Shedia

EN GR

14/07/2022

Ιωάννα Τσοκάρη

 

«Άρχισα να ανεβαίνω ψυχολογικά. Μπορούσα, πλέον, να ψωνίσω στο σουπερμάρκετ, να πληρώσω το λογαριασμό του τηλεφώνου»

Γεννήθηκα το 1963 και μεγάλωσα στην πλατεία Βάθης, στο κέντρο της Αθήνας. Ωστόσο, η ρίζα μου είναι από το Ξυλόκαστρο Κορινθίας. Ο πατέρας μου ήταν λογιστής σε ένα γραφείο αγοραπωλησίας οικοπέδων, ενώ η μητέρα μου μοδίστρα. Έραβε στα σπίτια. Ήμουν παιδί της παρέας και της «γύρας», ήδη από τα 13 μου χρόνια έπαιρνα το ποδήλατο και εξαφανιζόμουν με τους φίλους μου. Πηγαίναμε ώς τον Άγιο Ελευθέριο να πιούμε μια πορτοκαλάδα, έναν καφέ. Η αλήθεια είναι πως δεν ήμουν καλή μαθήτρια, είχα τα μυαλά μου πάνω από το κεφάλι μου. Δεν μου άρεσε το σχολείο, στη Β’ Γυμνασίου, ουσιαστικά, το παράτησα. Άλλοτε πήγαινα και άλλοτε όχι. Ήταν μετά την ηλικία των 16 χρόνων που άρχισα να αγαπάω τα γράμματα. 

Γράφτηκα σε νυχτερινό σχολείο, το οποίο και ολοκλήρωσα, ενώ το πρωί πήγαινα σε σχολή κοπτικής-ραπτικής και παρακολουθούσα μαθήματα αγγλικών στο Βρετανικό Συμβούλιο. Μόλις πήρα το πτυχίο μου στα αγγλικά, έκανα μαθήματα σε παιδιά. Το σπίτι μου είχε γίνει πραγματικός παιδικός σταθμός. Μου άφηναν τα παιδιά τους για να πάνε στις δουλειές τους. Μου άρεσε η ενασχόληση με τα παιδιά. Θα μπορούσα να μπω σε κάποια σχολή, να γίνω δασκάλα, αλλά δεν το τόλμησα. Άλλαξα πολλές δουλειές. Στην αρχή, εργάστηκα ως βοηθός λογιστή δίπλα στον πατέρα μου, ως ράπτρια, ως ταμίας σε σουπερμάρκετ, ως συμβασιούχος καθαρίστρια σε τράπεζα, ως υπάλληλος σε ιχθυοπωλείο. 
 
Το 2000, έχασα τον πατέρα μου, ήταν πολύ μεγάλο πλήγμα για μένα. Ήμουν η «πριγκίπισσά του». Αναζήτησα στήριγμα στον πρώην άνδρα μου, με τον οποίο –πριν παντρευτούμε– ανοίξαμε, το 2002, στον Βύρωνα, ένα μαγαζί πώλησης κασετών και CD. Αποφασίσαμε να το ανοίξουμε για να στεριώσουμε, επιτέλους. Παντρευτήκαμε δυο χρόνια αργότερα, αλλά ο γάμος μας έληξε αμέσως και, μοιραία, κλείσαμε το μαγαζί. Εγώ τότε επέστρεψα στη μητέρα μου. Οι μόνες δουλειές που έβρισκα ήταν διανομή φυλλαδίων ή να κάνω θελήματα. 
 
Τελικά, το 2007, προσλήφθηκα σε μια εταιρεία εξυπηρέτησης πελατών τραπεζών. Τους ξεμπλοκάραμε, για παράδειγμα, τις κάρτες. Το 2009, όμως, μας απέλυσαν όλους αιφνιδίως. Έτσι, επέστρεψα στη διανομή φυλλαδίων. Ωστόσο, αναγκάστηκα να το εγκαταλείψω και αυτό, γιατί είχε πέσει η μητέρα μου και είχε σπάσει το ισχίο της. Έπρεπε να τη φροντίζω εγώ, δεν υπήρχε η οικονομική δυνατότητα να πάρουμε κάποιον φροντιστή. Ζούσα με τα χρήματα της σύνταξής της. 
 
Για τη «σχεδία» έμαθα γνωρίζοντας πωλητές του περιοδικού στα πόστα τους, ενώ έκανα διανομή φυλλαδίων. Έψαχνα εναλλακτικές διεξόδους. Πρωτοφόρεσα το κόκκινο γιλέκο το 2018. Στην αρχή το θεωρούσα ζητιανιά, μετά, όμως, είπα στον εαυτό μου: «Είναι σαν να ανοίγεις ένα μαγαζί και να περιμένεις τους πελάτες». Άρχισα να ανεβαίνω ψυχολογικά. Μπορούσα, πλέον, να αυτοσυντηρηθώ, να ψωνίσω στο σουπερμάρκετ, να πληρώσω το λογαριασμό του τηλεφώνου για να μη μου το κόψουν – καθημερινές ανάγκες τις οποίες πρωτύτερα δεν μπορούσα να καλύψω. Βέβαια, συνδράμει πάντα και η μητέρα μου με τη σύνταξή της. Καθώς ήμουν πάντοτε πολύ επικοινωνιακή, η επαφή μου με τον κόσμο στα πόστα είναι ό,τι καλύτερο για μένα. Έρχονται και μου λένε τα προβλήματά τους. Λόγω της κατάστασης της υγείας της, είμαι συνεχώς δίπλα στη μητέρα μου, δεν μπορεί να μείνει για πολλή ώρα μόνη της. Έτσι, δεν μπορώ να δουλέψω αρκετές ώρες. Εκείνη είναι που μου καθορίζει το πρόγραμμα, το πόσες ώρες θα εργαστώ. Είναι βάλσαμο για μένα το ότι έχω ελεύθερο ωράριο στο περιοδικό, ότι μπορώ να βγω στο πόστο όσες ώρες επιθυμώ. Θα ήθελα να έχω περισσότερο ελεύθερο χρόνο για να μπορώ να κάνω ένα μπάνιο στη θάλασσα, έστω για μια ώρα. Όπως και να μπορέσω κάποια στιγμή να φτιάξω το σπίτι στο χωριό, που έχει γίνει ερείπιο, και να αποτραβηχτώ εκεί. Προσπαθώ να στέκομαι όρθια και να είμαι όσο το δυνατόν πιο αισιόδοξη.