Shedia

EN GR

12/10/2022

Νίκος Σταματόπουλος

 

«Χάρη στην αγάπη και την ευγένεια του κόσμου, άρχισα μέρα με τη μέρα να ανεβαίνω ψυχολογικά. Αυτή η επαφή ήταν θείο δώρο για μένα».

Γεννήθηκα το 1969 στον Άγιο Παντελεήμονα της Αθήνας. Ήμουν ο μικρότερος από τρία αγόρια. Όταν ήμουν δέκα χρονών, έχασα τη μητέρα μου από νεφρική ανεπάρκεια. Ήταν μεγάλο το πλήγμα για μένα. Ο πατέρας μου είχε καμπαρέ στην Ομόνοια. Ήταν σκληρός άνθρωπος και ό,τι έλεγε ήταν νόμος. Η αλήθεια είναι ότι δεν τα έπαιρνα τα γράμματα. Καθημερινά βρισκόμουν έξω στο δρόμο μέχρι τις δέκα το βράδυ, παίζοντας με τα παιδιά της γειτονιάς. Σχολείο πήγα μέχρι την Α’ Γυμνασίου. Μετά το παράτησα. Του είπα του πατέρα μου ότι εμένα μου αρέσει η εργασία και όχι το σχολείο. Έπιασα δουλειά, λοιπόν, σε ένα χασάπικο της γειτονιάς ως βοηθός. Πήγαινα τις παραγγελίες στα σπίτια, μου είχαν δώσει και ένα μεγάλο ποδήλατο. Τσακωνόμουν, όμως, με τον πατέρα μου. Μου έπαιρνε τα χρήματα που έβγαζα. Θεωρούσε ότι δεν τα χρειαζόμουν, καθώς ήμουν μικρός. Στα 14 μου, έφυγα από το σπίτι και έμενα σε ένα ξενοδοχείο στην οδό Χαλκοκονδύλη. Άρχισα να εργάζομαι ως βοηθός σερβιτόρου στην ψησταριά ενός γνωστού του πατέρα μου στην Ομόνοια. Σε ένα χρόνο, αναβαθμίστηκα σε κανονικό σερβιτόρο. Στην ηλικία των 17 χρόνων, συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να τελειώσω το γυμνάσιο. Γράφτηκα, λοιπόν, σε νυχτερινό σχολείο και το ολοκλήρωσα.
 
Στα 20 μου, μετά τη στρατιωτική μου θητεία, αποτόλμησα να ανοίξω ένα δικό μου μαγαζί, και συγκεκριμένα καφέ-ουζερί. Ήταν και εκείνο στην περιοχή της Ομόνοιας. Εκεί γνώρισα και τη μετέπειτα σύζυγό μου. Έμενε σε μια διπλανή πολυκατοικία. Παντρευτήκαμε ύστερα από ένα χρόνο. Λίγο μετά το γάμο μας, όμως, αναγκάστηκα να πουλήσω το μαγαζί. Μετακομίσαμε στον Κεραμεικό, όπου εργαζόμουν ως ψήστης σε σουβλατζίδικο. Είχα μάθει από την παλαιότερη δουλειά μου να τυλίγω σουβλάκια, να ψήνω κοκορέτσια, κοντοσούβλια και γουρουνοπούλες. Το 2000, χώρισα από τη γυναίκα μου και τον επόμενο χρόνο έκλεισε και το σουβλατζίδικο όπου δούλευα. Τσακώθηκαν οι δύο συνέταιροι. Στη συνέχεια, με την προτροπή ενός φίλου και καθώς είχα και μηχανάκι, έκανα εισπράξεις και χρηματαποστολές για λογαριασμό μεγάλων εταιρειών. Απασχολήθηκα σε αυτόν τον κλάδο επτά χρόνια, ώς το 2008, οπότε και επέστρεψα στην παλιά μου τέχνη, εκείνη του ψήστη, σε ένα ψητοπωλείο στο Κερατσίνι. Δύο χρόνια αργότερα, ωστόσο, απολύθηκα. Ο ιδιοκτήτης του, λόγω της κρίσης, δεν μπορούσε, πλέον να με κρατήσει. Έψαχνα για δουλειά, αλλά μου έλεγαν πως είχα μεγάλη προϋπηρεσία και πως με το μισθό μου μπορούσαν να πάρουν δύο νέους υπαλλήλους. Τότε ξεκίνησε η κατρακύλα για μένα. Βρέθηκα να είμαι μικροπωλητής στο Μοναστηράκι, χωρίς άδεια. Πουλούσα από αναπτήρες μέχρι ομπρέλες. Δεν τα έβγαζα, όμως, πέρα. Το 2013 και για δύο χρόνια, έμεινα άστεγος. Το καλοκαίρι κοιμόμουν στα παγκάκια μιας εκκλησίας στον Κεραμεικό και το χειμώνα έβρισκα καταφύγιο στα πλατύσκαλα πολυκατοικιών. 
 
Το 2015, ενώ ήμουν στο Μοναστηράκι, ήρθε ένας πωλητής της «σχεδίας» και αγόρασε αναπτήρες από μένα. Τον ρώτησα τι ακριβώς είναι η «σχεδία». Όταν μου εξήγησε, αποφάσισα να πάω στα γραφεία του περιοδικού. Το πρώτο διάστημα που φορούσα το κόκκινο γιλέκο, μου φαινόταν βουνό. Δεν είχα ξανακάνει μία τέτοια δουλειά και θεωρούσα τον εαυτό μου άσχετο. Ήταν δύσκολο στην αρχή να μπω σε ένα ρυθμό. Πιστεύω, όμως, ότι τα κατάφερα. Χάρη στην αγάπη και την ευγένεια του κόσμου, άρχισα μέρα με τη μέρα να ανεβαίνω ψυχολογικά. Αυτή η επαφή ήταν θείο δώρο για μένα. Ξέρω ότι θα πάω στο πόστο και άλλος αναγνώστης θα μου φέρει νερό και καφέ, άλλος μια τυρόπιτα. Οι «καλημέρες» που μου μοιράζει ο κόσμος σημαίνουν πως κάτι κάνω κι εγώ, πως αξίζω. Πέρυσι, στον τελευταίο εγκλεισμό, από τη στενοχώρια μου, έπαθα ένα μικρό έμφραγμα. Δεν μπορώ να κάνω καμία πρόβλεψη για το μέλλον, γιατί δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί η υγεία μου.