Shedia

EN GR

23/03/2022

Η επανάσταση στο άστυ

Διακόσια χρόνια μετά την κήρυξη του αγώνα των Ελλήνων για την αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας, το αποτύπωμα εκείνων των χρόνων είναι ακόμη ευδιάκριτο στην ελληνική πρωτεύουσα.

του Σπύρου Ζωνάκη

To αποτύπωμα τόσο της οθωμανικής περιόδου όσο και της επαναστατικής είναι ακόμη ευδιάκριτο στην πόλη της Αθήνας. Ένα αποτύπωμα που παραμένει, ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό, αγνοημένο και το οποίο η «σχεδία» αποφάσισε να φωτίσει.

H Αθήνα παρέμεινε υπό οθωμανικό έλεγχο για 370 περίπου χρόνια, κατακτήθηκε λίγο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1456. Παρά την ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση, η Αθήνα δεν ήταν ένα «λασποχώρι», ήταν μια σημαντική για τα μέτρα της εποχής πόλη. Την παραμονή της επανάστασης του 1821, η Αθήνα είναι μια κοσμοπολίτικη πόλη δώδεκα χιλιάδων ψυχών, με εκατόν είκοσι εννέα εκκλησίες, οκτώ τεμένη, πέντε λουτρά και δεκαέξι βρύσες.  Άμεσα συνδεδεμένη με την επανάσταση είναι η βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Ραγκαβά (που βρίσκεται στην οδό Πρυτανείου στην Πλάκα, κοντά στην Ακρόπολη). Θωρείται η πρώτη εκκλησία της πόλης επί της οποίας τέθηκε καμπάνα. Σήμερα, η ιστορική αυτή καμπάνα στολίζει το εσωτερικό της εκκλησίας και ηχεί συμβολικά κάθε χρόνο στη δοξολογία της 25ης Μαρτίου. Η καμπάνα ήχησε για πρώτη φορά, όταν απελευθερώθηκε (προσωρινά) η Αθήνα από τους Τούρκους, στις 10 Ιουνίου 1822. Ακούστηκε πάλι στις 31 Μαρτίου 1833, όταν έφθασε η φρουρά των Βαυαρών στρατιωτών για να παραλάβει επίσημα την Ακρόπολη από τους Τούρκους.

Ίσως το πιο γνωστό τζαμί της πόλης ήταν εκείνο του Τσισδαράκη. Κατασκευάστηκε το 1759 στην πλατεία Μοναστηρακίου,, από τον βοεβόδα (Οθωμανό διοικητή) της Αθήνας, Μουσταφά Αγά Τσισδαράκη.  Σήμερα, λειτουργεί ως παράρτημα του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης.  Ο Τσισδαράκης κατεδάφισε τον δέκατο έβδομο κίονα του Ναού του Ολυμπίου Διός για να τον μετατρέψει σε ασβέστη, που θα χρησιμοποιούσε για το χτίσιμο του τζαμιού. Για αυτήν του την πράξη τιμωρήθηκε από τον σουλτάνο και έχασε τη θέση του, ενώ κατηγορήθηκε και από τους Αθηναίους ότι προκάλεσε την επιδημία της πανώλης. Κι αυτό διότι οι άνθρωποι πίστευαν πως, όταν πέφτει μια κολόνα, απελευθερώνει από τα έγκατα της γης θανατικά και συμφορές που πλήττουν τους κατοίκους της περιοχής.  Ένα άλλο διασωθέν μνημείο της οθωμανικής περιόδου είναι ο μεντρεσές, ένα οθωμανικό ιεροσπουδαστήριο του 1721 (που βρίσκεται στην Πλάκα).  Ο μεντρεσές ήταν Θεολογική Σχολή. Ο μεντρεσές είχε παρόμοια λειτουργία με τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, μόνο που η φοίτηση ήταν πολυετής: διαρκούσε είκοσι με είκοσι πέντε χρόνια. Μάλιστα, διδάσκονταν τέσσερα μαθήματα: α) «Δίκαιο», με βάση το Κοράνι, β) «Θεολογία», γ) «Φιλολογία» και δ) «Φιλοσοφία». Ο Μεντρεσές, μάλιστα, λίγο πριν από την επανάσταση του 1821 είχε μετατραπεί σε φυλακή.

ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΛΥΣΙΚΡΑΤΟΥΣ

Χαρακτηριστικό δε της πολυπολιτισμικότητας της Αθήνας είναι πως  στη γειτονιά της Πλάκας, εκεί όπου βρίσκεται το μνημείο του Λυσικράτους, από την κλασική αρχαιότητα, υπήρχε από το 1669 ένα επιβλητικό καθολικό μοναστήρι των μοναχών Καπουτσίνων. Οι καπουτσίνοι είχαν μετατρέψει, δε, το μνημείο σε παρεκκλήσι.  Στη μονή υπήρχαν διάσημα για την εποχή μποστάνια, ενώ η πύλη της βρισκόταν μπροστά από την είσοδο της Αθήνας «Καμαρόπορτα».  Η Μονή των Καπουτσίνων ανθούσε και μεταφορικά, καθώς ευημερούσε οικονομικά, έχοντας τη συνδρομή του γαλλικού κράτους. Στον ανθισμένο κι ευχάριστο αυτό χώρο φιλοξενήθηκαν διάσημοι περιηγητές, όπως ο γάλλος λογοτέχνης Σατωβριάνδος (1806) και ο φιλέλληνας άγγλος αριστοκράτης και ποιητής Λόρδος Βύρων (1810-1811). Τον Απρίλιο του 1827, κατά την πολιορκία της πόλης από τους Τούρκους, η μονή κάηκε ολοσχερώς, ενώ το Μνημείο του Λυσικράτους σώθηκε με λίγες φθορές.  

Στη διασταύρωση των δρόμων Μητροπόλεως και Πεντέλης, αντιστέκεται στο χρόνο το εκκλησάκι της Αγίας Δυνάμεως, που χτίστηκε στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Εδώ προσκυνούσαν οι επίτοκες Αθηναίες για να πάρουν δύναμη και να γεννήσουν καλά και με ασφάλεια τα παιδιά τους. Από εδώ, επίσης, έπαιρναν δύναμη και οι αγωνιστές του ’21. Στην αυλή και τα πλαϊνά κτίρια του ναού, λίγο πριν από την εξέγερση, ο πυροτεχνουργός της Αθήνας μαστρο-Παυλής Αλέξης ο Μπαρουξής είχε στήσει εργαστήριο όπου κατασκεύαζε πυρομαχικά. Το πλέον έμπιστο άτομο για τη μυστική μεταφορά των πυρομαχικών εκτός πόλεως ήταν η Μαρία Μπινιάρη, η επονομαζόμενη κυρα-Μανώλαινα. Κάτω από τα άπλυτα ρούχα που πήγαινε δήθεν για πλύνει στον Ιλισό ποταμό, κουβαλούσε το πολύτιμο φορτίο και το παρέδιδε σε ασφαλή χέρια, προκειμένου να αξιοποιηθεί στον επικείμενο αγώνα.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ

Το ξημέρωμα της 25ης Απριλίου 1821 οι Αθηναίοι, με τη σημαία της Επανάστασης να κυματίζει στην ανοιξιάτικη αύρα, κατευθύνονται προς την πόλη τους. Εισβάλλουν από δύο κεντρικές πύλες, της Μπουμπουνίστρας (στις οδούς Όθωνος και Αμαλίας, δίπλα στην πλατεία Συντάγματος) και των Αγίων Αποστόλων (στη συνοικία του Ψυρρή). Η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων έπαιζε κεντρικό ρόλο στη ζωή του Ψυρρή κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και του απελευθερωτικού αγώνα.

Στον αυλόγυρο της εκκλησίας θάφτηκε ο οπλαρχηγός Παναγής Κτενάς, που είχε ορκιστεί πρώτος φρούραρχος της Αθήνας, ο οποίος σκοτώθηκε σε ατύχημα κατά τους πανηγυρισμούς για την απελευθέρωση της Αθήνας την 10η Ιουνίου 1822, αλλά και πολλοί ήρωες της επανάστασης από την περιοχή του Ψυρρή. Μάλιστα, όταν οι Τούρκοι επέστρεψαν στην Αθήνα (1826), ο τότε φρούραρχος Γιάννης Γκούρας έστησε πλάι στην εκκλησία κανόνια για την άμυνα της πόλης. Η εκκλησία χτυπήθηκε από το τούρκικο πυροβολικό, ευτυχώς όμως οι ζημιές δεν ήταν σοβαρές.

H πολιορκία του Κάστρου της Ακροπόλεως από τους Έλληνες κράτησε 13 μήνες (από το Μάιο του 1821 ώς τον Ιούνιο του 1822). Το κεντρικό κτίριο των Προπυλαίων χρησιμοποιήθηκε ως πυριτιδαποθήκη των Οθωμανών. Το κάστρο της Ακρόπολης αποτελούσε τον κατεξοχήν τούρκικο μαχαλά της πόλης, με πάρα πολλά μικρά σπιτάκια, ενώ ο Παρθενώνας είχε μετατραπεί σε τζαμί.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΚΑΔΗ

Πολύ λίγες από τις ιδιωτικές κατοικίες της επαναστατικής ή προεπαναστατικής περιόδου έχουν σωθεί στην Αθήνα. Μία από αυτές είναι το αρχοντικό που δεσπόζει ακόμη και σήμερα στο βάθος ενός παλαιού κήπου, στην οδό Τριπόδων 32, στην Πλάκα. Πρόκειται για το «σπίτι του καδή», του θρυλικού τελευταίου καδή (δικαστή) της Αθήνας, του Χατζή Χαλήλ Εφένδη. Όταν του ζητήθηκε –στις 10 Απριλίου 1821–  να υπογράψει τον φετφά (επίσημη νομική γνώμη) για να θανατωθούν προληπτικώς 3.000 Έλληνες Αθηναίου, ώστε σε ενδεχόμενη σύρραξη να μην υπερτερούν των ολιγότερων Τούρκων, εκείνος αρνήθηκε. Ο μουσουλμάνος ανώτατος αξιωματούχος με αυτή την πράξη ανθρώπινης αλληλεγγύης προς τους Αθηναίους χριστιανούς, οι οποίοι δεκαπέντε μέρες μετά κήρυξαν την επανάσταση κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ουσιαστικά υπέγραψε τη θανατική του καταδίκη. Γνώριζε τις συνέπειες της άρνησής του, εντούτοις αποφάσισε αυτό το αιρετικό τόλμημα. Μετά την υπέρβασή του αυτή, ο σουλτάνος τον κάλεσε στην Κωνσταντινούπολη και διέταξε το θάνατό του. Ένα από τα σπίτια που έχουν διασωθεί από την περίοδο της Τουρκοκρατίας (στη συμβολή των οδών Κέκροπος και Θουκυδίδου στην Πλάκα) είναι εκείνο του άγγλου ιστορικού Τζωρτζ Φίνλεϋ. Το βαθύ ενδιαφέρον του για τον αγώνα ανεξαρτησίας των Ελλήνων τον κέρδισε και εγκατέλειψε τις σπουδές του το 1823, για να επισκεφθεί την Ελλάδα. Το 1856, έγραψε την «Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης».

Η ΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ

Οι πολύχρονοι και σκληροί αγώνες για την απελευθέρωση της Αθήνας είχαν μετατρέψει σε ερείπια τα περισσότερα σπίτι. Ένα από τα λίγα που έμειναν όρθια μετά την επανάσταση ήταν εκείνο που φιλοξένησε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη από το 1835 ώς τον Φεβρουάριο του 1843, οπότε και άφησε την τελευταία του πνοή. Το σπίτι βρισκόταν στη συμβολή των σημερινών οδών Λέκκα και Κολοκοτρώνη (τότε ονομαζόταν οδός Ανακτόρων). Το σπίτι αυτό κατεδαφίστηκε και στη θέση του χτίστηκε στη δεκαετία του 1920 ένα τριώροφο που υπάρχει ώς σήμερα. Το 1837, μια ομάδα αγωνιστών ένωσαν τις δυνάμεις τους γύρω από το αίτημα να τιμηθεί για πρώτη φορά η επέτειος της Επανάστασης του 1821.  Όπως διεμήνυσε όμως, το παλάτι, δεν υπήρχαν χρήματα για τον εορτασμό.

Οι οργανωτές δεν κάμφθηκαν και, με μια επιλογή με πολλούς συμβολισμούς, αποφάσισαν να τιμήσουν το γεγονός μπροστά στο σπίτι του Θόδωρου Κολοκοτρώνη. Η συμμετοχή επέβαλε την επόμενη χρονιά την έκδοση βασιλικού διατάγματος, με το οποίο καθιερώθηκε επίσημα η εθνική επέτειος της 25ης Μαρτίου.

Στην ανάγκη ανάδειξης της οθωμανικής αλλά και της επαναστατικής περιόδου της Αθήνας στέκεται η αθηναιογράφος και ξεναγός κ. Άρτεμις Σκουμπουρδή. «Οι περισσότεροι ξένοι επισκέπτες έχουν συνδέσει την Ελλάδα με την αρχαιότητα και την Αθήνα με την Ακρόπολη ή την αρχαία αγορά. Αγνοούν την Αθήνα της οθωμανικής περιόδου ή της επανάστασης. Όταν, όμως, περιηγούνται στα μνημεία που έχουν απομείνει από εκείνη την εποχή  και τους λέω πώς μια χούφτα άνθρωποι ξεσηκώθηκαν χωρίς όπλα, μένουν με το στόμα ανοιχτό, επιδεικνύουν μεγάλο ενδιαφέρον», μας λέει η κ. Σκουμπουρδή.

  • Με στοιχεία από τα βιβλία της κ. Αρτέμιδος Σκουμπουρδή «Μοναστηράκι-Πλάκα. Οι γειτονιές των θεών», εκδόσεις Πατάκη, 2016 και «Ψυρρή. Η γειτονιά των ηρώων», εκδόσεις Πατάκη, 2006.

Φωτογραφία: Γιάννης Ζινδριλής