Σωκράτης Δημοτίκαλης, 52 ετών
«Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που δεν της έλειψε τίποτα. Τόσο ο πατέρας μου όσο και η μητέρα μου μας είχαν εξασφαλίσει μια άνετη ζωή. Εργαζόμουν ως υδραυλικός και είχα καταφέρει μέσα από τη δουλειά μου να είμαι σε καλή οικονομική κατάσταση. Όταν πέθανε ο πατέρας μου μοιράστηκε η περιουσία του κι εγώ κράτησα μόνο το σπίτι που έμενα. Η υπόλοιπη περιουσία, η οποία είναι αρκετά σημαντική πήγε στα αδέρφια μου. Όταν αργότερα η μητέρα, που διατηρούσε ένα ψιλικατζίδικο και επρόκειτο να το κρατήσω εγώ, ήθελε να βγει στη σύνταξη, αποφάσισα πως, αφού δούλευα καλά και έβγαζα ένα αξιοπρεπές εισόδημα, δεν το χρειαζόμουν και έτσι, πουλήθηκε.
Η ζωή μου ήταν ήρεμη και χωρίς πολλά προβλήματα μέχρι τη μέρα που γλίστρησα και έσπασα την κνήμη μου σε τρία σημεία, με αποτέλεσμα να μη μπορώ πια να εργαστώ στο ίδιο αντικείμενο. Είχα, μάλιστα, την ατυχία να πάρω και ένα ενδοχειρουργικό μικρόβιο, με αποτέλεσμα, παρά τα συνεχή χειρουργεία με μοσχεύματα και θεραπείες, να έχω ακόμα δύο μεγάλες πληγές που δεν κλείνουν ποτέ.
Από τότε έχουν περάσει έξι χρόνια. Στο διάστημα αυτό δε μπορούσα να δουλέψω, αφού η φύση της δουλειάς ήταν τέτοια που δε μπορούσα να ανταπεξέλθω με το πόδι μου σε τέτοια κατάσταση. Είχα, ευτυχώς, κάποιες καλές οικονομίες από τη δουλειά μου,όμως, με τα έξοδα για τις εξετάσεις και τις επεμβάσεις, κάποια στιγμή τελείωσαν. Έμεινα και ανασφάλιστος, αφού δεν είχα τα ένσημα για να ανανεώσω το βιβλιάριό μου. Το μεγάλο μου λάθος ήταν ότι στην αρχή δεν πήγα να γραφτώ στον ΟΑΕΔώστε να ασφαλιστώ ως μακροχρόνια άνεργος. Επιπλέον, δε μπορώ να πάρω κάποιο επίδομα, ενώ, λόγω του ότι το σπίτι όπου μένω είναι δικό μου, δεν μπορώ ναέχω ούτε ασφάλεια ούτε κάποιο επίδομα από την Πρόνοια. Το μόνο καλό είναι πως ό,τι και να γίνει, θα έχω ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου.
Εδώ και ένα χρόνο είμαι χωρίς ρεύμα. Δε μπορώ να μαζέψω αρκετά χρήματα για να το πληρώσω, να επανασυνδεθεί. Με μια μπαλαντέζα παίρνω από ένα διπλανό σπίτι μόνο για να βάλω μια λάμπα να βλέπω τη νύχτα. Για μαγείρεμα έχω ένα γκαζάκι και μαγειρεύω εκεί και, μάλιστα, πολύ ωραία. Έχω ένα ολοκληρωμένο νοικοκυριό, όμως, χρωστούσα πολλά στη ΔΕΗ αφού δεν εργαζόμουν και για σχεδόν τρία χρόνια ζούσα με δανεικά από φίλους.
Τότε είδα ένα ρεπορτάζ για τη «σχεδία» και είδα ότι είναι μια αξιοπρεπής δουλειά που μπορώ να την κάνω παρά το πρόβλημά μου. Βρήκα τη διεύθυνση, ήρθα στα γραφεία και μου είπαν να ξεκινήσω. Στην αρχή δεν είχα άγχος, είχα εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μου. Έχοντας μια μικρή εμπειρία στις πωλήσεις, κατάλαβα ότι θέλει πολλή υπομονή και προσπάθεια.
Θυμάμαι τις πρώτες μέρες ντρεπόμουν να μιλήσω και να κοινοποιήσω το περιοδικό. Ο μανάβης που διατηρεί πάγκο σε ένα πόστο με παρακίνησε να φωνάζω κι εγώ για να με ακούει ο κόσμος. Το δοκίμασα και είδα ότι πιάνει και πλέον έχω βρει και τον τρόπο επικοινωνίας με τον κόσμο. Στην πρώτη μέρα το είδα και σαν μια ευκαιρία να κάνω κάτι διαφορετικό, να διώξω τη μονοτονία. Μέχρι τότε τον περισσότερο καιρό ήμουν κλεισμένος μέσα στο σπίτι, αφού όταν δεν έχεις χρήματα δε μπορείς να κάνεις κάτι. Σκέφτηκα πως θα βγω έξω, θα δω κόσμο και θα μιλήσω. Είναι σαν μια μεγάλη βόλτα, ευχάριστη και μετά θα γυρίσω στο σπίτι έχοντας κάποια έστω λίγα χρήματα για τα καθημερινά μου έξοδα.
Πλέον, κλείνω ένα χρόνο στη «σχεδία» και εδώ και κάποιους μήνες διατηρώ μόνιμο πόστο στον σταθμό ΗΣΑΠ στο Μαρούσι. Δεν έχω λύσει το πρόβλημα της ζωής μου. Έχω, όμως, μια αξιοπρέπεια να συντηρήσω τον εαυτό μου, τα καθημερινά μου έξοδα χωρίς να ζητώ δανεικά.
Όλοι στο περιοδικό αγαπούν και τιμούν αυτό που προσφέρουν. Κι εγώ με τη σειρά μου αγαπώ και τιμώ την ευκαιρία που μου δίνει. Όπως με έχει αγαπήσει το περιοδικό και έχω δει αυτή την καλοσύνη, έτσι το εχω αγαπήσει κι εγώ. Το τεύχος το περιποιούμαι πολύ. Το βάζω σε ζελατίνα για να είναι καθαρό άψογο. Μου αρέσει ο αναγνώστης να πάρει το περιοδικό, να μην είναι φθαρμένο και να το ευχαριστηθεί.
Στόχος μου είναι να σταθεροποιήσω το εισόδημα μου, ώστε να μου μένουν λίγα χρήματα να πληρώσω τη ΔΕΗ. Πάνω από όλα, θέλω να γίνει με τον τρόπο μου, με το χαμόγελο, την καλημέρα που ανταλλάσσουμε με τον κόσμο –που δεν πληρώνεται με τίποτα – να έχω ένα σταθερό κοινό. Δεν είμαι πια άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Μου αρέσει να πάρει κάποιος το περιοδικό επειδή του άρεσα και εγώ και να το ξαναπάρει και να πούμε μια ακόμα καλημέρα».