Shedia

EN GR

01/07/2020

Μαρία Δάλλα

 

— «Επανέκτησα την αυτοπεποίθησή μου, ξαναένιωσα χρήσιμη. Με τα χρήματα που κερδίζω, νοίκιασα ένα ισόγειο διαμέρισμα με μια αυλούλα, για να βγαίνει έξω το σκυλάκι μου».

 

Γεννήθηκα το 1968 στο χωριό Τσόρβας στη νότια Ουγγαρία, κοντά στα σύνορα με τη Σερβία. Ο πατέρας μου δούλευε σε μία υαλουργία και η μητέρα μου σε μία βιομηχανία που παρασκεύαζε κομπόστες και τουρσιά. Στο χωριό όλα τα οικόπεδα ήταν ισομεγέθη και είχαν τους κήπους τους. Εμείς καλλιεργούσαμε αμπέλια, μήλα, κορόμηλα, ροδάκινα, κεράσια, βύσσινα. Θυμάμαι που μικρό κοριτσάκι μάζευα τα φρούτα, ξεχορτάριαζα, έφτιαχνα με τη μητέρα μου μαρμελάδες και κομπόστες. Στα δέκα μου χρόνια, μπήκα και στην νεανική μπάντα του χωριού. Έπαιζα κλαρίνο. Κάναμε διαγωνισμούς με άλλες μπάντες από γειτονικά χωριά, ενώ κάθε καλοκαίρι συμμετείχαμε σε διαγωνισμούς στη λίμνη Μπάλατον στη βορειοδυτική Ουγγαρία, όπου μαζευόμασταν παιδιά που ασχολούμασταν με τη ζωγραφική, το χορό, τη μουσική και τον αθλητισμό από όλη τη χώρα.

Ονειρευόμουν από μικρή να γίνω γιατρός, για να σταθώ στο πλάι της μητέρας μου, των φίλων μου, όταν θα γεράσουν. Στην πορεία, καθώς οι γονείς μου δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να με συνδράμουν σε τόσο πολυετείς σπουδές όσο εκείνες της ιατρικής, αποφάσισα να σπουδάσω νοσηλευτική. Στα 16 μου χρόνια, μπήκα σε μια σχολή νοσηλευτικής στη γειτονική πόλη Μπεκεστσάμπα. Έμενα στους κοιτώνες της σχολής, ενώ είχαμε και σίτιση τρεις φορές τη μέρα. Στο χωριό μου, επέστρεφα τα καλοκαίρια για διακοπές. Εκεί γνώρισα τον μετέπειτα σύζυγό μου.

Ο πατέρας του ήταν Έλληνας και η μητέρα του Ουγγαρέζα, με καταγωγή από το χωριό μου. Σε ηλικία 18 ετών γέννησα τον πρώτο μου γιο, ενώ το 1987 εγκατέλειψα τη σχολή και ήρθαμε με το σύζυγό μου στην Ελλάδα. Την επόμενη χρονιά γεννήθηκε και ο μικρότερος γιος μου. Έπρεπε να φροντίζω, πέρα από τα παιδιά μου, και τους γονείς του άνδρα μου, που είχαν προβλήματα όρασης. Εκείνος είχε αναλάβει το περίπτερο του πατέρα του. Τους φρόντισα σαν να ήταν δικοί μου γονείς. Δεν είχα, όμως, χρόνο για να εργαστώ. Το 1995, ήρθε ο χωρισμός μου. Δούλευα πότε από εδώ και πότε από εκεί, σε ταβέρνες, καφενεία, μοίραζα διαφημιστικά φυλλάδια, καθάριζα σπίτια. Ώσπου, το 2014, έχοντας μείνει άνεργη, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού όπου έμενα, καθώς χρωστούσα ενοίκια, μου ζήτησε να το αφήσω. Βρέθηκα να κοιμάμαι σε ένα παγκάκι σε ένα πάρκο στην περιοχή της Ροτόντας στη Θεσσαλονίκη.

Ευτυχώς, κάποια παιδιά, φοιτητές που έπιναν την μπιρίτσα τους εκεί κοντά, μου έδιναν τα άδεια μπουκάλια για να τα επιστρέψω στην κάβα, και έτσι μπορούσα να πάρω ένα σάντουιτς, να πιώ ένα καφεδάκι. Δεν είχα βοήθεια από πουθενά. Έκρυβα από τα παιδιά μου, τα οποία είχαν πια ανεξαρτητοποιηθεί, την κατάστασή μου. Θα τους πονούσε αν το μάθαιναν και δεν ήθελα, επιπλέον, να τους γίνομαι βάρος. Δεν με ένοιαζε αν θα φάω ή όχι. Αισθανόμουν άχρηστη. Είχα φτάσει 39 κιλά. Μια μέρα μου έκλεψαν το τηλέφωνό μου, τα ρούχα μου. Δεν μπορούσα να βλέπω τα παιδιά μου, καν να έχω επικοινωνία μαζί τους. Ο γιος μου παντρεύτηκε και δεν ήμουν στο γάμο του. Ο πόνος ήταν πολύ μεγάλος. Όταν έπιασαν οι βροχές, το φθινόπωρο, κατέβηκα στη Νέα Παραλία της Θεσσαλονίκης, όπου κοιμόμουν σε ένα υπόστεγο. Έπλεκα σοσονάκια για παιδιά και τα πουλούσα. Υπήρξε κόσμος που πραγματικά με στήριξε. Όπως εκείνος ο κύριος που είχε έναν μικρό χώρο, ένα παλιό μαγαζάκι, και στο οποίο μου έδωσε τη δυνατότητα να μείνω. Ή εκείνος ο νεαρός που μου μίλησε για τη «σχεδία». Στην αρχή δίσταζα, αλλά, τελικά, είπα στον εαυτό μου: «Δεν χάνεις και τίποτα. Έτσι και αλλιώς, είσαι χαμένη για χαμένη».

Στην αρχή που φορούσα το κόκκινο γιλέκο, ήμουν τρακαρισμένη. Έλεγα: «Θα τα καταφέρω; Θα πάρει από μένα ο κόσμος; Μήπως δεν είμαι καλή;». Στη «σχεδία», επανέκτησα την αυτοπεποίθησή μου, ξαναένιωσα χρήσιμη. Με τα χρήματα που κερδίζω, νοίκιασα ένα ισόγειο διαμέρισμα με μια αυλούλα, για να βγαίνει έξω το σκυλάκι μου. Μπορώ να πάρω ένα τηλέφωνο τα παιδιά μου, να πληρώσω το εισιτήριό μου για να πάω να τα δω, καθώς μένουν εκτός Θεσσαλονίκης, να κάνω ένα δωράκι στα εγγονάκια μου. Έχω ξανά τη δυνατότητα να προσφέρω, όλη μου τη ζωή είχα μάθει να προσφέρω, και αυτό μου δίνει μια ασφάλεια και σιγουριά. Νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη για όλους αυτούς τους ανθρώπους που με πλησιάζουν καθημερινά με αγάπη και σεβασμό.