως λέει η Αγία Γραφή, αυτό μεταφράζεται αυτομάτως στη  συνείδηση και τη γλώσσα του ως μία ενοχή και ηθική έκπτωση, ότι ο άνθρωπος αυτός είναι κακός και ηθικά επιλήψιμος.  Δεν είναι, όμως, καθόλου έτσι. Ο χριστιανισμός, αντιθέτως, σημαίνει την απελευθέρωση από κάθε ενοχή. Αυτό έγινε επειδή οι εντολές του Θεού, από οδηγοί ζωής και ελευθερίας, από ένα υπαρξιακό manual, μετατράπηκαν σε έναν νομικισμό, στην ανάγκη να υπακούσεις σε κανόνες για να μην τιμωρηθείς από τον Θεό. Κάτι σαν τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας. Έκανες κακό, θα σου έρθει μια κλίση. Όταν η Αγία Γραφή μιλάει για την αμαρτία, στην πραγματικότητα, παρουσιάζει μια οντολογική ανθρωπολογία, ότι ο άνθρωπος είναι αμαρτωλός οντολογικά, καθώς είναι φθαρτός, κτιστός, ατελής, ελλειπτικός, κουβαλάει μέσα του θάνατο και έλλειψη και χρειάζεται να ενωθεί με το όλον, που είναι ο Θεός. Ότι, δηλαδή, σε κάθε πράγμα που κάνει υπάρχει μια μορφή έλλειψης. Ακόμη και αν κάνω την πιο ιερή, ακτιβιστική και φιλάνθρωπη πράξη, πάντα εκκρεμεί μέσα μου και ένα σκοτάδι. Μπορεί να κάνω μια φιλανθρωπία και ταυτόχρονα να υπάρχει μέσα μου ναρκισσισμός και έπαρση. Ο άνθρωπος είναι ένα ον το οποίο αστοχεί και δεν μπορεί να υπάρξει 100% ακέραιος. Σήμερα  μπορούμε να μιλήσουμε για μία νέα μορφή φοβίας στους ευσεβείς, την αμαρτοφοβία, η οποία γίνεται φιλαυτία. Ασχολείσαι όλη μέρα με τον εαυτό σου. Τι έκανα; Πώς το έκανα; Που θα πάω στην κόλαση. Όλο αυτό κρύβει μια λατρεία του εγώ. Αφήσου λίγο να τσακιστείς, να «χαλάσεις» και λίγο το προφίλ σου. Ξέρετε, πολλές φορές, στο χώρο της εκκλησίας, τα δάκρυα δεν είναι δάκρυα μετάνοιας, αλλά εγωισμού, επειδή καταστράφηκε το τσαλακωμένο εγώ μας, η βιτρίνα μας, η ιδεατή μας εικόνα.

Έχετε τονίσει πως πολλοί θέλουμε έναν Θεό μεταπράτη. Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;

Πολλοί από εμάς προσεγγίζουμε την εκκλησία με μια διάθεση φυγής  από την κοινωνία, τον εαυτό μας, τη ζωή την ίδια. Παίζουμε ένα κρυφτό. Ζητάμε έναν παπά, έναν «γέροντα» που θα πάρει πάνω του τη ζωή μας, τα προβλήματα και τον πόνο μας. Κάποιον που να προσφέρει «συνταγές» βίου, ώστε να μην υποφέρουμε, να μην πονάμε από τις αστοχίες μας. Χρησιμοποιούμε τον Θεό και τη θρησκεία για να χτίσουμε τον προσωπικό και αστικό μας μύθο. Θέλουμε έναν Θεό που θα κάνει όλα τα θελήματά μας. Επιζητούμε έναν Θεό που θα μας δίδει υγεία, θα μας βρίσκει δουλειές, θα μας χτίζει σπίτια, ένα και δύο. Έναν Θεό που θα ευλογεί τις επιχειρήσεις μας, θα μας πλουτίζει και θα έχει μερίδιο επιτυχίας στο κοινωνικό μας προφίλ. Θα περνάει τα παιδιά μας στις πανελλήνιες εξετάσεις χωρίς μόχθο και ιδιαίτερο κόπο, αδιαφορώντας που κάποιο άλλο παιδί θα χάσει αυτή τη θέση. Και ο κατάλογος των αιτημάτων από έναν Θεό «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν μας» δεν έχει τέλος. Χωρίς να αρνούμαστε ότι η εκκλησία είναι χώρος καταλλαγής, ανάπαυσης, παρηγοριάς, δεν είναι ο χώρος αυτός όπου κάποιος θα μπορούσε να επιζητήσει με έναν εξωτερικό μαγικό τρόπο την επίλυση όλων των προβλημάτων του, και μάλιστα χωρίς κόστος, ρίσκο και πόνο. Αρκετοί άνθρωποι θεωρούν αυτονόητο ότι εάν νηστεύουν, πηγαίνουν στην εκκλησία και έχουν πνευματικό, ο Θεός δεν θα τους αφήσει να αρρωστήσουν, να υποφέρουν και γενικά να πάθουν κακό. Βέβαια, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι όλα αυτά δεν υπάρχουν στα πνευματικά μονοπάτια του εκκλησιαστικού βίου. Οι άγιοι, και όχι μόνο, όλοι εκείνοι που συνθέτουν το σώμα της εκκλησίας, δεν υπήρξαν «ευνοημένα» παιδιά του Θεού. Ο λόγος του Χριστού δεν είναι παραμυθητικός προς εξυπηρέτηση μιας ναρκισσιστικής φαντασίωσης, αλλά προσπάθεια μεταμόρφωσης της πραγματικότητας.