Shedia

EN GR

29/11/2017

Παντελής Μπούνας, 38 ετών

«Από εκεί που δεν ήθελα να κάνω τίποτα, κάθε μέρα που βγαίνω θέλω να κάνω και κάτι παραπάνω. Πλέον, κάνω όνειρα για το μέλλον».

 

Γεννήθηκα το 1979 στον Άγιο Παντελεήμονα, στην Αθήνα. Ήμουν ο μεσαίος από τα τρία αδέρφια. Ο πατέρας μου δούλευε ως αυτοκινητιστής, είχε δικό του ταξί. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν ανέμελα, μέχρι το 1990, όταν ο πατέρας μου διαγνώστηκε με καρκίνο στο κεφάλι. Οι γιατροί τού είχαν δώσει μόλις τέσσερις μήνες ζωής, αλλά εκείνος το πάλεψε κάνοντας χημειοθεραπείες και ακτινοβολίες και έζησε επτά χρόνια. Με την αρρώστια του πατέρα μου, έχασα αυτήν την αίσθηση του παιδιού και αυτό μου κόστισε. 
 
Στο σχολείο ήμουν μέτριος μαθητής. Στο γυμνάσιο έμενα μετεξεταστέος όλες τις χρονιές. Αντί για το γενικό λύκειο, επέλεξα να συνεχίσω στη Διπλάρειο Σχολή, όπου πήρα την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου. Ο θάνατος του πατέρα μου, το 1996, ήταν μεγάλο σοκ για μένα. Άρχισα, τότε, να πίνω σε μεγάλες ποσότητες. Από μικρός είχα ξεκινήσει το αλκοόλ. Πρωτοδοκίμασα στην Α’ Δημοτικού. Όταν έχασα τον πατέρα μου, δεν είχα πια κάποιον να με συγκρατεί. 
 
Μόλις απολύθηκα από το στρατό, το 1999, έπιασα δουλειά σε μια ηλεκτροκατασκευαστική εταιρεία. Δούλευα πάρα πολλές ώρες, από τις 07:30 το πρωί μέχρι τις 11 το βράδυ. Το Μάιο του 2000, εν ώρα εργασίας, έπεσα από τη σκάλα και χτύπησα. Τότε είπα ότι δεν  θα ξαναπάω μεθυσμένος στη δουλειά. Όταν αισθανόμουν τον εαυτό μου ζαλισμένο από το ποτό, δεν πήγαινα καν για δουλειά. Από τις πρώτες μέρες που έπιασα δουλειά, με έπιαναν πόνοι στα πόδια και τα γόνατα. Από το 2006, ωστόσο, σηκωνόμουν καθημερινά με πρησμένα χέρια και πόδια και πόνους στη μέση. Μια μέρα, το 2008, δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Έτσι, αποφάσισα να πάω στον γιατρό. Μου διέγνωσε μετατόπιση σπονδύλων και ρευματοπάθεια. Μοιραία, παρακάλεσα τους υπεύθυνους στη δουλειά μου να μου αλλάξουν πόστο και να με τοποθετήσουν στα τηλεφωνικά δίκτυα. Εκείνοι, όμως, αρνήθηκαν. «Η δουλειά σου είναι στην οικοδομή. Αν δεν σου αρέσει, φύγε», ήταν η απάντησή τους. Έτσι, αναγκάστηκα να αποχωρήσω. 
 
Δεν είχα καμία όρεξη να βρω άλλη δουλειά. Είχα απογοητευτεί που, ενώ είχα τόσες προσδοκίες από τη εργασία όπου ήμουν, εκείνες γκρεμίστηκαν. Από τα χρήματα που μου είχαν μείνει, τα μισά τα έδωσα στη μητέρα μου και τα υπόλοιπα τα ξόδευα στο ποτό. Κάθε βράδυ, έπαιρνα ένα μπουκάλι κρασί, κλεινόμουν στο δωμάτιό μου κλειδώνοντας την πόρτα και έπινα βλέποντας τηλεόραση. Έπινα για να ζω και ζούσα για να πίνω. Είχα αρχίσει να βάζω χέρι και στα χρήματα του αδερφού μου για να πάρω να πιω. Μέχρι το 2010, έκανα περιστασιακά κάποια μεροκάματα ως ηλεκτρολόγος. Μετά, όμως, σταμάτησαν και αυτά. Δεν ήθελα ούτε να σκέφτομαι τη δουλειά. 
 
Το Φεβρουάριο του 2012, αποφάσισα να κόψω το ποτό από μόνος μου, χωρίς βοήθεια. Προσπαθούσα να πίνω μικρότερες ποσότητες. Εκεί που έπινα, για παράδειγμα, ένα μπουκάλι μέσα σε δύο ώρες, προσπαθούσα να το πίνω όλη τη μέρα. Δεν γινόταν, όμως, καθώς ο σωματικός και ψυχικός πόνος ήταν πολύ δυνατός. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς διαγνώστηκα με αλκοολική ηπατίτιδα και άρχισα να πηγαίνω στις ομάδες των Ανώνυμων Αλκοολικών. Έκοψα το ποτό σχεδόν μαχαίρι με αυτόν τον τρόπο. Το πρώτο διάστημα, ωστόσο, το στερητικό σύνδρομο ήταν μαρτύριο. Ήμουν μέσα στο σπίτι και, αντί για τη μητέρα και τον αδερφό μου, διέκρινα δύο μαύρες σκιές να κυκλοφορούν. 
 
Aπό τον Ιανουάριο του 2013 έως τα Χριστούγεννα του 2014, εργάστηκα στη Γερμανία, ως ηλεκτρολόγος σε διάφορα ναυπηγεία.
 
Μετά το γυρισμό μου στην Ελλάδα, τα τελευταία δύο χρόνια, ήμουν σαν ένα καράβι που έχει σβήσει τις μηχανές και πηγαίνει όπου το πάει η θάλασσα. Πέρσι τον Οκτώβριο εξαντλήθηκαν και τα χρήματα που είχα στην άκρη. Με συντηρούσε η μητέρα μου. Για έξι μήνες είχα σταματήσει να πηγαίνω και στους Ανώνυμους Αλκοολικούς. Ευτυχώς, τουλάχιστον, πέρσι το καλοκαίρι έδωσα πανελλήνιες και πέρασα στο Τμήμα Μηχανικών Ενεργειακής Τεχνολογίας του ΤΕΙ Αθήνας.
 
Έχω ένα γνωστό που δουλεύει στη «σχεδία». Το Μάη πήρα την απόφαση να έρθω κι εγώ στο περιοδικό. Ήθελα να βγω από το σπίτι, να μπορώ να αγοράσω έναν καφέ χωρίς να ζητάω χρήματα από τη μητέρα μου. H «σχεδία» ήταν για μένα, πραγματικά, μια σανίδα σωτηρίας. Με αναδόμησε πλήρως. Από εκεί που δεν ήθελα να κάνω τίποτα, ανακαλύπτω ότι κάθε μέρα που βγαίνω για δουλειά θέλω να κάνω και κάτι παραπάνω. Πλέον, κάνω όνειρα για το μέλλον. Φιλοδοξώ να ολοκληρώσω τις σπουδές μου και να ξεκινήσω και μια δική μου δουλειά. Μέχρι τώρα, σε όλες μου τις εργασιακές επαφές βριζόμασταν ο ένας με τον άλλον, κάτι που δεν μου άρεσε. Το ότι συνάντησα έναν κόσμο που μου μιλάει με πραγματική αγάπη και ενδιαφέρον, χωρίς να με βρίζει, ήταν ένα σοκ για μένα.