Λάμπρος Παπανδρέου
Γεννήθηκα το 1974 στην Αθήνα, στους Αμπελόκηπους. Ο πατέρας μου ήταν αξιωματικός του πεζικού, ενώ η μητέρα μου ασχολούνταν με τα οικιακά. Στα 13 μου κιόλας χρόνια, άκουσα χέβι μέταλ σε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο και κόλλησα. Όταν ήμουν στο λύκειο, συμμετείχα σε δύο συγκροτήματα, το ένα στη γειτονιά μου, όπου έκανα τα φωνητικά, και το άλλο στη Γλυφάδα, όπου ήταν πιο σοβαρά τα πράγματα. Ονειρευόμασταν να γίνουμε μεγάλοι και τρανοί μουσικοί. Το καλοκαίρι των πανελληνίων, αποφάσισα να μη δώσω εξετάσεις. Δεν ήμουν καλός στα μαθήματα. Με έπιασε ο πατέρας μου και μου είπε ότι κάτι έπρεπε να κάνω. Σπούδασα σε μια ιδιωτική σχολή ηλεκτρονικά και αυτοματισμούς. Μόλις αποφοίτησα, δεν αισθανόμουν έτοιμος να δουλέψω. Μου πρότεινε ο πατέρας μου να βρούμε μια σχολή στην Αγγλία, ώστε να συνεχίσω τις σπουδές μου εκεί.
Σπούδασα ιατρικά ηλεκτρονικά στο Χάτφιλντ. Αν και οι σπουδές ήταν τριετείς, εγώ τις έκανα σε πέντε χρόνια, καθώς αναγκαζόμουν να δουλεύω παράλληλα. Έκανα φόρτωση-εκφόρτωση για τα βρετανικά ταχυδρομεία. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής μου θητείας, το 2000, έπιασα δουλειά σε μια εταιρεία με ιατρικά μηχανήματα. Μετά από έξι μήνες, ανέλαβα υπεύθυνος για όλη τη Θεσσαλία. Είχα ως βάση την Αθήνα, αλλά τρεις εβδομάδες δούλευα εκτός έδρας, τις οποίες, όμως, δεν πληρωνόμουν. Τον τέταρτο χρόνο, καθώς αρνούνταν να μου κάνουν αύξηση, έφυγα, ενώ τους πήγα και στα δικαστήρια. Στη συνέχεια, βρήκα δουλειά σε μια εταιρεία σεκιούριτι, αλλά τα πράγματα κατέληξαν άσχημα. Έκατσα μόλις έξι μήνες. Μου έβαζαν κενά στο πρόγραμμα και, μόλις πήγα να ζητήσω εξηγήσεις, έφαγα ξύλο.
Εντωμεταξύ, είχα παντρευτεί (η κόρη μου είναι πια 17 χρόνων και ο γιος μου 14). Ήταν 2005, όταν μετά από αυτήν την κακή εμπειρία βρήκα εργασία σε μια εταιρεία ως τεχνικός σε χημικούς αναλυτές. Την ίδια χρονιά, αφού είχα μείνει εννιά μέρες άυπνος, επισκεφτήκαμε με τη γυναίκα μου ψυχίατρο. Με τρεις-τέσσερις ερωτήσεις που μου έκανε, έβγαλε τη διάγνωση. Είχα διπολική διαταραχή. Πάλευα για χρόνια με κάτι που δεν ήξερα ακριβώς τι είναι. Από τη μία, ήταν άσχημο το ότι θα έπαιρνα ψυχοφάρμακα εφ’ όρου ζωής, αλλά, από την άλλη, ανακουφίστηκα. Το 2009, έπιασα δουλειά σε μια άλλη εταιρεία με χημικούς αναλυτές. Ο εργοδότης ήταν πολύ κακός. Έμπαινε μέσα κάθε πρωί και έβαζε τις φωνές. Το 2017, είχα στρεσαριστεί τόσο πολύ, που μου βγήκε σε μανιακό επεισόδιο. Με τα πολλά, συμφώνησε ο εργοδότης να με απολύσει, δεν άντεχα άλλο. Έστελνα συνέχεια βιογραφικά, έκανα πάνω από 50 επαγγελματικά ραντεβού, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Καθώς χρωστούσα στη ΔΕΗ 5.000 ευρώ, μας έκοψαν το ρεύμα. Έτσι, αφήσαμε με τη γυναίκα μου το σπίτι μας στην Ανθούσα και εκείνη πήγε να μείνει με τα παιδιά μας στους γονείς της, ενώ εμένα με φιλοξένησε μια φίλη που είχα γνωρίσει στις ομάδες αυτοβοήθειας ατόμων με διπολική διαταραχή. Είχα πια χωρίσει με τη σύντροφό μου. Στη συνέχεια, πήγα να μείνω στο σπίτι της αδερφής μου στη Ραφήνα. Κάηκε, όμως, ολοσχερώς στη φωτιά του καλοκαιριού του 2018 και, παρόλο που δεν ήρθαμε σε επαφή με τη φωτιά, μόνο λόγω της θερμότητας, είχαμε πάθει εγκαύματα δεύτερου βαθμού στο 60% του σώματος. Πήγαμε να μείνουμε με τη μητέρα μας, ενώ μας περιποιούνταν δωρεάν ένας πλαστικός χειρουργός στους Αμπελοκήπους. Η θεραπεία κράτησε ένα μήνα και για δυο ολόκληρους μήνες ήμουν καθηλωμένος στο κρεβάτι. Όλο αυτό το διάστημα ζούσα με το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης και τη βοήθεια της μητέρας μου. Η λογίστρια μιας εταιρείας όπου ήταν να πιάσω δουλειά, χωρίς τελικά να προσληφθώ, κατά λάθος με δήλωσε για δυο μέρες στην Εργάνη, τον Ιανουάριο. Έτσι, μου κόπηκε το επίδομα. Το Φλεβάρη, πήρα την απόφαση να έρθω στη «σχεδία». Δεν ντράπηκα για αυτό που έκανα. Αισθάνθηκα ότι πατάω ξανά στα πόδια μου και πως έχω ένα εισόδημα που δεν είναι από κρατική ελεημοσύνη. Το περιοδικό είναι για μένα μια δεύτερη οικογένεια, μια μεγάλη αγκαλιά.