Shedia

EN GR

14/09/2022

Λορέντζο Καράι

 

«Ακόμη και μία “καλημέρα” από έναν περαστικό σημαίνει πάρα πολλά για μένα. Αυτό που μετράει πάνω από όλα είναι ο σεβασμός».

Γεννήθηκα το 1969 στην πόλη Φιέρι της Αλβανίας, το κέντρο των πετρελαϊκών και χημικών βιομηχανιών της χώρας. Θεωρούνταν  η δεύτερη μεγαλύτερη βιομηχανική πόλη της Αλβανίας και βρίσκεται 16 περίπου χιλιόμετρα ανατολικά της Αδριατικής και 100 χιλιόμετρα νότια από τα Τίρανα. Η μητέρα μου δούλευε σε ένα εργοστάσιο κατασκευής χαλιών και ο πατέρας μου σε μία αποθήκη που προμήθευε τρόφιμα μαγαζιά και μίνι μάρκετ. Τότε, ήταν όλα κρατικά. Από πολύ μικρός, ήμουν «κολλημένος» με τα βιβλία. Διάβαζα πάρα πολύ, κυρίως ό,τι είχε να κάνει με την παγκόσμια ιστορία. Αγαπημένα μου μαθήματα ήταν η ιστορία και η γεωγραφία, αν και ονειρευόμουν να ασχοληθώ με το εμπόριο. Να αποκτήσω, κάποια στιγμή, κάτι δικό μου. Μου άρεσε ιδιαίτερα η αλβανική λαϊκή μουσική, όπως και το ποδόσφαιρο. Στα 14 μου, γράφτηκα σε μία τοπική ομάδα στο Φιέρι. Συμμετείχαμε και σε τουρνουά. Εγώ έπαιζα επιθετικός. Δύο χρόνια αργότερα, όμως, εγκατέλειψα τον αθλητισμό, καθώς έπιασα δουλειά ως βοηθός στο εργοστάσιο όπου εργαζόταν και η μητέρα μου. Έπρεπε να αποκτήσω εργασιακή εμπειρία. Παράλληλα, πήγαινα σε νυχτερινό λύκειο. Μόλις αποφοίτησα από το σχολείο, έκανα τη στρατιωτική μου θητεία –που κράτησε 24 ολόκληρους μήνες– στην πόλη Τροπόγια, στα βορειοανατολικά της χώρας, κοντά στα σύνορα με το Κοσσυφοπέδιο. Ήταν σκληρές οι συνθήκες, εκείνη την εποχή. Απαιτούνταν απόλυτη πειθαρχία και τάξη.

Όταν έπεσε το κομμουνιστικό καθεστώς, όπως και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ήταν πολύ δύσκολη η κατάσταση στην Αλβανία. Δεν έβρισκα δουλειά στον τόπο μου και έτσι πήρα την απόφαση, το 1991, να έρθω στην Ελλάδα. Περπατούσα στα βουνά για δύο ημέρες. Έφτασα στα Γιάννενα. Εκεί, άρχισα να εργάζομαι στα χωράφια. Δούλευα, δε, όλη μέρα. Εργάστηκα, επίσης, σε βαμβακοχώραφα στα Τρίκαλα, αλλά και σε ελαιώνες και σε εργοστάσιο επεξεργασίας ρυζιού στη Λαμία. Εκείνα τα χρόνια, δούλευα οκτώ μήνες στην Ελλάδα και επέστρεφα τέσσερις μήνες στην Αλβανία – πάντα μέσα από τα βουνά, αφού δεν είχα ακόμη χαρτιά. Πήρα άδεια παραμονής το 1998 (την οποία και ανανέωσα το 2001). Δύο χρόνια νωρίτερα, το 1996, εγκαταστάθηκα στην Αθήνα. Είχα πάγκο σε λαϊκές αγορές, ενώ ήμουν μικροπωλητής και σε πανηγύρια. Γυρνούσα όλη την Ελλάδα, είχα φτάσει μέχρι και την Καστοριά. Κυρίως, όμως, δούλευα εντός Αττικής. Ήταν δύσκολη δουλειά. Το 2006, δόθηκαν άδειες για τις λαϊκές αγορές, αλλά πολλοί –ανάμεσά τους κι εγώ– δεν αδειοδοτηθήκαμε. Έτσι, ζούσα μόνο μέσα από τα πανηγύρια. Έπρεπε, όμως, να πηγαίνω στον κάθε δήμο και να αγοράζω θέση για πάγκο. Λόγω της οικονομικής κρίσης, άρχισε να πέφτει η δουλειά και έτσι αναγκάστηκα, το 2011, να τα παρατήσω. Στη συνέχεια, έπιασα δουλειά ως υπάλληλος σε ένα περίπτερο στο Παγκράτι. Εργάστηκα σε αυτό δυόμισι χρόνια, μέχρι που έκλεισε.

Τα επόμενα δυο χρόνια, πωλούσα λαχεία στην περιοχή του Μεγάρου Μουσικής. Δυσκολευόμουν πάρα πολύ οικονομικά. Έπιανα κουβέντα με τους πωλητές της «σχεδίας» που είχαν πόστο στο Μέγαρο Μουσικής. Συζητούσαμε καθημερινά. Έτσι έμαθα για το περιοδικό. Εκείνοι με προέτρεψαν να φορέσω κι εγώ το κόκκινο γιλέκο. Κάτι που έκανα το 2016. Ως χαρακτήρας είμαι κοινωνικός. Μιλάω και γελάω με όλους. Έχω εισπράξει πολλή αγάπη από τον κόσμο. Τον έχω αγαπήσει, όμως, και εγώ. Αυτή η επαφή με ανέβασε ψυχολογικά. Ακόμη και μία «καλημέρα» από έναν περαστικό σημαίνει πάρα πολλά για μένα. Δεν έχει σημασία αν θα αγοράσει το περιοδικό.  Αυτό που μετράει πάνω από όλα είναι ο σεβασμός. Χάρη στο περιοδικό, μπορώ να στηρίζομαι στις δικές μου δυνάμεις, να πληρώνω το ενοίκιο, τους λογαριασμούς του ρεύματος, του τηλεφώνου, του νερού. Κάτι που μέσα από την πώληση των λαχείων δεν ήμουν σε θέση να κάνω.