Νίκος Δαλαμάγκας
Γεννήθηκα το 1960 στην Αθήνα, αλλά μέχρι τα εννιά μου χρόνια μέναμε στην Ιθάκη. Η μητέρα μου ήταν από εκεί, ενώ ο πατέρας μου είχε διοριστεί δάσκαλος στο νησί. Καθώς στον τόπο ήταν όλοι ναυτικοί, ήθελα και εγώ να ακολουθήσω αυτόν το δρόμο. Μου άρεσε η γεωγραφία και όπου έβλεπα χάρτη τον έπαιρνα για να δω πού θα ταξιδέψω. Κοιμόμουν με δυο χάρτες. Καθώς, όμως, ήμουν μοναχοπαίδι, μου απαγόρευαν οι γονείς μου να γίνω ναυτικός. Ερχόμενοι στην Αθήνα, όπου είχε μετατεθεί ο πατέρας μου, ασχολήθηκα με τη μουσική. Έκανα φωνητική, πιάνο, πιο πολύ, όμως, προχώρησα στην κλασική κιθάρα, η οποία μπορώ να πω ότι διαμόρφωσε και το χαρακτήρα μου. Το να ζωντανεύεις μια παρτιτούρα, κάτι που είναι ζωγραφισμένο στο χαρτί, είναι ένα δώρο στον εαυτό σου και, αν μπορείς να το κάνεις και στους άλλους, εισπράττεις βαθιά ικανοποίηση. Μετά την αποφοίτησή μου από το λύκειο, πήγα να σπουδάσω Φυσική στη Νότια Αφρική, όπου είχε αποσπαστεί ο πατέρας μου. Παράτησα, όμως, το πανεπιστήμιο, μόλις διακόπηκε η απόσπασή του, και γύρισα στην Ελλάδα. Σπούδασα ηχοληψία σε μια ιδιωτική σχολή και για περίπου δέκα χρόνια, από το 1987 έως το 1997, εργάστηκα ως ηχολήπτης, κατά κύριο λόγο στο ραδιόφωνο και σε στούντιο ηχογραφήσεων. Τότε, μπορούσες να βιοποριστείς από το συγκεκριμένο επάγγελμα. Σήμερα, ωστόσο, περνάει μεγάλη κρίση.
Το 1997, έφυγα για τη Δανία, για να σπουδάσω Ακουστική στο Πολυτεχνείο της Κοπεγχάγης. Τα περισσότερα μαθήματα ήταν στα αγγλικά. Μέχρι το 2009, εργαζόμουν στη Δανία, αρχικά σε μια εταιρεία με ακουστικά βαρηκοΐας και, στη συνέχεια, καταπιάστηκα με την ακουστική περιβάλλοντος σε ένα προάστιο της Κοπεγχάγης. Η ζωή ήταν υπερβολικά ήσυχη και η κοινωνία πολύ οργανωμένη. Το 2000, μάλιστα παντρεύτηκα εκεί και είχα μάθει πολύ καλά και τη γλώσσα. Από το 2009, χρονιά κατά την οποία χώρισα, έπρεπε να πηγαινοέρχομαι στην Ελλάδα, καθώς οι γονείς μου είχαν μεγαλώσει και έπρεπε να τους προσέχω. Είχα γίνει χίλια κομμάτια, ενώ μου κόστισε και οικονομικά. Έμενα έξι μήνες στη Δανία και άλλους έξι μήνες εδώ. Δεν γινόταν να ασκήσω την παλιά μου δουλειά στη Δανία, γιατί έπρεπε να είμαι διαθέσιμος σχεδόν 12 μήνες το χρόνο. Μοιραία, λοιπόν, έπαιρνα όποια εργασία μου έδινε το ταμείο ανεργίας. Δούλεψα από βοηθός υδραυλικού μέχρι διανομέας. Αυτό συνέβαινε μέχρι το 2017, οπότε και ανέβηκαν οι γονείς μου να μείνουν μαζί μου στη Δανία. Την επόμενη χρονιά, όμως, πέθανε ο πατέρας μου και, καθώς η μητέρα μου είχε σοκαριστεί, έπρεπε να αλλάξει περιβάλλον. Πήγαμε στη Ρόδο, όπου είχα κάποιους φίλους και δούλεψα σε ξενοδοχεία, από ρεσεψιόν ώς λάντζα. Πέρσι, όμως, έφυγε η μητέρα μου από τη ζωή, ενώ και εγώ άρχισα να έχω προβλήματα υγείας (εμφάνισα δύο αυτοάνοσα) και βρέθηκα στην Αθήνα, χωρίς χρήματα και δουλειά. Με φιλοξενούσαν φίλοι και γνωστοί, ενώ από τους τελευταίους 14 μήνες, τους οκτώ έχω μείνει στο δρόμο. Όταν περιφέρεσαι έξω, αναπτύσσεις ένα ταλέντο να ανακαλύπτεις τα πιο ασφαλή μέρη για να κοιμηθείς, όπως πάρκα, πανεπιστήμια. Ευτυχώς, τώρα με φιλοξενούν κάποιοι φίλοι. Πρωτοφόρεσα το κόκκινο γιλέκο τον περασμένο Ιούλιο. Η πρώτη μέρα ήταν καταπληκτική, καθώς τα περιοδικά που είχα πουλήθηκαν πολύ γρήγορα και, δεδομένου ότι είχα να φάω πολλές μέρες, με τα πρώτα μου χρήματα αγόρασα φαγητό και καφέδες, που τόσο είχα στερηθεί. Η επαφή με τον κόσμο μου προσφέρει μια ικανοποίηση, πιάνουμε την κουβέντα, μου λένε τον πόνο τους. Προσπαθώ να εξοικονομήσω κάποια χρήματα, ώστε να επιστρέψω στη Δανία. Εκεί είναι πιο εύκολο να βρω δουλειά.