«Δεν είναι µόνο τα χρήµατα που µας δίνει ο κόσµος, αλλά µας προσφέρει την αλληλεγγύη του, το χαµόγελό του. Έχω αντλήσει δύναµη να προσπαθήσω για τον εαυτό µου και για µία κοινωνία καλύτερη».
Γεννήθηκα και µεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Η µητέρα µου µε γέννησε στα 53 της, όχι µέσα σε γάµο, αλλά σε εφήµερη σχέση. Ο πατέρας µου την εγκατέλειψε πριν γεννηθώ. Η µητέρα µου, µάλιστα, είχε άλλα τέσσερα παιδιά, από µία άλλη οικογένεια, τα οποία δεν είχαν καµία σχέση µαζί µου. Καθάριζε σπίτια για να µε µεγαλώσει. Οι άνθρωποι στη γειτονιά, µέναµε στο Τσινάρι στην Άνω Πόλη, µας βοηθούσαν, µας έφερναν τρόφιµα, ρούχα.
Τελειώνοντας το δηµοτικό, είχα καταφέρει να στέκοµαι στα δικά µου πόδια. Άλλαξα πάρα πολλές δουλειές, δούλευα σε συνεργεία αυτοκινήτων, σε καφενεία, κυλικεία, σε εταιρείες που παρήγαγαν θερµάστρες, πουλούσα λαχεία στο δρόµο. Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια για µένα. Δεν έζησα καν την παιδική µου ηλικία µου, την εφηβεία µου. Έπρεπε να συµπεριφέροµαι ως ενήλικας, ώστε να συντηρήσω τη µητέρα µου, που ήταν ανήµπορη, άρρωστη και, καθώς δεν είχε ένσηµα, δεν δικαιούτο σύνταξη. Μέχρι που παντρεύτηκα, στα 28 µου, µέναµε µαζί. Ήµουν πάντα ιδιαίτερα ευαίσθητος κοινωνικά. Ήθελα να βοηθάω τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη µε όποιον τρόπο µπορώ. Έχω πάει σε σεισµόπληκτες περιοχές, αλλά και τρεις φορές στη Γιουγκοσλαβία, κατά τη διάρκεια του πολέµου, µεταφέροντας χρήµατα, φάρµακα, τρόφιµα. Από το 1985 έως το 2006, που εργαζόµουν σε µια εταιρεία αναψυκτικών, είχα αναπτύξει και συνδικαλιστική δράση. Με τη γυναίκα µου, γνωριστήκαµε σε ένα µπαρ που δούλευα στη Σταυρούπολη, το 1990. Παντρευτήκαµε µέσα σε δυο µήνες. Έχω και δύο παιδιά, ένα γιο 21 χρόνων και µια κόρη στα 16.
Έως το 2010, ζούσαµε πολύ καλά, δεν είχαµε οικονοµικό πρόβληµα. Μέχρι που είχαµε µια τεράστια οικονοµική αποτυχία. Είχαµε επενδύσει τα τελευταία µας χρήµατα σε ένα περίπτερο µε τουριστικά είδη στην παλιά πόλη της Ρόδου και ήρθε η κρίση και τα σάρωσε όλα, µας µηδένισε. Γυρίσαµε αναγκαστικά πίσω στη Θεσσαλονίκη. Μας φιλοξενούσε η µητέρα της γυναίκας µου και ζούσαµε και οι πέντε από τη σύνταξή της. Δεν έκανα πολλές προσπάθειες να βρω δουλειά. Είχα κλειστεί στον εαυτό µου. Δεν άκουγα τη γυναίκα µου, δεν έβλεπα τις ανάγκες των παιδιών µου, δεν είχα το θάρρος να αντιµετωπίσω τα πράγµατα. Μετά την επιστροφή µας από τη Ρόδο, γίναµε µε τη γυναίκα µου εθελοντές στους «Γιατρούς του Κόσµου». Μπορεί να µην µπορούσαµε να κάνουµε πολλά πράγµατα για τον εαυτό µας, θέλαµε να κάνουµε, όµως, ό,τι µπορούσαµε για τους άλλους.
Το 2011, πιάσαµε δουλειά σε ένα ελληνικό εστιατόριο στο Μάιντς της Γερµανίας. Εκεί δουλεύαµε στην καλύτερη περίπτωση 16 ώρες την ηµέρα και τα χρήµατα που παίρναµε ήταν όλο και λιγότερα. Δουλέψαµε και στην Αυστρία, επίσης σε ελληνικό εστιατόριο, αλλά και εκεί η αµοιβή και οι ώρες απασχόλησης ήταν δυσανάλογες. Το 2012, πήγαµε στην Αλεξανδρούπολη, όπου δουλέψαµε σε κάτι θερµοκήπια. Κι εκεί τα πράγµατα ήταν πολύ δύσκολα, δεν είχαµε τη δυνατότητα να πάρουµε τα παιδιά µας µαζί, τα χρήµατα που βγάζαµε ήταν πολύ λίγα. Ύστερα από ένα χρόνο επιστρέψαµε στη Θεσσαλονίκη. Δεν είχα κουράγιο να κάνω τίποτε. Πολέµησα σε όλη µου τη ζωή. Έκανα πολλά πράγµατα, είχα κουραστεί από παιδάκι να παλεύω και να µην τα καταφέρνω. Προσπαθούσε η γυναίκα µου να µε συνεφέρει, να γίνω αυτός που ήµουν παλιά, ενεργός, δραστήριος. Την κατηγορούσα, όµως. Έψαχνα τρόπους να µην αποδεχθώ ότι αυτό ήταν αλήθεια. Στη «σχεδία» ήρθα λίγο µετά αφού µου είπε η γυναίκα µου ότι θέλει να χωρίσουµε, σε µια απέλπιδα προσπάθεια να σώσω το γάµο µας. Ζούµε σε διάσταση εδώ και 10 µήνες. Ταυτόχρονα µε τον ερχοµό µου στη «σχεδία», µου προσφέρθηκε ένα σπίτι από καλούς φίλους από τους «Γιατρούς του Κόσµου», όπου έµεινα περίπου δύο µήνες.
Τη «σχεδία» την ήξερα από την πρώτη στιγµή που δηµιουργήθηκε. Μου άρεσε η ιδέα. Έχω ωφεληθεί πάρα πολύ από τη συµµετοχή µου στο περιοδικό», κυρίως συναισθηµατικά. Δεν είναι µόνο τα χρήµατα που µας δίνει ο κόσµος για να αγοράσει το περιοδικό, αλλά µας προσφέρει την αλληλεγγύη του, το χαµόγελό του, την αγάπη του. Έχω αντλήσει δύναµη και κουράγιο να προσπαθήσω για τον εαυτό µου και για µία κοινωνία καλύτερη. Τους τελευταίους δυο µήνες, µένω µε το γιο µου σε ένα µικρό σπιτάκι που µου το βρήκαν κάποιοι καλοί άνθρωποι που πλησίασαν τη «σχεδία» και τους «Γιατρούς του Κόσµου». Ήταν κάτι πολύ δυνατό για µένα, τους ευχαριστώ, γιατί αλλιώς θα καταλήγαµε στο υπνωτήριο. Όνειρό µου είναι να βρω µια δουλειά και να είµαστε πάλι µαζί όλη η οικογένεια. Θα ήθελα να δουλέψω κάπου όπου µέσα από την εργασία µου θα πρoέκυπτε κοινωνικό όφελος, να προσφέρω, για παράδειγµα, τις υπηρεσίες µου σ’ ένα στρατόπεδο προσφύγων.