01/11/2018
Λυκούργος Τσάμης, 34 ετών
— «Αισθάνομαι ότι ζω, επιτέλους, σαν άνθρωπος. Βρήκα τον χαμένο μου εαυτό μου, επανέκτησα την ανθρωπινότητά μου».
Γεννήθηκα το 1984 στις Σέρρες. Όταν ήμουν μόλις δύο χρόνων, έχασα τον πατέρα μου σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Καθώς η μητέρα μου εργαζόταν ως τραγουδίστρια σε νυχτερινά κέντρα στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσα με τον παππού και τη γιαγιά μου από την πλευρά της μητέρας μου στους Αμπελοκήπους της Θεσσαλονίκης. Εκείνη την έβλεπα μόνο τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Ένιωθα σαν μην έχω μητέρα. Στα οκτώ μου χρόνια, έμεινα για λίγο διάστημα μαζί με τη μητέρα μου. Ο τότε σύντροφός της, όμως, με βίασε. Μετά από αυτή την εμπειρία, δεν αγαπούσα πια τον εαυτό μου, δεν τον ήθελα καν. Δεν εμπιστεύτηκα στη μητέρα μου αυτό που συνέβη. Δεν την αισθανόμουν ως πραγματική μητέρα. Το μόνο άτομο στο οποίο εξομολογήθηκα αυτό το μυστικό ήταν η γιαγιά μου. Αυτό που έκανε ήταν να με απομακρύνει από τη μητέρα μου και να με ξαναπάρει κοντά της. Στο σχολείο δεχόμουν μπούλινγκ από τους συμμαθητές μου. Μου κατέβαζαν τα παντελόνια, με χλεύαζαν ως «ορφανό». Εγώ, ως αντίδραση, κλεινόμουν ακόμη περισσότερο στον εαυτό μου. Δεν αισθάνθηκα τι πάει να πει η αγάπη των φίλων. Η πίστη μου στον Θεό, ωστόσο, μου έδινε δύναμη και δεν το έβαζα κάτω. Μόλις τελείωσα το γυμνάσιο, πήγα σε ένα τεχνικό λύκειο, όπου πήρα την ειδικότητα βοηθού φυσικοθεραπευτή, δυσκολευόμουν, όμως, στα μαθήματα και, μοιραία, έμεινα στην ίδια τάξη. Η διευθύντρια του σχολείου μού συνέστησε να γραφτώ στη σχολή αγγειοπλαστικής-κεραμικής του ΟΑΕΔ. Είχα μάθει να φτιάχνω μόνος μου από βάζα μέχρι πιατέλες και σταχτοθήκες, αλλά δεν μπορούσα να ασχοληθώ επαγγελματικά με αυτήν την τέχνη, παρόλο που ολοκλήρωσα τη σχολή. Από μικρός υπέφερα από αλλεργικό άσθμα και η σκόνη του εργαστηρίου ήταν επιβαρυντική για την υγεία μου. Με το που αποφοίτησα από τη σχολή, το 2003, παρουσιάστηκα στο στρατό. Λίγο καιρό πριν, όμως, είχε προηγηθεί ο θάνατος της γιαγιάς μου. Μου στοίχισε πάρα πολύ ο χαμός της. Αισθανόμουν σαν να είχε φύγει ένα κομμάτι της ζωής μου. Τα είχα βάλει με τον εαυτό μου. Στο στρατό δεν είχαν κανέναν να μοιραστώ τον πόνο μου. Κάποια παιδιά, μάλιστα, βλέποντας με στενοχωρημένο, έσπαγαν πλάκα μαζί μου. Στην έξοδο μετά την ορκωμοσία μου, έφτασα στο σημείο να σκεφτώ να αγοράσω χάπια για να αυτοκτονήσω. Κάτι με κράτησε τελευταία στιγμή. Έμεινα έξι μηνες στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο 424. Με είχε πιάσει κρίση πανικού. Ο ψυχίατρος που με φρόντιζε μου στάθηκε σαν πατέρας. Χάρη στη βοήθειά του, ανέκτησα την ηρεμία μου. Μετά τη στρατιωτική μου θητεία, άρχισα να ψάχνω για δουλειά στη Θεσσαλονίκη, όπου έμενα με τους θείους μου. Κοιτούσα κυρίως θέσεις λαντζιέρη ή σερβιτόρου. Οι απαντήσεις, όμως, που έπαιρνα ήταν απορριπτικές. Μονάχα για ενάμιση χρόνο δούλεψα σε ένα μπουγατσάδικο ως σερβιτόρος, ενώ έκανα και κοντινές διανομές με τα πόδια. Από το 2004, η μητέρα μου ζούσε μόνιμα στο Ηράκλειο Κρήτης. Το 2010, πήρα την απόφαση να πάω να μείνω μαζί της. Ήθελα να ζήσω μαζί της για να αναπληρώσω όλα εκείνα τα χρόνια που την είχα στερηθεί. Είχαμε ανάγκη συναισθηματικά ο ένας τον άλλον. Η μητέρα μου έφτιαχνε μόνη της καρβουνάκια και λιβανάκια, τα συσκεύαζε κι εγώ τα πουλούσα σε ένα πάγκο έξω από μια εκκλησία. Για πέντε χρόνια, εργάστηκα ως βοηθός ηχολήπτη στο ραδιόφωνο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης. Κάθε Τρίτη και Πέμπτη ο αρχιεπίσκοπος είχε τη δική του εκπομπή. Σε πολλές από αυτές συμμετείχα κι εγώ. Έλεγα τη γνώμη μου στα ζητήματα που έθετε. Αυτό ήταν για μένα μια τεράστια πνευματική χαρά. Μου χάρισε μεγάλη γαλήνη και ηρεμία, στοιχεία που δεν τα είχα ώς τότε. Το 2016, η μητέρα μου άρχισε να μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο. Είχε διαγνωστεί με καρκίνο του ήπατος. Ο χαμός της πέρυσι μου στοίχισε πολύ. Όσο εκείνη ήταν άρρωστη, για να συντηρούμαστε, είχα μάθει να φτιάχνω μόνος μου καρβουνάκια. Μετά το θάνατο της μητέρας μου, αναγκάστηκα να επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη και να μείνω μαζί με τους αδερφούς της. Η εργασία μου δεν ήταν σταθερή και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσα να ανταποκριθώ στο ενοίκιο και στα υπόλοιπα έξοδα στην Κρήτη. Ο τελευταίος χρόνος ήταν για μένα πολύ δύσκολος. Τον πέρασα με όσα χρήματα μου είχαν απομείνει από την εργασία μου στο Ηράκλειο. Έψαχνα για δουλειά, όπως για πωλητής εταιρειών τηλεπικοινωνιών στο δρόμο, αλλά μάταια. Στις αιτήσεις μου δεν έλαβα την παραμικρή απάντηση. Στη «σχεδία» ήρθα στα τέλη Αυγούστου. Μου το πρότεινε μία φίλη μου που είναι πωλήτρια του περιοδικού. Στην αρχή είχα λίγο άγχος. Όλη μου η ζωή ήταν μαύρη, μέσα στις στενοχώριες. Από τότε, όμως, που ξεκίνησα στη «σχεδία», άλλαξε εντελώς η ζωή μου. Αισθάνομαι ότι ζω, επιτέλους, σαν άνθρωπος. Βρήκα τον χαμένο μου εαυτό μου, επανέκτησα την ανθρωπινότητά μου. Έχω αρχίσει να ονειρεύομαι.
— «Αισθάνομαι ότι ζω, επιτέλους, σαν άνθρωπος. Βρήκα τον χαμένο μου εαυτό μου, επανέκτησα την ανθρωπινότητά μου».
Γεννήθηκα το 1984 στις Σέρρες. Όταν ήμουν μόλις δύο χρόνων, έχασα τον πατέρα μου σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Καθώς η μητέρα μου εργαζόταν ως τραγουδίστρια σε νυχτερινά κέντρα στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη, μεγάλωσα με τον παππού και τη γιαγιά μου από την πλευρά της μητέρας μου στους Αμπελοκήπους της Θεσσαλονίκης. Εκείνη την έβλεπα μόνο τα Χριστούγεννα και το Πάσχα. Ένιωθα σαν μην έχω μητέρα. Στα οκτώ μου χρόνια, έμεινα για λίγο διάστημα μαζί με τη μητέρα μου. Ο τότε σύντροφός της, όμως, με βίασε. Μετά από αυτή την εμπειρία, δεν αγαπούσα πια τον εαυτό μου, δεν τον ήθελα καν. Δεν εμπιστεύτηκα στη μητέρα μου αυτό που συνέβη. Δεν την αισθανόμουν ως πραγματική μητέρα. Το μόνο άτομο στο οποίο εξομολογήθηκα αυτό το μυστικό ήταν η γιαγιά μου. Αυτό που έκανε ήταν να με απομακρύνει από τη μητέρα μου και να με ξαναπάρει κοντά της. Στο σχολείο δεχόμουν μπούλινγκ από τους συμμαθητές μου. Μου κατέβαζαν τα παντελόνια, με χλεύαζαν ως «ορφανό». Εγώ, ως αντίδραση, κλεινόμουν ακόμη περισσότερο στον εαυτό μου. Δεν αισθάνθηκα τι πάει να πει η αγάπη των φίλων. Η πίστη μου στον Θεό, ωστόσο, μου έδινε δύναμη και δεν το έβαζα κάτω. Μόλις τελείωσα το γυμνάσιο, πήγα σε ένα τεχνικό λύκειο, όπου πήρα την ειδικότητα βοηθού φυσικοθεραπευτή, δυσκολευόμουν, όμως, στα μαθήματα και, μοιραία, έμεινα στην ίδια τάξη. Η διευθύντρια του σχολείου μού συνέστησε να γραφτώ στη σχολή αγγειοπλαστικής-κεραμικής του ΟΑΕΔ. Είχα μάθει να φτιάχνω μόνος μου από βάζα μέχρι πιατέλες και σταχτοθήκες, αλλά δεν μπορούσα να ασχοληθώ επαγγελματικά με αυτήν την τέχνη, παρόλο που ολοκλήρωσα τη σχολή. Από μικρός υπέφερα από αλλεργικό άσθμα και η σκόνη του εργαστηρίου ήταν επιβαρυντική για την υγεία μου. Με το που αποφοίτησα από τη σχολή, το 2003, παρουσιάστηκα στο στρατό. Λίγο καιρό πριν, όμως, είχε προηγηθεί ο θάνατος της γιαγιάς μου. Μου στοίχισε πάρα πολύ ο χαμός της. Αισθανόμουν σαν να είχε φύγει ένα κομμάτι της ζωής μου. Τα είχα βάλει με τον εαυτό μου. Στο στρατό δεν είχαν κανέναν να μοιραστώ τον πόνο μου. Κάποια παιδιά, μάλιστα, βλέποντας με στενοχωρημένο, έσπαγαν πλάκα μαζί μου. Στην έξοδο μετά την ορκωμοσία μου, έφτασα στο σημείο να σκεφτώ να αγοράσω χάπια για να αυτοκτονήσω. Κάτι με κράτησε τελευταία στιγμή. Έμεινα έξι μηνες στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο 424. Με είχε πιάσει κρίση πανικού. Ο ψυχίατρος που με φρόντιζε μου στάθηκε σαν πατέρας. Χάρη στη βοήθειά του, ανέκτησα την ηρεμία μου. Μετά τη στρατιωτική μου θητεία, άρχισα να ψάχνω για δουλειά στη Θεσσαλονίκη, όπου έμενα με τους θείους μου. Κοιτούσα κυρίως θέσεις λαντζιέρη ή σερβιτόρου. Οι απαντήσεις, όμως, που έπαιρνα ήταν απορριπτικές. Μονάχα για ενάμιση χρόνο δούλεψα σε ένα μπουγατσάδικο ως σερβιτόρος, ενώ έκανα και κοντινές διανομές με τα πόδια. Από το 2004, η μητέρα μου ζούσε μόνιμα στο Ηράκλειο Κρήτης. Το 2010, πήρα την απόφαση να πάω να μείνω μαζί της. Ήθελα να ζήσω μαζί της για να αναπληρώσω όλα εκείνα τα χρόνια που την είχα στερηθεί. Είχαμε ανάγκη συναισθηματικά ο ένας τον άλλον. Η μητέρα μου έφτιαχνε μόνη της καρβουνάκια και λιβανάκια, τα συσκεύαζε κι εγώ τα πουλούσα σε ένα πάγκο έξω από μια εκκλησία. Για πέντε χρόνια, εργάστηκα ως βοηθός ηχολήπτη στο ραδιόφωνο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης. Κάθε Τρίτη και Πέμπτη ο αρχιεπίσκοπος είχε τη δική του εκπομπή. Σε πολλές από αυτές συμμετείχα κι εγώ. Έλεγα τη γνώμη μου στα ζητήματα που έθετε. Αυτό ήταν για μένα μια τεράστια πνευματική χαρά. Μου χάρισε μεγάλη γαλήνη και ηρεμία, στοιχεία που δεν τα είχα ώς τότε. Το 2016, η μητέρα μου άρχισε να μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο. Είχε διαγνωστεί με καρκίνο του ήπατος. Ο χαμός της πέρυσι μου στοίχισε πολύ. Όσο εκείνη ήταν άρρωστη, για να συντηρούμαστε, είχα μάθει να φτιάχνω μόνος μου καρβουνάκια. Μετά το θάνατο της μητέρας μου, αναγκάστηκα να επιστρέψω στη Θεσσαλονίκη και να μείνω μαζί με τους αδερφούς της. Η εργασία μου δεν ήταν σταθερή και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσα να ανταποκριθώ στο ενοίκιο και στα υπόλοιπα έξοδα στην Κρήτη. Ο τελευταίος χρόνος ήταν για μένα πολύ δύσκολος. Τον πέρασα με όσα χρήματα μου είχαν απομείνει από την εργασία μου στο Ηράκλειο. Έψαχνα για δουλειά, όπως για πωλητής εταιρειών τηλεπικοινωνιών στο δρόμο, αλλά μάταια. Στις αιτήσεις μου δεν έλαβα την παραμικρή απάντηση. Στη «σχεδία» ήρθα στα τέλη Αυγούστου. Μου το πρότεινε μία φίλη μου που είναι πωλήτρια του περιοδικού. Στην αρχή είχα λίγο άγχος. Όλη μου η ζωή ήταν μαύρη, μέσα στις στενοχώριες. Από τότε, όμως, που ξεκίνησα στη «σχεδία», άλλαξε εντελώς η ζωή μου. Αισθάνομαι ότι ζω, επιτέλους, σαν άνθρωπος. Βρήκα τον χαμένο μου εαυτό μου, επανέκτησα την ανθρωπινότητά μου. Έχω αρχίσει να ονειρεύομαι.