Shedia

EN GR

29/11/2017

Σταύρος Γκούμας, 59 ετών

«Ξαναβρήκα τη χαμένη μου αξιοπρέπεια. Είναι η πρώτη φορά ύστερα από οκτώ χρόνια που δεν ζητάω δανεικά για να αγοράσω το ψωμί μου, το γάλα μου».

 

Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1958. Ο πατέρας μου είχε καταφύγει εκεί κατά τη διάρκεια του πολέμου και δούλευε ως νοσοκόμος στο μεγάλο ελληνικό νοσοκομείο, το «Κοτσίκειον». Είχε πολεμήσει και στο Ελ Αλαμέιν. Η μητέρα μου καταγόταν από αιγυπτιώτικη οικογένεια. Είχα και έναν αδερφό που τον έχασα όταν ήταν βρέφος. Πνίγηκε καταπίνοντας μια πατάτα. Πήγαινα σχολείο στο ελληνικό δημοτικό του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, ενώ στον ελεύθερό μου χρόνο πήγαινα στη ΧΑΝ, όπου κάναμε από θεατρικά σκετς μέχρι αγώνες δρόμου. Εγώ καταβάλθηκα, μάταια, να αποδείξω ότι είμαι καλός στο τρέξιμο. Θα φύγουμε από την Αλεξάνδρεια το 1967, με τους διωγμούς του Νάσερ, λίγο πριν ξεσπάσει ο Πόλεμος των Έξι Ημερών. Τους πρώτους μήνες στον Πειραιά μέναμε σε ξενοδοχείο. Αργότερα νοικιάσαμε ένα υπόγειο στο Χατζηκυριάκειο. Ο πατέρας μου για δέκα χρόνια δούλευε στο εργοστάσιο της Pitsos, μέχρι που βρήκε εργασία ως νοσοκόμος σε μια ιδιωτική κλινική του Πειραιά. 
 
Σχολείο πήγα μόνο μέχρι το δημοτικό, παρά τις αντιδράσεις των γονιών  μου που επέμεναν ότι έπρεπε να γίνω «κάτι» στη ζωή μου. Ήμουν άριστος μαθητής, αλλά θεωρούσα το σχολείο πολύ αυστηρό και αποστειρωμένο και δεν ήθελα συνεχίσω.  Θυμάμαι που είχα ένα κοτσιδάκι και η δασκάλα μού το έκοψε με μια ψαλιδιά. Από τότε δεν ήθελα να ξαναπάω. Μέχρι τα 15 μου, άλλαξα πολλά επαγγέλματα. Εργάστηκα σε κουρείο, ξεσκονίζοντας τους πελάτες, ως βοηθός σε μανάβικο, όπως και σε παντοπωλείο, σε φούρνο και σε φαρμακείο. Τότε γράφτηκα στη Ζάννειο Τεχνική Σχολή στον Πειραιά. Πιο πολύ ήταν απόφαση του πατέρα μου, που ήθελε να μάθω κάποια τέχνη. Πήρα την ειδικότητα του ηλεκτροτεχνίτη. Τη φοβόμουν λίγο. Όταν έπαθα και ένα ατύχημα και με χτύπησε ρεύμα, αποφάσισα να εγκαταλείψω τη σχολή, ενώ δεν είχα συμπληρώσει ακόμη καν χρόνο ως σπουδαστής. Η αλήθεια είναι ότι έκανα και αρκετές κοπάνες για να πάω στον κινηματογράφο να δω τις ταινίες του Μπρους Λι. Δεν έχανα καμία. Επηρεασμένος και από τον πατέρα μου, που ήδη από την Αίγυπτο ήταν ερασιτέχνης καλλιτεχνικός φωτογράφος, στα 18 μου δοκίμασα να καταπιαστώ με τη φωτογραφία. Γράφτηκα σε μια μονοετή σχολή, περιδιάβαινα τους αθηναϊκούς δρόμους με μια «Zenit» στο χέρι, αλλά φαίνεται πως δεν είχα ταλέντο. Δεν ασχολήθηκα ποτέ επαγγελματικά με αυτήν. 
 
Στα 17 μου, είχα πιάσει δουλειά και σε ένα εργοστάσιο στο Μοσχάτο με είδη υγιεινής. Μετά την απόλυσή μου από το στρατό, άρχισα να κάνω και μαθήματα καράτε. Είχα πάθος για τις πολεμικές τέχνες. Αργότερα, όμως, μεταπήδησα στο Ταεκβοντό. Στα 22 μου γράφτηκα και σε ένα σύλλογο Ταεκβοντό στη Νέα Σμύρνη. Μέχρι τα 30 μου, λάμβανα μέρος και στους πανελλήνιους αγώνες. Οι πρώτοι μου ήταν το 1984, στο γήπεδο του Σπόρτινγκ, όπου, όντας ακόμη πρωτάρης, έχασα πανηγυρικά. Τα επόμενα τρία χρόνια, από το 1985 έως το 1987, έβγαινα διαρκώς τρίτος στους αγώνες. Είχα γίνει και προπονητής σε μια σχολή στο Παλαιό Φάληρο. Καθημερινά, μετά το εργοστάσιο, πήγαινα κατευθείαν για διδασκαλία στη σχολή και ύστερα, τα βράδια, προπονούμουν για δύο ώρες. Είναι στο Ταεκβοντό που έβλεπα το μέλλον μου. Οι γονείς μου, ωστόσο, γκρίνιαζαν ότι η ενασχόληση μου με το άθλημα αυτό δεν ωφελεί σε τίποτε, ότι δεν έχει λεφτά. Έτσι, αναγκάστηκα να σταματήσω.  
 
Πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια, το εργοστάσιο όπου εργαζόμουν χρεοκόπησε και βρήκα δουλειά σε ένα μαγαζί με εισαγόμενα έπιπλα. Εκεί παρέμεινα μέχρι το κλείσιμό του, πριν από οκτώ χρόνια. Από το 2009 που έμεινα άνεργος, δεν κατάφερα να ξαναεργαστώ, με εξαίρεση ένα μικρό διάστημα σε ένα φούρνο στον Πειραιά, όπου, αντί για χρήματα, μου έδιναν το καθημερινό μου φαγητό. Έψαχνα όλα αυτά τα χρόνια παντού για δουλειά, σε σουβλατζίδικα ως λαντζιέρης, σε μανάβικα, σε σουπερμάρκετ ως αποθηκάριος. Δεν με έπαιρναν, όμως, γιατί με θεωρούσαν μεγάλο. Ευτυχώς, ο σπιτονοικοκύρης μου στην Καλλίπολη του Πειραιά, βλέποντας ότι δεν μπορούσα να αντεπεξέλθω, δεν ζητούσε να του πληρώνω το ενοίκιο. Για να εξασφαλίζω το φαγητό μου, μου έδινε χαρτζιλίκι ο ξάδερφός μου. Είναι εκείνος που θα με προτρέψει να έρθω στη «σχεδία» πριν από λίγους μήνες. Έχει ένα γνωστό που είναι πωλητής του περιοδικού. Δεν το σκέφτηκα στιγμή. Φοράω το κόκκινο γιλέκο από το Μάιο. Μέσα από την επαφή μου με τον κόσμο, νιώθω σαν να ξαναγεννήθηκα. Αν και ήμουν πάντα γελαστός, είχε σβήσει το χαμόγελο από τα χείλη μου. Επιτέλους, το ξαναβρήκα, όπως και τη χαμένη μου αξιοπρέπεια. Είναι η πρώτη φορά ύστερα από οκτώ χρόνια που δεν ζητάω δανεικά για να αγοράσω το ψωμί μου, το γάλα μου.