Shedia

EN GR

23/10/2024 Σπύρος Ζωνάκης

Διδάσκοντας τη σιωπή

Παρίσι, 17 Οκτωβρίου 1961. Η αστυνομία συγκρούεται με χιλιάδες Αλγερινούς που διαδηλώνουν υπέρ της ανεξαρτησίας της Αλγερίας. Ο νεαρός γάλλος καθηγητής Ιστορίας Ροζέ Τιρώ διαπράττει το λάθος να περνάει πολύ κοντά από τη διαδήλωση που είχε εκατοντάδες θύματα. Πέφτει κι εκείνος νεκρός. Ο θάνατός του θεωρείται μια παράπλευρη απώλεια της αστυνομικής καταστολής. Είκοσι χρόνια αργότερα, στην Τουλούζ, ο γιος του καθηγητή δολοφονείται. Ο επιθεωρητής Καντέν αναλαμβάνει την υπόθεση. Οι επίμονες έρευνές του θα ανασύρουν οδυνηρές μνήμες και θα ρίξουν φως σε γεγονότα που ως τότε είχαν επιμελώς αποσιωπηθεί.

Με το αστυνομικό μυθιστόρημα «Έγκλημα και μνήμη» (που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Πόλις») ο Ντιντιέ Ντενένξ προκάλεσε σάλο στη γαλλική κοινή γνώμη, το 1983, φέρνοντας στο προσκήνιο τη μαζική σφαγή των αλγερινών διαδηλωτών στο Παρίσι τον Οκτώβριο του 1961, την οποία οργάνωσε με πρωτοφανή βιαιότητα και ρατσιστικό μίσος ο αρχηγός της αστυνομίας Μωρίς Παπόν (ο οποίος καταδικάσθηκε το 1998 ως εγκληματίας πολέμου για τη σύλληψη και αποστολή στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης των Εβραίων του Μπορντώ). Πέπλος σιωπής «για πατριωτικούς λόγους» επιβλήθηκε στον Τύπο για αυτή την υπόθεση. Πολλά χρόνια αργότερα, η ιστορική έρευνα θα κατορθώσει να την αποκαλύψει πλήρως. Το «Έγκλημα και μνήμη» συνετέλεσε καθοριστικά στο να γίνει ευρύτερα γνωστή η μελανή αυτή σελίδα της σύγχρονης γαλλικής ιστορίας. Το 1999, η Εισαγγελία του Παρισιού αναγνώρισε και επίσημα τη διάπραξη του εγκλήματος, ενώ το γαλλικό Υπουργείο Παιδείας ενέταξε το «Έγκλημα και μνήμη» στο σχολικό πρόγραμμα των λυκείων της χώρας. Η εκπαιδευτική χρήση του συγκεκριμένου πολιτικού νουάρ μυθιστορήματος είναι απτή απόδειξη ότι στη Γαλλία, γίνονται τολμηρά βήματα να αναμετρηθεί το σχολείο με (κάποιες από) τις πλέον σκοτεινές, τραυματικές και επίμαχες στιγμές της ιστορίας της χώρας.

Ο δωσιλογισμός, τo καθεστώς του Βισύ και η ευθύνη του στην εκτόπιση των Γαλλοεβραίων στα στρατόπεδα εξόντωσης, ο πόλεμος της Αλγερίας, η γαλλική βία κατά την αποικιοκρατία, η ιστορία της μετανάστευσης είναι μερικά από τα πιο συγκρουσιακά ζητήματα της πρόσφατης γαλλικής ιστορίας που τίθενται επί τάπητος, πλέον, στο σχολείο. «Τα τελευταία είκοσι χρόνια, από το “εθνικό μυθιστόρημα” μιας αγιογραφημένης γαλλικής ιστορίας, έχουμε περάσει σε μια σχολική ιστορία όπου τα “ευαίσθητα” ζητήματα αποτελούν αντικείμενο διδασκαλίας. Ξεσκεπάζουμε ανοιχτά στις τάξεις αποσιωπήσεις και εθνικές αμνησίες. Τα σχολικά εγχειρίδια του 2011, για παράδειγμα, είναι πλήρη αναφορικά με τα βασανιστήρια και τις φρικαλεότητες που διέπραξε ο γαλλικός στρατός στην Αλγερία, όπως η σφαγή στην πόλη Σετίφ το 1945. Πρέπει να εξηγήσουμε στους μαθητές ότι η γαλλική δημοκρατία κατά την αποικιοκρατία και τον πόλεμο της Αλγερίας ήταν σε ευθεία αντίφαση με τις πιο θεμελιώδεις αξίες της, φροντίζοντας, ταυτόχρονα, να μη σιχαθούν τη Γαλλία. Μία λεπτή ισορροπία. Πρέπει, όμως, να διαμορφώσουμε τους αυριανούς γάλλους πολίτες», σημειώνει στη «σχεδία» ο κ. Μπενουά Φαλέζ, σχολικός επιθεωρητής Ιστορίας στο γαλλικό Υπουργείο Παιδείας. Όντως, δεν λείπουν οι κρίσιμες παραλείψεις και οι ενδοσχολικές εντάσεις. «Ένας καθηγητής Ιστορίας σε γυμνάσιο, χαρακτηριστικά, είχε σχολιάσει: “Έχω το αίσθημα ότι ορισμένοι μαθητές, κυρίως οι μαθητές από το Μαγκρέμπ, είναι εχθρικοί προς τη Γαλλία, και η μόνη τους έγνοια είναι να μη θεωρούνται Γάλλοι. Έτσι, προσπαθώ να κάνω το μάθημά μου χωρίς να ενισχύω την εχθρότητα προς τη Γαλλία. Υπάρχουν πηγές τις οποίες αναρωτιέμαι αν θα πρέπει ή όχι να παρουσιάσω. Κυρίως για τα βασανιστήρια στην Αλγερία”. Άλλοι εκπαιδευτικοί αναφέρουν αντιδράσεις, κυρίως μαθητών αραβικής καταγωγής, κατά τη διδασκαλία του Ολοκαυτώματος: “Συσχετίζουν το Ολοκαύτωμα με όσα συμβαίνουν τώρα στη Μέση Ανατολή. Μας κατηγορούν ότι μιλάμε πολύ για τους Εβραίους και λιγότερο για τους μουσουλμάνους”, μας λένε. Η διδασκαλία της εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης μπορεί να γίνει με αποτελεσματικότητα όταν δεν αγνοεί την αποικιακή ιστορία και τη συμπερίληψη και άλλων μνημών, αποφεύγοντας, όμως, “ανταγωνισμούς της μνήμης”», προσθέτει ο κ. Φαλέζ. Η Γαλλία, ωστόσο, δεν αποτελεί μια ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα αναφορικά με τον κριτικό αναστοχασμό του παρελθόντος της στις σχολικές τάξεις. Και στη Γερμανία γίνεται θαρρετά λόγος στα σχολεία για τα μαζικά εγκλήματα του ναζισμού. Οι εκπαιδευτικοί, μάλιστα, ενθαρρύνουν τις συζητήσεις με επιζήσαντες, καθώς και τις επισκέψεις σε τόπους μνήμης και στρατόπεδα.Πού εντοπίζει, όμως, την προβληματική διάσταση στη διδασκαλία του ναζισμού ο κ. Πέτερ Κάριερ, ερευνητής στο γερμανικό ινστιτούτο για τα σχολικά εγχειρίδια «Georg Eckert»; «Τα εγχειρίδια βρίθουν από αναφορές του τύπου “κατά τη δικτατορία του εθνικοσοσιαλισμού” ή “υπό την εξουσία του Χίτλερ”. To ναζιστικό καθεστώς προσωποποιείται στον Χίτλερ. Υπάρχει η τάση να μην κατονομάζεται ο γερμανικός λαός. Πρέπει να αλλάξει αυτή η απλοϊκή αφήγηση στα σχολικά βιβλία που τοποθετεί τον Χίτλερ στο κέντρο κάθε δράσης. Μοιραία, το 90% των μαθητών ηλικίας 15 χρόνων θεωρούν τον Χίτλερ υπεύθυνο για τον Δεύτερο και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ακόμη και για την ανέγερση του τείχους του Βερολίνου! Είναι αναγκαίο, λοιπόν, να εντάξουμε στο σχολείο τη διδασκαλία της ιστορίας του παρόντος χρόνου όπως και του ψυχρού πολέμου», σχολιάζει, μιλώντας στη «σχεδία».

Και αν στην Ολλανδία σκοπός των αναλυτικών προγραμμάτων ιστορίας είναι η επίγνωση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από την άσκηση της ιδιότητας του πολίτη (διόλου τυχαίο που στο μάθημα της ιστορίας οι μαθητές πραγματεύονται την ευθύνη των ολλανδών κυανόκρανων για τη σφαγή των μουσουλμάνων από τις σερβοβοσνιακές δυνάμεις στη Σρεμπρένιτσα το 1995), τι συμβαίνει στη χώρα μας; Ποιος είναι ο στόχος της σχολικής ιστορίας; Κοιτάζει κατάματα τα πιο «ευαίσθητα» θέματα του παρελθόντος μας; «Ο ρόλος που ανατέθηκε στη σχολική ιστορία ήδη από τον 19ο αιώνα, και ουσιαστικά εκσυγχρονισμένος παραμένει μέχρι σήμερα, είναι να ενσταλάξει εθνική συνείδηση. Η καλλιέργεια του εθνικού αισθήματος περιλαμβάνεται ακόμη στους νόμους για την εκπαίδευση. Αυτός, όμως, ρόλος υπονομεύει το στοίχημα για την έγκυρη αφήγηση του παρελθόντος. Η σχολική ιστορία συνεχίζει να αφηγείται μια ηρωϊκή και πένθιμη βιογραφία ενός αρχέγονου και ανάδελφου έθνους. Αυτό που κάνει είναι να παίρνει μονομερώς τις σελίδες για τις οποίες μπορούμε να υπερηφανεύομαστε, να τις διογκώνει και να τις εξιδανικεύει, αποσιωπώντας ή υποφωτίζοντας τις μελανές, όπως οι εμφύλιοι πόλεμοι της Επανάστασης του 1821. Σαν όλο το ελληνικό έθνος, ενωμένο, να είναι απέναντι στους Οθωμανούς. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, ο μαθητής διαμορφώνει τη σκέψη του μανιχαϊστικά, μαύρο-άσπρο, ότι οι Έλληνες είναι πάντοτε οι καλοί της ιστορίας που τους δυναστεύουν κάποιοι άλλοι. Όταν έρχεται, όμως, μετά ως ενήλικος στην πραγματική ζωή να αναλύσει αυτά που εκτυλίσσονται στην εποχή του, δεν μπορεί να κάνει ορθή ανάγνωση του κόσμου γύρω του», σημειώνει ο Χάρης Αθανασιάδης, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και συγγραφέας του βιβλίου «Τα αποσυρθέντα βιβλία. Έθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα, 1858-2008». «Παρ’ όλ’ αυτά, υπήρξαν βιβλία –λιγοστά, βέβαια– τα οποία εγκρίθηκαν κατά καιρούς ως σχολικά εγχειρίδια, παρότι απέκλιναν σημαντικά από τον κανόνα. Μα και πάλι, τα “αιρετικά” εγχειρίδια δεν μακροημέρευσαν. Αποσύρθηκαν υπό το βάρος των ιδεολογικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων που ξέσπασαν αμέσως μετά την εισαγωγή τους στα σχολεία», συνεχίζει. Την κατασκευή μύθων και τη διαχείριση της μνήμης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στα ελληνικά σχολικά εγχειρίδια ιστορίας ερεύνησε, από την πλευρά του, ο Άγγελος Παληκίδης, καθηγητής Διδακτικής της Ιστορίας στο ΔΠΘ. «Οι αντίπαλοι θεωρούνται πάνω απ’ όλα Ιταλοί και Γερμανοί και όχι φασίστες ή ναζί. Ουσιαστικά οι μαθητές δεν μαθαίνουν τι είναι ναζισμός και φασισμός. Δεν συνειδητοποιούν ότι οι ιδεολογίες αυτές δεν είναι εθνικές, ότι πολίτες οποιασδήποτε εθνικότητας θα μπορούσαν να τις ασπαστούν. Στην ιστορία της Γ΄ Λυκείου οι σχολικοί συγγραφείς επιδιώκουν να καλλιεργήσουν το μύθο της πανεθνικής αντίστασης των Ελλήνων απέναντι στις δυνάμεις του Άξονα. Οι δωσιλογικές κυβερνήσεις δεν αναφέρονται πουθενά, όπως δεν αναφέρονται και τα Τάγματα Ασφαλείας, η μαύρη αγορά και οι ελληνικές φιλονζιστικές οργανώσεις, ενώ οι αντιστασιακές οργανώσεις παρουσιάζονται συνοπτικά και με ουδέτερο τρόπο, απογυμνωμένες από τα πολιτικά τους χαρακτηριστικά. Επίσης, περίπου δικαιολογείται η επιβολή του μεταξικού καθεστώτος, ενώ αποφεύγεται να χαρακτηριστεί φασιστικό ή ολοκληρωτικό». Πώς χειρίστηκε, όμως, ο ίδιος με τους μαθητές του της Γ’ Λυκείου, όταν υπηρετούσε ως εκπαιδευτικός στην Καβάλα, το συγκρουσιακό γεγονός του πολέμου; «Πραγματευτήκαμε ανοιχτά τον δωσολογισμό. Μελετήσαμε αντικρουόμενες μεταξύ τους πηγές: κείμενα δωσιλόγων και των γερμανών κατακτητών και τις προκηρύξεις των αντιστασιακών οργανώσεων, αναδεικνύοντας και τις διαφορετικές στοχεύσεις τους. Δεν υπαγόρευα ιστορική ερμηνεία στους μαθητές μου. Προσπαθούσα να τους δώσω όσο πιο πολλές πηγές γίνεται, ώστε να διαμορφώσουν οι ίδιοι κριτική στάση απέναντι στα πράγματα. Όλα αυτά τα θέματα ήταν πρωτόγνωρα για τα παιδιά. Αυτό που, κυρίως, τους απασχολούσε ήταν αν, τελικά, τιμωρήθηκαν ο δωσίλογοι κι αν υπάρχουν οικογένειες σήμερα στην πόλη των οποίων οι πρόγονοι επωφελήθηκαν από τη συνεργασία τους με τους κατακτητές και έκαναν περιουσία».Ο κύριος Παληκίδης είναι μέλος της Επιτροπής για τη αναμόρφωση του προγράμματος σπουδών της Ιστορίας, σε όλες τις σχολικές βαθμίδες, οι προτάσεις της οποίας έχουν παραδοθεί εδώ και αρκετούς μήνες στο Υπουργείο Παιδείας. «Ευελπιστούμε να γίνουν δεκτές. Στόχος τους είναι το μάθημα της ιστορίας να συμβάλει, επιτέλους, στην καλλιέργεια δημοκρατικής συνείδησης και κριτικής σκέψης. Ένας άλλος άξονας είναι να αναδείξουμε και άλλες πτυχές της ζωής του παρελθόντος, πέρα από τη μεγάλη πολιτικοστρατιωτική ιστορία, όπως η ιστορία της παιδικής ηλικίας, της γυναίκας, του πολιτισμού, η ιστορία των τοπικών κοινοτήτων, ακόμη και η οικογενειακή ιστορία, με την οποία ξεκινάμε στη Γ’ Δημοτικού, ώστε τα παιδιά να γνωρίσουν την ιστορία των παππούδων τους, να παρατηρήσουν τις οικογενειακές φωτογραφίες ή τα ημερολόγια των δικών τους ανθρώπων. Μια άλλη καινοτομία είναι ότι θεσπίζεται θεματικός φάκελος, όπου οι μαθητές θα ερευνούν ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Το σχολικό εγχειρίδιο από Βίβλος και μοναδική πηγή γνώσης γίνεται απλώς ένα εργαλείο του εκπαιδευτικού. Μπορεί να χρησιμοποιήσει π.χ. ντοκιμαντέρ, λογοτεχνικά έργα, κινηματογραφικές ταινίες».

Ποια θέση, όμως, θα κατέχουν σε αυτό τα επίμαχα ζητήματα της σύγχρονης ιστορίας; «Θέλοντας να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα ότι με το ζόρι οι εκπαιδευτικοί φθάνουν να διδάξουν μέχρι το ’40, στην Α’ Λυκείου θα διδαχθούν όλα τα μεγάλα ζητήματα του 20ου αιώνα και 21ου αιώνα. Κατοχή, εμφύλιος, μετεμφυλιακό κράτος, δικτατορία, κυπριακό ζήτημα, ψυχρός πόλεμος, κατάρρευση του τείχους, μεταψυχροπολεμική εποχή, από το περιθώριο, τοποθετούνται στον πυρήνα της ιστορικής εκπαίδευσης», καταλήγει.Τη δική της εμπειρία από την αναμέτρηση με το σκοτεινό παρελθόν της εξόντωσης των ελλήνων εβραίων στη σχολική τάξη αφηγείται στη «σχεδία» η σχολική σύμβουλος στη Μεσσηνία και δρ. Ιστορίας Βασιλική Σακκά (μέλος και εκείνη της επιτροπής για την αναμόρφωση της σχολικής ιστορίας). «Κομίζουμε γλαύκα εις Αθήνας αν αναφέρουμε ότι το ελληνικό σχολείο δεν προσεγγίζει επαρκώς το Ολοκαύτωμα. Μεταξύ άλλων, η σχολική ιστορία δεν αναφέρεται, για παράδειγμα, στους συνεργάτες των ναζί κατακτητών και στους δωσιλόγους, στις υφαρπαγές των εβραϊκών περιουσιών μετά τον πόλεμο, στις πολλές και δύσκολες πτυχές του ελληνικού εμφυλίου. Σε έρευνα που διεξήγαγα σε εκπαιδευτικούς που διδάσκουν ιστορία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη Μεσσηνία αναδεικνύεται μία αντίφαση. Από τη μία, η πλειονότητα των εκπαιδευτικών αναγνώριζε τη σημασία της προσέγγισης των “δύσκολων” θεμάτων. Από την άλλη, όμως, δήλωναν ότι αισθάνονται ανασφαλείς και όχι καλά εξοπλισμένοι για να αντιμετωπίσουν επίμαχα θέματα, γι’ αυτό και τα αποφεύγουν, επιλέγοντας την “ασφάλεια στη σιωπή”. Ωστόσο, και τα τραύματα πρέπει κάποια στιγμή να γίνονται αντικείμενο διδακτικής επεξεργασίας ώστε να θεραπεύονται», σημειώνει. «Μελετήσαμε στην τάξη (στη Γ’ Λυκείου σε σχολείο της Πετρούπολης) την ιδεολογία και την άνοδο του ναζισμού, το μηχανισμό εξόντωσης των Εβραίων, την οικοδόμηση “πρόθυμων” δημίων. Είδαμε αποσπάσματα από τη “Λίστα του Σίντλερ” και το “Αμήν” του Γαβρά, η οποία θέτει το ζήτημα της προσωπικής ηθικής ευθύνης και μετά ανοίγαμε συζήτηση για το ναζιστικό φαινόμενο. Αναφερθήκαμε στην παρουσία του εβραϊκού στοιχείου στην Ελλάδα (Ρωμανιώτες-Σεφαραδίτες). Μελετήσαμε τα ποσοστά εξόντωσης των Ελλήνων Εβραίων. Γιατί αυτά ήταν 93% στη Θεσσαλονίκη και 48% στη Χαλκίδα ή 31% στην Καρδίτσα; Και προσπαθούσαμε να δούμε και τη στάση των ντόπιων πολιτών απέναντι στους συμπολίτες τους. Τα περισσότερα παιδιά δεν μπορούσαν να φανταστούν την ελληνική διάσταση του Ολοκαυτώματος. Αγνοούσαν την ύπαρξη εβραϊκής κοινότητας στη χώρα μας. Πολλά παιδιά με ρωτούσαν γιατί οι επιζώντες δεν διεκδίκησαν τις περιουσίες τους. Προσπαθούσα να τους εξηγήσω ότι μεταπολεμικά ήταν τέτοιο το πλαίσιο στη χώρα μας, που δεν τους βοηθούσε να τις ανακτήσουν», συμπληρώνει.Μπορεί, όμως, να διδαχθεί το συγκρουσιακό και τραυματικό γεγονός του εμφυλίου βιωματικά και μέσα από το θεατρικό παιχνίδι; Αυτό επιχείρησε η εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Ζέτα Παπανδρέου (επίσης μέλος της επιτροπής για την αναμόρφωση της σχολικής ιστορίας) στην τάξη της Γ’ Λυκείου του ιδιωτικού σχολείου της Αθήνας όπου υπηρετεί. «Το πρότζεκτ με θέμα “H γυμνή ζωή των γυναικών πολιτικών κρατουμένων” βασιζόταν στο βιβλίο της Μαρίας Καραγιώργη “Περιμένοντας την ειρήνη” και περιλάμβανε όψεις της ζωής των γυναικών πολιτικών κρατουμένων, δηλαδή την άσκηση βίας σε βάρος τους, την προάσπιση της αξιοπρέπειάς τους και τον έρωτα και το θάνατο στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Στο πλαίσιο της ενσυναίσθησης, είχαμε ένα δρώμενο που λεγόταν ο “διάδρομος της συνείδησης”. Εκεί στεκόταν ένα μέλος της ομάδας που υποδυόταν μια μητέρα πολιτική κρατούμενη, η οποία αντιμετωπίζει τα διλήμματα: “Τι είναι το καλύτερο για την τύχη του παιδιού μου; Να κρύβεται σε φιλικά σπίτια, να είναι σε μια ανάδοχη οικογένεια, να βρεθεί σε μία από τις παιδουπόλεις; Να υπογράψω δήλωση μετανοίας και να βρεθώ κοντά του;”. Η πρωταγωνίστρια περνούσε ανάμεσα από τους συμμαθητές της, που της ανακοίνωνε ο καθένας τι θα έκανε αν ήταν στη θέση της. Εκείνη, ακούγοντας τα επιχειρήματα εκατέρωθεν, προσπαθούσε να διαμορφώσει τη δική της άποψη. Στο τέλος, όταν πια είχε διασχίσει όλον το διάδρομο, ήταν σε θέση να κάνει μια κατασταλαγμένη ανακοίνωση και να δικαιολογήσει την απόφασή της», σημειώνει η κ. Παπανδρέου.

«Τα παιδιά ένιωσαν ότι συμμετέχουν σε κάτι ενεργό. Ότι όλο αυτό τα αφορά. Eίχαν το θάρρος της γνώμης τους, και εμένα μου άρεσε πολύ αυτό, το να εκφράζει ο καθένας την πεποίθησή του. Σεβόμασταν την κάθε άποψη. Τα παιδιά είχαν διαφορετικές πολιτικές ταυτότητες, άλλα προέρχονταν από αριστερά κι άλλα από δεξιά περιβάλλοντα. Ακόμη και εκείνα που ήταν πιο σκληροπυρηνικά μαλάκωσαν. Η συζήτηση μεταξύ τους, η χρήση επιχειρημάτων τούς δημιούργησε νοητικές και συναισθηματικές εκκρεμότητες σε κάποια στεγανά», συμπληρώνει η κ. Παπανδρέου.Μία βιωματική διδασκαλία του φαινομένου του ναζισμού υλοποίησε, από την πλευρά της, η εκπαιδευτικός Κατερίνα Μπρεντάνου στη Γ’Λυκείου, στην Ιωνίδειο Σχολή του Πειραιά. «Ήθελα οι μαθητές να αναπτύξουν την ικανότητα να “ζήσουν” άλλων ανθρώπων ζωές, να “μεταφερθούν” στη δική τους πραγματικότητα, να αναζητήσουν το “γιατί” έπραξαν όπως έπραξαν σε συγκεκριμένες στιγμές και συνθήκες ώστε να απαντήσουν γιατί συνέβη και πώς μπορεί να μην ξανασυμβεί. Για παράδειγμα, πρόβαλα βιντεάκια με ομιλίες του Χίτλερ και παρατηρούσαμε έναν πιτσιρικά που βαράει ένα ταμπούρλο. Στόχος ήταν να βιώσουν το κλίμα της εποχής, να “ηλεκτριστούν” από τη δύναμη της μάζας, να αντιληφθούν το “πάθος” των λόγων του Χίτλερ, να αφεθούν στη “μαγεία” της προπαγάνδας, να ενημερωθούν για το πρόγραμμα του κόμματος των ναζί», υπογραμμίζει. «Για να δείξω ότι ο ναζισμός δεν προσδιορίζεται εθνικά και δεν αφορά μόνο τη Γερμανία και τους Γερμανούς, χρησιμοποίησα της συγκλονιστική μαρτυρία της Ελένης Νανακούδη, που έζησε σε ηλικία 10 ετών τη σφαγή των κατοίκων του Χορτιάτη στις 2 Σεπτεμβρίου 1944. Ο δημοσιογράφος τη ρωτά στο τελος: “Πώς εξηγείτε αυτά που συνέβησαν;” και απαντά: “Εγώ; Πώς να τα εξηγήσω; Οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν άνθρωποι, ήταν τέρατα”. Σταματούσα το βίντεο εκεί και ρωτούσα τα παιδιά: “Ποια ήταν αυτά τα τέρατα;” Η άμεση απάντησή τους ήταν: “Οι Γερμανοί”. H σφαγή, όμως, στο χωριό Χορτιάτη είχε γίνει από έλληνες ναζιστές. Τα παιδιά σοκαρίστηκαν. Αγνοούσαν ότι υπήρχαν έλληνες συνεργάτες των ναζί, γιατί έβλεπαν μόνο την ηρωϊκή πλευρά των Ελλήνων, δεν τους βοηθούσε κανείς να ανοίξουν αυτό το θέμα. Είναι απαραίτητο, όμως, να υπάρξει αυτό το παιδαγωγικό σοκ για να τους μείνει κάτι», συμπληρώνει η κ. Μπρεντάνου.